[Βλέπε και προηγούμενες ομότιτλες αναρτήσεις (1) & (2)]
Το «Οδοιπορικό» (Σεγιαχατναμέ) του Χαϊρουλλάχ εφέντη δημοσίευσε ο Αβραάμ Ν. Παπάζογλου, το 1940, στον πρώτο τόμο των «Μακεδονικών» της νεοσύστατης Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ). Η 12σέλιδη δημοσίευση του Παπάζογλου, με τίτλο «Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μάιο του 1821», ουδέποτε αμφισβητήθηκε, (εκτός κάποιας σχετικά πρόσφατης μεταχρονολογημένης περίπτωσης), και χρησιμοποιήθηκε επί 70 χρόνια ως βιβλιογραφική αναφορά από κορυφαίους ιστορικούς μας.
«Την ίδια χρονιά, στον παρθενικό τόμο των “Μακεδονικών” της ΕΜΣ, ο Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Αβραάμ Παπάζογλου δημοσίευσε μια σπουδαία άμεση οθωμανική μαρτυρία, του ιεροδικαστή Χαϊρουλλάχ. Ο βίος του
Παπάζογλου δυστυχώς υπήρξε βραχύς, αφού πέθανε το επόμενο έτος σε ηλικία μόλις 31 χρόνων. Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει τη δράση του ένας άλλος επίμονος ερευνητής, ο Ιωάννης Βασδραβέλλης, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος. Εξέδωσε – και εκείνος το 1940, πάλι από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – το έργο “Οι Μακεδόνες εις τους υπερ της ανεξαρτησίας αγώνας”, στηριγμένος εν πολλοίς στη βιβλιογραφία και εν μέρει σε οθωμανικά έγγραφα του ιεροδικείου της Βέροιας, τα οποία είχε εντοπίσει ο δημόσιος λειτουργός Νικόλαος Τότσιος και με φροντίδα του είχε μεταφράσει ο Σωκράτης Αναγνωστίδης. Ο μακαριστός Βασδραβέλλης – επί πολλά έτη γενικός γραμματέας της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών – είχε αντιληφθεί την τεράστια σημασία των οθωμανικών πηγών. Και όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η κατοχική τριετία 1941-1944 αποτέλεσε τη χρυσή περίοδο της μετάφρασής τους. Διαπρεπείς γνώστες της οθωμανικής νομοθεσίας (όπως ο Δημήτριος Δίγκας και ο Κωνσταντίνος Τσώπρος) και τουρκομαθείς (Λάζαρος Μαμζορίδης, Θεόδωρος Συμεωνίδης και Χαρίτων Εμμανουηλίδης) μετέφρασαν μέσα στην Κατοχή εκατοντάδες οθωμανικά έγγραφα, χάρη στην πρωτοβουλία και την επιμονή του Βασδραβέλλη».1
ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ
Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 337 κατάστιχο του Ιεροδικείου Θεσσαλονίκης, που περιέχει την απογραφή των Ελλήνων κατοίκων της πόλης, με χρονολογία που αντιστοιχεί με την 3η Ιανουαρίου 1835, ο συνολικός αριθμός του ελληνικού πληθυσμού εκείνη την περίοδο δεν ξεπερνούσε τις εφτά χιλιάδες. Το κατάστιχο μελέτησε και δημοσίευσε, το 1997, ο επιφανής ιστορικός μας Βασίλης Δημητριάδης φέρνοντας στην επιφάνεια πλήθος ιστορικών στοιχείων για την ελληνική κοινότητα την πρώτη δεκαετία μετά τον Αγώνα για την Εθνική Παλιγγενεσία.
«Ταυτόχρονα όμως το κατάστιχο αποκαλύπτει μια πτυχή της ζωής της Θεσσαλονίκης που δεν πρέπει να μας διαφύγει: το ελληνικό στοιχείο της βρίσκεται σε μεγάλη παρακμή. Με τις σφαγές, τους διωγμούς και τη φυγή των Ελλήνων κατοίκων της σε ασφαλέστερα μέρη που είχε προκαλέσει κατά τα προηγούμενα χρόνια ο Πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας του 1821, η ελληνική κοινότητα της πόλης έχει αποδεκατιστεί σε μεγάλο βαθμό. Κοντά σ’ αυτά, οι δημεύσεις των περιουσιών των πιο πλούσιων κατοίκων της στερούν από τους Έλληνες της πόλης τη δυναμικότητα που αναπτύσσουν σε άλλες εποχές. Μπορούμε να πούμε ότι το ελληνικό στοιχείο της πόλης δεν είχε ποτέ άλλοτε φθάσει σε τόσο χαμηλό επίπεδο κατά το διάστημα της μακραίωνης τουρκικής κατοχής. Ο μαρασμός του ελληνικού, βέβαια, επηρεάζει και τις άλλες κοινότητες της πόλης, την εβραϊκή και την τουρκική, που κι αυτές βρίσκονται σε κατάσταση παρακμής. Η Θεσσαλονίκη διέρχεται μιαν από τις πιο δύσκολες εποχές της ιστορίας της».2
Όπως γράφει ο κ. Δημητριάδης, η καταγραφή των κατοίκων έγινε κατά συνοικίες, τις οποίες αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε για να έχουμε μία εικόνα της κατανομής του ελληνικού στοιχείου στον ιστό της πόλης την περίοδο της Επανάστασης του 1821: Αγίου Αθανασίου, Μονής Μεγάλης Παναγίας [Νέα Παναγία], Αγίου Κωνσταντίνου, Αγίου Υπατίου [Παναγίας Δεξιάς], Αγίου Νικολάου, Αλμυρής Βρύσης [Υπαπαντής Παναγούδας], Μητροπολίτη [Μητροπόλεως], Καμένου Μοναστηριού [Αγίου Μηνά], Μονής Κοριτσιών [Αγίας Θεοδώρας], Μονής Λαγού [Λαοδηγήτριας], και Μονή Τσαούση [Μονή Βλατάδων]. Δηλαδή, οι Έλληνες κατοικούσαν στις κεντρικότερες συνοικίες της εντός των τειχών πόλης, καθώς δεν είχε αρχίσει ακόμη η επέκταση του αστικού ιστού έξω από τα τείχη.
Οι σφαγές, οι διωγμοί, και οι δημεύσεις των περιουσιών αποδεκάτισαν την ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Η εξέλιξη των πληθυσμιακών στοιχείων της κοινότητας το 1835, συνάδουν με τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις για τον συνολικό αριθμό των Ελλήνων μία δεκαετία πριν.
«… Δεν εξάγεται τι θετικόν ως προς τον ως έγγιστα αριθμόν των εισέτι υπό αιχμαλωσίαν στεναζόντων Ελλήνων, διότι οι αιχμάλωτοι ούτοι αι μεν γυναίκες είναι υπό αυστηράν φύλαξιν εις τους γυναικονύτας (χαρέμια) των Οθωμανών, όπου είναι αδύνατον να εισέλθη τις ή πληροφορηθή οποσούν την αλήθειαν, τους δε άνδρας είναι δύσκολον να γνωρίση τις ως αναδεχθέντας τον ισλαμισμόν, και εκ τούτου είναι αδύνατον ουδέ να υποθέση τις την αναλογίαν μεταξύ των ανδρών και γυναικών. …Ό,τι επορίσθην εντεύθεν εκ των επιτοπίων ερευνών και εξετάσεών μου και δύναμαι μετά τινός βεβαιότητος να φέρω εις γνώσιν της Γραμματείας ταύτης, είναι, ότι δεν υπάρχει οικία εκ των οπωσούν ευκατάστατων Οθωμανών εις τας πλειοτέρας πόλεις της Μακεδονίας και Θεσσαλίας ως ενταύθα, Σέρρας, Ντούμπνιτζα, Δράμα, Βέρροια και Νιάουστα, Βιτόλια, Λάρισσα και λοιπάς, όπου να μην ευρέσηται εις ή μια και πλειότεραι αιχμάλωτοι».6
ΠΕΣΤΑ ΧΑΪΡΟΥΛΛΑΧ ΕΦΕΝΤΗ!
«Θα μάθαινα πολλά εκεί μέσα, όμως πρόκαμε η τίμια διαταγή Σου να γυρίσω στην Πόλη – κι’ απ’ αυτήν κατάλαβα, ότι το τιμημένο “ντιβάνι” Σου δεν γνώριζε τη φυλάκισή μου – κι’ αφέθηκα ελεύθερος. Όμως, Θεέ μου!... Ο Γιουσούφ δεν ήταν πιά ο παλιός βάναυσος Γιουσούφ απέναντί μου. Μου μιλούσεν ήρεμα, γλυκά και ήταν σαν να με παρακαλούσε να τον συγχωρέσω, για το κακό που μούχε κάμει. Όμως, πριν απ’ όλα, εγώ ήθελα να φύγω μιάν ώραν αρχήτερα από την κόλαση αυτή. Φανέρωσα την επιθυμία μου τούτη στον μουτεσελήμ εφέντη, και τότε πηροφορήθηκα, ότι το καθήκον μού επέβαλε να μείνω λίγο ακόμα εκεί. Οι άπιστοι ήσαν έτοιμοι να ξεσηκωθούν. Στα γύρω χωριά μάλιστα είχαν αρχίσει να χτυπιούνται με τα ασκέρια μας. Κι’ ο Γιουσούφ Βέης σκέφτονταν, για αντίποινα, να σφάξει όλους τους άπιστους, πούταν μαζευμένοι στο Κονάκι. Προσπάθησα να τον πείσω, πώς κάτι τέτοιο θα εξαγρίωνε περισσότερο τους ρωμιούς. Δε μ’ άκουσεν όμως, και το ίδιο βράδυ οι μισοί από τους ομήρους σφάχτηκαν μπρος στα μάτια του βάναυσου μουτεσελήμη. Εγώ κλείσθηκα στον “οντά” (δωμάτιό) μου και προσευχήθηκα για την σωτηρία της ψυχής τους.
Κι’ από την νύχτα εκείνην άρχισε το κακό. Η Θεσσαλονίκη, η ωραία τούτη πόλη, που στολίζει σαν σμαράγδι το τιμημένο στέμμα Σου, μεταβλήθηκε σ’ ένα απέραντο “σφαγείο”. Ο μουτεσελήμ Γιουσούφ Βέης, θέλοντας να εκδικηθεί τους ξεσηκωμένους ρωμιούς, διέταξε τους χαφιέδες του να γυρνούν στους δρόμους της πόλης και να σκοτώνουν αλύπητα κάθε άπιστο που θα συναντούσαν. Έτσι κι’ έγινε. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα δεν ακούς τίποτ’ άλλο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, παρά φωνές, κλάμματα, βογγυσμούς. Ο Γιουσούφ Βέης, ο γενητσάρ - αγάς, ο σούμπασης και οι χοτζάδες και οι ουλεμάδες, έχουν λυσσάξει θαρρείς. Δεν εκτελούσαν δικές Σου διαταγές ασφαλώς, γιατί τότε θα σέβονταν τα μικρά παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. Τι δεν είδαν τα μάτια μου κραταιότατε πατισάχ!... Τι δεν αντίκρυσαν!... Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, την πρώτη μέρα του φεγγαριού του Μαϊου (18-19 Μαϊου 1821), ο μουτεσελήμ Γιουσούφ Βέης διέταξε να του φέρουν τον Μακάρ εφέντη και τους άλλους “αγιάνιδες” (πρόκριτους) των ρωμιών. Τους φέραν δεμένους και τότε ράγισεν η καρδιά μου, βλέποντας τον Μακάρ εφέντη, με τ’ άσπρα του γένεια και τα μακρυά μαλλιά του ακατάστατα, να παραδίδεται στα χέρια των “μπασή μποζούκ” και να κομματιάζεται στη μεγάλη πλατεία του Καπανιού. Ενός άλλου γέροντα σεβάσμιου, του παπά-Γιάννη, της εκκλησίας του Μηνά εφέντη, του κόψαν τα πόδια και τα χέρια. Κι’ έπειτα, κρατώντας τα κομμένα χέρια του, με τα δάχτυλά του βγάλαν τα μάτια του. Έναν τρίτο, που τον γνώριζα από το καφενείο, και πού οι άπιστοι τον λέγαν Χρίστο εφέντη (Χρήστος Μενεξές;) τον κρέμασαν στο μεγάλο “τσινάρ” (πλάτανο) του Ορτάτς εφέντη τζαμισή.
Μα δεν είναι μονάχα αυτά. Οι άπιστοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι, κρύφθηκαν στον μητροπολιτικό ναό (μετροπολίτ κλίσεσι) ελπίζοντας να σωθούν. Όμως οι δικοί μας, δεν δώσαν σημασία στην εκκλησία, σπάσαν τις πόρτες και μπήκαν μέσα. Όσους δεν σφάξανε εκεί, τους δέσανε δυό – δυό, και τους μετέφεραν στο Καπάνι, όπου τους σφάξανε και μάζεψαν τα κεφάλια τους για να τα δώσουν δώρο στον Γιουσούφ Βέη.
Λίγοι γλύτωσαν από τη σφαγή του μετεσελήμ εφέντη κι’ αυτοί, όσοι πρόκαμαν και κρύφθηκαν στον τεκέ των δερβίσηδων, γιατί μονάχα οι “μπαμπάδες” φέρθηκαν με λύπη και συμπάθεια στους άμοιρους “γκιαούρ”.
Αυτά και άλλα πολλά, που δεν μπορώ να περιγράψω, γιατί κι’ η θύμησή τους μονάχα με κάμει ν’ ανατριχιάζω, έγιναν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του 1236 εγ. (1821).
Δεν κρατήθηκα πιά, κι’ έφυγα για να μπορέσω, μιάν ώρα αρχήτερα, να βρεθώ εδώ και να υποβάλω στον μεγαλειότατο και κραταιό πατισάχ μου τα σέβη μου. Ο Θεός ας φωτίζει τους ρωμιούς, που πληρώνουν σφάλματα των απίστων της Ρωσσίας, αφού είναι γνωστό, ότι αυτοί τους ξεσήκωσαν. Ας τους φωτίζει για καλό της πατρίδας μας, αφού το ξεσήκωμά τους τούς κόστισε πάνω από τριάντα χιλιάδες νεκρούς7, που δεν είναι λίγοι βέβαια. Και μαζί μ’ αυτούς, ας φωτίζει και τις δίκαιες και συνετές πράξεις Σου…».8
istorikimnimi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου