Μιλώντας σε ανοικτή συζήτηση που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Κύπρου και η Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Κύπρο με θέμα: «Cyprus at a Crossroads: A diplomat reflects on three decades of engagement with the Eastern Mediterranean” με την ευκαιρία της αφυπηρέτησης του από το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, ο Πρέσβης των ΗΠΑ στην Κύπρο John Koenig, κληθείς να σχολιάσει την παρουσία των 40.000 Τούρκων στρατιωτών και των δεκάδων χιλιάδων εποίκων στο νησί, είπε:
«Εγώ προσωπικά δεν θεωρώ ότι το Κυπριακό ζήτημα είναι κατά κύριο λόγο ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Αν δεν σας αρέσει, δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Δεν θεωρώ αυτό ως την ουσία του κυπριακού προβλήματος».
Για να συμπληρώσει στην συνέχεια:
«Ωστόσο, αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα και ο μηχανισμός που υπάρχει για διευθέτηση των θεμάτων είναι οι διαπραγματεύσεις για διευθέτηση του Κυπριακού που λαμβάνουν χώρα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών». Στην συνέχεια είπε επίσης ότι η κυπριακή διένεξη άρχισε πριν από 51 χρόνια και το 1974 πήρε μια τεράστια και τραγική τροπή, ξεκαθαρίζοντας ότι με κανένα τρόπο δεν δικαιολογεί αυτό που έγινε «αλλά δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Αυτό στην
πραγματικότητα σημαίνει να αγνοήσετε τη δική σας ιστορία… έχετε πολλά πράγματα να ασχοληθείτε εκτός από την παρουσία της Τουρκίας στο νησί και την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων που δεν υποστηρίζουμε ή αποδεχόμαστε και την παρουσία των εποίκων που δεν ανεχόμαστε. Αυτά όλα είναι ζητήματα που πρέπει ωστόσο να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων καθώς θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τις απόψεις της τουρκοκυπριακής κοινότητας......δεν νομίζω ότι έχω συναντήσει έναν Τουρκοκύπριο -ίσως υπάρχουν μερικοί εκεί έξω - που να πιστεύει πραγματικά ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής και αυτοί είναι οι άνθρωποι με τους οποίους θα πρέπει να πετύχετε την ειρήνη . Έτσι θα πρέπει να δώσετε προσοχή στο πώς και αυτοί βλέπουν το κυπριακό πρόβλημα.»
Οι δηλώσεις του αυτές προκάλεσαν «Θύελλα» αντιδράσεων σε κυβέρνηση και κόμματα – της Κύπρου – ενώ το Στέητ Ντιπάρτμεντ απέφυγε να τοποθετηθεί δημόσια. Το θέμα τέθηκε και σε συνάντηση του πρέσβη της Κύπρου στην Ουάσινγκτον, Γιώργου Σιακαλλή, με τη βοηθό υφυπουργό Εξωτερικών, Αμάντα Σλόατ, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, επεσήμανε πως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν συμφωνεί ούτε με το περιεχόμενο των δηλώσεων, ούτε με τη χρονική στιγμή που έγιναν. Αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε πως «οι ΗΠΑ παραμένουν δεσμευμένες στην υποστήριξη των υπό τη διευκόλυνση των Ηνωμένων Εθνών προσπαθειών για επανένωση του νησιού ως μία διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, κάτι που θα ωφελήσει όλους τους Κύπριους. Συγχαίρουμε τους ηγέτες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτίων της διαίρεσης της νήσου και την επιδίωξη επανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης».
Ο αμερικανός πρέσβης από καιρό έκφραζε ανοικτά τις απόψεις του για την λύση του Κυπριακού. Ήδη από τον Νοέμβριο του 2013 δήλωνε πώς είναι η ώρα να κάνουμε το θαρραλέο βήμα προς τα εμπρός και να βρούμε μια λύση στο κυπριακό πρόβλημα, μιλώντας στο συνέδριο του Economist στη Λευκωσία. Πρόσθετε μάλιστα ότι μια λύση στο Κυπριακό θα προσελκύσει περισσότερους Αμερικανούς επενδυτές και σημείωνε ότι η οικονομία θα έχει την ευκαιρία να ανοίξει και προς «τη μεγαλύτερη και πιο δυναμική αγορά στην ανατολική Μεσόγειο, την Τουρκία». Αμερικανοί βλέπουν την Κύπρο ως μια ευκαιρία για περιφερειακές επενδύσεις, ανέφερε λέγοντας ότι η λύση στο Κυπριακό θα δώσει πρόσβαση σε μια σειρά από περιφερειακές οικονομίες «συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας». «Μόνο η πολιτική ηγεσία έχει τη δύναμη να μετατρέψει το όραμα μιας ενωμένης, ευημερούσας, Κύπρου σε μια πραγματικότητα».
Ο πρέσβης ουσιαστικά υποστήριζε, και γι αυτό εργαζότανε, μια λύση του Κυπριακού που θα άνοιγε τις δουλειές στην περιοχή. Βέβαια το ότι το Κυπριακό δεν έπρεπε να θεωρείται αποκλειστικά ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής και ότι μόνο μέσα στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων πρέπει να λυθεί, αν εφαρμοζότανε στην περίπτωση της εισβολής του Ιράκ στο Κουβέϊτ θα είχαμε γλυτώσει εκείνη την «Καταιγίδα της Ερήμου» και μάλλον το «Σοκ και δέος» που την ακολούθησε μερικά χρόνια αργότερα. Αλλά η αμερικανική εξωτερική πολιτική και το «αξιακό» της υπόβαθρο διαθέτει πολλά «μέτρα και σταθμά». Ανάλογα με τα συμφέροντα.
Αλλά οι απορίες και τα ερωτήματα είναι άλλα. Έχει ευθύνη για αυτά που υποστήριξε δημόσια ο κ. Κόνιγκ η ελληνική πολιτική ηγεσία, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών;
Μιλώντας ο πρωθυπουργός της χώρας κ. Αλ. Τσίπρας στην κοινή συνέντευξη τύπου που έδωσε μαζί με τον πρόεδρο της Κύπρου κ. Ν. Αναστασιάδη (17-4-2015), μας διαβεβαίωσε ότι «Η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν πυλώνα σταθερότητας, πεδίο σταθερότητας, σε μια ευρύτερη περιοχή συγκρούσεων και σοβαρών κρίσεων, σε μια ευρύτερη περιοχή που το τελευταίο διάστημα είναι περιοχή αποσταθεροποίησης….Πρώτη προτεραιότητά μας, στρατηγικός μας στόχος –ο οποίος είναι βέβαια άρρηκτα συνδεδεμένος με την εξασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας της περιοχής-, είναι και θα παραμείνει η προσήλωσή μας στη συνέχιση μέχρι τελικής ευόδωσης των δικοινοτικών συνομιλιών.
Για την εξεύρεση συμφωνημένης, δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού, προς όφελος του Κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και στο πλαίσιο, πάντα, της διεθνούς νομιμότητας».
Λέξη δεν ειπώθηκε για την ουσία του Κυπριακού: δηλαδή τη συνεχιζόμενη εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου. Γιατί χωρίς την απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων και την υποστήριξη από την Τουρκία του παράνομου τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους ποια «συμφωνημένη, δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού» μπορεί να υπάρξει;
Ακολούθησε η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών κ. Ν. Κοτζιά στην Τουρκία. Αλλά πριν πατήσει το πόδι του στην Άγκυρα φρόντισε με συνεντεύξεις του σε τουρκικά ΜΜΕ, να δώσει το περίγραμμα των απόψεων της ελληνικής κυβέρνησης στα καυτά προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μιλώντας στην ανταποκρίτρια της τουρκικής δημόσιας τηλεόρασης TRT στην Αθήνα Derya Koseoglu είπε για το Κυπριακό, σε σχετική ερώτηση της:
«Είπα να φύγει και ο ελληνικός στρατός και αυτό το ξεχνάνε. Εγώ λέω το εξής: εάν πούμε ότι πρέπει να διατηρηθούν οι εγγυήτριες δυνάμεις, αυτό σημαίνει ότι η λύση δεν είναι πραγματική λύση, αυτό λέω. Αν είναι πραγματική λύση και νιώθουμε ότι διασφαλίζονται τα συμφέροντα και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και της Ελληνοκυπριακής κοινότητας και συμπληρώνω – διότι οι περισσότεροι το ξεχνούν – στην Κύπρο, υπάρχουν και τρεις μικρές μειονότητες, οι Αρμένιοι, οι Μαρωνίτες και οι Λατίνοι, εάν διαφυλάσσονται λοιπόν και τα δικά τους συμφέροντα, τότε για ποιο λόγο να υπάρχουν εγγυήτριες δυνάμεις;
Η Κύπρος πρέπει να γίνει ένα κανονικό κράτος μέλος της ΕΕ και να αναπτύξει καλές και παραγωγικές σχέσεις με την Τουρκία και την Ελλάδα. Εάν δεν υπάρξει πλήρης λύση στην Κύπρο και εάν δώσουμε εγγυήσεις, τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής – βέβαια η Τουρκία δεν τα αναγνωρίζει έτσι - και εάν έχει στρατεύματα και η Ελλάδα με βάση τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης, τότε έχουμε μια από τα ίδια και είπα απλά να μην κοροϊδευόμαστε. Εάν υπάρξει μια βιώσιμη λύση, τότε και η τουρκική πλευρά και η ελληνική πλευρά νομίζω ότι θα στηρίξουνε τη δημιουργική ανάπτυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αν δεν υπάρξει μια πραγματική λύση, θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι εγγυήσεις θα δώσουμε. Αυτή είναι η σκέψη μου, δεν στρέφεται ενάντια σε κανέναν, αλλά δείχνει την πρόθεσή μας να βρούμε μία πραγματική λύση. Και, να το πω διαφορετικά: εγώ λέω «τι ανησυχεί περισσότερο την Τουρκία;». Τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Αν εσείς μου λέτε να δώσουμε 100 εγώ σας λέω να δώσουμε 300, να δώσουμε το maximum των δικαιωμάτων και το maximum της ασφάλειας σε αυτούς. Δεν χρειάζονται άλλες εγγυήσεις και, εξάλλου, ως κράτος μέλος της ΕΕ, όλοι θα είναι με το βλέμμα τους στην Κύπρο. Νομίζω το ίδιο και ο ΟΗΕ. Αυτή είναι η σκέψη μου. Θέλω δηλαδή μία πραγματική λύση, να νιώσουν ξανά κυρίαρχοι στο σπίτι τους όλοι οι Κύπριοι, οι Τουρκοκύπριοι, οι Ελληνοκύπριοι και οι άλλες τρεις μικρές μειονότητες.»
Ο κ. Ν. Κοτζιάς φρόντισε να ξεχάσει ότι στην Κύπρο υπάρχει στρατός εισβολής και κατοχής, μιλώντας γενικά για την ανάγκη να αποσυρθούν οι στρατοί των εγγυητριών δυνάμεων – ο ελληνικός ξέρουμε πόσο εγγυήθηκε την Κυπριακή Δημοκρατία. Όλη η αντίληψη του για το Κυπριακό πρόβλημα αποτελεί την επιτομή των απόψεων αυτών που δικαίως αποκαλούνται «εθνομηδενιστές» και που φροντίζουν πάντοτε να ξεχνάνε ότι η Κύπρος ήτανε ελληνική εδώ και 3.500 χρόνια, ότι το 82% των κατοίκων της ήτανε Έλληνες οι οποίοι αγωνίστηκαν σκληρά πάντοτε για την ελευθερία και ελληνικότητα τους στο διάβα των αιώνων. Και που ελπίζοντας ότι θα κερδίσουν την Λευτεριά τους – αχώριστη από την Ένωση τους με την υπόλοιπη Ελλάδα – κατατάχτηκαν εθελοντικά κατά χιλιάδες στον Βρετανικό στρατό για να πολεμήσουν τον Γερμανικό ναζισμό – και στη συνέχεια με δημοψήφισμα διατράνωσαν τον πόθο τους για την Ένωση. Το 1955 πια αναγκάστηκαν να πάρουν τα όπλα για να απαλλαγούν από την Αγγλοκρατία, δίνοντας στο αγώνα τους άφθονο αίμα και πραγματικούς ήρωες. Ο κ, υπουργός συνειδητά παραχαράσσει την ουσία του Κυπριακού, στο όνομα πάντοτε της φιλίας των λαών – του ελληνικού και τουρκικού και δύο-τριών ακόμα μικρών εθνικών μειονοτήτων. Το 1974 όταν η Κύπρος κι ολόκληρος ο ελληνισμός ζούσε τον Αττίλα Ι και ΙΙ, ο στέλεχος του ΚΚΕ φρόντιζε να επαναφέρει στην τάξη τους Έλληνες φοιτητές του Μονάχου και τον Σύλλογο τους, επειδή πρωτοστατούσαν στις κινητοποιήσεις και την καμπάνια για την Κύπρο.
Από ιδεολογικός καθοδηγητής στο ΚΚΕ μεταπήδησε αργότερα στην υπηρεσία του Γ. Α. Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, χαράσσοντας ή έστω συμβάλλοντας τα μέγιστα στην επεξεργασία και εφαρμογή της πολιτικής που ακολούθησε η τότε κυβέρνηση απέναντι στην Τουρκία[1].
«Σε δυο συνιστώντα κράτη - οντότητες, μια για κάθε Κοινότητα, διά των οποίων θαλειτουργούν οι μηχανισμοί του κεντρικού κράτους και θα αναγνωρίζεται η ισότητα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων».
Στην ίδια συνέντευξη άλλωστε είπε με σχετική μάλιστα έπαρση για τη συμβολή του στην χάραξη της πολιτικής της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία:
Και ξέρετε, θεωρώ τον εαυτό μου από τους αρχιτέκτονες της συμφωνίας του Ελσίνκι και επιθυμώ να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία».
Χωρίς ίχνος ντροπής ή ελάχιστης ικανότητας αυτοκριτικής, καμαρώνει για την πολιτική που επεξεργάστηκε κι εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ – επί του «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ» προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη. Δηλαδή τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που επέτρεψαν στην Τουρκία να αμφισβητεί την ελληνική υφαλοκρηπίδα και να μην αποδέχεται το νέο δίκαιο της θάλασσας στο Αιγαίο και βέβαια να συνεχίζει την κατακτητική πολιτική της στην Κύπρο – στο όνομα πάντοτε της ελληνοτουρκικής φιλίας και της διευκόλυνσης των τουρκικών σχεδίων. Και τα οποία θέλει να επαναλάβει – χωρίς όρους – μια και όπως επανέλαβε στην συνέντευξη του:
«Νομίζω ότι η Ευρώπη χρειάζεται την Τουρκία.[2] Επίσης πιστεύω βαθιά ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα ήταν ακόμα καλύτερες με μια Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα εφαρμόζει όλους τους δημοκρατικούς και κοινωνικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι ότι αυτοί οι κανόνες ισχύουν σε όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι μόνο η Τουρκία που παρουσιάζει κενά ως προς την εφαρμογή των κανόνων αυτών και εμείς έχουμε κενά, και άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Συνέχιζε γράφοντας ότι το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών εμφανίζοντας την Τουρκία «ως συνεχιστή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή, όπως εκείνη το κατανοεί, της σταθερότητας και της συνύπαρξης των λαών της ευρύτερης περιφέρειας…..στηρίζεται σε δύο υποθέσεις που είναι και οι δύο λανθασμένες. Η πρώτη αφορά για το πόσο καλά περνούσαν οι μη τουρκικοί πληθυσμοί από την κυριαρχία των Τούρκων. Αυτό αποτελεί ιστορική ανακρίβεια και από μια σκοπιά πρόκληση, που δεν νομίζω ότι χρήζει εδώ απάντησης, αλλά σίγουρα χρήσει αποκαλυπτικών σχολίων από την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική στα διεθνή φόρα.»[3]
Την ίδια τακτική ακολούθησε και στην συνέντευξη που παραχώρησε, ίδια ημέρα, στονανταποκριτή της τουρκικής εφημερίδας Sabah στην Αθήνα, Στέλιο Μπερμπεράκη. Τίποτα που να υπαινίσσεται έστω ότι υπάρχουν κάποια σοβαρά ζητήματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Και φτάνουμε στην κοινή συνέντευξη τύπου με τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Mevlüt Çavuşoğlu (Άγκυρα, 12.5.2015).
Σε αυτήν έβαλε τα καλύτερα «δυνατά» του:
Νομίζω ότι προωθώντας τις λύσεις στο Αιγαίο και στο Κυπριακό θα αφήσουμε τους θετικούς ασκούς ανέμου, θα δώσουμε ώθηση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και θα κάνουμε ακόμα πιο σημαντικό το ρόλο τους στην περιοχή και παραπέρα….»
«Ο τρίτος δρόμος του ΠΑΣΟΚ: κριτική με βάση τη μαρξιστικη-λενινιστική ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας», εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ 1985,σελ 509 και 5 εκδόσεις!!, αλλά στην συνέχεια το «πρόδωσε»: έφυγε από το ΚΚΕ και συναντήθηκε με τον Γιώργο Παπανδρέου και το σχετικό ίδρυμα του οποίου για ένα διάστημα υπήρξε και πρόεδρος. Διαφώνησε μαζί του – οι κακές γλώσσες την απέδωσαν στην μη ανάληψη από μέρους του Υπ. Εξωτερικών, για το οποίο προτιμήθηκε τελικά ο κ. Δρούτσας – αποχώρησε, ίδρυσε την «Κίνηση πολιτών ΠΡΑΤΤΩ» με αντιμνημονιακό πρόσημο, ως βάση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, κι έκτοτε προσπάθησε πολύ να αναλάβει το υπουργείο, καημό του, Εξωτερικών.
[9] «Εγκώμια Π. Παυλόπουλου για τον Νίκο Κοτζιά» ΤΟ ΒΗΜΑ 27-52015 , για τις πολυσχιδείς πρωτοβουλίες του κλπ κλπ.
το είδα
Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω
Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου