Με την υπ’ αριθμ. 1386/2021 απόφαση του Δ΄ Τμήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ««η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων από τη διασπορά του COVID-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονική τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη».
Γελάει και το παρδαλό κατσίκι: Ποιαν ακριβώς κρίση του νομοθέτη θεωρεί το ΣτΕ επιστημονική και τεκμηριωμένη; Και
πώς μπορεί να είναι αποτελεσματικός και αναγκαίος για την αναχαίτιση της διασποράς του κορωνοϊού ένας διαγνωστικός (και δη δειγματοληπτικός) έλεγχος που είναι αφ’ ενός αναξιόπιστος και αφ’ ετέρου εκ φύσεως απρόσφορος να εγγυάται την μη μετάδοση του ιού 24, 48 ή 72 ώρες μετά την αποπεράτωσή του;
Πέρα από την απόφαση αυτή, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Β. Πλιώτας στην τελευταία υπ’ αριθμ. 11/23-9-2021 εγκύκλιο παραγγελία του υιοθέτησε πλήρως την ρητορική της υγειονομικής προπαγάνδας και ισοπέδωσε όλες τις επιμέρους κατηγορίες αμφισβητιών της νομιμότητας ή σκοπιμότητας των υγειονομικών μέτρων και ειδικότερα του εμβολιασμού, κάνοντας λόγο για “αντιεμβολιαστές” και “αρνητές της πανδημίας”.
Η διχαστική και καταφρονητική αυτή στάση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου έναντι μερίδας Ελλήνων πολιτών που έχουν εύλογες ανησυχίες για την ζωή και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους, οι οποίες διακυβεύονται, συρρικνώνονται ή θυσιάζονται στον βωμό του υπερατομικού αγαθού της δημόσιας υγείας, αποτελεί αρμονική συνέχεια της αντίστοιχης στάσης που είχε κρατήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πριν από έναν ακριβώς χρόνο.
Ήταν και πάλι Σεπτέμβριος, όταν είχε εκδώσει την υπ’ αριθμ. 16/21.9.2020 εγκύκλιο παραγγελία του, στην οποία έκανε λόγο για “αρνητές της μάσκας” και επεσήμαινε ότι: «οσάκις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, όταν δηλαδή αυτοί που αντιτίθενται στα νόμιμα μέτρα και προσδίδουν στις δικές τους θεωρήσεις για τη χρήση της μάσκας τα χαρακτηριστικά αξιόποινης πράξης, είναι αυτονόητη υποχρέωση ο σχηματισμός ποινικής δικογραφίας και η τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ».
Τότε ο γράφων είχε προβεί σε πολυσέλιδη ανάλυση των νομικών ατοπημάτων που περιείχε εκείνη η εγκύκλιος, η οποία αποσκοπούσε στον εκφοβισμό όποιου πολίτη θα τολμούσε να μη συμμορφωθεί προς την υποχρέωση μασκοφορίας, δεδομένου ότι ενδέχεται να έρθει αντιμέτωπος με την ποινή της καθείρξεως.
Σε ό,τι αφορά την αυτόφωρη διαδικασία, η φετινή εγκύκλιος έχει την αντίστροφη φορά, αφού επιδιώκει να προστατεύσει τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, τους ιατρούς, τους νοσηλευτές και τους υπαλλήλους των εν γένει δομών υγείας, οι οποίοι, όπως έπραττε και ο Άντολφ Άιχμαν επί Χίτλερ, εφαρμόζουν κατά γράμμα την προδήλως αντισυνταγματική ιατροφασιστική νομοθεσία προβάλλοντας την φθηνή δικαιολογία “εμείς εντολές εκτελούμε”. Ταυτοχρόνως, αφήνει ανοχύρωτους όλους εκείνους τους πολίτες που θέλουν να αντισταθούν νόμιμα στην υλοποίηση της υγειονομικής τυραννίας και του ανασκολοπισμού του Συντάγματος.
Ειδικότερα, στην εγκύκλιο παραγγελία αναφέρεται ότι «όταν ο ανακριτικός υπάλληλος λάβει έγκληση, μήνυση και εν γένει καταγγελία κατά εκπαιδευτικού λειτουργού, ιατρού, νοσηλευτή ή εργαζομένου σε δομή υγείας, με περιεχόμενο που άπτεται των προηγουμένων, πάραυτα θα ενημερώνει τηλεφωνικά τον αρμόδιο εισαγγελέα (εισαγγελέα υπηρεσίας-ποινικής δίωξης) και θα αναμένει τις συγκεκριμένες οδηγίες του, χωρίς στο μεταξύ να προβαίνει σε ενέργεια εναντίον του μηνυόμενου προσώπου, δηλαδή σε σύλληψη για αυτόφωρο αδίκημα ή και προσαγωγή του λόγω υπονοιών διάπραξης εγκληματικής ενέργειας (κατά τα άρθρα 74 § 1 εδ. θ και 95 ΠΔ 141/1991). Μετά τη λήψη των οδηγιών θα συμμορφώνεται απολύτως με το περιεχόμενο αυτών».
Με τον τρόπο αυτόν, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αντιπαρερχόμενος το γράμμα του άρ. 275 ΚΠΔ («Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 31, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 279 του κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα») και υπερακοντίζοντας την εξαίρεση του άρ. 417 ΚΠΔ («Αν ο δράστης οποιουδήποτε πλημμελήματος έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρεται στα επόμενα άρθρα, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία»), επιχειρεί να “καπελώσει” τους ανακριτικούς υπαλλήλους, θέτοντάς τους υπό τον έλεγχο του εισαγγελέως, “οιονεί κυρίαρχο της ποινικής προδικασίας” (η φράση χρησιμοποιείται επί λέξει από τον κ. Πλιώτα)· ταυτοχρόνως, εξαιρεί αυθαιρέτως από το πεδίο της αυτόφωρης διαδικασίας συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, ιδίως εκείνη των εκπαιδευτικών. Κάθε εκπαιδευτικός όμως, όπως άλλωστε και κάθε εισαγγελέας, δεν είναι υπεράνω των νόμων: Caesar non supra grammaticos!
Περαιτέρω, ενώ ο ίδιος πέρσι εμπιστευόταν τους ανακριτικούς υπαλλήλους, ζητώντας από αυτούς να εφαρμόζουν από μόνοι τους την αυτόφωρη διαδικασία, φέτος έπαψε να τους εμπιστεύεται και βάζει φρένο στην πρωτοβουλία τους για την ενεργοποίηση της ίδιας διαδικασίας (η ratio της γενικής διατάξεως του άρθρου 38 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία «Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως», δεν είναι συμβατή με την αυτόφωρη διαδικασία). Επομένως: Δύο μέτρα και δύο σταθμά· αυτό σημαίνει κράτος Δικαίου με ενδοσυστηματική συνέπεια!
Στην ίδια εγκύκλιο επισημάνθηκε η «ανάγκη ελέγχου της δημιουργίας πυρήνων προπαγάνδας και δράσης από επιτήδειους υπαίτιους που με το περίβλημα αντιεμβολιαστικών θεωρήσεων και ιδεών, δρασκέλισαν ήδη το κατώφλι της νομιμότητας και εκδήλωσαν ή θα επιχειρήσουν να αναπτύξουν δραστηριότητες με συμπεριφορές απτόμενες των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (πρβλ. άρθρα 169, 183, 186, 330, 386 κ.ά.), που μπορεί να κατευθύνονται, εκτός άλλων και στην οικονομική εκμετάλλευση ανυποψίαστων συνανθρώπων μας».
Είναι μεν αληθές ότι η περίοδος της υγειονομικής κρίσης που διανύουμε αποτελεί ένα πρώτης τάξεως λίπασμα για την ανάπτυξη απατηλής δράσης εκ μέρους επιτηδείων οι οποίοι αποβλέπουν στην εκμετάλλευση της ανάγκης του πολίτη να βρει ένα νομικό καταφύγιο για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του, που συστηματικά και προκλητικά αρνείται να του παράσχει η δικαστική εξουσία. Εν τούτοις, η προπαγάνδα δεν ασκείται από όσους επιθυμούν να αμυνθούν ενάντια στην πρωτοφανή βιοεξουσία που ασκεί σε βάρος τους το ιατροφασιστικό καθεστώς και οι δικαστικοί βραχίονές του, αλλ’ ακριβώς από όλους όσοι έχουν ενταχθεί φανατικά στο στρατόπεδο της ιψενικής “συμπαγούς πλειοψηφίας”, η οποία επιχειρεί παντοιοτρόπως να καθυποτάξει στυγνά κάθε απαξιωτικά αποκαλούμενο “αντιεμβολιαστή”, “αρνητή” και εν τέλει “ατίθασο δικαιωματιστή” της βδελυρής μειοψηφίας.
Aυτές οι ισοπεδωτικές και διχαστικές διακρίσεις των Ελλήνων πολιτών φέρνουν στην μνήμη μας ένα καίριο χωρίο από το βιβλίο του Giorgio Agamben με τον τίτλο: Κατάσταση εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα (μτφ.: Μ. Οικονομίδου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007). Εκεί διαβάζουμε τα εξής:
«O σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως θέσμιση, μέσω της κατάστασης εξαίρεσης, ενός κατά νόμον εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα. Έκτοτε, η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου) αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών» (σελ. 13).
Ας επανέλθουμε όμως στο κεφάλαιο της πραγματικά επικίνδυνης προπαγάνδας, δηλ. της υγειονομικής, εξετάζοντας ένα περιστατικό που έχει αξιόποινο χαρακτήρα:
Καθηγητής Μοριακής Βιολογίας εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ενόψει της έναρξης των παραδόσεών του σε μάθημα επιλογής (Μοριακή Μικροβιολογία) παρακαλεί τους φοιτητές «να έχουν εμβολιαστεί τουλάχιστον 10 μέρες πριν την έναρξή του και να επιδείξουν το πιστοποιητικό εμβολιασμού είτε ηλεκτρονικά πριν τις 5 Οκτωβρίου, είτε στο πρώτο μάθημα». Διευκρινίζει δε στην συνέχεια ότι «καθώς ο εμβολιασμός δεν είναι με το νόμο [sic] υποχρεωτικός, τα παραπάνω αποτελούν “προτροπή”». Ωστόσο, η ανακοίνωση καταλήγει ως εξής: «τριτοετής φοιτητής/τρια Βιολογίας που αγνοεί ή δεν αποδέχεται την σημασία των εμβολίων έχει ήδη αποτύχει στο μάθημά μου. Συνεπώς δεν έχει νόημα να επιλέξουν το μάθημα».
Στην τελευταία φράση υποκρύπτεται αξιόποινη απειλή, αφού στην πραγματικότητα ο εν λόγω καθηγητής προαναγγέλλει την επέλευση ενός κακού, δηλ. την δεδομένη αποτυχία στο μάθημά του, σε περίπτωση που ο φοιτητής ή η φοιτήτρια δεν αποδεχθεί την σημασία των εμβολίων. Βεβαίως, ο τρόπος με τον οποίο θα αποδειχθεί η μη αποδοχή των εμβολίων δεν διευκρινίζεται στην επίμαχη ανακοίνωση, ο αναγνώστης της, όμως, ευχερώς μπορεί να σκεφτεί ότι η μη αποδοχή τους σημαίνει είτε διαρρήδην απόρριψη κατά την διδασκαλία ή την εξέταση του μαθήματος είτε σιωπηρή απόρριψη από εκείνους που θα προσέλθουν στις παραδόσεις χωρίς να έχουν εμβολιασθεί.
Τόσο η απειλή του προαναγγελθέντος κακού, δηλ. το υπονοούμενο κόψιμο των φοιτητών στο μάθημα, όσο και η υποχρεωτική, ρητή ή υπόρρητη, αποδοχή της σημασίας των εμβολίων (ο εν λόγω καθηγητής προφανώς αναφέρεται ειδικότερα στα εμβόλια κατά του κορωνοϊού) έχουν παράνομο χαρακτήρα: Διότι ο μεν καθηγητής οφείλει να κόψει τον φοιτητή, μόνο όταν δεν έχει απαντήσει με γνωστική επάρκεια στο σύνολο των εξεταζόμενων ερωτημάτων, ο δε φοιτητής έχει κάθε δικαίωμα να αμφιβάλλει όχι μόνο για την σημασία, ορθότερα: το όφελος των εμβολίων, αλλά και ειδικότερα για το όφελος των εμβολίων κατά του κορωνοϊού (επ’ αυτού βλ. Βαθιώτη, Από την τρομοκρατία στην πανδημία. Υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις στον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 84 επ.).
Υπό το φως των ανωτέρω διευκρινίσεων, στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη του καθηγητή για απόπειρα παράνομης βίας του άρ. 330 ΠΚ, αφού μέσω της συγκεκριμένης ανακοινώσεως που περιέχει υποκρυπτόμενη απειλή παράνομης πράξης (οι φράσεις «έχει ήδη αποτύχει στο μάθημά μου» / «δεν έχει νόημα να επιλέξουν το μάθημα» σημαίνουν: «θα σημειώσω στην καρτέλα βαθμό μη προάξιμο») προσπάθησε να εξαναγκάσει κάθε αναγνώστη της ανακοίνωσης –και, ταυτοχρόνως, αποδέκτη της απειλής– σε πράξη για την οποία αυτός δεν έχει υποχρέωση.
Ως εκ τούτου, η εγκύκλιος παραγγελία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου θα έπρεπε να επισημαίνει το αξιόποινο συμπεριφορών που δεν σχετίζονται μόνο με (δήθεν) προπαγανδιστική στάση αποτελούμενη από «περίβλημα αντιεμβολιαστικών θεωρήσεων και ιδεών» (sic), αλλά και (αν όχι προεχόντως) συμπεριφορών που εκδηλώνουν φανατικοί εμβολιαστές, όπως προδήλως ο ως άνω δράστης, οι οποίοι αξιώνουν από τους πολίτες να προσκυνήσουν το εμβόλιο σαν να πρόκειται για μια νέα οικουμενική θεότητα. Πάλι δύο μέτρα και δύο σταθμά από τον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό, θεσμική αποστολή του οποίου είναι να μεριμνά για την προστασία όλων ανεξαιρέτως των πολιτών από το έγκλημα.
Ο κ. Πλιώτας, προσπάθησε για τα μάτια του κόσμου, να κλείσει την εγκύκλιό του επαναφέροντας στο προσκήνιο μια λέξη που έχει καταντήσει το αποπαίδι της εποχής του κορωνοϊού, παντελώς παραμελημένο όχι μόνο από τον ίδιο τον εισαγγελέα αλλά και από τον θίασο του θεάτρου σκιών που κυβερνά την χώρα: «αναντίρρητα», κατέληξε, «είναι σεβαστή η ελευθερία και αναφαίρετο το δικαίωμα του καθενός να έχει τις προσωπικές απόψεις και ιδέες του για τα εμβόλια κατά του κορονοϊού COVID-19, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι θεωρήσεις αυτές του παρέχουν, επ’ ουδενί [sic], το δικαίωμα να τις εκδηλώνει με αντικοινωνική συμπεριφορά και να τις μετουσιώνει προβαίνοντας σε πράξεις που υπερβαίνουν τα όρια του νόμου και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κυρωτικών κανόνων του ποινικού δικαίου».
Ωστόσο, ο αξιότιμος κύριος Εισαγγελεύς λησμόνησε να γράψει τον αποφασιστικής σημασίας επιθετικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «νόμου», από τον οποίο εξαρτάται η ποινική αξιολόγηση της εξεταζόμενης συμπεριφοράς των απόκληρων της σύγχρονης εποχής, δηλ. των “αντιεμβολιαστών”, των “αρνητών” και κάθε άλλου υποτιθέμενου “εχθρού του λαού”. Ο παραλειφθείς επιθετικός προσδιορισμός είναι η λέξη «συνταγματικού». Δυστυχώς, όλες οι υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις που μας επεβλήθησαν με τις ευλογίες του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και της εν γένει δικαστικής εξουσίας είναι προδήλως αντισυνταγματικές (βλ. τις αναλύσεις του γράφοντος στην τελευταία μονογραφία του, ό.π., σελ. 67 επ., 180 επ., 187 επ.).
Μία κρίσιμη απορία προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου: Άραγε, θεωρεί ότι δεν υπέχει ποινική ευθύνη κανένα φυσικό πρόσωπο (nota bene: σε όλα τα νομοθετικά κείμενα που αφορούν την διενέργεια υποχρεωτικών ιατρικών πράξεων, γίνεται λόγος για φυσικό πρόσωπο, ως εάν ήτο ποτέ δυνατόν π.χ. να εμβολιασθεί ένα νομικό πρόσωπο!), αν ο παρασυρθείς ή εξαναγκασθείς σε εμβολιασμό υποστεί σοβαρές παρενέργειες και πεθάνει; Μήπως υιοθετεί και ο κ. Πλιώτας το νέο Ποινικό Δίκαιο (που φαίνεται ότι γράφεται ειδικά για την εποχή του κορωνοϊού από κάποια “αόρατη επιτροπή σοφών”), βάσει του οποίου οι πολίτες μετατράπηκαν αίφνης σε στρατιώτες έχοντες καθήκον να τηρήσουν στάση αλληλεγγύης προς τους τρίτους και, αποδεχόμενοι ακόμη και τον θάνατό τους από τις παρενέργειες του εμβολίου, να προσφέρουν ως υπερήρωες το μπράτσο τους για εμβολιασμό, προκειμένου τάχα να χτισθεί το τείχος της ανο(η)σίας;
Αν το συγκεκριμένο ερώτημα απαντηθεί αρνητικά, τότε ο εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού με πειραματικά και δυνάμει επικίνδυνα για την ζωή του ανθρώπου εμβόλια είναι πράξη αξιόποινη (έκθεση του άρ. 306 ΠΚ ή ανθρωποκτονία του άρ. 299 παρ. 1 ΠΚ, τετελεσμένη ή εν αποπείρα). Αντιστοίχως, ο εικονικός εμβολιασμός με έκδοση ψευδών πιστοποιητικών είναι πράξη απολύτως δικαιολογημένη (στο πλαίσιο κατάστασης ανάγκης του άρ. 25 ΠΚ) και, επομένως, η υπ’ αριθμ. 8/8-9-2021 εγκύκλιος παραγγελία του ιδίου Εισαγγελέως εσφαλμένη!
Κατόπιν αυτών, επαληθεύεται ο Ασημάκης Πανσέληνος, ο οποίος σημείωνε:
«η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα ανοιγοκλείνει σα φυσαρμόνικα που την παίζει η Διοίκηση» (Σημειωματάριο, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1984, σελ. 51).
Όπερ εστί μεθερμηνευόμενον: Στην Ελλάδα, και δη στην σημερινή, όπου κουμάντο κάνουν οι παλιάτσοι με το χιτλερικό μουστάκι, η διάκριση των εξουσιών αποτελεί ένα πάλαι ποτέ χρυσό νόμισμα που έμεινε πλέον χωρίς κανένα αντίκρισμα.
Ο ίδιος συγγραφέας έχει διατυπώσει και ένα άλλο απόφθεγμα, το οποίο ταιριάζει γάντι στην εποχή μας:
«Η τιμή μιας χώρας είναι η ελευθερία, κι όταν ένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί στους πολίτες του την ελευθερία, δεν έχει λόγο να υπάρχει» (ό.π., σελ. 58).
ΥΓ: Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου περιέπεσε και σε ένα ακόμη ολίσθημα, όταν προ ημερών εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 7947/15-9-2021 εγκύκλιο παραγγελία του, η οποία απευθυνόταν στους Εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών της Επικράτειας παρέχουσα οδηγίες σχετικά με την αυτόφωρη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί επί συλλήψεως ανεμβολίαστου δράστη μη προσκομίζοντος αρνητικό αποτέλεσμα προληπτικού διαγνωστικού ελέγχου ή αρνούμενου να υποβληθεί εντός του χώρου κράτησης σε αυτοδιαγνωστικό έλεγχο. Σε αυτήν αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σε περίπτωση που οδηγηθεί σε εισαγγελικό ή ανακριτικό γραφείο κρατούμενος ο οποίος έχει αρνηθεί τον αυτοδιαγνωστικό έλεγχο για κορωνοϊό […], η συμμόρφωση προς τις λοιπές υποχρεώσεις (χρήση μάσκας, τήρηση αποστάσεων κ.λπ.) πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυστηρή». Άραγε, πώς πρέπει να εκληφθεί αυτή η οδηγία για ιδιαίτερα αυστηρή συμμόρφωση; Δίνει μήπως το ελεύθερο στους ανακριτικούς υπαλλήλους να ακολουθήσουν κάποια βίαιη μέθοδο, ώστε να καμφθεί η άρνηση του κρατουμένου να φορά την ανυπόφορη, εξευτελιστική και επικίνδυνη για τον άνθρωπο μάσκα, καθιερωμένο πλέον σύμβολο σκλαβιάς του πολίτη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου