«Ένα βράδυ η γιαγιά μου κάπνιζε το μαύρο της πούρο, ενώ εγώ μισοκοιμόμουν μακάρια στη ζεστή αγκαλιά της». (Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων, Ε’-Στ’ Δημοτικού, σελ. 85).
Το έχω ξαναγράψει και ξανατονίσει ότι όλοι οι ειδικοί και επιστήμονες που ασχολούνται με την γλώσσα και την διδακτική της, γνωρίζουν πως δεν υπάρχουν αθώα παραμυθάκια και ότι κάθε γλωσσικό κείμενο-κυρίως αυτά που απευθύνονται σε ανώριμα και αθώα παιδιά του Δημοτικού-ακόμα και ένα πρόβλημα μαθηματικών, προάγει συγκεκριμένες αξίες και στάσεις ζωής.
Το παραπάνω κείμενο, το οποίο «καμαρώνει» στο Ανθολόγιο της Ε’ και Στ’ Δημοτικού σχολείου, ποια αξία προβάλλει; Το κάπνισμα μαύρων πούρων Αβάνας; Διότι, βεβαίως, οι οικογένειες των παιδιών μας μαύρα πούρα και χαβιάρια απολαμβάνουν στα σπίτια τους, για να λησμονήσουν τα πάθια και τους καημούς τους, τούτη την μνημονιακή εποχή.
Μήπως «να εγκωμιάσει» το ιερό και πολυτιμότατο για πολλά παιδιά, πρόσωπο της γιαγιάς, της δεύτερης μάνας τους; Δεν είναι πρόστυχη και παρανοϊκή η εικόνα μιας γιαγιάς, που καπνίζει αρειμανίως μαύρα πούρα, ενώ το παιδί κοιμάται στην αγκαλιά της;
Αυτή είναι η εικόνα που διατηρούμε ανεξάλειπτα στη μνήμη μας από τις γιαγιάδες μας;
Δεν αμαυρώνει την μορφή της, δεν την εξευτελίζει στη συνείδηση των παιδιών, η ελεεινολογία του βιβλίου; Θυμάμαι πάντα με συγκίνηση τις
μακαρίτισσες γιγιάδες μου. Μία εκοιμήθη πριν από λίγα χρόνια. Φορούσε πάντοτε μαύρα. Ο πατέρας της «έπεσε» στην Μικρασία το ’22.
Όπως διηγούνταν συμπολεμιστές του, τους περικύκλωσαν οι Τούρκοι, αυτός αρνήθηκε να παραδοθεί και έφυγε καλπάζοντας. Δηλώθηκε αγνοούμενος. Η γυναίκα του, η προγιαγιά μου, δεν ξαναπαντρεύτηκε τον περίμενε ολοζωής. «Αρχαίος άνθρωπος», «παλαιός των ημερών», έλαμπε το πρόσωπό της από ευγένεια και καθαρότητα ψυχής. Πέθανε ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά στον ύπνο της, το 1985, ελπίζοντας στο έλεος του Κυρίου και της Παναγίας μας. Η γιαγιά μου, το μοναχοπαίδι της, παντρεύτηκε, αλλά δοκίμασε κι αυτή το πικρό ποτήρι της χηρείας. Ο άντρας της σκοτώθηκε τον Ιανουάριο του ’41, πάνω στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Άγνωστος στρατιώτης, κόκαλα ιερά, που «τρίζουν» για την τωρινή κατάντια μας, για αυτές τις μαγαρισιές, που όλο αυτό το σκορποχώρι των αρρίζωτων κατεργαρέων προώθησε στα βιβλία των παιδιών μας.
Να σημειώσω κάτι παρενθετικά για την προγιαγιά. (Ζητώ συγγνώμη για τον προσωπικό τόνο, αλλά τις προάλλες που άνοιξα το Ανθολόγιο, έπεσε το μάτι μου στο γλωσσικό απόρριγμα και «κάπνισαν τα μάτια μου» από οργή-και όχι το πούρο-που λέει και ο Μακρυγιάννης).
Οι μουσουλμάνοι τις γυναίκες τις θεωρούν περίπου έμψυχα εργαλεία, κυρίως για σεξουαλική ικανοποίηση. «Οι γυναίκες σας είναι ένα κτήμα για να το καλλιεργήσετε, ελάτε καλλιεργήστε τις γυναίκες όπως θέλετε» διαβάζουμε στη «σούρα» 2,223 του Κορανίου. «Να επιπλήττετε τις γυναίκες, των οποίων να φοβάστε την ανυπακοή», να τις «περιορίζεται στα μέρη που κοιμούνται» στην ανάγκη ακόμη και να «τις χτυπάτε».(Στίχος 34 της σούρας-έτσι ονομάζονται τα κεφάλαια του Κορανίου-για τις γυναίκες, της «Αν-Νισά»). Γι’ αυτό, κατά 95% περίπου, οι πρόσφυγες και οι λαθρομετανάστες, που καταφθάνουν στην πατρίδα μας είναι άντρες…
Για να επανέλθω, η προγιαγιά μου είχε γεννηθεί το 1890 περίπου στον Μοσχοπόταμο Πιερίας, όταν ακόμη βιώναμε την «θαυμαστή τάξη» της Τουρκοκρατίας, όπως έγραφε η «χαριτόβρυτος» κ. Ρεπούση στο κουρελούργημά της και η κ. Αναγνωστοπούλου επικροτούσε. Στο μεσόφρυδό της είχε χαραγμένο έναν μικρό γαλάζιο σταυρό, ανεξίτηλο, εν είδει δερματοστιξίας (τατουάζ ελληνιστί). Το ίδιο έκαναν όλα τα κορίτσια του χωριού, τα βαπτισμένα. Γιατί; Για να αποτρέπουν τους Τούρκους. Στο χωριό υπήρχε σταθμός τουρκικής χωροφυλακής, ζαπτιέδες όπως τους έλεγαν. Δεν το είχαν σε τίποτε να τις αρπάξουν από τον δρόμο. «Οι κοπέλες», έλεγε «βάζαμε τα πιο παλιά μας φουστάνια και κουκουλωνόμαστε και καταχωνόμαστε για να μην μας δει το μάτι το πόρνο του Τούρκου». Η ομορφιά τότε ήταν κατάρα… Στο συναξάρι της αγίας Χρυσής, της «νέας παρθενομάρτυρος και νύμφης αμιάντου του επουρανίου Βασιλέως Χριστού του Θεού», διαβάζουμε: «Τις των εκεί Τούρκων, βλέπων αυτήν τοσούτον ωραίαν και πάγκαλον, ετρώθη εις την καρδίαν από σατανικό έρωτα, παρετήρη να εύρη κατάλληλον καιρόν, διά να τελέση τον κακόν σκοπόν όπου εμελέτα». Την άρπαξε ο μιαρός, αλλά η «αρρενόφρων και μεγαλόψυχος» αγία Χρυσή, «πάσχουσα πάνδεινα βάσανα» και μαρτύρια δεν εκάμφθη και την «εκρέμασαν εις μίαν αγριαπιδέαν», στις 13 Οκτωβρίου του 1795. Αυγά για να ξέρουμε τι μας περιμένει τα επόμενα χρόνια. (Τα στοιχεία για την αγία από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας» 1950, τομ. Ι).
Στο Ανθολόγιο, μετά το τέλος του κειμένου, (είναι κάποιου Άγγλου ονόματι Ρόαλντ Νταλ), χάσκει και μια ερώτηση-δραστηριότητα. Διαβάζω: «Ας υποθέσουμε ότι μια μάγισσα σας μεταμορφώνει σε μικρό ζώο ή σε κάποιο άλλο πλάσμα. Μπορείτε να περιγράψετε την καινούργια ζωή σας και να μιλήσετε για την συμπεριφορά σας και τις νέες σας σχέσεις που θα συνάψετε;». («Θε μου τι λέπομεν στις μέρες μας» αναφωνούσε με σπαραγμό ο Μακρυγιάννης και επαναλαμβάνουμε κι εμείς!!).
Το ζώο το καταλαβαίνω-«εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί»-αλλά το «άλλο πλάσμα», τι είναι; Εξωγήινος, κάποιος απ’ αυτούς «που κυκλοφορούν ανάμεσά μας», όπως νυχθημερόν ουρλιάζει ο γνωστός τηλεοπτικός κοτσανολόγος;
Τέλος πάντων. Άλλος είναι ο στόχος. Η προσβολή της οικογένειας, η αποκαθήλωση ιερών για τα παιδιά προσώπων, όπως οι παππούδες του. (Και είναι λυπηρό, λυπηρότατο «μοδέρνες» γιαγιάδες, αντί να διηγούνται στα εγγόνια τους «παλιές ιστορίες», να τα εντάσσουν στο παρελθόν-αυτή είναι η βασικότατη αποστολή της Παιδείας-να κάθονται μαζί τους και να παρακολουθούν αποχαυνωμένες τις δόλιες τουρκοσειρές).
Να κλείσω με ένα κείμενο του Κόντογλου. 50 χρόνια πέρασαν από τον θάνατό του. Προειδοποιούσε για τον εθνικό μας ξεπεσμό, αλλά ποιός τον άκουγε;
«Κάντε σταυροφορία να γίνει πάλι ρωμέϊκη η πατρίδα σας, γιατί αλλιώς κοντά είναι η μέρα που θα είναι αργά, γιατί ο λεβαντινισμός, που σπάρθηκε, πάει να ριζώσει. Και επειδή οι “μορφωμένοι” μας θέλουνε να περνάνε για Ευρωπαίοι, ο σπόρος αυτός θα φυτρώσει κι ο λαός θα αποχρωματισθεί από τον φυλετικό χαρακτήρα του. Βυζαντινή μουσική σ’ όλες τις εκκλησίες. Δημοτικά τραγούδια στα γλέντια του λαού. Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα. Τ’ άλλα είναι φιλολογίες. Ο εκδυτικισμός της φυλής μας, που γίνεται από παπάδες νεραϊδοπαρμένους κι από τους ανεύθυνους μοντέρνους κάθε γωνιάς της Ελλάδος πρέπει να σταματήσει. Να αγώνας μια φορά!…».(Δημ. Αστερινού: «Ο Κόντογλου στον Μυστρά», Κριτικά Φύλλα, σελ. 238).
Πηγή: ΑΚΤΙΝΕΣ
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου