Συνεχίζοντας, όταν εμείς οι Έλληνες παραπονούμαστε ότι έχουμε μετατραπεί σε γερμανική αποικία, επειδή οι Γερμανοί εξαγόρασαν ορισμένες επιχειρήσεις μας χωρίς όμως να έχουν καμία στρατιωτική βάση στο εσωτερικό μας, γιατί δεν το κάνουν οι Γερμανοί που βλέπουν πως οι κυβερνήσεις τους ακολουθούν πιστά τις εντολές των Αμερικανών ή των Βρετανών, ακόμη και όταν είναι σκόπιμα εναντίον της Ρωσίας, ενάντια στα εθνικά τους συμφέροντα ή/και αντίθετες με τα ανθρώπινα δικαιώματα;
Η ιστορική ερμηνεία
Κοιτάζοντας μερικές δεκαετίες πριν την ιστορία, θα διαπιστώσουμε πως οι προϋποθέσεις αυτής της πολιτικής δημιουργήθηκαν όταν τελείωσε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος – όπου ναι μεν μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ ο νέος καγκελάριος Γκέμπελ προσπάθησε να επιτύχει μία επί μέρους συμφωνία ειρήνης με τη Ρωσία, ενώ ο διάδοχος του Χίτλερ στην προεδρία του Ράιχ, ο ναύαρχος Doenitz διαπραγματεύθηκε με τους συμμάχους μία συνθήκη ειρήνης, αλλά ούτε ο Στάλιν, ούτε ο αρχηγός των συμμάχων στρατηγός Αϊζενχάουερ το αποδέχθηκαν. Αντίθετα, επέμειναν σε μία άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας, ενώ στα έτη που ακολούθησαν τοποθετήθηκαν τα βασικά σημεία του διαχωρισμού του γερμανικού Ράιχ – με τη δυτική Γερμανία να περιέρχεται στην κατοχή της αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Στις τρεις δυτικές ζώνες κατοχής ίσχυε το κατοχικό δίκαιο, ενώ η επίσης κατεχόμενη Αυστρία, η οποία συνδέθηκε με το Ράιχ το 1938 με τη συμφωνία της πλειοψηφίας του πληθυσμού της, διαχωρίστηκε αμέσως από τη Γερμανία ανακτώντας πλήρως την εθνική της κυριαρχία – ενώ στη δυτική πλευρά της Γερμανίας επιβλήθηκαν δημοκρατικές διαδικασίες και τοποθετήθηκε ήδη από το 1949 εναντίον της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Τυπικά βέβαια αναφέρθηκε πως ο διαμελισμός της Γερμανίας οφειλόταν στη σοβιετική επιθετική πολιτική – με την έννοια πως οι σοβιετικοί απέκλεισαν στις 24.06.1948 τις εισόδους στις περιοχές κατοχής τους και στο Βερολίνο.
Επρόκειτο όμως ουσιαστικά για τη μονομερή νομισματική μεταρρύθμιση και την επιβολή του γερμανικού μάρκου από τις τρεις δυτικές δυνάμεις κατοχής – ενώ το κλείσιμο των συνόρων ακολούθησε για να εμποδιστεί η εκροή μεγάλων ποσοτήτων των άνευ αξίας πλέον αυτοκρατορικών μάρκων στην κατεχόμενη από τους Σοβιετικούς περιοχή, οι οποίες θα προκαλούσαν εκεί υπερπληθωρισμό. Με τον τρόπο αυτό επισφραγίστηκε στην πραγματικότητα ο διαχωρισμός της Γερμανίας σε Δυτική και Ανατολική – ενώ δεν έγινε αποδεκτή η ουδετερότητα που ζητούσαν ορισμένοι πολιτικοί, προφανώς σκόπιμα.
Στις 23 Μαΐου τώρα του 1949 υιοθετήθηκε ο «Βασικός Νόμος» στη Δυτική Γερμανία, ο οποίος ισχύει στη χώρα αντί ενός Συντάγματος – ενώ στις 14 Αυγούστου διεξήχθηκαν οι πρώτες εκλογές για τη γερμανική Βουλή, κάτω από την εποπτεία των τριών δυνάμεων κατοχής. Κέρδισε τότε ο καγκελάριος K. Adenauer, εκλεγόμενος στις 15.09 με μία ψήφο διαφορά – έναντι του επικεφαλής του σοσιαλιστικού κόμματος (SPD) K. Schumacher.
Περαιτέρω ο K. Schumacher, ο οποίος θεωρούσε πιθανή την πολιτική ουδετερότητα της Γερμανίας, απαίτησε την εθνικοποίηση όλων των βασικών βιομηχανιών της χώρας, τοποθετήθηκε εναντίον μίας πολύ στενής σύνδεσης της με τις Η.Π.Α., ενώ ήταν αντίθετος με το στρατιωτικό εξοπλισμό της. Ο αντίπαλος του όμως, ο συντηρητικός K. Adenauer, ο προεκλογικός αγώνας του οποίου στηρίχθηκε αντισυνταγματικά από τους βιομηχάνους της Δ. Γερμανίας με πλουσιοπάροχες δωρεές, τοποθετήθηκε ως προστατευόμενος των συμμάχων υπέρ της σύνδεσης μαζί τους – επίσης, υπέρ του στρατιωτικού εξοπλισμού και υπέρ της οικονομίας της αγοράς, με την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Ήδη από το 1946 πάντως ο Adenauer ταξίδευε στις δυτικές κατεχόμενες περιοχές με μία λιμουζίνα με οδηγό – έχοντας την πλήρη υποστήριξη των συμμάχων.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία τώρα της εποχής ήταν η δαιμονοποίηση και οι διώξεις των κομμουνιστών μέσω της χειραγώγησης του πληθυσμού εκ μέρους των Η.Π.Α. – έτσι ώστε η Δυτική Γερμανία να τοποθετηθεί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και υπό την πλήρη αμερικανική επιρροή, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των ΜΜΕ που υπηρετούσαν έκτοτε και υπηρετούν ακόμη τις Η.Π.Α. Λογικά λοιπόν υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την εθνική ανεξαρτησία της Γερμανίας – ενώ γνώσεις επ’ αυτού προσφέρει η γερμανική σύμβαση του 1952, η συμφωνία 2+4 του 1990 και η πρόσθετη συμφωνία για το καταστατικό του στρατού του ΝΑΤΟ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, μπορεί να έχει αρθεί ο περιορισμός της εθνικής ανεξαρτησίας της Γερμανίας με τη συμφωνία 2+4, αλλά μετά τις νέες διαπραγματεύσεις με τους συμμάχους, υιοθετήθηκαν το 1993 νέοι περιορισμοί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον παγκόσμιο ρόλο των Η.Π.Α. – με την πρόσθετη συμφωνία για το καταστατικό του στρατού του ΝΑΤΟ.
Εν προκειμένω συμπεριλαμβάνεται το νομικό καθεστώς των ξένων ενόπλων δυνάμεων που είναι εγκατεστημένες εντός της Γερμανίας, η εξουσία τους να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για την προστασία των στρατευμάτων τους, οι παρεμβάσεις τους στο σύστημα επικοινωνιών της χώρας, καθώς επίσης στο σύστημα της ποινικής δίωξης.
Επιπροσθέτως οι δυνατότητες επηρεασμού της γερμανικής πολιτικής εκ μέρους των Η.Π.Α. οφείλουν να εξεταστούν από την πλευρά του συγκεκαλυμμένου καταναγκασμού και εκβιασμού – οπότε, σε συνδυασμό με όλα όσα αναλύσαμε, θα διαπιστωνόταν πολύ εύκολα ότι, από θεωρητικής πλευράς η Γερμανία είναι μεν μία εθνικά ανεξάρτητη χώρα, αλλά στην πραγματικότητα η εθνική της κυριαρχία είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Επομένως, στην ουσία παραμένει η χώρα ένα αμερικανικό προτεκτοράτο, ο βασικός ρόλος του οποίου είναι ο έμμεσος έλεγχος της Ευρώπης εκ μέρους της υπερδύναμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου