Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο τίτλος της Συμφωνίας ήταν (ήδη στην εκδοχή του ν. 1893/1990) και είναι ψευδεπίγραφος αφού αναφέρεται σε “αμοιβαία αμυντική συνεργασία”. Αντίθετα, πρόκειται για μονομερείς δυνατότητες που παρέχονται στις ΗΠΑ.
Η σημερινή τροποποίηση της Συμφωνίας έχει νέα στοιχεία σε σύγκριση με τη μέχρι τώρα συμφωνία. Πρώτο,
εμπλουτίζει τον κατάλογο των βάσεων και των ευκολιών που παρέχει η χώρα μας στις ΗΠΑ. Δεύτερο, ακόμη περισσότερο, παρέχει ευκολίες ακόμη και εντός εγκαταστάσεων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Τρίτο, παρέχει ευκολίες ακόμη και εντός πολιτικών εγκαταστάσεων. Τα τρία αυτά νέα στοιχεία κάθε άλλο παρά αθώα ή άνευ ιδιαίτερης σημασίας είναι.
Το Πρωτόκολλο προχωρά όμως ακόμη παραπέρα. Δίνει ουσιαστικά λευκή επιταγή στις ΗΠΑ. Στο άρθρο 1 παρ. 2 παρέχονται μη συνορεύουσες ευκολίες στις βάσεις στη Σούδα “όπως καθορίζονται σε υφιστάμενες ή μελλοντικές συμφωνίες και διευθετήσεις”. Το “μελλοντικές” σημαίνει ότι παρέχονται με συνεννόηση των μερών, χωρίς νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή με πλειοψηφία τουλάχιστον 151 βουλευτών όπως απαιτεί το άρθρο 27 παρ.2 του Συντάγματος.
Το ίδιο, στο άρθρο 1 παρ. 3 ΙΙΙ, αναφέρονται αόριστα “άλλες εγκαταστάσεις”, (πλην των ρητά αναφερόμενων βάσεων της Λάρισας και του Στεφανοβίκειου) των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, όπως κάθε φορά συμφωνούνται από τα μέρη, και στις οποίες παρέχονται ευκολίες στις ΗΠΑ. Πρόκειται και εδώ για μια αντισυνταγματική δυνατότητα που παρέχεται στις ΗΠΑ. Η παροχή εν λευκώ τέτοιων δυνατοτήτων ακόμη και σε ένοπλες δυνάμεις που κάποιος τις θεωρεί σύμμαχες είναι έξω από κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας και εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους. Καμιά χώρα που σέβεται τον εαυτό της δεν παρέχει τέτοια λευκή εξουσιοδότηση, παρά μόνο οι λεγόμενες “μπανανίες”.
Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η διοίκηση και ο έλεγχος, τα ζητήματα ασφάλειας των εγκαταστάσεων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων μπορεί να παραχωρηθούν στους αμερικανούς, μέσω μιας αόριστης αναφοράς περί “μελλοντικών διευθετήσεων” των ζητημάτων αυτών.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στο Πρωτόκολλο οι δραστηριότητες των δυνάμεων των ΗΠΑ δεν αναφέρονται συγκεκριμένα αλλά αόριστα: “ασκήσεις”, “κινήσεις”, “διέλευση”. Αυτό, εκτός από τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας, έρχεται σε αντίθεση ακόμη και με την Συμφωνία του 1990. Στην τελευταία, προφανώς λόγω της πίεσης που ασκούσε η ελληνική κοινή γνώμη και το κίνημα ενάντια στις βάσεις, γινόταν κάπως προσπάθεια να οριστούν συγκεκριμένα όλα αυτά, ακόμη και η πτητική δραστηριότητα.
Στο άρθρο 1 παρ. 8 παρέχονται ευκολίες στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Το Πρωτόκολλο δεν περιορίζεται ούτε σε αυτό. Αλλά στην παρ. 8 ΙΙ γενικεύεται, χωρίς σαφή προσδιορισμό, η παροχή ευκολιών σε πολιτικές εγκαταστάσεις αόριστα, οπουδήποτε (“άλλες τοποθεσίες”).
Τέλος, να πρέπει να αναφερθεί ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι φοροαπαλλαγές που προέβλεπε η Συμφωνία του 1990 για το προσωπικό των βάσεων, τους εργολάβους τους, κλπ. Άλλες χώρες ζητούν την καταβολή ενοικίου για τις βάσεις που παρέχουν. Η Ελλάδα αντίθετα, παρέχει φοροαπαλλαγές. Είναι κι αυτό ενδεικτικό.
Το Πρωτόκολλο επαναφέρει λογικές του 1950. Το άρθρο 1 της Συμφωνίας του 1953 έδινε κι αυτό διευκολύνσεις εν λευκώ: “Η ελληνική κυβέρνηση εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση των ΗΠΑ να χρησιμοποιεί οδούς, σιδηροδρομικές γραμμές και χώρους, να κατασκευάζει, αναπτύσσει, χρησιμοποιεί και θέτει σε λειτουργία στρατιωτικά και βοηθητικά έργα εν Ελλάδι… Οι Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ και τα υπό τον έλεγχό τους υλικά δύνανται να εισέρχονται, εξέρχονται, κυκλοφορούν, υπερίπτανται ελευθέρως εν Ελλάδι και στα χωρικά της ύδατα, υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε τεχνικής συνεννοήσεως”.
Θα πρέπει, νομίζω, να προβληματιστούμε από τα ανωτέρω, και επειδή διανύουμε μια περίοδο περιφερειακών αναφλέξεων στις οποίες η Ελλάδα είναι δυστυχώς εμπλεκόμενη.
Του Δημήτρη Καλτσώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου