Κάθε φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να αρχίσουν
έναν νέο πόλεμο», έλεγε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Γκλεν Γκρίνγουολντ,
«επινοούν ένα πραγματικά εμπρηστικό και συναισθηματικά φορτισμένο ψέμα.
Στόχος είναι να κάνουν τον κόσμο να μισεί τόσο πολύ την κυβέρνηση που
θέλουν να ανατρέψουν, ώστε να αφήνουν στην άκρη τη λογική και να
στηρίζουν τις πολεμικές επιχειρήσεις».
Τα σχετικά παραδείγματα στη σύγχρονη Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αναρίθμητα και συχνά εξαιρετικά χοντροκομμένα.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ κλιμακώθηκε ύστερα από την
υποτιθέμενη επίθεση που πραγματοποίησε το Βόρειο Βιετνάμ εναντίον
αμερικανικών πλοίων στον κόλπο του Τόνκιν -μια επίθεση που κατά τα
φαινόμενα δεν συνέβη ποτέ.
Πριν από τον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου το
Στέιτ Ντιπάρτμεντ και όλοι οι embedded (ομοκρέβατοι) δημοσιογράφοι
ορκίζονταν ότι στρατιώτες του Σαντάμ Χουσεΐν πέταγαν μωρά έξω από
θερμοκοιτίδες και τα άφηναν να πεθαίνουν σε νοσοκομεία του Κουβέιτ. Οπως
αποδείχτηκε, την ψευδή πληροφορία είχε παρουσιάσει μια 15χρονη κοπέλα, η
οποία τύχαινε να είναι και κόρη του πρέσβη του Κουβέιτ στην
Ουάσινγκτον.
Στην περίπτωση της Βενεζουέλας η εικόνα που θα
έπειθε τη διεθνή κοινότητα για την ανάγκη έναρξης στρατιωτικών
επιχειρήσεων ήταν ένα φορτηγό με ανθρωπιστική βοήθεια των ΗΠΑ, το οποίο
τυλίχτηκε στις φλόγες.
Σχεδόν το σύνολο των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης
αλλά και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, απέδωσαν το περιστατικό σε
στρατιώτες της Βενεζουέλας, παρά το γεγονός ότι από τις πρώτες ώρες
κυκλοφορούσαν στο ίντερνετ εικόνες με οπαδούς του πραξικοπηματία
Γκουαϊδό που πετούσαν μολότοφ προς τα φορτηγά.
Οταν παρουσίασε σχετικά βίντεο και η εφημερίδα
New York Times, ήταν πλέον αργά. Τα αποτελέσματα του επικοινωνιακού
Αρμαγεδδώνα που είχαν εξαπολύσει χιλιάδες (αυτοανακυρηχθέντες;)
δημοσιογράφοι σε όλο τον κόσμο δεν μπορούσαν πλέον να ανατραπούν.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αισθάνθηκαν τόσο
ασφαλείς ότι μπορούσαν να λένε ό,τι τους κατεβεί στο κεφάλι και να το
βλέπουν δημοσιευμένο σαν «είδηση», ώστε έχασαν κάθε επαφή με τη λογική
και την πραγματικότητα. Ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο, ο αρχιτέκτονας της
αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για τη Βενεζουέλα, έφτασε να δηλώνει
ότι άνθρωποι πεθαίνουν επειδή κατέρρευσε ένα «γερμανικό φράγμα» που
χρησιμοποιούνταν γα την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Στη Βενεζουέλα βέβαια δεν υπάρχουν γερμανικά
φράγματα. Υπήρχε όμως ένας δημοσιογράφος που ονομαζόταν German Dam
(γερμανικό φράγμα), ο οποίος κάλυπτε τις εξελίξεις με το blackout.
Οπως ήταν προφανές, ύστερα από αυτές τις
εξελίξεις η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος σε όλη τη χώρα για
τουλάχιστον τέσσερις ημέρες αποτέλεσε πρώτης τάξης ευκαιρία και για τις
δύο πλευρές να διασταυρώσουν και πάλι τα ξίφη τους.
Για την Ουάσινγκτον ήταν άλλη μια απόδειξη πως
ακόμη και μια πετρελαιοπαραγωγός χώρα μπορεί να οδηγηθεί στην καταστροφή
υπό την ηγεσία ενός «σοσιαλιστικού» καθεστώτος. Για τον πρόεδρο Μαδούρο
η κατάρρευση του δικτύου ήταν αποτέλεσμα κυβερνοεπίθεσης, ενώ οι
πυρκαγιές και εκρήξεις, που συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα σε
θερμοηλεκτρικά εργοστάσια και εγκαταστάσεις άντλησης πετρελαίου,
οφείλονταν σε φυσικό σαμποτάζ.
Η διαμάχη θύμιζε τον επικοινωνιακό πόλεμο που
ακολούθησε την καταστροφή των φυγοκεντρητών από το πυρηνικό πρόγραμμα
του Ιράν. Αρχικά τα διεθνή μέσα ενημέρωσης μιλούσαν για αποτυχία του
προγράμματος μέχρι τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι το πρόβλημα προήλθε
από κυβερνοεπίθεση των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Παραδόξως στη περίπτωση της Βενεζουέλας ήταν
ορισμένα αμερικανικά ΜΜΕ που έσπευσαν να στηρίξουν το σενάριο περί
σαμποτάζ του Νικολάς Μαδούρο. Το περιοδικό Forbes εξηγούσε ότι «η ιδέα
πως μια κυβέρνηση όπως αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών παρεμβαίνει εξ
αποστάσεως στο δίκτυο ενέργειας είναι αρκετά ρεαλιστική. Σε τέτοιου
είδους επιχειρήσεις», συνέχιζε το κείμενο, «οι οποίες δεν απαιτούν
φυσική παρουσία στην περιοχή, κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει πώς και
από ποιον πραγματοποιήθηκαν».
Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές ήταν προφανές
ότι ο συντάκτης του κειμένου θα θεωρούσε μάλλον περίεργο να μην
ευθύνονται οι ΗΠΑ για το blackout που μετατράπηκε σε ακόμη ένα
επικοινωνιακό όπλο στα χέρια των υποστηρικτών του πραξικοπηματία
Γκουαϊδό.
Οπως αποκάλυψε άλλωστε λίγες μέρες αργότερα ο
δημοσιογράφος Μαξ Μπλούμενθαλ, η δεξιά αντιπολίτευση της Βενεζουέλας
είχε ήδη από το 2010 στη διάθεσή της σχέδια για το πώς θα εκμεταλλευόταν
τη λαϊκή αγανάκτηση σε περίπτωση ενός γενικευμένου blackout.
Ακόμη όμως και αν η κατάρρευση του δικτύου
οφείλεται πράγματι στην αδυναμία συντήρησης και όχι σε κάποιο εξωγενή
παράγοντα, οι New York Times παρουσίασαν ακόμη μια ενδιαφέρουσα
πληροφορία που φαίνεται να δικαιώνει την πλευρά του Μαδούρο.
H εφημερίδα εξηγούσε ότι η χώρα θα μπορούσε να
αντιμετωπίσει τη διακοπή ρεύματος σε λίγες ώρες θέτοντας σε λειτουργία
μεγάλα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια. Λόγω των αμερικανικών κυρώσεων όμως η
Βενεζουέλα δεν μπορεί να παράγει τα καύσιμα που απαιτούνται για τη
λειτουργία αυτών των μονάδων. Με ή χωρίς σαμποτάζ δηλαδή το δολοφονικό
black out ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής των ΗΠΑ.
Γιατί όμως τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης να
δίνουν πληροφορίες που ανατρέπουν την επίσημη προπαγανδιστική γραμμή της
Ουάσινγκτον; Η απάντηση είναι προφανής. Η σχετική επισήμανση των New
York Times ήταν καταχωνιασμένη στη δέκατη παράγραφο ενός
μακροσκελέστατου άρθου –εκεί που κανένας τηλεοπτικός συντάκτης δεν θα
έφτανε για να τη διαβάσει. Η εφημερίδα έσωσε την τιμή της, ενώ οι ΗΠΑ
είχαν προετοιμάσει το έδαφος για ακόμη μια στρατιωτική επέμβαση σε άλλη
μία πετρελαιοπαραγωγό χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου