Παραθέτω τήν σχετική αφήγηση του παραλίγο θύματος του παιδομαζώματος Nicholas Gage, καθώς καί τίς προσπάθειες της μάνας του Ελένης, νά μήν παραδώσει τίς κόρες της στήν … αγκαλιά του «Δημοκρατικού Στρατού», κάτι πού ισοδυναμούσε μέ σίγουρο θάνατο από τίς κακουχίες, τήν πείνα, τό κρύο ή από πιθανή συμπλοκή τους σέ κάποια μάχη:
Στις αρχές Απριλίου του 1948, το χωνί του τελάλη διαλάλησε μια πρόσκληση που έφερε αναστάτωση σ’ όλο το χωριό: «Όσες μανάδες έχουνε παιδιά από τριών μέχρι δεκατεσσάρων να πάνε αμέσως στην Αγιά Τριάδα!»…………
«Μανάδες του Λια. Σας συγκεντρώσαμε γιατί τα παιδιά σας κινδυνεύουν. Οι φασιστικές επιθέσεις ενάντια στο χωριό σας θα συνεχιστούν», είπε η ανταρτίνα. «Αν τα παιδιά σας δεν τα χτυπήσει σφαίρα ή βόμβα, θα πεθάνουν σιγά σιγά από την πείνα. Το ξέρετε πως δεν έχουν απομείνει τρόφιμα μήτε για τους πολεμιστές μας. Όλες ακούτε τα παιδιά σας να κλαίνε από την πείνα»……
Ο αντάρτης άνοιξε μπροστά μας την κονσέρβα κι ο αέρας σφύριξε σκορπίζοντας μια γλυκιά ευωδιά σαν κήπος με ροδιές. Βούτηξε μια χουλιάρα κι έβγαλε μια κομματάρα μαρμελάδα, να γυαλοκοπάει στον ήλιο βαθιά χρυσαφένια, το χρώμα του πιο εξαιρετικού μελιού. Τον παρακολουθούσα που έβγαζε με τη χουλιάρα μεγάλα κομμάτια και τ’ άπλωνε πάνω σε φέτες άσπρο ψωμί. Δεν είχα δει ποτέ τόση πολλή μαρμελάδα. Πριν από την επανάσταση, πότε πότε
αγοράζαμε κουτάκια με μαρμελάδα από το παντοπωλείο, αλλά αφότου ήρθαν οι αντάρτες, κανένας μας δεν είχε βάλει στο στόμα του γλυκό, μήτε καν ζάχαρη ή μέλι.
Όταν ο αντάρτης βούτηξε τη χουλιάρα βγάζοντας μια μεγάλη κομματάρα μαρμελάδα και την άφησε να κυλήσει πάλι μέσα, το στόμα μου πλημμύρισε σάλιο και ασυναίσθητα βγήκα πίσω από τη μάνα μου για να βλέπω καλύτερα. Με τις τελετουργικές χειρονομίες ιερέα, ο αντάρτης έκοψε χοντρές φέτες ψωμί και τις άλειψε τόσο γενναιόδωρα, ώστε κάμποση μαρμελάδα χυνότανε στο χώμα, φέρνοντάς μου δάκρυα στα μάτια. Φίλεψε το καθένα από τα καλοντυμένα παιδιά πού είχαν δοθεί για το παιδομάζωμα, μ’ ένα κομμάτι ψωμί, που το καταβρόχθισαν σαν ζώα, πασαλείφοντας τη μαρμελάδα σ’ όλη τους τη μούρη ως τ’ αυτιά και λερώνοντας τα όμορφα καινούρια ρούχα τους. «Βλέπετε, μανάδες του Λια!» φώναξε ο αντάρτης. «Αν στείλετε τα παιδιά σας στις λαϊκές δημοκρατίες, θα τρώνε έτσι κάθε μέρα!»
Πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα έτρωγα μ’ ένα ζευγάρι Αθηναίων, δύο άλλοτε παιδιά του Λια στη δικιά μου περίπου ηλικία, που τα πήρανε εκείνο το καλοκαίρι με το παιδομάζωμα, πρώτα στην Αλβανία, μετά στη Ρουμανία, όπου μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν κι επιστρέψανε στην Ελλάδα δέκα χρόνια αφότου έφυγαν. Ποτέ δεν ξανάδανε τέτοια μαρμελάδα, μου είπανε, καθώς άρχισαν ν’ αναπολούν. Στο στρατώνα στην Αλβανία, έτρωγαν ίσα ίσα τόσο για να μην πεθάνουν, κατά κανόνα σούπα από πράσα και ωμές πικραλίδες, που τις μάζευαν στα τριγύρω χωράφια. Το «παιχνίδι» τους ήταν να οργανώνουν κούρσες με τις ψείρες τους που τις έβαζαν να τρέχουν στο δάπεδο του στρατώνα.
………
Τή θυγατέρα της δέν τήν έδινε. Καλύτερα να τήν είχε σακάτισσα και ζωντανή παρά σκοτωμένη. Από τη στιγμή που το αποφάσισε, η Ελένη σύναξε τη φαμελιά — μαζί και το Νικόλα και τη Φωτεινή, που ακούγανε τι τους έλεγε χωρίς να καταλαβαίνουν ακόμα. Αν η Όλγα δεν μπορούσε να περπατήσει, οι αντάρτες δε θα την έπαιρναν, είπε η Ελένη. Η Όλγα κατένευε, τρομαγμένη αλλά και περήφανη που συγκέντρωνε πάνω της όλα τα βλέμματα, θα της έκαιγαν το πόδι, συνέχισε αλύγιστη η Ελένη, και θα ‘λεγαν στους αντάρτες πως ήτανε ατύχημα. Η Ελένη έδωσε στην Όλγα ένα πανί και της είπε να το χώσει στο στόμα της για να μην τσιρίξει και ξεσηκώσει τη γειτονιά. Το τσιτσίρισμα της μασιάς πάνω στη σάρκα γέμισε το δωμάτιο. Ύστερα η Όλγα σκλήρισε, ώσπου τη σταμάτησε το πανί που της κόλλησε στο στόμα η θεια μου. Κοίταξα και είδα τη γιαγιά μου να τραβάει από το πόδι της Όλγας τη μασιά μ’ ένα κοψίδι δέρμα κρεμασμένο πάνω της, αφήνοντας γυμνό το κρέας από κάτω, κάτασπρους τένοντες στη ρόδινη σάρκα. Στο δωμάτιο είχε μια έντονη μυρωδιά, που με κυνηγάει ακόμη. Χύθηκα έξω από την πόρτα στην αυλή.
Η Ολγα σώθηκε αλλά τήν άλλη κόρη τήν Κάντα (Αλεξάνδρα) τήν επήρανε. Οι πρώτες μέρες της στρατιωτικής εκπαίδευσης ανακατώθηκαν μεταξύ τους αξεδιάλυτα με πόνους στα μούσκουλα, με παροξυσμούς αναγούλας από την πείνα, και με κούραση που άφηνε την Κάντα ξερή και τρεμάμενη.
Όταν η θερμοκρασία έπεφτε κοντά στο μηδέν και η Κάντα πονούσε από το κρύο. Μόνον έξι ώρες ύπνο επιτρέπανε στις νεοσύλλεκτες, από τα μεσάνυχτα ως το εγερτήριο, κι ευθύς τις ξαποστέλλανε στις πρωινές ασκήσεις. Δεν επιτρέπαν στις γυναίκες να καθίσουν στιγμή από τις έξι το πρωί ως τα μεσάνυχτα, εκτός από το ημίωρο που τις άφηναν για το συσσίτιο και από τις δύο συγκεντρώσεις για τη διαφώτιση, πρωί και απόγεμα, όπου τις δίδασκαν τους σκοπούς και την ιδεολογία του Δ.Σ.Ε. και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τα μαθήματα τα έκαναν ο Αλέκος και κάποιος αντάρτης όλο στόμφο, ο «Καπετάνιος», δικηγόρος στην πολιτική του ζωή, και οι δυο τους είχαν μια αδυναμία στις μεταφορές. Προτού φυτρώσει το χορτάρι, τόνιζαν οι καθοδηγητές, έπρεπε να ξεριζωθεί η τσουκνίδα, πράμα που, όπως γρήγορα έμαθε η Κάντα, σήμαινε: να εξοντωθούν ο Ελληνικός Εθνικός Στρατός, οι βδέλλες, οι καπιταλιστές, η εκφυλισμένη βασιλική οικογένεια των Γκλύξμπουργκ και οποιοσδήποτε μοναρχοφασίστας……….
Η Αφροδίτη Φαφούτη, μια λιανή δεκαεφτάρα ακριβώς μπροστά από τήν Κάντα σωριάστηκε λιπόθυμη προτού φτάσουν στο αλώνι στο πλάτωμα κάτω από το ξωκλήσι του Προφήτη. Η κοπέλα κείτονταν ασάλευτη καθώς οι αξιωματικοί αρχίσανε να βλαστημούν και να τη σκουντάνε με τις μπότες τους. Ρίξανε μια τουφεκιά πλάι στο αυτί της για να δουν μήπως το ‘κανε ξεπίτηδες, όταν όμως μήτε τόσο δα σάλεψε, οργισμένοι της τραβήξανε το τουφέκι από την πλάτη και διατάξανε τις υπόλοιπες να προχωρήσουν, παρατώντας την Αφροδίτη εκεί που ‘χε πέσει…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου