η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Βάσω Μανωλίδου ο Δημήτρης Χορν, η Ελένη Παπαδάκη, ο Χρήστος Ευθυμίου, ο Νίκος Δενδραμής και πολλοί άλλοι χαρακτηρίστηκαν «ευνοούμενοι» των αρχών Κατοχής και υπέστησαν δριμεία πολεμική.
Όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, η Παπαδάκη βρισκόταν στη διώροφη μονοκατοικία της οικογενείας της, επί της οδού Ιακωβίδου 28 στα Πατήσια. Δύο στενές της φίλες, η Αιμιλία Καραβία και η Μπούμπα Κορυζή (μετέπειτα σύζυγος του Παναγή Παπαληγούρα), τη συμβούλευσαν να καταφύγει στην «ελεύθερη ζώνη» του Κολωνακίου στο κέντρο της Αθήνας. Τα γεγονότα όμως πρόλαβαν τις ανησυχίες τους. Το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου συγκεντρώθηκαν μερικοί φίλοι, ανάμεσά τους και η Ελένη Παπαδάκη, στην οικία του Δημήτρη Μυράτ για να παίξουν χαρτιά. Έξω ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί. Ξαφνικά τρεις εξαγριωμένοι άνδρες εισέβαλαν κρατώντας περίστροφα και φωνάζοντας: «Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους. Μπρος, πάμε στην Πολιτοφυλακή».
Ο θόρυβος που προκλήθηκε και οι φωνές έφθασαν μέχρι τον πρώτα όροφο όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένες οι γυναίκες και ετοιμάζονταν να κατεβούν να δουν τι συμβαίνει. Μόλις αντιλήφθηκαν ότι οι άνδρες που εισήλθαν στο σπίτι ήταν πολιτοφύλακες του ΕΑΜ, η Χρυσούλα Μυράτ υπέδειξε στην Παπαδάκη να διαφύγει από το πίσω παράθυρο. Ατάραχη η μεγάλη τραγωδός του θεάτρου, αρνήθηκε να φύγει λέγοντας στη φίλη της: «Γιατί να φύγω; Θα πάω να δω τι με θέλουν». Στο μεταξύ οι πολιτοφύλακες ωθούσαν τους άλλους στον δρόμο με ύβρεις και απειλές. Τότε άνοιξε η εσωτερική πόρτα και εμφανίσθηκε η ηθοποιός. «Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη. Τι θέλετε;». Έκπληκτος ο ένας πολιτοφύλακας που φερόταν ως αρχηγός της ομάδας, την κοίταξε στα μάτια. Ήταν ο φοιτητής της Ιατρικής Κων. Μπιλιράκης.
«Ακολούθησέ μας στην Πολιτοφυλακή για μια ανάκριση», της είπε.
Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας την ταραχή που επικρατούσε, επιχείρησε να παρέμβει για να ηρεμήσει την κατάσταση. «Μην κάνεις έτσι. Ανήκω κι εγώ στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουμε όλοι».
Αφού ανηφόρισαν για λίγο την οδό Ιακωβίδου, ο Μπιλιράκης σταμάτησε.
«Εσείς φύγετε», είπε στους άλλους συλληφθέντες.
Με τους πολιτοφύλακες παρέμειναν η Παπαδάκη, η φίλη της Αιμιλία Καραβία, ο Μυράτ και ο Σαμ Μπράντενμπουργκ, ένας Εβραίος φίλος της Παπαδάκη. Λίγο αργότερα η Ομάδα σταμάτησε στην οδό Πατησίων 314, όπου βρίσκονταν τα γραφεία του ΕΑΜ. Ο Μπιλιράκης άφησε τους άλλους στον προθάλαμο και εισήλθε σε ένα γραφείο για να αναφέρει στους ανωτέρους του τη σύλληψη της Παπαδάκη. Μετά από μερικά λεπτά εμφανίσθηκε και διέταξε την ομάδα να τον ακολουθήσει μέχρι την Πολιτοφυλακή. Ο Μυράτ μίλησε με κάποιους γνωστούς του ΕΛΛΑΣίτες, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι ήθελαν την Ελένη Παπαδάκη μόνο για μια «ανάκριση». Υποψιασμένος ωστόσο ο ηθοποιός σταμάτησε στη γωνία Ροστάν και Πατησίων και είπε στον Μπιλιράκη: «Εγώ δεν χρειάζομαι πλέον, ούτε εσείς με χρειάζεσθε, και σας αφήνω». Ο Μπιλιράκης δεν έφερε αντίρρηση. Λίγο αργότερα, αφού απομακρύνθηκε ο Μυράτ, ο Μπιλιράκης παρέδωσε τους κρατουμένους του σε άλλους «συναγωνιστές» και έφυγε.
Ενώ η Παπαδάκη ζούσε τις τελευταίες της στιγμές, κάποιοι πολιτοφύλακες διεξήγαγαν έρευνα στην οικία της για να ανακαλύψουν όπλα! Η μητέρα της και η Καραβία τους ρώτησαν για ποιαν λόγο συνέλαβαν την Ελένη, η οποία δεν είχε βλάψει ποτέ κανέναν, κάτι που μπορούσαν να βεβαιώσουν οι συνάδελφοί της. Τότε ο επικεφαλής της Πολιτοφυλακής τούς απάντησε μειδιώντας: «Μα, οι συνάδελφοί της, οι ηθοποιοί, την κατέδωσαν. Ήταν ερωμένη του Ράλλη, του δωσίλογου πρωθυπουργού».
Η Καραβία παρατήρησε τότε ότι η κατηγορία αυτή δεν ευσταθεί και πως υπήρχαν κάποιοι συνάδελφοί της που την αντιπαθούσαν και θα έκαναν τα πάντα για να τη δουν εκτός θεάτρου. Ο πολιτοφύλακας σήκωσε αδιάφορα τους ώμους και είπε:
«Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε».
Κάποια στιγμή οδήγησαν την Παπαδάκη στο χωλ το οποίο χρησιμοποιείτο ως ανακριτικό γραφείο.
Μια συγκρατούμενή της, η κυρία Χριστοδουλοπούλου, άκουσε τον διάλογο που ακολούθησε και τον διηγήθηκε αργότερα. Ο «ανακριτής» ρώτησε ειρωνικά:
«Πού είναι η κυρία Ράλλη;». Μπροστά του είχε ένα έγγραφο το οποίο ανέφερε ότι η Παπαδάκη είχε παντρευτεί τον Ιωάννη Ράλλη. «Πότε έκανες τους γάμους σου;».
Έκπληκτη η Παπαδάκη άργησε λίγο να απαντήσει. «Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον Ράλλη». «Ασ’ τα αυτά. Να τι λέει το φυλλάδιο...». «Αν ήταν έτσι, θα φοβόμουνα, δεν θα είχα μείνει εδώ, θα πήγαινα στο κέντρο να κρυφτώ. Κι άλλωστε ο Ράλλης έχει νέα και όμορφη γυναίκα».
Ο «ανακριτής», ένας εργάτης στα κάρβουνα με το όνομα Τάκης, σηκώθηκε οργισμένος και τη χαστούκισε. Από τη στιγμή εκείνη η τύχη της τραγικής ηθοποιού ήταν προδιαγεγραμμένη. Μετά τη σύντομη ανάκριση η Παπαδάκη οδηγήθηκε στη βίλα Παπαλεονάρδου στο Παγκράτι η οποία ήταν έδρα της Πολιτοφυλακής, μαζί με άλλες γυναίκες κρατούμενες.
Το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου 1944 μια μαύρη FORD εμφανίσθηκε στα διυλιστήρια της Ούλεν. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου καθόταν, τρέμοντας από τα κρύο και τον φόβο η Παπαδάκη. Όταν εξήλθε από το αυτοκίνητο αντίκρισε μια ομάδα από άνδρες του ΕΛΑΣ οποίοι αφαιρούσαν από τα υποψήφια θύματα χρήματα, κοσμήματα και ρολόγια. Επικεφαλής των ΕΛΑΣιτών ήταν ένας εικοσιτριάχρονος με αδρά χαρακτηριστικά, ο οποίος είχε το προσωνύμιο «Ορέστης». Οι άλλοι εκτελεστές ήταν ο Ιω. Κουκούτσης, ο Πέτρος Τζογανάκης παντοπώλης από τους Ποδαράδες, ο Βλάσσης Μακαρώνας, ο Στέφανος Λιόλιος κ.ά. Όταν ήλθε η σειρά της Παπαδάκη να αφήσει τα προσωπικά της αντικείμενα, ο «Ορέστης» την έστειλε με τους άλλους ομήρους. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά και ο «Ορέστης» τη θυμήθηκε: «Πως είπε αυτή πώς τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδικάσανε στο σωματείο Ηθοποιών;».
Αμέσως έδωσε τη διαταγή της εκτέλεσης. Σε ένα εξαιρετικό λεύκωμα που επιμελήθηκε ο Πολύβιος Μαρσάν αφιερωμένο στη μεγάλη ηθοποιό, περιγράφεται το τραγικό τέλος της:
«Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση της με το τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξε να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της, την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς, την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο, κι εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της, και τελικά καθίζοντάς την χάμω, τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δύο σφαίρες στον αυχένα…»
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ - Απόσπασμα από άρθρο του ιστορικού Ιάκωβου Χονδροματίδη στο περιοδικό «Στρατιωτική ΙΣΤΟΡΙΑ», τεύχος 356 – «Η Μάχη των Αθηνών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου