Σχεδιάζεται η ίδρυση μίας κρατικής υπηρεσίας, η οποία να μπορεί να χρηματοδοτεί τη χώρα με τη βοήθεια των καταθέσεων – ανεξαρτητοποιώντας τη Ρωσία από την, ξένης ιδιοκτησίας, κεντρική της τράπεζα, από το δυτικό σύστημα και τις αγορές
Η βασική αιτία που η Ελλάδα υποχρεώθηκε να υπογράψει το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο, είναι για μία ακόμη φορά η αδυναμία χρηματοδότησης της από τις αγορές – κυρίως όσον αφορά την «ανακύκλωση» του δημοσίου χρέους της, καθώς επίσης την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών της, λόγω των συνεχώς αυξανόμενων επισφαλειών τους.
Στα πλαίσια αυτά, ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει περισσέψει κάποιο αξιόλογο ποσόν, το οποίο θα μπορούσε να διατεθεί για επενδύσεις και ανάπτυξη – εξασφαλίζοντας περισσότερα έσοδα για το κράτος, λιγότερα προβλήματα για τις τράπεζες, μικρότερους φόρους, καθώς επίσης χαμηλότερες δαπάνες, λειτουργώντας θετικά για την ανεργία και το ασφαλιστικό.
Επομένως, τα μεγάλα προβλήματα που θα πρέπει να λυθούν είναι αφενός μεν το δημόσιο χρέος, τυχόν περιορισμός του οποίου θα επέτρεπε μία αντίστοιχη μείωση του ιδιωτικού, αφετέρου η χρηματοδότηση της χώρας, χωρίς την υποχρέωση υιοθέτησης μέτρων που αυξάνουν την ύφεση, ενώ καθιστούν αδύνατες τις επενδύσεις – οι οποίες προϋποθέτουν μία κλιμακούμενη ζήτηση είτε από το εσωτερικό της χώρας (κατανάλωση), είτε από το εξωτερικό (εξαγωγές).
Τα παραπάνω δεν αφορούν βέβαια το μέρος των μνημονίων που αναφέρεται στις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για τη σωστή λειτουργία της οικονομίας μας – όπως είναι η καλυτέρευση της δημόσιας διοίκησης, το σταθερό επιχειρηματικό και φορολογικό πλαίσιο, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας κοκ. Για τις μεταρρυθμίσεις όμως αυτές θα
έπρεπε να αναζητηθούν επιτυχημένα πρότυπα άλλων χωρών, έτσι ώστε η δημόσια συζήτηση να μην αναλώνεται σε υποκειμενικές, ατεκμηρίωτες απόψεις.
Για παράδειγμα, εάν κάποιος προτείνει ένα οικονομικό μοντέλο εξόδου από την κρίση, θα πρέπει να είναι υποχρεωμένος να υποδείξει μία χώρα, η οποία το εφάρμοσε στην πράξη έχοντας θετικά αποτελέσματα – όπως συνέβη με τη Νότια Κορέα η οποία, ευρισκόμενη σε μία ανάλογη θέση με την Ελλάδα τη δεκαετία του 1990, υιοθέτησε το ιαπωνικό μοντέλο, κατορθώνοντας τελικά να εξελιχθεί σε μία εξαιρετικά επιτυχημένη οικονομία.
Το ίδιο ισχύει για όλους τους υπόλοιπους τομείς, όπως είναι η δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων μέσω του ασφαλιστικού συστήματος, ενδεχομένως κατά το σκανδιναβικό πρότυπο, η Παιδεία, η Υγεία κοκ. – αφού είναι ανόητο να «εφευρίσκει κανείς συνεχώς τον τροχό» μόνος του, κάνοντας τα ίδια σφάλματα με αυτούς που το προσπάθησαν την πρώτη φορά. Παράλληλα, πρέπει να πάψουμε να στηριζόμαστε σε ουτοπικά μοντέλα, τα οποία δεν έχουν πουθενά εφαρμοσθεί – αφού είναι αδύνατον να κρίνουμε αντικειμενικά την αποτελεσματικότητα τους.
Όσον αφορά τώρα τη χρηματοδότηση της χώρας, χωρίς την υποχρέωση της υπογραφής μνημονίων, έχει ίσως ενδιαφέρον να εξετάσουμε τα σχέδια της Ρωσίας – η οποία προσπαθεί να ανεξαρτητοποιηθεί από το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά τον οικονομικό πόλεμο που της κήρυξαν οι Η.Π.Α. (κυρώσεις), από τις πανίσχυρες χρηματαγορές, καθώς επίσης από το δολάριο. Ειδικότερα τα εξής:.
Η νομισματική κυριαρχία
Οι περισσότεροι θεωρούν ότι, εάν μία χώρα έχει το δικό της νόμισμα, τότε είναι κυρίαρχη, οπότε μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα – κάτι που προφανώς δεν ισχύει, όταν είναι δεσμευμένη από ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα που δεν της ανήκει, εκπροσωπούμενο συνήθως στο εσωτερικό της από μία κεντρική τράπεζα που δεν είναι στην ιδιοκτησία του δημοσίου (ιδιωτική, όπως η Τράπεζα της Ελλάδας).
Οι ερωτήσεις που πρέπει εν προκειμένω να τεθούν είναι οι εξής: «Ποιός ορίζει την έκδοση και την κυκλοφορία των πιστώσεων (όπου οι εμπορικές τράπεζες της Δύσης είναι υπεύθυνες σχεδόν για το 90% των συνολικών), καθώς επίσης των χρημάτων; Αυτοί οι οργανισμοί λειτουργούν με γνώμονα την κοινωνική ευημερία ή μήπως εξυπηρετούν, άμεσα ή έμμεσα, ιδιωτικά εξειδικευμένα συμφέροντα;»
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα αποτελούν το κλειδί για την κατανόηση μίας οικονομίας – κάτι που ισχύει και για τη ρωσική, η οποία δεν είναι καθόλου ανεξάρτητη, όπως πολλοί νομίζουν.
Αναλυτικότερα, μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου το 1989, η Σοβιετική Ένωση βυθίστηκε στο χάος – ενώ η πρώτη επίσημη ενέργεια του νεοεκλεγμένου τότε προέδρου της Ρωσίας (B. Jelzin) ήταν η αλλαγή του συντάγματος της χώρας του, όπου το άρθρο 75 όριζε την ίδρυση της κεντρικής τράπεζας της ρωσικής συνομοσπονδίας.
Αμέσως μετά δραστηριοποιήθηκε το ΔΝΤ στη χώρα, εφαρμόζοντας τη στρατηγική σοκ και δέος (ανάλυση), η οποία είχε ως αποτέλεσμα μία γενοκτονία τεραστίων διαστάσεων – αφού ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 10 εκ. μέσα σε δώδεκα χρόνια, ενώ ο αλκοολισμός κλιμακώθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, «εμπλουτισμένος» με σοβαρές ψυχικές ασθένειες, με χιλιάδες αυτοκτονίες, καθώς επίσης με την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας.
Μεταξύ άλλων, οι συντάξεις εξαφανίσθηκαν, ενώ η κεντρική τράπεζα τύπωνε αφειδώς ρούβλια, προκαλώντας έναν «εξτρεμιστικό» υπερπληθωρισμό στις τιμές. Την ίδια εποχή, μία μικρή ομάδα Ρώσων επιχειρηματιών, οι οποίοι ανήκαν στο στενό περιβάλλον του προέδρου, έγινε πάμπλουτη, «υπεξαιρώντας» μία σειρά κρατικών επιχειρήσεων και αποθεμάτων πρώτων υλών – όταν ο υπόλοιπος πληθυσμός λιμοκτονούσε.
Συνεχίζοντας, η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας (Bank Rossii), μέλος της ελεγχόμενης από τη Δύση κεντρικής τράπεζας των κεντρικών τραπεζών (BIS) με έδρα την Ελβετία, καθώς επίσης πλειοψηφική μέτοχος της μεγαλύτερης εμπορικής τράπεζας της χώρας (Sberbank), έχει με βάση το σύνταγμα το μονοπώλιο της έκδοσης πάσης φύσεως χρημάτων – με θεσμοθετημένη την ανεξαρτησία της από την πολιτική ηγεσία, καθώς επίσης με κύρια υπευθυνότητα τη σταθερότητα του ρουβλίου.
Ταυτόχρονα έχει την αποκλειστικότητα της εκτύπωσης ρουβλίων, με τη μορφή μεταλλικών και χάρτινων νομισμάτων – οπότε είναι αυτή που εκ των πραγμάτων μπορεί να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο της ρωσικής οικονομίας, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής.
Ουσιαστικά λοιπόν, με το άρθρο 75 του συντάγματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ρωσία παρέδωσε τη νομισματική της κυριαρχία, το βασικότερο οικονομικό εργαλείο της, σε έναν ιδιωτικό οργανισμό – ο όποιος έχει την τεράστια δύναμη να εκδίδει χρήματα και πιστώσεις κατά το δοκούν.
Περαιτέρω, η κατάσταση αυτή αποτελεί τροχοπέδη τόσο για τον πρόεδρο Putin, όσο και για το ρωσικό λαό μέχρι σήμερα – ενώ οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τη Δύση ανάγκασαν την κεντρική τράπεζα να αυξήσει τα βασικά επιτόκια τρεις φορές, έως και το 17%, για να σταματήσει την κατάρρευση του ρουβλίου.
Αργότερα βέβαια το νόμισμα σταθεροποιήθηκε, αλλά τα επιτόκια παρέμειναν «κολλημένα» στο 11%, δυσκολεύοντας κατά πολύ την επιστροφή της χώρας σε πορεία ανάπτυξης – γεγονός που, σε συνδυασμό με τη δεύτερη Αχίλλειο πτέρνα της, την πλήρη εξάρτηση της από τις εξαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών, της δημιουργεί μία κατάσταση οικονομικής ασφυξίας.
Ανεξάρτητα τώρα από το πόσο πατριώτης είναι εκείνο το άτομο που διευθύνει μία κεντρική τράπεζα, όπως τη ρωσική, το πρόβλημα παραμένει – αφού δεν πρόκειται για το πολιτικό εργαλείο ενός εθνικά ανεξάρτητου, κυρίαρχου κράτους, αλλά για μία μονεταριστική «κατασκευή». Στα πλαίσια αυτά, όταν αναφέρεται στη σταθερότητα του ρουβλίου, εννοεί στην πραγματικότητα τη σχέση της ισοτιμίας του με το δολάριο ή/και με το ευρώ – με τα δύο κυρίαρχα, αποθεματικά νομίσματα του πλανήτη.
Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως η δήθεν ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, είναι ουσιαστικά όμηρος του δολαρίου και της Fed – υποχείριο τους, αφού το ευρώ θεωρείται αμερικανικό «δημιούργημα», ευρισκόμενο υπό τον πλήρη έλεγχο της υπερδύναμης (σενάριο).
Το γεγονός αυτό δεν είναι προφανώς ιδανικό, αφού η χώρα ευρίσκεται σε μία κατάσταση, η οποία είναι συνώνυμη με την ξένη κατοχή του ρωσικού κυκλοφοριακού συστήματος, όταν παράλληλα διεξάγεται ένας πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και της υπερδύναμης, με μη στρατιωτικά όπλα – υπό την ηγεσία του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών, της CIA, του Πενταγώνου κοκ.
Εύλογα λοιπόν η διαμάχη της Ρωσίας με τις Η.Π.Α., όσον αφορά το θέμα αυτό, ήταν πολύ έντονη στο περιθώριο της οικονομικής σύσκεψης που διεξήχθη στην Αγία Πετρούπολη – όπου ο στόχος της Ρωσίας ήταν η ίδρυση μίας κρατικής κεντρικής τράπεζας, καταργώντας αυτήν που της επιβλήθηκε από τη Δύση το 1990, ως ένας ανεξάρτητος οργανισμός με βάση το μοντέλο της BIS (πηγή:W. Engdahl).
Τα εθνικά ομόλογα
Συνεχίζοντας, δεν φαίνεται να μπορεί να πραγματοποιηθεί άμεσα ο στόχος της Ρωσίας, όσον αφορά την κεντρική της τράπεζα – η επιστροφή δηλαδή του εκδοτικού προνομίου χρημάτων και πιστώσεων στο κράτος. Η αιτία είναι οι υπογραφείσες συμβάσεις και δεσμεύσεις, οι οποίες θα απαιτούσαν πολύ χρόνο – κάτι δεν διαθέτει η χώρα, αφού πρέπει να εξασφαλίσει το γρηγορότερο δυνατόν την ομαλή χρηματοδότηση της.
Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση της αποφάσισε να δρομολογήσει κάτι πολύ απλό, για το οποίο δεν απαιτείται μία απ’ ευθείας εναλλακτική λύση στο σύστημα του δολαρίου – έτσι ώστε να εξασφαλίσει τα κεφάλαια που χρειάζεται για την ανανέωση των φθαρμένων, μη λειτουργικών πλέον οικονομικών υποδομών της, σε ολόκληρη την έκταση της.
Ειδικότερα, τα κεφάλαια αυτά σχεδιάζεται να προέλθουν από την ίδια τη χώρα, με τη βοήθεια ομολόγων, εγγυημένων από το δημόσιο – τα οποία θα αναλάβει να εκδώσει, καθώς επίσης να προωθήσει στους αποταμιευτές η «Ρωσική Εθνική Υπηρεσία Ανάπτυξης». Το όνομα της υπηρεσίας είναι προφανώς αδιάφορο – αφού ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι η χρηματοδότηση της χώρας, από τις καταθέσεις των Πολιτών της (όπως είχαμε προτείνει για την Ελλάδα το 2009, με την έκδοση εθνικών ομολόγων).
Για να συμβεί αυτό, η ρωσική Βουλή θα έπρεπε να θεσμοθετήσει την ίδρυση μίας Ειδικής Υπηρεσίας, η οποία θα ανήκε κατά 100% στο δημόσιο, θα είχε την πλήρη στήριξη, καθώς επίσης τη δανειοδότηση της από το κράτος, ενώ θα λειτουργούσε ανεξάρτητα από το υπουργείο οικονομικών.
Η συγκεκριμένη υπηρεσία θα εξέδιδε ομόλογα για την ανοικοδόμηση της χώρας, τα οποία θα διατίθεντο απ’ ευθείας από τη ρωσική κυβέρνηση, κάτω από την εποπτεία του υπουργείου οικονομικών – χωρίς τη συμμετοχή της κεντρικής τράπεζας, καθώς επίσης των εμπορικών τραπεζών (του κλασσικού δικτύου δηλαδή).
Τα «αναπτυξιακά ομόλογα» δεν θα πωλούνταν σε ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία χρεώνουν συγκεκριμένα επιτόκια, ενώ είναι υποχρεωμένα να τηρούν τη νομοθεσία περί ελαχίστων αποθεματικών κεφαλαίων – αλλά απ’ ευθείας στους Ρώσους Πολίτες, ως ένα είδος «λαϊκών ομολόγων» ειδικής χρήσης.
Η «Ρωσική Εθνική Υπηρεσία Ανάπτυξης» δε, θα εξέδιδε μακροπρόθεσμα ομόλογα, λήξης 5, 10, 20 και 30 ετών, με ετήσια επιτόκια, τα οποία θα ήταν πολύ ελκυστικά στους απλούς Πολίτες – σε κάθε περίπτωση, υψηλότερα από τον εκάστοτε πληθωρισμό, ο οποίος θα περιοριζόταν μόνο και μόνο λόγω της ίδρυσης της συγκεκριμένης Αρχής, επειδή οι παραγωγικές επενδύσεις στις οικονομικές υποδομές λειτουργούν αντιπληθωριστικά.
Αναλυτικότερα, αυξάνουν την κυκλοφορία των βιομηχανικών προϊόντων, ενώ δημιουργούν σταθερές θέσεις εργασίας – σε άμεση σχέση με τα μέσα (χρήματα), τα οποία η υπηρεσία υποδομών (παραγωγικής ανασυγκρότησης) εισπράττει και διανέμει.
Ένα επόμενο κίνητρο που εξετάζεται για την αγορά των εθνικών ομολόγων, είναι η ετήσια πληρωμή των τόκων, καθώς επίσης η απαλλαγή από τη φορολόγηση τους στη λήξη τους – όπου εξοφλούνται τα ποσά στο σύνολο τους. Για την προώθηση τους τώρα δεν θα χρησιμοποιούταν οι εμπορικές τράπεζες, αλλά τα ρωσικά ταχυδρομεία – οπότε θα αποφεύγονταν τα μεγάλου ρίσκου, πανάκριβα «παιχνίδια» των τραπεζών στη δευτερογενή αγορά.
Περαιτέρω, για να λειτουργήσει το σύστημα, θα πρέπει να συνεχίσουν να ανήκουν στο κράτος τα ρωσικά ταχυδρομεία – ενώ θα βοηθούσε η στελέχωση των εποπτικών επιτροπών τους με άτομα υψηλού κύρους της ρωσικής κοινωνίας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η εμπιστοσύνη των Πολιτών στους νέους Θεσμούς.
Θεωρείται δε πως τα εθνικά ομόλογα θα γινόταν ανάρπαστα από τους καταθέτες, για τους οποίους θα ήταν πολύ πιο ασφαλής η τοποθέτηση των χρημάτων τους σε έναν οργανισμό, για τον οποίο εγγυάται το κράτος – σε σχέση με τις τράπεζες ή με τα χρηματιστήρια, το ρίσκο των οποίων, υπό τις σημερινές, άγριες συνθήκες που επικρατούν στις αγορές, είναι τεράστιο.
Έτσι, αφενός μεν θα υπηρετούταν καλύτερα τα συμφέροντα των Πολιτών, με την παράλληλη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας κλπ., αφετέρου το κράτος θα έπαυε να εξαρτάται από τι δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα – από τις κυρώσεις ή από την πρόσβαση του στις διεθνείς αγορές, από την πιστοληπτική αξιολόγηση του εκ μέρους των αμερικανικών εταιρειών ή από οτιδήποτε άλλο.
Οι επενδύσεις στις υποδομές
Συνεχίζοντας, όταν κατασκευάζεται κάτι, το οποίο είναι ωφέλιμο για τη λειτουργία της οικονομίας, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στις εξαγωγές (δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια κλπ.), τότε τα αποτελέσματα του είναι πολλαπλασιαστικά για τη συνολική οικονομία.
Για παράδειγμα, όταν οι Η.Π.Α. επένδυαν ακόμη στις εθνικές υποδομές τους, τη δεκαετία του 1960, ορισμένες μελέτες τεκμηρίωσαν πως για κάθε δολάριο, το οποίο τοποθετούσε το κράτος σε σημαντικά εγχειρήματα, εισέπραττε περίπου έντεκα δολάρια από φορολογικά έσοδα.
Αργότερα βέβαια, όταν ξεκίνησε η εποχή των αθρόων αποκρατικοποιήσεων, οι ιδιώτες επενδυτές είχαν άλλες προτεραιότητες – παύοντας να επενδύουν στην ανανέωση των έργων υποδομής, για να μειώνουν τις δαπάνες αυξάνοντας τα κέρδη τους.
Ως εκ τούτου, αφενός μεν έχουν καταρρεύσει οι υποδομές σε πολλές αμερικανικές Πολιτείες, αφετέρου μειώνονται συνεχώς τα εξ αυτών έσοδα του δημοσίου – κάτι που έχουν διαπιστώσει οι Ρώσοι, έχοντας θέσει ως στόχο τον εκσυγχρονισμό της χώρας τους, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η ύφεση, καθώς επίσης η τεράστια εξάρτηση της από τις εξαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών.
Στα πλαίσια αυτά, εάν τελικά καταφέρει η Ρωσία να χρηματοδοτηθεί από τους Πολίτες της, για να δρομολογήσει τα επενδυτικά της σχέδια, τότε θα πάψει να εξαρτάται από τις ξένες αγορές ή/και από την Κίνα, όπως συμβαίνει σήμερα – ενώ θα αποφύγει εκείνο το πρόβλημα, το οποίο προκαλεί τις περισσότερες κρατικές χρεοκοπίες: τον εξωτερικό δανεισμό.
Πόσο μάλλον εάν συνδέσει κάποια στιγμή το νόμισμα της με το χρυσό ή με την ενέργεια, καθιστώντας το πανίσχυρο – κάτι που υποθέτουμε πως θα συμβεί στο μέλλον.
.
Επίλογος
Από τα παραπάνω σχέδια της Ρωσίας συμπεραίνεται πως υπάρχουν λύσεις για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα – αρκεί να διαθέτει μία έντιμη, ικανή κυβέρνηση, η οποία να χαίρει της εμπιστοσύνης των Πολιτών της, υιοθετώντας νεωτεριστικά μέτρα, εκτός των συνηθισμένων.
Ειδικά η Ελλάδα, με καταθέσεις που υπερβαίνουν τα 100 δις € στο εξωτερικό, καθώς επίσης με πολύ περισσότερες στο εσωτερικό της, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να πάψει να είναι όμηρος της Γερμανίας, του ΔΝΤ και των αγορών, όσον αφορά τη χρηματοδότηση της – ενώ, εάν εκμεταλλευόταν σωστά τη δημόσια περιουσία της, ιδρύοντας επί μέρους θυγατρικές εταιρείες με το ΤΑΙΠΕΔ ως μέτοχο, εισάγοντας τες στα διεθνή χρηματιστήρια, θα μπορούσε να επιτύχει θαύματα.
Εν τούτοις, όταν υπερισχύουν τα πάσης φύσεως συμφέροντα, επιχειρηματικά, πολιτικά ή συντεχνιακά, δεν είναι καμία χώρα σε θέση να ξεφύγει από τα δεσμά της – παραμένοντας άβουλο υποχείριο των δανειστών, των τραπεζών και των αγορών, οι οποίες λεηλατούν τους δύστυχους Πολίτες της, χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου