Διαχρονική «εσκεμμένη αμέλεια» προέκυψε
από την έρευνα για την υπόθεση Novartis που πραγματοποιεί η γενική επιθεωρήτρια
δημόσιας διοίκησης Μαρία Παπασπύρου, από την οποία σαν παράπλευρη ωφέλεια για το δημόσιο
προέκυψαν… 241 εκατομμύρια ευρώ.
Δηλαδή όσο περίπου (παρά κάτι) η ετήσια δαπάνη
για την επιδότηση ενοικίου και στέγης των οικονομικά αδύνατων. Μόνο που οι
«αδύνατοι» στην περίπτωσή αυτή ήταν φαρμακευτικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και
πολυεθνικοί γίγαντες.
Τώρα η κυβέρνηση ετοιμάζει
ειδική νομοθετική ρύθμιση για
να εισπράξει το δημόσιο τα χρήματα αυτά. Το ότι
δεν εισπράχτηκαν για την περίοδο 2006-2011 αυτά τα 241 εκατομμύρια οφείλεται σε
μη υπογραφή υπουργικών αποφάσεων από τους αρμόδιους υπουργούς της εποχής. Το
γιατί μπορεί να το υποθέσει κανείς. Ο σχετικός φάκελος έχει ήδη αποσταλεί στον
εισαγγελέα για...θαψιμο.
Πώς ανακαλύφθηκε η τρύπα
των 241 εκατομμυρίων ευρώ;
Εδώ και μερικούς μήνες η γενική επιθεωρήτρια
Μ. Παπασπύρου και η υπηρεσία της, μετά την ανακάλυψη των… εντοιχισμένων
αρχείων, άρχισε να βομβαρδίζει με έγγραφα και ερωτήματα τα υπουργεία Εργασίας
και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Υγείας. Η κινητοποίηση των ελεγκτικών διαδικασιών
οδήγησε σε ανέλπιστα ευρήματα που φωτίζουν μια ακόμη σκοτεινή πλευρά της
υπόθεσης «φάρμακο» στην Ελλάδα.
Το 2005, επί
κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, θεσμοθετείται το περίφημο rebate με την ψήφιση του
νόμου 3408, άρθρο 13, παρ. 3 (ΦΕΚ 4.11.2005), με μια κρίσιμη λεπτομέρεια όμως.
Η υλοποίηση του νόμου προϋπέθετε την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης (ΚΥΑ).
Τι θα όριζε η απόφαση; Τους μηχανισμούς έκδοσης και είσπραξης των ανά έτος
ποσών και τους μηχανισμούς ελέγχου υλοποίησης των σχετικών αποφάσεων.
Rebate είναι η
έκπτωση επί της κατανάλωσης φαρμάκων σε όγκο και σε ετήσια βάση που
πραγματοποιεί το δημόσιο σύστημα υγείας (νοσοκομεία του ΕΣΥ, συνταγογραφία
ΕΟΠΥΥ κ.λπ.).
Η έκπτωση πραγματοποιείται είτε
με συμψηφισμούς οφειλών νοσοκομείων προς φαρμακευτικές εταιρείες είτε με
επιστροφή σε ετήσια βάση ενός τμήματος των χρημάτων που εισπράττουν οι
φαρμακευτικές εταιρείες μέσω των ΔΟΥ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν
μηχανισμό μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης του δημόσιου συστήματος υγείας
χωρίς κατ’ ανάγκην μείωση και της κατανάλωσης φαρμάκων. Το σύστημα δουλεύει
περίπου ως εξής: τίθεται ανά κατηγορία φαρμάκων ένα ετήσιο όριο κατανάλωσης σε
τεμάχια, σε όγκο κ.λπ. και αν ξεπεραστεί αυτό το όριο στο τέλος της χρονιάς η
υπέρβαση επιστρέφεται από τη φαρμακευτική εταιρεία στο δημόσιο αν έχει
καταβληθεί ή συμψηφίζεται με τα φάρμακα που θα καταναλωθούν την επόμενη χρονιά.
Ποια ΚΥΑ;
Ο μηχανισμός θα
έπρεπε να εφαρμοστεί από το 2006. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, πριν καν
εφαρμοστεί το rebate, ο σχετικός νόμος αλλάζει (ν. 3457/2006/ΦΕΚ 8-5-2006).
Τροποποιεί τον υπολογισμό της επιστροφής και αναθέτει σε κοινή υπουργική
απόφαση (ΚΥΑ) τις λεπτομέρειες. Τελικά όμως –για λόγους που δεν είναι επισήμως
γνωστοί– δεν εκδίδεται καμιά κυβερνητική απόφαση το 2006. Ποιοι ήταν τότε οι
αρμόδιοι υπουργοί που έπρεπε να έχουν υπογράψει την ΚΥΑ; Επισπεύδων ήταν ο
υπουργός Ανάπτυξης, δηλαδή ο μακαρίτης Δημ.
Σιούφας. Συναρμόδιοι: Ο υπουργός Υγείας Δημ. Αβραμόπουλος, ο υπουργός
Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης, ο υπουργός Εργασίας Σάββας Τσιτουρίδης.
Τελικώς η πολυαναμενόμενη ΚΥΑ για το 2006 εκδίδεται τον Νοέμβριο… του 2007 και
καταλογίζονται και για τα δύο χρόνια ποσά ύψους 134,28 εκατομμυρίων ευρώ (εκ
των οποίων 8,7 εκατ. θα έπρεπε να πληρωθούν από τη Novartis). Καμία εταιρεία
πλην μίας δεν πληρώνει τίποτε!
Το γιατί δεν πληρώνουν είναι
για γέλια και για κλάματα, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα
του δημοσίου. Ο Δημ. Σιούφας έφυγε τον Σεπτέμβριο του
2007 και ανέλαβε ο Χρήστος Φώλιας, ο οποίος δεν υπέγραψε λόγω «αλλαγής
υπουργού».
Αλογοσκούφης γιοκ!
Τον Ιούλιο του 2007
εκδίδεται ΚΥΑ αλλά τα θαύματα συνεχίζονται. Η κοινή υπουργική Απόφαση δεν
υπογράφεται από τον Γ. Αλογοσκούφη. Εκεί πατάνε οι φαρμακευτικές εταιρείες και
με μαζικές προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια ζητούν να ακυρωθεί η ΚΥΑ και άρα
να μην καταβάλουν τα σχετικά ποσά. Οι φαρμακευτικές δικαιώνονται αρκετά
αργότερα από το Συμβούλιο της Επικρατείας (2012), επικαλούμενες το τυπικώς
άκυρο της ΚΥΑ λόγω της μη υπογραφής της από τον Αλογοσκούφη. Στη μία και
μοναδική εταιρεία που είχε πληρώσει επιστρέφεται το 1,4 εκατ. ευρώ περίπου που
κατέβαλε.
Η πρώτη σοβαρή απόπειρα να
υπολογιστεί το rebate πραγματοποιείται τον Μάιο του 2008 όταν ο Εθνικός
Οργανισμός Φαρμάκου (ΕΟΦ), έπειτα από σχετικό αίτημα της Γενικής Γραμματείας
Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στέλνει δύο πίνακες με τις πωλήσεις των φαρμακευτικών
εταιρειών για το 2006 και το 2007 πλην των πωλήσεων στα νοσοκομεία και τις
«παράλληλες εξαγωγές». Για την ιστορία, μόλις το 2008 συστήνεται στο πλαίσιο
του ΕΟΦ Επιτροπή Διαφάνειας Αποζημίωσης Φαρμάκων (ΕΔΑΦ) που θα αποφασίζει ποια
φάρμακα θα ενταχθούν στην επιστροφή. Και τίθεται σε ισχύ από 1/1/2009.
Και τα 134,4 εκατομμύρια ευρώ
που μέσω των αλληλοαναιρούμενων διαδικασιών καταλογίστηκαν για τα έτη 2006 και
2007 εξακολουθούν να οφείλονται.
Πάλι χωρίς ΚΥΑ το
2008
Για το 2008 τα μόνα
στοιχεία που υπάρχουν περιλαμβάνονται, σύμφωνα με πληροφορίες, στην
αλληλογραφία μεταξύ Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Ασφάλισης – ΟΑΕΕ – ΗΔΙΚΑ που
δείχνει ότι η ΗΔΙΚΑ είχε αναλάβει το έργο «Εκκαθάριση συνταγών φαρμάκων
ασφαλιστικών οργανισμών – υπολογισμός έκπτωσης». Και –ω της εκπλήξεως!– δεν
υπάρχουν στοιχεία καταλογισμού και είσπραξης ποσών από τις φαρμακευτικές
εταιρείες και για το 2008. Στο από 5/12/2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Ειδικότερων
Θεμάτων και Παροχών αναφέρεται ότι «για το έτος 2008 δεν στάλθηκαν επιστολές
προς τις φαρμακευτικές εταιρείες για την καταβολή της έκπτωσης δεδομένου ότι οι
ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου 35 του ν. 3697/2008 και
δεν εκδόθηκε υπουργική απόφαση σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της».
Επιτέλους η ΚΥΑ ήρθε
το 2009
Στις 8/5/2009 εκδίδεται
ΚΥΑ με βάση το άρθρο 35 του ν. 3697/2008 και ενεργοποιείται επιτέλους η
διαδικασία: ο ΕΟΦ στέλνει στη Διεύθυνση Ασθένειας και Μητρότητας πίνακες με τις
οφειλές των φαρμακευτικών, η διεύθυνση στέλνει στις εταιρείες τα οφειλόμενα
ποσά και αποστέλλει στις ΔΟΥ τις εκπρόθεσμες οφειλές. Για
το 2008 οι επιστροφές προς το δημόσιο από τις φαρμακευτικές φτάνουν τα 67,1
εκατ. ευρώ. Ακόμη οφείλονται!
Αρμόδιοι υπουργοί το 2007 έως
τις αρχές του 2009 για να υπογράφουν τις ΚΥΑ ήταν:
· Ανάπτυξης Δημ. Σιούφας,
Χρήστος Φώλιας (Κ. Χατζηδάκης για λίγο το 2009), ως επισπεύδοντες (ο καθορισμός
της τιμής των φαρμάκων γινόταν από το υπ. Ανάπτυξης, τμήμα Εμπορίου, με
υφυπουργό τον Γ. Παπαθανασίου)
· Υγείας Δημ. Αβραμόπουλος
· Οικονομικών Γιώργος
Αλογοσκούφης
· Εργασίας Σάββας Τσιτουρίδης,
Βασίλης Μαγγίνας, Φάνη Πάλλη-Πετραλιά.
Από το 2009 η κατάσταση
ομαλοποιείται σε σημαντικό βαθμό και με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Γ.
Παπανδρέου η διαδικασία αρχίζει να εφαρμόζεται κανονικά, να εκδίδονται οι ΚΥΑ,
να καταλογίζονται και να εισπράττονται σε μεγάλο βαθμό οι επιστροφές από τις
φαρμακευτικές εταιρείες.
Όμως μέχρι το 2012, εν αναμονή
ίσως της απόφασης του ΣτΕ για την προσφυγή των φαρμακευτικών, δεν γίνεται καμιά
κίνηση διόρθωσης των παραλείψεων και των λαθών του παρελθόντος. Ούτε καν στη
συνέχεια και έτσι οι εκκρεμότητες για τα έτη 2006, 2007 και 2008 παρέμειναν.
Από την έναρξη εφαρμογής του
rebate και μέχρι το 2011 που είναι η επίμαχη περίοδος αναφοράς έχουν
καταλογιστεί συνολικά στις φαρμακευτικές 634 ,4 εκατ. ευρώ, έχουν εισπραχθεί τα
216,7 εκατ., έχουν συμψηφιστεί άλλα 171,7 εκατ. με οφειλές νοσοκομείων και
οφείλονται τα 241 –όπως καταγγέλθηκε– από τα οποία 201,2 εκατ. ευρώ αφορούν τα
έτη 2006, 2007 και 2008.
Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι
βεβαιωμένα ποσά ύψους 26,3 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2009-2010 στάλθηκαν στις
ΔΟΥ προς είσπραξη μόλις τον Φλεβάρη του 2019, όταν διαπιστώθηκε η εκκρεμότητα
στο πλαίσιο των ελέγχων. Αφορούσαν 75 φαρμακευτικές εταιρείες.
Με βάση τις επίσημες
καταγραφές, η φαρμακευτική δαπάνη το 2000 ήταν 1,275 δισ. ευρώ και με συνεχώς
ανοδική τάση εκτοξεύτηκε το 2009 στα 5,108 δισ. ευρώ. Αμέσως μετά και
αφού κάνει την εμφάνισή της η κρίση η φαρμακευτική δαπάνη αρχίζει να μειώνεται
σταδιακά. Το 2010 πέφτει στα 4,522 δισ. ευρώ, το 2011 στα 3,750, το
2012 στα 2,845 δισ. ευρώ, το 2013 στα 2,371 δισ. ευρώ, το 2014 στα 2,019 δισ.
ευρώ, ενώ από το 2015 και μετά έχει σταθεροποιηθεί κοντά στα 2 δισ. ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου