Επιμέλεια-μετάφραση: Κωνσταντίνος Βαθιώτης
Ι. Εισαγωγή
Στις 8 Απριλίου 2021 το Πρωτοδικείο της Βαϊμάρης και ειδικότερα το αρμόδιο τμήμα για την εκδίκαση οικογενειακών διαφορών, απεφάνθη στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων ότι πρέπει να απαγορευθεί άμεσα σε δύο τοπικά σχολεία η επιβολή σε μαθητές τής καθ’ οιονδήποτε τρόπο κάλυψης της μύτης και του στόματός τους (ιδίως με μάσκες τύπου FFP2), της τήρησης αποστάσεων και/ή της υποβολής τους σε rapid-test. Ταυτοχρόνως, το δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να συνεχισθούν τα μαθήματα με την φυσική παρουσία των μαθητών.
Πρόκειται για μια απόφαση-σταθμό, η οποία βαίνει ενάντια στην νομική παράνοια που επικρατεί σχεδόν επί έναν χρόνο παγκοσμίως λόγω της εξάπλωσης της επιδημίας του κορωνοϊού. Με γνώμονα την κοινή λογική αλλά και
με την ανάδειξη της μέχρι σήμερα παντελώς παραμελημένης, αν όχι ποδοπατημένης αρχής της αναλογικότητας, το δικαστήριο της Βαϊμάρης προκαλεί ένα σημαντικό ρήγμα στην τάση άκριτης αποδοχής των κοινωνιοκτόνων μέτρων που αποφασίστηκαν από πολύ υψηλά κέντρα και εφαρμόσθηκαν με εντυπωσιακή (και καθόλου αθώα) ομοιομορφία από τους κυβερνητικούς και παρακυβερνητικούς διαχειριστές της κάθε χώρας.Πέρα από το γεγονός ότι στο σκεπτικό της αποφάσεως αναδεικνύεται όχι απλώς η ακαταλληλότητα της μάσκας για την αναχαίτιση της πανδημίας, αλλά πολύ περισσότερο ο κίνδυνος να μετατραπεί σε εστία μολύνσεως, όταν εκείνος που την φορά την χειρίζεται πλημμελώς, π.χ. την πιάνει με τα χέρια του (εξαιτίας δε των παλινωδιών των πολιτικών που έλαβαν αντιφατικές αποφάσεις περί της μασκοφορίας, στην απόφαση αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτοί να απέβλεψαν στην συμβολική αξία της μάσκας!), επισημαίνονται όλες οι σημαντικές παράμετροι που εξηγούν την ανεπάρκεια τόσο των PCR-test όσο και των rapid-test για την διαπίστωση της τυχόν μόλυνσης (πόσω μάλλον της λοίμωξης) με κορωνοϊό.
Άραγε, πόσοι από εκείνους που τρομοκρατούνται καθημερινά λόγω της ανακοίνωσης του νέου “ρεκόρ κρουσμάτων” γνωρίζουν ότι, ενώ αρχικώς ο Π.Ο.Υ. ζητούσε να ελέγχονται μέσω του PCR-test τρία διαδοχικά γονίδια-στόχοι, στην συνέχεια έκρινε ότι πρέπει να υποβάλλεται σε έλεγχο μόνο ένα γονίδιο;
Όπως σημειώνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως, η μεταβολή αυτή έχει την εξής σπουδαία συνέπεια: Στα 100.000 τεστ που διενεργούνται σε μικτό πληθυσμό, στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε ένα άτομο με πραγματική μόλυνση, αναλογούν 2.690 ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Αν, όμως, είχαν χρησιμοποιηθεί 3 γονίδια-στόχοι, τότε τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα θα ήσαν μόλις 10! Μήπως, λοιπόν, ήγγικεν η ώρα να απομυθοποιηθεί η δύναμη των αριθμών και να εκλογικευτεί η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης;
Η προδήλως καταφατική απάντηση ενισχύεται ακόμη περισσότερο, αν συνδυασθεί με ένα άλλο στοιχείο, το οποίο προβάλλεται στην απόφαση και αφορά την αξία του αριθμού των κύκλων ενίσχυσης του ληφθέντος δείγματος που απαιτείται να γίνουν, προκειμένου το τεστ να αξιολογηθεί ως θετικό:
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ομόφωνη άποψη της επιστήμης, όλα τα “θετικά” αποτελέσματα που εξάγονται μετά την συμπλήρωση 35 κύκλων στερούνται οιασδήποτε επιστημονικής βάσεως. Αν έχουν συμπληρωθεί 26-35 κύκλοι, το αποτέλεσμα του τεστ αξιολογείται ως θετικό μόνο όταν συνεκτιμάται η ιική καλλιέργεια. Ωστόσο, το PCR-test που διαφημίσθηκε παγκοσμίως από τον Π.Ο.Υ. για τον εντοπισμό του κορωνοϊού ήταν ρυθμισμένα να λειτουργούν με βάση τους 45 κύκλους!
Σε ό,τι αφορά τα rapid-test αντιγόνου που χρησιμοποιούνται για μαζικούς ελέγχους και έχουν πλέον την τιμητική τους στον “πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού” (sic), στο σκεπτικό της αποφάσεως τονίζεται ότι αυτά είναι ακόμη πιο ακατάλληλα να προσφέρουν κάποιο τεκμήριο για την μεταδοτικότητα, διότι ανιχνεύουν απλώς πρωτεϊνικά στοιχεία χωρίς να αποδεικνύεται η συσχέτιση αυτών με έναν ακέραιο, αναπαραγωγικά ικανό ιό.
Είναι, λοιπόν, άξιον μεγίστης απορίας με ποια λογική δόθηκε αίφνης τόσο μεγάλη βαρύτητα σε αυτά τα ανεπαρκή τεστ, τα οποία, αφού μετονομάσθηκαν αυτοδιαγνωστικά (self-test), εισέβαλαν στην ζωή μας, προκειμένου να καθιερωθούν ως sine qua non όρος άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων μας, κατά πλήρη παράκαμψη της αρχής της ελεύθερης συναίνεσης των πολιτών που εκόντες-άκοντες υποχρεώνονται πλέον (με τρόπο προδήλως παράνομο και αντισυνταγματικό) να τελέσουν μόνοι τους μια ιατρική πράξη χωρίς να εποπτεύονται από κάποιον ειδικό και χωρίς καν να συντρέχει υπόνοια ασθενείας τους!
Ενώπιον του δικαστηρίου προσκομίσθηκαν αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν το ζήτημα κατά πόσον τα εφαρμοζόμενα μέτρα κατά του κορωνοϊού είναι χρήσιμα και πολύ περισσότερο αναγκαία από επιστημονική άποψη. Ειδικότερα, κατατέθηκαν οι γνωμοδοτήσεις της καθηγήτριας Ιατρικής Ines Kappstein, του καθηγητή Ψυχολογίας Christof Kuhbandner και της καθηγήτριας βιολογίας Ulrike Kämmerer.
Η διεξαχθείσα δίκη αφορούσε την προστασία της υγείας των παιδιών κατ’ άρθρο 1666 παρ. 1 και 4 γερμανικού Αστικού Κώδικα («Όταν τίθεται σε κίνδυνο η σωματική, η πνευματική ή η ψυχική υγεία του ή η περιουσία του παιδιού και οι γονείς δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αποτρέψουν τον κίνδυνο, τότε το δικαστήριο οφείλει να λάβει τα μέτρα εκείνα που είναι απαραίτητα για την αποτροπή του κινδύνου») και πραγματοποιήθηκε μετά την προσφυγή μιας μητέρας δύο αγοριών ηλικίας 14 και 8 ετών. Σύμφωνα με τις αιτιάσεις της, τα τέκνα της υπέστησαν ψυχοσωματικές βλάβες και βίωσαν τις αρνητικές παιδαγωγικές συνέπειες των μέτρων, χωρίς να παραχθεί κάποιο όφελος για τα παιδιά ή για τρίτα πρόσωπα. Συνακολούθως, παραβιάσθηκε πλήθος δικαιωμάτων των εν λόγω τέκνων και των γονέων τους τα οποία πηγάζουν από τον νόμο, το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες.
Το Πρωτοδικείο της Βαϊμάρης απεφάνθη ότι τα κριθέντα ως απαγορευτέα υγειονομικά μέτρα δεν καθιδρύουν απλώς έναν υψηλό κίνδυνο για την πνευματική, την σωματική και την ψυχική υγεία των παιδιών, αλλά πολύ περισσότερο έχουν ήδη προκαλέσει τέτοια βλάβη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 8.3.2021 μέχρι 12.3.2021, τα παιδιά της προσφεύγουσας ήταν υποχρεωμένα να φορούν μάσκα ακόμη και στο μάθημα της γυμναστικής! Επιπλέον, από τότε που καθιερώθηκε η υποχρεωτική μασκοφορία κατά την διάρκεια του μαθήματος, τα παιδιά δεν πήγαιναν με ευχάριστη διάθεση στο σχολείο. Όταν φορούσαν μάσκα, είχαν ισχυρούς πονοκεφάλους, κοιλιακό άλγος και ναυτία περίπου μία με δύο φορές την εβδομάδα, ενώ συχνά παρουσίαζαν συμπτώματα συναχιού.
Περαιτέρω, εκρίθη ότι οι διευθυντές των σχολείων και οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να επικαλεσθούν τις οικείες διατάξεις που έχουν θεσπισθεί από το κρατίδιο της Βαϊμάρης, διότι αυτές είναι αντισυνταγματικές και κατά τούτο άκυρες, καθ’ ο μέτρο προσκρούουν στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους Δικαίου.
ΙΙ. Το σκεπτικό της αποφάσεως
Παρατίθενται ευθύς αμέσως τα κυριότερα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως.
Α. Γενικά
Διακινδύνευση της υγείας του παιδιού υφίσταται, όταν υπάρχει παρών κίνδυνος τέτοιου βαθμού για την πνευματική, την σωματική και την ψυχική υγεία του, ώστε να αναμένεται σχεδόν με βεβαιότητα ότι θα προκληθεί βλάβη της, αν δεν ανακοπεί η εξέλιξη των πραγμάτων (Palandt–Götz, § 1666, Rn. 8).
Τέτοια διακινδύνευση συντρέχει στην εξεταζόμενη περίπτωση. Διότι τα παιδιά, όντας υποχρεωμένα κατά την διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης να φορούν μάσκες και να τηρούν αποστάσεις μεταξύ τους καθώς και προς τρίτα πρόσωπα, δεν κινδυνεύουν απλώς να υποστούν βλάβη στην υγεία τους, αλλά την έχουν ήδη υποστεί. Εξαιτίας της υποχρεωτικής χρήσης της μάσκας αλλά και της τήρησης των αποστάσεων παραβιάζεται πλήθος δικαιωμάτων των παιδιών και των γονέων τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον νόμο, το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις. Ιδίως παραβιάζονται τα δικαιώματα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σωματικής ακεραιότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 6 του Συντάγματος (για την εφαρμογή του δεύτερου άρθρου λαμβάνονται υπ’ όψιν τα μέτρα που αφορούν την υγειονομική πρόληψη και τα “αντικείμενα” που πρέπει να φέρουν τα παιδιά).
Τα παιδιά βλάπτονται από σωματική, ψυχική και παιδαγωγική άποψη και, αντιστοίχως, παραβιάζονται τα δικαιώματά τους, χωρίς από την άλλη πλευρά να υπάρχει κάποιο όφελος για τα ίδια ή για τους τρίτους. Διευθυντές, εκπαιδευτικό προσωπικό καθώς και άλλα πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλεσθούν τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί από το συγκεκριμένο κρατίδιο, διότι αυτές είναι αντισυνταγματικές και κατά τούτο άκυρες. Πρόκειται δε για αντισυνταγματικές διατάξεις, διότι προσκρούουν στην, απορρέουσα από την αρχή του κράτους Δικαίου, αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 20 και 28 Συντ).
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η οποία είναι γνωστή και ως αρχή απαγόρευσης του υπερμέτρου [Übermaßverbot], τα εκάστοτε λαμβανόμενα μέτρα που προβλέπονται για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού, πρέπει να είναι πρόσφορα, αναγκαία και αναλογικά με την στενή έννοια του όρου (η τελευταία προϋπόθεση αφορά την στάθμιση των ευεργετικών και των δυσμενών συνεπειών που προκύπτουν από την λήψη των επίμαχων μέτρων).
Τα υπό κρίσιν μέτρα, τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρ. 1 παρ. 2 του νόμου για την προστασία του πολίτη από λοιμώδη μεταδοτικά νοσήματα [Infektionsschutzgesetz], είναι απρόσφορα για την επίτευξη ενός κατ’ αρχήν νόμιμου σκοπού, δηλ. για την αποφυγή της επιβάρυνσης του συστήματος υγείας ή την μείωση των μολύνσεων με τον ιό SARS-CoV-2. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι μη αναλογικά με την στενή έννοια του όρου, διότι στις σοβαρές δυσμενείς συνέπειες, άλλως στις παράπλευρες απώλειες που συνεφέλκεται η εφαρμογή των υπό εξέτασιν μέτρων, δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί μια προφανής ωφέλεια για τα ίδια τα παιδιά ή για τρίτα πρόσωπα.
Η μη προσφορότητα και η μη αναλογικότητα των προβλεπόμενων μέτρων θα τεκμηριωθεί στην συνέχεια. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι οι προσφεύγοντες εκείνοι που όφειλαν να θεμελιώσουν την αντισυνταγματικότητα των κρατικών επεμβάσεων στα δικαιώματά τους, αλλ’ αντιστρόφως είναι το ανεξάρτητο κρατίδιο της Θουριγγίας εκείνο που όφειλε να αποδείξει με τον δέοντα επιστημονικό τρόπο ότι τα θεσπισθέντα μέτρα, διά των οποίων υπήρξε επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, ήσαν πρόσφορα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και ταυτοχρόνως αναλογικά· στην υποχρέωσή του αυτή, όμως, το κρατίδιο δεν ανταποκρίθηκε ούτε καν αδρομερώς.
Β. Ως προς τις μάσκες
Η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια Ines Kappstein στην εμβριθή γνωμοδότησή της αξιολόγησε όλα τα διεθνή επιστημονικά δεδομένα που αφορούν την χρήση της μάσκας. Συνοψίζοντας την θέση της, επισημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα της μάσκας που χρησιμοποιείται από υγιή πρόσωπα σε δημόσιους χώρους δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη. Ομοίως, ούτε η προστασία των τρίτων ούτε η μετάδοση που συντελείται χωρίς να καθίσταται αντιληπτή, επί τη βάσει των οποίων το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ προέβη σε επανεκτίμηση των θέσεών του, στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Η ευλογοφάνεια, οι μαθηματικές εκτιμήσεις και οι υποκειμενικές προβλέψεις που εμπεριέχονται σε άρθρα γνώμης δεν δύναται να αντικαταστήσουν κλινικές-επιδημιολογικές έρευνες επί του πληθυσμού.
Οι πειραματικές έρευνες σχετικά με το φιλτράρισμα που παρέχουν οι μάσκες, καθώς και οι μαθηματικές εκτιμήσεις, δεν είναι κατάλληλες να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά τους στην καθημερινή ζωή. Οι διεθνείς υγειονομικές αρχές τάσσονται μεν υπέρ της μασκοφορίας στους δημόσιους χώρους, πλην όμως παραδέχονται ότι δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις σχετικά με το ζήτημα αυτό. Αντιθέτως, όλα τα επί του παρόντος διαθέσιμα επιστημονικά πορίσματα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι οι μάσκες δεν έχουν επίδραση στον περιορισμό των λοιμώξεων. Καμία από τις δημοσιεύσεις που αναφέρονται ως τεκμήρια για την αποτελεσματικότητα των μασκών σε δημόσιους χώρους δεν επιτρέπει την εξαγωγή αυτού του συμπεράσματος. Αυτό ισχύει ακόμη και για την μελέτη της Ιένας [Jena-Studie], όπως διεξοδικώς εκτίθεται στην σχετική γνωμοδότηση.
Τούτο, διότι η εν λόγω μελέτη –που, όπως και η μεγάλη πλειονότητα άλλων μελετών, αξιοποιεί θεωρητικής φύσεως μαθηματικές εκτιμήσεις και μοντελοποιήσεις χωρίς πραγματική παρακολούθηση των επαφών, έχει δε εκπονηθεί από συγγραφείς που ανήκουν στον χώρο της μακροοικονομίας και στερούνται γνώσεων επιδημιολογίας– δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το γεγονός ότι ο αριθμός των μολύνσεων είχε μειωθεί αισθητά ήδη πριν από την θέσπιση της υποχρεωτικής μασκοφορίας στην Ιένα στις 6 Απριλίου 2020 (και μετά από περίπου τρεις εβδομάδες σε ολόκληρο το ομοσπονδιακό κράτος της Γερμανίας) και ότι ήδη στα τέλη Μαρτίου 2020 δεν υπήρχε πλέον κανένα σύμβαμα μολύνσεως στην ίδια πόλη.
Όπως τονίζεται στην οικεία γνωμοδότηση, κάθε μάσκα, για να μπορεί κατ’ αρχήν να έχει ευεργετικά αποτελέσματα, πρέπει να φοριέται σωστά. Οι μάσκες μπορεί να μετατραπούν σε εστία μολύνσεως, όταν εκείνος που την φορά την πιάνει με τα χέρια του. Αυτό ακριβώς το λάθος κάνει ο πολύς κόσμος, ο οποίος όχι μόνο αγγίζει συχνά την μάσκα, αλλά επιπλέον δεν την φορά σωστά. Το ίδιο παρατηρείται και με τους πολιτικούς, οι οποίοι μιλούν στην τηλεόραση. Ουδείς έμαθε στον κόσμο πώς να χρησιμοποιεί σωστά την μάσκα ούτε του εξήγησε με ποιον τρόπο θα πρέπει να πλένει τα χέρια του για να απολυμαίνονται αποτελεσματικά. Επίσης, κανείς δεν του εξήγησε πόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η υγιεινή των χεριών ούτε του διευκρίνισε ότι πρέπει να προσέχει να μην αγγίζει τα μάτια, την μύτη και το στόμα του. Έτσι, σε ό,τι αφορά την χρήση της μάσκας, ο κόσμος αφέθηκε στην τύχη του. Ο κίνδυνος μολύνσεως από την μασκοφορία όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλ’ αντιθέτως αυξάνεται εξαιτίας της πλημμελούς χρήσης της μάσκας. Τούτο καταδεικνύεται διεξοδικά από τα στοιχεία που παραθέτει η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια, η οποία επιπροσθέτως εξηγεί για ποιους λόγους είναι εξωπραγματική η προσδοκία ότι μπορεί ο πληθυσμός να μάθει να χρησιμοποιεί την μάσκα πάντοτε με ορθό τρόπο.
Εξάλλου, η άποψη ότι η μετάδοση της νόσου SARS-CoV-2 γίνεται μέσω αερολυμάτων [ενν.: αιωρημάτων υπερμικροσκοπικών σωματιδίων], δηλ. μέσω του αέρος, από ιατρική άποψη στερείται ευλογοφάνειας και επιστημονικά είναι αναπόδεικτη. Αποτελεί απλώς μια εικασία που ανάγεται κυρίως σε φυσικούς με ειδίκευση στα αερολύματα, οι οποίοι όμως δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν ιατρικά δεδομένα που σχετίζονται με την ειδικότητα της γνωμοδοτούσας καθηγήτριας. Για την συμβίωση των ανθρώπων η θεωρία των αερολυμάτων [Aerosol-Theorie] είναι εξαιρετικά επιβλαβής και έχει ως συνέπεια να μη μπορούν οι άνθρωποι να νιώσουν ασφαλείς σε κανέναν εσωτερικό χώρο· ορισμένοι, μάλιστα, φοβούνται ότι μπορεί να μολυνθούν από αερομεταφερόμενα σωματίδια, ακόμη κι όταν βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους. Σε συνδυασμό με την μετάδοση από ασυμπτωματικούς η θεωρία των αερολυμάτων οδηγεί στην παραδοχή ότι κίνδυνος μολύνσεως υφίσταται για κάθε συνάνθρωπό μας.
Οι παλινωδίες των πολιτικών στο ζήτημα της χρήσης μάσκας, δηλ. στις αρχές του 2020 να θεωρούν αποδεκτές ακόμη και τις υφασμάτινες μάσκες, αλλά από τις αρχές του 2021 να απαιτούν χειρουργικές μάσκες ή μάσκες με φίλτρο τύπου FFP2, προκαλούν μεγάλη σύγχυση. Παρότι τόσο οι χειρουργικές όσο και οι τύπου FFP είναι μάσκες ιατρικές, έχουν διαφορετικό προορισμό και γι’ αυτό δεν πρέπει να εναλλάσσονται αδιακρίτως. Επομένως, δύο τινά συμβαίνουν: Ή οι πολιτικοί που έλαβαν τις σχετικές αποφάσεις δεν κατανόησαν ποιος είναι ο προορισμός του κάθε είδους μάσκας ή το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η συμβολική αξία της. Εν κατακλείδι, η γνωμοδοτούσα δηλώνει ότι αδυνατεί να εξηγήσει από την επιστημονική της σκοπιά τις αποφάσεις που ελήφθησαν σχετικά με την χρήση της μάσκας και, θέλοντας να εκφρασθεί με μετριοπάθεια, τις χαρακτήρισε ως μη εύλογες.
Η γνωμοδοτούσα συνοψίζει τις θέσεις της στο πλαίσιο της απάντησής της επί των ερωτημάτων που της τέθηκαν ως εξής:
Δεν υπάρχουν αποδείξεις που να στηρίζουν την θέση ότι οι μάσκες προσώπου οιουδήποτε τύπου μπορούν να μειώσουν εν γένει ή σε σημαντικό βαθμό τον κίνδυνο μολύνσεως με τον ιό SARS-CoV-2. Τούτο ισχύει για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας, συνεπώς και για παιδιά και νέους καθώς και για ασυμπτωματικούς, προσυμπτωματικούς και συμπτωματικούς.
Αντιθέτως, όποιος φορά μάσκα αγγίζει συχνά με τα χέρια του το πρόσωπό του και έτσι είναι αυξημένος ο κίνδυνος να έρθει σε επαφή με το παθογόνο ή να φέρει τους συνανθρώπους του σε επαφή με αυτό. Για τους απλούς πολίτες, είτε βρίσκονται σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς χώρους, η χρήση μάσκας προσώπου δεν μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο μολύνσεως. Ούτε υπάρχει κάποιο στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ της μείωσης αυτού του κινδύνου όταν τηρούνται οι κανόνες απόστασης. Τούτο ισχύει μάλιστα ανεξαρτήτως ηλικιακής ομάδας, δηλ. τόσο για τα παιδιά όσο και για τους νέους.
Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται και από τις αναλυτικές διαπιστώσεις του έτερου γνωμοδοτούντος καθηγητή, του κ. Kuhbandner. Όπως επισημαίνεται και από αυτόν, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα υψηλής αξίας επιστημονικό τεκμήριο περί του ότι η κάλυψη του προσώπου με μάσκα μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μολύνσεως. Οι συστάσεις για χρήση μάσκας που προέρχονται από το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ και από την κατευθυντήρια γραμμή S3 των επαγγελματικών εταιρειών στηρίζονται σε μελέτες παρατήρησης, σε εργαστηριακές μελέτες για το αποτέλεσμα φιλτραρίσματος καθώς και σε μελέτες μοντελοποίησης, οι οποίες όμως έχουν πολύ μικρή αξία, διότι, λόγω της μεθόδου που ακολουθούν, δεν μπορούν να εξαχθούν έγκυρα συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα της μάσκας στην καθημερινότητα αλλά και στα σχολεία. Επιπλέον, τα πορίσματα στα οποία καταλήγουν οι επιμέρους μελέτες είναι ετερόκλιτα, ενώ βρίσκονται σε αντίθεση με άλλα πορίσματα στα οποία έχουν καταλήξει νεότερες μελέτες παρατήρησης. Εξετάζοντας τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της μασκοφορίας, ο γνωμοδοτών απεφάνθη ότι σε αυτές δεν περιέχονται στοιχεία που να την θεμελιώνουν.
Αντιθέτως, μάλιστα, στην μόνη διεξοδική μελέτη τέτοιου είδους που εξετάζει την χρήση της υφασμάτινης μάσκας επισημαίνεται ότι οι υφασμάτινες μάσκες δύναται να αυξάνουν τον κίνδυνο μολύνσεως· εν προκειμένω, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο κακός χειρισμός της μάσκας που μπορεί να επηρεάσει αυτόν τον κίνδυνο. Ειδικά στους μαθητές, ιδίως της μικρότερης ηλικίας, τα προβλήματα που συνδέονται με τον χειρισμό της μάσκας είναι αναπόφευκτα. Ήδη η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια Kappstein τόνισε ότι το πρόβλημα του χειρισμού της μάσκας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην παράγεται καμία ωφέλεια από την χρήση της μάσκας σε ό,τι αφορά την αποφυγή της μόλυνσης, αλλά πολύ περισσότερο να είναι η μάσκα επιβλαβής.
Επιπροσθέτως, η μείωση του κινδύνου μολύνσεως μέσω της μασκοφορίας στα σχολεία μπορεί να επιτευχθεί σε πολύ περιορισμένη έκταση, διότι στους χώρους αυτούς οι μολύνσεις είναι πολύ σπάνιες. Συνεπώς, η απόλυτη μείωση του κινδύνου είναι τόσο μικρή, ώστε μια πανδημία να μη μπορεί να καταπολεμηθεί σε σημαντικό βαθμό με αυτόν τον τρόπο. Οι αριθμοί των μολύνσεων στα παιδιά, που υποτίθεται ότι στην παρούσα φάση έχουν αυξηθεί, στην πραγματικότητα είναι πολύ πιθανό να οφείλονται στο γεγονός ότι τις προηγούμενες εβδομάδες αυξήθηκε ο αριθμός των τεστ στα οποία υπεβλήθησαν τα παιδιά. Επειδή ο κίνδυνος μολύνσεως στα σχολεία είναι από μόνος του πολύ μικρός, ακόμη κι αν αυξηθούν τα ποσοστά των μολύνσεων εξαιτίας της νέας μετάλλαξης του ιού Β.1.1.7 –της τάξεως μεγέθους που εικάζεται ότι έχει σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες–, εκτιμάται ότι η εξάπλωση του ιού στα σχολεία δεν θα αυξηθεί κατά τρόπον αξιοσημείωτο.
Στο προπεριγραφέν μικρό όφελος από την χρήση της μάσκας αντιπαρατίθεται πλήθος παρενεργειών που ενδέχεται να πλήξουν την υγεία των παιδιών στην σωματική, την ψυχική και την κοινωνική της έκφανση. Πολλά από τα παιδιά θα πρέπει να υποφέρουν από αυτές τις παρενέργειες, προκειμένου να αποφευχθεί μία και μόνη μόλυνση. Οι εν λόγω παρενέργειες καταγράφονται διεξοδικώς από τον γνωμοδοτούντα καθηγητή, ο οποίος, μεταξύ άλλων, επικαλείται το μητρώο παρενεργειών που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Monatsschrift Kinderheilkunde”.
Γ. Ως προς την τήρηση αποστάσεων
Εν συνεχεία, η γνωμοδοτούσα επισημαίνει ότι επιστημονικές μελέτες αναφορικά με την τήρηση αποστάσεων προέρχονται μόνο από το πεδίο της ιατρικής περίθαλψης των ασθενών. Κατά την άποψή της, κρίσιμοι προς αξιολόγησιν του ελεγχόμενου μέτρου είναι μόνοι οι ακόλουθοι κανόνες:
- Το να τηρείται απόσταση 1,5 μ. (1-2 μ.) στις επαφές που γίνονται κατά πρόσωπο, όταν ο ένας από τους δύο εμφανίζει συμπτώματα κρυολογήματος, είναι ένα μέτρο που μπορεί να χαρακτηρισθεί χρήσιμο. Ωστόσο, για την χρησιμότητά του δεν υπάρχει κάποια επιστημονική διασφάλιση παρά μόνο ενδείξεις. Είναι δε εύλογο να θεωρηθεί ότι πρόκειται για αποτελεσματικό μέτρο που προστατεύει από την επαφή με το παθογόνο, το οποίο μπορεί να μεταδοθεί μέσω σταγονιδίων εκκρινόμενων από το αναπνευστικό σύστημα, όταν το πρόσωπο με το οποίο γίνεται η επαφή εμφανίζει συμπτώματα κρυολογήματος.
- Όταν κανένας από αυτούς που είναι παρόντες δεν έχει συμπτώματα κρυολογήματος, η ανάγκη τήρηση απόστασης 1,5 μ. (1-2 μ.), ανεξάρτητα από το αν ο ένας βλέπει το πρόσωπο του άλλου ή απλώς γειτνιάζει σωματικά με αυτόν, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα επιστημονικό στοιχείο. Από ένα τέτοιο μέτρο, όμως, παρεμποδίζεται πολύ σοβαρά η συμβίωση των ανθρώπων και ιδιαιτέρως η ανέμελη επαφή μεταξύ των παιδιών, χωρίς να μπορεί να εντοπισθεί κάποιο όφελος σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου για την προστασία του πολίτη από λοιμώδη μεταδοτικά νοσήματα.
- Στενές επαφές, δηλ. σε απόσταση μικρότερη του 1,5 μ. (1-2 μ.), μεταξύ μαθητών ή δασκάλων και μαθητών ή μεταξύ συναδέλφων στον εργασιακό χώρο κ.λπ. δεν αποτελούν κίνδυνο, ακόμη κι όταν ο ένας από τους δύο έχει συμπτώματα κρυολογήματος, διότι η διάρκεια τέτοιων επαφών στο σχολείο ή μεταξύ ενηλίκων σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο είναι πολύ σύντομη για να καταστεί δυνατή η μετάδοση μέσω σταγονιδίων. Αυτό προκύπτει και από μελέτες οι οποίες αφορούσαν όσους κατοικούν στο ίδιο σπίτι, όπου, παρά την στενή συμβίωση με πληθώρα επαφών μέσω του δέρματος ή του βλεννογόνου, νόσησαν λίγα μόνο μέλη από την αναπνευστική λοίμωξη ενός εξ αυτών.
Η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια Kappstein παρουσιάζει με πειστικό τρόπο το πρόβλημα των μαθηματικών μοντελοποιήσεων. Οι μοντελοποιήσεις αυτές (καλούνται και μαθηματικές εκτιμήσεις) είναι γνωστές από την αξιοποίησή τους για την πρόβλεψη του καιρού και την μελέτη του κλίματος· ωστόσο, τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται και για την πρόβλεψη της πορείας των επιδημιών καθώς και για την επίδραση διαφόρων προληπτικών μέτρων. Η αξιοποίησή τους γίνεται, οσάκις είναι πενιχρά τα στοιχεία που προκύπτουν από πρωτογενείς έρευνες. Σε έναν μεγάλο αριθμό μελετών που έχουν εκπονηθεί για τον SARS-CoV-2 (π.χ. ως προς την αποτελεσματικότητα της μάσκας) έχουν χρησιμοποιηθεί μαθηματικές μοντελοποιήσεις, οι οποίες διαθέτουν πολύ περιορισμένη αποδεικτική ισχύ, δεδομένου ότι τα αποτελέσματά τους δεν αντικατοπτρίζουν την “πραγματική” ζωή, αλλά εδράζονται σε υποθέσεις. Τούτες επιτελούν κεντρικό ρόλο στην παραγωγή των αποτελεσμάτων στα οποία κατ’ ακολουθίαν αποτυπώνεται μια απλουστευμένη εικόνα της πραγματικότητας. Επομένως, τέτοιες μελέτες μπορούν να οδηγήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων μόνο επί τη βάσει υποθετικών προτάσεων του τύπου “όταν συμβαίνει Χ, τότε ισχύει Ψ”. Στο πεδίο των μοντελοποιήσεων εντάσσονται αφ’ ενός εκείνες που έχουν αμιγώς θεωρητικό χαρακτήρα και αφ’ ετέρου εκείνες στις οποίες συνεκτιμώνται τα υπάρχοντα κλινικά-επιδημιολογικά δεδομένα. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το αποτέλεσμά τους έχει πολύ περιορισμένη αποδεικτική δύναμη, ενώ η ποιότητά τους είναι στην καλύτερη περίπτωση μετρίου επιπέδου. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον ιό SARS-CoV-2, τα αποτελέσματα αυτών των μοντελοποιήσεων συχνά υπερεκτιμώνται και, όταν είναι θετικά, προβάλλονται ως απόδειξη για την αποτελεσματικότητα των λαμβανόμενων μέτρων. Όπως επισημαίνεται στην ως άνω γνωμοδότηση, με τον τρόπο αυτόν λειτούργησαν στο πλαίσιο εξέλιξης της πανδημίας διάφοροι ιατροί που είναι επιστημονικά μάχιμοι αλλά και βιοεπιστήμονες.
Το δικαστήριο υιοθέτησε την εκτίμηση της καθηγήτριας Kappstein σε ό,τι αφορά και τα ποσοστά μεταδοτικότητας των συμπτωματικών, των προσυμπτωματικών και των ασυμπτωματικών. Ειδικότερα δέχθηκε ότι η μετάδοση του ιού από προσυμπτωματικούς είναι κάτι που απλώς ενδέχεται να συμβεί χωρίς όμως να είναι απαραίτητο ότι θα συμβεί. Αξιολογώντας τα σενάρια των πραγματικών επαφών, η γνωμοδοτούσα έκρινε περαιτέρω ότι το ενδεχόμενο της μετάδοσης από τα πρόσωπα αυτά είναι σαφώς μικρότερο απ’ ό,τι παρουσιάζεται με βάση τις μαθηματικές μοντελοποιήσεις.
Μέσα από μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση των μεταδόσεων του κορωνοϊού σε πρόσωπα που κατοικούν στο ίδιο σπίτι, η οποία δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο 2020, η γνωμοδοτούσα αντιπαρατάσσει στο υψηλό μεν, αλλά ακόμη όχι υπερδιογκωμένο ποσοστό μεταδοτικότητας του 18% εκ των συμπτωματικών, το εξαιρετικά χαμηλότερο ποσοστό μεταδοτικότητας του 0,7% εκ των ασυμπτωματικών. Επομένως, το ενδεχόμενο να μεταδίδουν οι ασυμπτωματικοί –δηλ. αυτοί που μέχρι πρότινος χαρακτηρίζονταν υγιείς– τον ιό, είναι άνευ σημασίας.
Δ. Ως προς τα τεστ
Σχετικά με την αξιοπιστία του PCR-test, η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια Kappstein επισημαίνει ότι μέσω αυτού αποδεικνύεται μόνο η ύπαρξη γενετικού υλικού, όχι όμως και η προέλευση του RNA από ιούς ικανούς να προκαλέσουν λοίμωξη ή ικανούς να αναπαράγονται.
Αλλά και από την έκθεση της καθηγήτριας Βιολογίας κ. Kämmerer επιβεβαιώνεται ότι ένα PCR-test, ακόμη κι αν διενεργηθεί με ορθό τρόπο, δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο περί του αν ένα πρόσωπο έχει μολυνθεί ή όχι με ένα ενεργό παθογόνο. Τούτο, διότι ένα τεστ δεν μπορεί να διαφοροδιαγνώσει μεταξύ ενός “νεκρού” υλικού, π.χ. ενός απολύτως ακίνδυνου θραύσματος γονιδιώματος, το οποίο αποτελεί υπόλειμμα από την μάχη που διεξήγαγε το ανοσοποιητικό σύστημα ενάντια σε ένα κοινό κρυολόγημα ή μια γριπώδη συνδρομή (τέτοια θραύσματα μπορούν να εντοπισθούν ακόμη και μετά από πολλούς μήνες αφότου το ανοσοποιητικό σύστημα εξουδετέρωσε το πρόβλημα), και ενός “ζωντανού” υλικού, δηλ. ενός ενεργού και ως εκ τούτου αναπαράξιμου ιού.
Έτσι, η PCR χρησιμοποιείται επί παραδείγματι και στις εγκληματολογικές έρευνες για να πολλαπλασιάζει υπαρκτά υπολείμματα DNA από ίχνη τριχών ή από άλλο υλικό, ούτως ώστε να εντοπίζεται η γενετική προέλευση του δράστη (“γενετικό δακτυλικό αποτύπωμα”).
Επομένως, ακόμη κι αν για την εκτέλεση της PCR, συμπεριλαμβανομένων όλων των προπαρασκευαστικών σταδίων (δηλ. του σχεδιασμού της PCR και της καθιέρωσής της, της λήψης δείγματος, της προετοιμασίας και εκτέλεσης του ελέγχου), γίνουν όλα σωστά και το αποτέλεσμα του τεστ είναι θετικό, δηλ. αναγνωρίσει μιαν αλληλουχία γονιδιώματος που υπάρχει ενδεχομένως σε έναν ή ακόμα και στον συγκεκριμένο κορωνοϊό (SARS-CoV-2), αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι το πρόσωπο που διαπιστώθηκε θετικό έχει λοίμωξη με αναπαράξιμο ιό SARS-CoV-2 και, ως εκ τούτου, ότι μπορεί να τον μεταδώσει στους άλλους και άρα ότι είναι πρόσωπο επικίνδυνο γι’ αυτούς.
Πολύ περισσότερο, για την διαπίστωση μιας ενεργής μόλυνσης με τον ιό SARS-CoV-2 πρέπει να αξιοποιηθούν κι άλλες μέθοδοι, συγκεκριμένης διαγνωστικής στόχευσης, όπως είναι η απομόνωση αναπαράξιμων ιών.
Πέρα, όμως, από το κατ’ αρχήν ανέφικτο να διαπιστωθεί μέσω του PCR-test η μόλυνση με τον ιό SARS-CoV-2, τα αποτελέσματα αυτού του τεστ εξαρτώνται από μια σειρά παραμέτρων που παράγουν σοβαρή αβεβαιότητα και ενδέχεται να εργαλειοποιηθούν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλισθούν πολλά ή λίγα (φαινομενικώς) θετικά αποτελέσματα. Από αυτές τις πηγές σφάλματος η προσοχή μας πρέπει να επικεντρωθεί στις εξής δύο αντιπροσωπευτικές:
Η πρώτη πηγή σφάλματος σχετίζεται με τον αριθμό των γονιδίων-στόχων [Zielgene] που υποβάλλονται σε έλεγχο. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Π.Ο.Υ., ενώ αρχικώς ελέγχονταν τρία διαδοχικά γονίδια-στόχοι, στην συνέχεια εκρίθη ότι πρέπει να υποβάλλεται σε έλεγχο μόνο ένα γονίδιο. Όπως επισημαίνεται στην σχετική γνωμοδότηση, με βάση το μέσο ποσοστό σφάλματος που διαπιστώθηκε κατά τον ποιοτικό έλεγχο των τεστ, ο οποίος πραγματοποιήθηκε από τον φορέα διασφάλισης ποιότητας των εργαστηριακών εξετάσεων, προκύπτει ο εξής υπολογισμός: Αφ’ ης στιγμής χρησιμοποιείται για έλεγχο ένα και μόνο γονίδιο-στόχος, στα 100.000 τεστ που διενεργούνται σε μικτό πληθυσμό, στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε ένα άτομο με πραγματική μόλυνση, αναλογούν 2.690 ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Αν, όμως, είχαν χρησιμοποιηθεί 3 γονίδια-στόχοι, τότε τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα θα ήταν μόλις 10!
Επί διενεργείας λοιπόν 100.000 τεστ σε 100.000 πολίτες μιας πόλης ή ενός κρατιδίου σε διάστημα 7 ημερών, η μείωση του αριθμού των χρησιμοποιούμενων γονιδίων-στόχων από τρία σε ένα έχει ως αποτέλεσμα να εκτοξεύεται αντιστοίχως η διαφορά των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων από 10 σε 2.690, γεγονός που επιδρά στην βαρύτητα των μέτρων τα οποία περιορίζουν την ελευθερία των πολιτών με βάση την ημερήσια επίπτωση, δηλ. το ημερήσιο ποσοστό νέων κρουσμάτων [Tagesinzidenz].
Επομένως, αν για την εξέταση της PCR χρησιμοποιείτο ο σωστός αριθμός γονιδίων-στόχων, δηλ. τρία ή ακόμη καλύτερα (όπως π.χ. στην Ταϋλάνδη) 6 γονίδια, τότε το ποσοστό των θετικών αποτελεσμάτων και συνακολούθως το επταήμερο ποσοστό κρουσμάτων [7-Tagesinzidenz] θα είχε σχεδόν μηδενιστεί.
Η δεύτερη πηγή σφάλματος αφορά την αξία του δείκτη CT [Cycle Threshold], δηλαδή του αριθμού των κύκλων ενίσχυσης του δείγματος που απαιτούνται, προκειμένου το τεστ να αξιολογηθεί ως θετικό.
Η γνωμοδοτούσα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την ομόφωνη άποψη της επιστήμης, όλα τα “θετικά” αποτελέσματα που εξάγονται μετά την συμπλήρωση 35 κύκλων, στερούνται οιασδήποτε επιστημονικής βάσεως. Αν έχουν συμπληρωθεί 26-35 κύκλοι, το αποτέλεσμα του τεστ αξιολογείται ως θετικό, μόνο όταν συνεκτιμάται η καλλιέργεια του ιού [Virusanzucht]. Αντιθέτως, το RT-q-PCR-test που διαφημίσθηκε παγκοσμίως από τον Π.Ο.Υ. για τον εντοπισμό του SARS-CoV-2 (καθώς και όλα τα άλλα τεστ που αντέγραψαν τον μηχανισμό του) ήταν ρυθμισμένο να λειτουργεί με βάση τους 45 κύκλους, χωρίς να ορίζεται η αξία του CT για την αξιολόγηση του θετικού αποτελέσματος.
Επιπροσθέτως, κατά την εφαρμογή του RT-q-PCR-test οι χειριστές του πρέπει να συμμορφώνονται προς μια ενημερωτική ανακοίνωση που έχει εκδώσει ο Π.Ο.Υ. (WHO Information Notice for IVD Users 2020/05). Σύμφωνα με αυτήν, όταν το αποτέλεσμα του τεστ δεν συμφωνεί με την κλινική εικόνα του εξετασθέντος, τότε θα πρέπει να λαμβάνεται νέο δείγμα και να γίνεται επανέλεγχος και διαφοροδιάγνωση· μόνο τότε μπορεί να υπολογισθεί το αποτέλεσμα του τεστ ως θετικό.
Σε ό,τι αφορά τα rapid-test αντιγόνου που χρησιμοποιούνται για μαζικούς ελέγχους, κρίνεται ότι ούτε αυτά μπορούν να προσφέρουν κάποιο τεκμήριο για την μεταδοτικότητα, διότι ανιχνεύουν πρωτεϊνικά στοιχεία χωρίς να αποδεικνύεται η συσχέτιση αυτών με έναν ακέραιο, αναπαραγωγικά ικανό ιό.
Περαιτέρω, για να διαπιστωθεί η τυχόν λοίμωξη των ελεγχόμενων προσώπων, θα έπρεπε στο εκάστοτε θετικό τεστ (όπως ισχύει και για το RT-q-PCR) να συνεκτιμάται η αντίστοιχη ιική καλλιέργεια που προκύπτει από το ελεγχόμενο δείγμα, πράγμα όμως που, λόγω των εξαιρετικά μεταβλητών και μη ελέγξιμων συνθηκών υπό τις οποίες διενεργείται το τεστ, είναι ανέφικτο.
Τέλος, η γνωμοδοτούσα διευκρινίζει ότι η χαμηλή ειδικότητα των τεστ οδηγεί σε υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, τα οποία, μέχρι να αποδειχθεί ότι προκάλεσαν εσφαλμένο συναγερμό, έχουν ήδη παραγάγει μη αναγκαίες δυσμενείς συνέπειες τόσο σε ατομικό επίπεδο (βλ. καραντίνα) όσο και σε κοινωνικό (βλ. αναστολή λειτουργίας των σχολείων). Η επίδραση του λάθους, δηλ. ο υψηλός αριθμός ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, είναι ιδιαιτέρως σοβαρή στις περιπτώσεις όπου σε έλεγχο υποβάλλονται οι ασυμπτωματικοί.
Εκείνο που πρέπει να τονισθεί μετ’ επιτάσεως είναι ότι το χρησιμοποιούμενο PCR-test, όπως και τα rapid-test αντιγόνου, δεν είναι κατ’ αρχήν πρόσφορα για να διαπιστωθεί τυχόν λοίμωξη με τον ιό SARS-CoV-2. Αν συνεκτιμηθούν και οι υπόλοιπες πηγές πολύ σοβαρών σφαλμάτων που αναφέρονται στην οικεία γνωμοδότηση, τότε δεν είναι ούτε κατά προσέγγισιν εφικτό να γίνεται διακρίβωση της έκτασης των λοιμώξεων με τον ιό SARS-CoV-2 στο κρατίδιο της Θουριγγίας (αλλά και σε ομοσπονδιακό επίπεδο).
Ούτως ή άλλως, ο όρος “επίπτωση” [Inzidenz· δηλ. το ποσοστό κρουσμάτων στο εξεταζόμενο Χ χρονικό διάστημα] χρησιμοποιείται ατυχώς στην οικεία νομοθεσία του κρατιδίου. Διότι υπό τον όρο αυτόν νοείται κανονικά η εμφάνιση νέων ασθενειών σε μια καθορισμένη ομάδα ατόμων (που υποβάλλεται σε συνεχή έλεγχο και, ενδεχομένως, σε κλινική εξέταση) σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εκείνο, όμως, που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι σε ακαθόριστα χρονικά διαστήματα υποβάλλονται σε έλεγχο μη καθορισμένες ομάδες ατόμων, με αποτέλεσμα αμφότερα τα δεδομένα αυτά, βάσει των οποίων θα έπρεπε να διαμορφώνεται η “επίπτωση”, να μεταπίπτουν σε δεδομένα απλής αναφοράς.
Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με μια μετα-μελέτη (δημοσιευθείσα σε δελτίο του Π.Ο.Υ. τον Οκτώβριο 2020) του ιατρικού επιστήμονος και στατιστικολόγου Γιάννη Ιωαννίδη –ενός εκ των επιστημόνων με τις περισσότερες αναφορές παγκοσμίως–, ο δείκτης θνητότητας από την μόλυνση ανέρχεται σε ποσοστό 0,23%, το οποίο δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο ποσοστό θνητότητας σε περιπτώσεις επιδημιών γρίπης μετρίας σοβαρότητος. Επίσης, ο Ιωαννίδης, σε μελέτη του δημοσιευθείσα τον Ιανουάριο 2021, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα lockdown δεν αποφέρουν κάποιο σημαντικό όφελος.
Ε. Ως προς την παραβίαση του δικαιώματος της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης εξαιτίας της χρήσης rapid–test στα σχολεία
Το δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης, ως έκφανση του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας κατ’ άρ. 2 παρ. 1 του γερμανικού Συντάγματος, αποτελεί το δικαίωμα κάθε πολίτη να καθορίζει κατά βάσιν ο ίδιος την δημόσια έκθεση και χρήση των προσωπικών δεδομένων του. Στα δεδομένα αυτά συγκαταλέγεται και το αποτέλεσμα ενός ιατρικού τεστ. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα συνιστά ειδικότερα ένα προσωπικό δεδομένο υγείας που εμπίπτει στον οικείο κανονισμό για την προστασία των δεδομένων, το οποίο κατ’ αρχήν δεν αφορά κανέναν.
Και αυτή η επέμβαση στο εν λόγω ατομικό δικαίωμα αντίκειται στο Σύνταγμα. Διότι, σύμφωνα με την συγκεκριμένη διαδικασία που ακολουθείται στα σχολεία σε σχέση με την διενέργεια των τεστ, το να πληροφορηθούν πολλοί άλλοι (συμμαθητές, δάσκαλοι, γονείς άλλων μαθητών) το π.χ. “θετικό” αποτέλεσμα του τεστ δείχνει αναπόφευκτο.
Αυτό ισχύει αντιστοίχως όταν η υποβολή στο τεστ θεσπίζεται ως προϋπόθεση για την πρόσβαση σε καταστήματα ή σε πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Πέραν τούτου, η υποχρεωτική υποβολή μαθητών σε τεστ που μπορεί να θεσπίζεται από την νομοθεσία του κρατιδίου δεν καλύπτεται από τον νόμο για την προστασία από λοιμώδη μεταδοτικά νοσήματα, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι εκτεθειμένος σε σοβαρές συνταγματικές ενστάσεις. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του εν λόγω νόμου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν τα οριζόμενα σε αυτό αναγκαία προστατευτικά μέτρα, όταν εντοπίζονται «άρρωστοι, άτομα για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι είναι άρρωστα ή μολυσμένα ή άτομα που, παρότι δεν είναι άρρωστα, μπορούν να μεταδώσουν τον ιό μέσω εκκρίσεων». Σύμφωνα με το άρθρο 29 του ως άνω νόμου, τα πρόσωπα αυτά δύναται να τεθούν υπό παρακολούθηση και ακολούθως οφείλουν να ανεχθούν τις απαραίτητες εξετάσεις.
Το Διοικητικό Εφετείο της Βαυαρίας, με την από 2.3.2021 απόφασή του, έκρινε ότι οι εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας δεν επιτρέπεται να θεωρούνται εκ προοιμίου άρρωστοι ή άτομα για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι είναι άρρωστα ή ότι, καίτοι δεν είναι άρρωστοι, μπορούν να μεταδώσουν τον ιό μέσω εκκρίσεων, ενώ το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους μαθητές. Αλλ’ ούτε για άτομα ως προς τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι είναι μολυσμένα μπορεί να γίνεται εδώ λόγος. Διότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, για να θεμελιωθεί κατά την έννοια του νόμου υπόνοια ότι κάποιος έχει μολυνθεί, θα πρέπει να υφίσταται μια επαρκώς προσδιορισμένη και όχι απλώς απομακρυσμένη πιθανότητα ότι ήλθε σε επαφή με μολυσμένο πρόσωπο. Είναι απαραίτητο να θεωρείται πιο πιθανή η εκδοχή να έχει έρθει ο ελεγχόμενος σε επαφή με παθογόνους μικροοργανισμούς παρά το αντίθετο. Καθοριστικής σημασίας για την θεμελίωση υπόνοιας μολύνσεως είναι αποκλειστικώς η πιθανότητα να έχει ξεκινήσει ήδη μια διαδικασία μόλυνσης στο παρελθόν.
ΣΤ. Ως προς το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση και την σχολική φοίτηση
Σε ό,τι αφορά το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Οι μαθητές δεν υπόκεινται μόνο στην υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση σύμφωνα με το νόμο του ομόσπονδου κρατιδίου, αλλά έχουν δικαίωμα να αξιώνουν από το κράτος να τους παρέχει εκπαίδευση και σχολική φοίτηση. Τούτο προκύπτει και από τα άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία αποτελεί ισχύον δίκαιο στην Γερμανία.
Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, όλα τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν όχι μόνο να καταστήσουν υποχρεωτική και δωρεάν την φοίτηση στο δημοτικό σχολείο για όλους, αλλά και να προωθήσουν την ανάπτυξη διαφόρων μορφών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης, να τις καταστήσουν διαθέσιμες και προσιτές (!) σε όλα τα παιδιά και, τέλος, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως είναι η καθιέρωση δωρεάν εκπαίδευσης και η παροχή οικονομικής στήριξης, όπου παρίσταται ανάγκη. Συνεπώς, εν προκειμένω πρέπει να τύχουν σεβασμού οι εκπαιδευτικοί στόχοι που απορρέουν από το άρθρου 29 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού.
Ζ. Τα συμπεράσματα της απόφασης
Ο εξαναγκασμός των μαθητών να φορούν μάσκες και να τηρούν αποστάσεις μεταξύ τους ή σε σχέση με τρίτους είναι επιβλαβής για τα παιδιά τόσο από σωματική, ψυχική και παιδαγωγική άποψη όσο και υπό το πρίσμα της ψυχοκοινωνικής τους εξέλιξης, χωρίς να μπορεί να αντιπαραταχθεί κάποιο έστω δευτερευούσης σημασίας όφελος γι’ αυτά τα ίδια ή για τους τρίτους. Τα σχολεία δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διαχείριση του φαινομένου της “πανδημίας”.
Κατ’ αρχήν ούτε τα PCR-Test ούτε τα rapid-test είναι από μόνα τους πρόσφορα για την έστω κατά προσέγγιση διαπίστωση ότι υπάρχει “μόλυνση” με τον ιό SARS-CoV-2.
Η μείωση του κινδύνου μολύνσεως που μπορεί να επιτευχθεί στα σχολεία χάρη στην χρήση της μάσκας είναι πολύ περιορισμένης εκτάσεως, διότι, ακόμη κι όταν οι μαθητές δεν φορούν μάσκα, μολύνονται εξαιρετικά σπάνια. Συνεπώς, η απόλυτη μείωση του κινδύνου είναι τόσο μικρή, ώστε μια πανδημία να μη μπορεί να καταπολεμηθεί σε σημαντικό βαθμό με αυτόν τον τρόπο.
Όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένη αφορμή, δεν επιτρέπεται να εξαναγκάζονται οι ασυμπτωματικοί, δηλ. υγιή άτομα για τα οποία δεν υφίσταται ιατρική ένδειξη, σε μαζικά τεστ (διενεργούμενα ανά τακτά χρονικά διαστήματα), διότι οι έλεγχοι αυτοί δεν βρίσκονται σε αναλογία προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ταυτοχρόνως, ο εξαναγκασμός των παιδιών να υποβάλλονται σε τακτικά τεστ τους προκαλεί ψυχική πίεση, καθ’ όσον με αυτόν τον τρόπο δοκιμάζεται συνεχώς η ικανότητά τους να παρακολουθούν τα μαθήματα.
Από έρευνες που έγιναν στην Αυστρία, όπου οι μαθητές του Δημοτικού δεν φορούν μάσκα, αλλά διενεργούνται rapid-test τρεις φορές την εβδομάδα, εξάγεται το εξής συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει και ο γνωμοδοτών καθηγητής Kuhbandner: 100.000 μαθητές του Δημοτικού θα πρέπει επί μία εβδομάδα να ανέχονται τις παρενέργειες της μασκοφορίας, προκειμένου να αποτραπεί μία και μόνο μόλυνση!
Ο χαρακτηρισμός αυτού του αποτελέσματος ως απλώς δυσανάλογου δεν θα ήταν καθόλου επαρκής. Πολύ περισσότερο, θα μπορούσε να οδηγήσει στην σκέψη ότι τον νομοθέτη του συγκεκριμένου κρατιδίου που θέσπισε τις οικείες διατάξεις χωρίζει από την πραγματικότητα μια τόσο μεγάλη απόσταση, η οποία προσλαμβάνει ιστορικές διαστάσεις.
Με την επιβολή τέτοιων μέτρων τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των παιδιών, σύμφωνα με το άρ. 1666 γερμ. ΑΚ. Συνεπώς, το εκπαιδευτικό προσωπικό δεν επιτρέπεται να διατάσσει την εφαρμογή τους ούτε να επικαλεσθεί τις οικείες διατάξεις που έχουν θεσπισθεί από το κρατίδιο της Βαϊμάρης, διότι αυτές είναι αντισυνταγματικές και κατά τούτο άκυρες, δεδομένου ότι είναι απρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και εν πάση περιπτώσει δυσανάλογες προς αυτόν. Ως εκ τούτου, προσκρούουν στην αρχή της αναλογικότητας.
Τα παιδιά έχουν νομική αξίωση στην διασφάλιση της πρόσβασης στα μαθήματα.
ΙΙΙ. Προοπτική
Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η εδώ παρουσιασθείσα απόφαση είναι μείζονος σημασίας και για την ελληνική πραγματικότητα, αφού, όπως στην Γερμανία, έτσι και στην Ελλάδα ισχύουν ως επί το πλείστον τα ίδια υγειονομικά μέτρα που θεσπίσθηκαν και εφαρμόσθηκαν με την μέθοδο του “καρμπόν”. Από το σκεπτικό της αποφάσεως μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να αντλήσει όλα εκείνα τα στέρεα επιχειρήματα που εκθέτουν με πάσα ενάργεια και απόλυτη πειστικότητα τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα των δρακόντειων υγειονομικών μέτρων, τα οποία πλήττουν πρωτίστως –και ίσως εν τινι μέτρω ανεπανόρθωτα– τον πιο ευαίσθητο ιστό μιας κοινωνίας: τα παιδιά μας.
Το μέγα ερώτημα είναι αν θα βρεθούν Έλληνες δικαστές οι οποίοι θα τολμήσουν –βαίνοντας ενάντια στον παραλογισμό που χαρακτηρίζει την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης επί έναν περίπου χρόνο– να προτάξουν την κοινή λογική, εφαρμόζοντας την νομική της αντανάκλαση, δηλ. την θεμελιώδη αρχή που μέχρι πρότινος υπερηφανευόμασταν ότι μνημονεύει ρητώς το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ΄: την αρχή της αναλογικότητας («Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Oι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας»).
Είναι παρήγορο όχι μόνο ότι εξεδόθη η απόφαση του Πρωτοδικείου της Βαϊμάρης, αλλά και ότι λίγες ημέρες αργότερα το σκεπτικό της ακολουθήθηκε και από το Πρωτοδικείο της βαυαρικής πόλης Weilheim (ομοίως στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων), το οποίο έκρινε ότι η διάταξη περί υποχρεωτικής μασκοφορίας κατ’ εφαρμογήν του άρ. 18 παρ. 2 του νομοθετικού διατάγματος για την προστασία των πολιτών από λοιμώδη μεταδοτικά νοσήματα [Bayerische Infektionsschutzverordnung] είναι αντισυνταγματική και κατά τούτο άκυρη. Όπως διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, «πρέπει να καταστεί προς όλους σαφές ότι όποιος εξαναγκάζει ένα παιδί να φορά μάσκα επί μακρό χρονικό διάστημα θέτει σε κίνδυνο την υγεία του και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τα δικαιώματά του χωρίς δικαιολογητική αιτία».
Αν συνεκτιμήσει κανείς και μια άλλη πρόσφατη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου της γερμανικής πόλης Arnsberg (ανήκει στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας), με την οποία εκρίθη παράνομη η νυχτερινή απαγόρευση εξόδου, διότι δεν εξηγείται κατά ποίον τρόπο αυτή συμβάλλει σημαντικά στον περιορισμό των μολύνσεων, τότε μετριάζεται η εντύπωση ότι στην παρούσα εποχή της υγειονομικής τυραννίας όλες οι θύρες που οδηγούν στην επαφή με την στοιχειώδη λογική, την αξία του ανθρώπου και τα θεμελιώδη του δικαιώματα είναι ερμητικά κλειστές. Κάποιες χαραμάδες υπάρχουν! Δυστυχώς, όμως, δεν είναι αρκετές για να γκρεμίσουν το νομικό και κοινωνικό τερατούργημα της σύγχρονης μορφής κρατικού ολοκληρωτισμού που υποσκάπτει τα θεμέλια του πολιτισμού μας και διαβρώνει το DNA της κοινωνίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου