Σύμφωνα με δύο έρευνες που έγιναν με διαφορά περίπου τριών εβδομάδων, η μια στις ελεύθερες περιοχές και η άλλη στα κατεχόμενα η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων (84%) επιθυμεί την αποχώρηση του συνόλου των ξένων στρατευμάτων από το έδαφος της Κύπρου, ενώ ακόμα μεγαλύτερο είναι το ποσοστό αυτών που απορρίπτουν τη διατήρηση των Εγγυήσεων με επεμβατικά δικαιώματα (92%). Στο άλλο άκρο κινείται η τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη, καθώς εννέα στους δέκα Τουρκοκύπριους θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ την παραμονή ενός αριθμού τουρκικών στρατευμάτων επί κυπριακού εδάφους μετά τη λύση, καθώς και τη διατήρηση των τουρκικών Εγγυήσεων με τη σημερινή τους μορφή. Να προστεθεί ότι το 60,5% των Τουρκοκυπρίων, που αντιτίθενται στο (ήδη συμφωνημένο) ποσοστό του 20% των Ελληνοκυπρίων οι οποίοι θα έχουν το δικαίωμα εγκατάστασης στις υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση περιοχές με πλήρη δικαιώματα (περίπου 45 χιλ. πολίτες) και ότι σχεδόν ο ένας στους δύο Τ/κ (46,7%) αρνείται την επιστροφή κατεχομένων εδαφών υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση μετά τη λύση. Παράλληλα, η δημοσκόπηση της Gezici, για λογαριασμό της τουρκοκυπριακής εφημερίδας Dialog, φέρνει στην επιφάνεια ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό των κατεχομένων.
Οι πολιτικές ισορροπίες φαίνονται να διαταράσσονται, λίγους μόλις μήνες μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, με το Κόμμα του Λαού, του οποίου ηγείται ο πρώην διαπραγματευτής της τουρκοκυπριακής πλευράς, Κουντρέτ Οζερσάι, να «παίρνει κεφάλι» 11,4 ποσοστιαίων μονάδων από το κυβερνόν Κόμμα Εθνικής Ενότητας.
Έξι στους δέκα Τουρκοκύπριους ψηφοφόρους (59%) θεωρεί αποτυχημένη την ψευδοκυβέρνηση, ωστόσο το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι η άνοδος της ακροδεξιάς, την οποία εκφράζει το νεοϊδρυθέν από τον Ερχάν Αρικλί –ενός εκ των δολοφόνων του Τάσου Ισαάκ– Κόμμα Αναγέννησης, που ήδη εμφανίζει δημοσκοπικά μια εκλογική δύναμη της τάξης του 2,4%.
Μια άλλη έρευνα, των Ιάκωβου Τσαγγάρη και Αθανασίου Ν. Σαμαρά που έγινε για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Advanced Media Institute, με θέμα ποια είναι η εικόνα που έχουν οι Τ/κ για εμάς, καταγράφει την εικόνα των Ελληνοκυπρίων στα τουρκοκυπριακά Μέσα Ενημέρωσης.
Οι ερευνητές, πέρα από τα συνήθη εργαλεία ανάλυσης, χρησιμοποιούν την τυπολογία εικόνων που έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων. Εξετάζονται οι πέντε βασικές εικόνες:
- Η εικόνα του εχθρού εμφανίζεται όταν δύο ομάδες είναι πολύ ανταγωνιστικές, αλλά διαθέτουν παρόμοια ισχύ και πολιτιστικό στάτους, κάτι που προκαλεί το αίσθημα της απειλής.
- Η εικόνα του συμμάχου εμφανίζεται όταν ο άλλος θεωρείται ως ίσος σε πολιτιστικό καθεστώς και ισχύ και ως έχων τους ίδιους στόχους και συμφέροντα, με αποτέλεσμα οι δρώντες να θεωρούν τη σχέση τους ως ευκαιρία για αμοιβαίο κέρδος και επομένως να εμφανίζεται η τάση για συνεργασία.
- Η εικόνα του βάρβαρου εμφανίζεται όταν ο άλλος θεωρείται πως έχει στόχους που δεν εναρμονίζονται με τους δικούς σου, είναι ισχυρός αλλά πολιτιστικά κατώτερος.
- Η εικόνα του ιμπεριαλιστή δημιουργείται όταν ο άλλος δρών θεωρείται πιο ισχυρός και με παρόμοιο ή υψηλότερο πολιτιστικό στάτους από ένα άλλο έθνος, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ως πολύ εξελιγμένος από την άποψη των διαδικασιών του για λήψη αποφάσεων και των θεσμών του, ικανός για χάραξη πολύπλοκων στρατηγικών, αλλά εκμεταλλευτής των πόρων της χώρας του άλλου.
- Η εικόνα του εξαρτώμενου παρουσιάζει ένα έθνος ως κατώτερο σε ισχύ και πολιτισμό, αλλά και ως ευκαιρία για αύξηση των κερδών κάποιου άλλου, με αποτέλεσμα μια τέτοια εικόνα να οδηγεί την πιο ισχυρή χώρα να εκμεταλλεύεται την αδύναμη και να θεωρεί την τάση για εκμετάλλευση ως νόμιμη και ηθική συμπεριφορά.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αρνητική παρουσιάζεται γενικά η εικόνα των Ελληνοκυπρίων στα δημοσιεύματα του τουρκοκυπριακού Τύπου, αλλά υπάρχουν διαφοροποιήσεις στον βαθμό αρνητισμού και εμφανίζονται θετικότερες αναφορές όσο αριστερότερα του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος τοποθετείται μια εφημερίδα.
Το σημαντικότερο εύρημα της έρευνας είναι ότι η επικρατούσα εικόνα για τους Ελληνοκύπριους στον τουρκοκυπριακό Τύπο είναι η εικόνα του «εχθρού», η οποία είναι κυρίαρχη στην συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιευμάτων, ακολουθούμενη σε συχνότητα εμφάνισης από την εικόνα του «συμμάχου», η οποία είναι πιο αδύναμη και παρουσιάζει τα ψηλότερά της ποσοστά στις εφημερίδες που τοποθετούνται στα αριστερά του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος. Η εικόνα του εχθρού εμφανίζεται στο 68,2% των δημοσιευμάτων στα οποία υπάρχει διαμορφωμένη εικόνα ετερότητας για τους Ε/κ. Τα υψηλότερα ποσοστά γι’ αυτή την εικόνα παρουσιάζονται στην ακροδεξιά Volkan (83,3%). Όσο αριστερότερα του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος βρίσκεται μια εφημερίδα, τόσο χαμηλότερο γίνεται το ποσοστό εμφάνισης της εικόνας του εχθρού στα δημοσιεύματά της. Έτσι, στην κεντροδεξιά Kıbrıs εμφανίζεται στο 71,7% των δημοσιευμάτων, στην κεντροαριστερή Yeni Düzen στο 59,2% και στην αριστερή Afrika στο 47,4%.
Την αριστερή Afrika εκδίδει ο γνωστός δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ – αρθρογραφεί και στην ελληνοκυπριακή-ανανική εφημερίδα «Ο Πολίτης» - και θεωρείται ως ένας από τους πιο φωτισμένους τουρκοκύπριους δημοσιογράφους - γεννήθηκε το 1948 στην Λευκωσία, όπου και ολοκλήρωσε την δημοτική και μέση εκπαίδευσή του. Το 1969 μετέβη στην Σοβιετική Ένωση για να σπουδάσει δημοσιογραφία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ στην Μόσχα. Αποφοίτησε το 1975 αποκτώντας τον τίτλο «μάστερ» - σταθερός υποστηρικτής της Κυπριακής Δημοκρατίας (αυτής που πρόκυψε από τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου), και φυσικά είναι αντίθετος με τα φασισταριά στα κατεχόμενα και την Τουρκία. Κι όμως το 47,4% των αναγνωστών της εφημερίδας του θεωρούν τους ελληνοκύπριους όχι «αδελφούς», αλλά εχθρούς!!
Από τις έρευνες αυτές, τις οποίες ο Ερντογαν σίγουρα γνωρίζει αντλεί μεγάλη βεβαιότητα για την πολιτική του και την στάση του (της Τουρκίας και των Τ/κ πολιτικών δυνάμεων) στις διαπραγματεύσεις στην Γενεύη [προηγούμενα στο Πελεράν]. Από την άλλη πλευρά την Ελληνική και Ελληνοκυπριακή η τάση είναι μάλλον να υποτιμώνται κάποια στοιχεία τους ενώ κάποια άλλα γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθούν ως πρόταση λύσης. Αυτό π.χ. που είναι ισχυρό στην ελληνοκυπριακή πλευρά περί αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων και κατάργησης των συνθηκών εγγύησης. Αυτή την θέση που προβάλλει η Αθήνα με σθένος μέχρι τώρα – ο Αναστασιάδης δεν φαίνεται να το υποστηρίζει ακράδαντα – και που ως προκύπτει έχει δημιουργήσει προβλήματα και στους υπόλοιπους κύκλους που δεν μπορούν να την απορρίψουν, δυσκολεύοντας την επίτευξη λύσης ή ακριβέστερα ενός ολοκληρωτικού ξεπουλήματος του Κυπριακού.
Η θέση αυτή της κυβέρνησης των Αθηνών είναι μια καλή κίνηση τακτικής, που αποτρέπει προς το παρόν τα χειρότερα για την Κύπρο, αλλά παρόλα αυτά δεν αποτελεί μια λύση του εθνικού μας προβλήματος.
Δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι παρόλο ότι ο πρωθυπουργός δεν έπαψε να διαλαλεί προς το εσωτερικό ότι διαπιστώθηκε αρραγές μέτωπο των πολιτικών δυνάμεων σε Αθήνα-Λευκωσία και ότι η Ελληνική αντιπροσωπεία πήγαινε στην Γενεύη στηριζόμενη σε μια «Εθνική γραμμή και βούληση για την λύση» του Κυπριακού, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φρόντιζε να υπενθυμίζει ότι «Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του»[Μήνυμα του για το νέο έτος 2017]. Δηλαδή το Κυπριακό έχει πάψει να είναι πρώτον Εθνικό μας θέμα και βεβαίως έχει γίνει και διεθνές – όπως άλλωστε όλα τα σχετικά θέματα που έχουν να κάνουν με την εθνική αποκατάσταση, ολοκλήρωση κλπ κλπ των λαών.
Σε αυτό το σημείο βρίσκεται όλο το μυστικό και η ουσία του κυπριακού προβλήματος και βεβαίως και της λύσης του. Εδώ ανακαλύπτουμε κάθε φορά την σύγχυση και άγνοια που υπάρχει όχι μόνο στις κάθε φορά «υπεύθυνες εξουσίες» της χώρας μας αλλά και στην μεγάλη πλειοψηφία του λαού και δυστυχώς και της αριστεράς.
Όπως έγραφε σε σχετική προκήρυξη της η «Ομάδα διαφώτισης για την Κύπρο» την 1 Μάρτη 1977 :
«Το Κυπριακό πρόβλημα δεν είναι δημιούργημα του ΝΑΤΟ, αφού έχει ζωή ήδη από το μεσοπόλεμο, πριν δηλαδή υπάρξει ο στρατιωτικός αυτός συνασπισμός. Ούτε είναι πρόβλημα συμβίωσης δύο κοινοτήτων, απλώς και μόνο, αφού η όξυνση των σχέσεων μεθοδεύτηκε το ’55-΄59 από τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό για να αδυνατίσει την αντιαποικιακή πάλη του κυπριακού λαού που είχε αρχίσει το ‘ 31.
Η προσπάθεια να φανεί το πρόβλημα σα διακοινοτική διαφορά δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να παραχαράσσει το πρόβλημα, προβάλλοντας μια δευτερεύουσα αντίθεση σαν κύρια. α) Το πρόβλημα είναι δημιούργημα του ίδιου του Κυπριακού λαού που αγωνίζεται ν’ αποχτήσει την Αυτοδιάθεση του και την εθνική του ολοκλήρωση. Δηλαδή είναι εθνικό πρόβλημα του συνόλου του ελληνικού λαού, αφού στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι κάτοικοι του νησιού είναι Έλληνες. Όμως η εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην εποχή μας είναι ταυτόχρονα πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, πράγμα που προσδιορίζει και τις κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να στηρίξουν αυτό τον αγώνα και να τον φέρουν σε πέρας. Γίνεται έτσι το αίτημα των Κυπρίων για Αυτοδιάθεση η πυκνή έκφραση της εξάρτησης της υπόλοιπης Ελλάδας από τον Ιμπεριαλισμό……Οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας κράτησαν πάντα με συνέπεια τη στάση αυτή [σ.σ. που ξεκίνησε με τον Βενιζέλο το ΄31] για τον απλούστατο λόγο ότι το κίνημα για την αυτοδιάθεση της Κύπρου ξεσκεπάζει το αληθινό πρόσωπο της υποτέλειας τους, και κινητοποιεί τις μάζες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από την άλλη μεριά η ηγεσία του λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν κατάφερε να δει σωστά την ενότητα του αγώνα και από τις δύο μεριές του ελληνικού χώρου.»
Από το μακρινό 1931 όπου οι Έλληνες της Κύπρου – η συντριπτική πλειοψηφία του νησιού – ξεσηκώθηκαν κατά της Αγγλικής κυριαρχίας σε όλο το νησί και κήρυξαν την «Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα» (τα περιβόητα Οκτωβριανά – τα οποία αποκήρυξε ο Ελ. Βενιζέλος!!) απουσίαζε το ΚΚΚ και την καταδίκασε . Όπως απουσίασε και στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1955-59. Και δεν ήτανε υποχρεωτικό μέσα από τις γραμμές της ΕΟΚΑ. Θαυμάσια θα μπορούσε να το είχε κάνει με δικές του οργανώσεις. Μέχρι σήμερα ακολουθεί την ίδια γραμμή. Το 2004 την τελευταία στιγμή αποφάσισε να ψηφίσει ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν, φοβούμενο την μαζική εγκατάλειψη του από τους οπαδούς του. Σκοπεύοντας μάλιστα με αυτό το Όχι να «τσιμεντώσει» το Ναι. Κάτι που χωρίς «ντροπή» κάνει τώρα στηρίζοντας μόνο αυτό την γραμμή Αναστασιάδη.
Αμέσως προβάλλει η βαθύτερη αιτία του «κυπριακού προβλήματος». Η ελληνικότητα του Νησιού. Δεν υπάρχει σήμερα σοβαρός ιστορικός που να μην αναγνωρίζει ότι η ελληνικότητα της Κύπρου χάνεται στα βάθη χιλιετηρίδων Η ελληνικότητα αυτή άντεξε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της Αγγλοκρατίας.Είχε σφυρηλατηθεί μια τέτοια εθνική συνείδηση – δύσκολα ερμηνεύσιμη από έναν χυδαίο, οικονομίστικο μαρξισμό – που δεν κατόρθωσαν να σπάσουν ούτε οι Τούρκοι με τις διώξεις, τους βανδαλισμούς και τους βίαιους εξισλαμισμούς – ιδιαίτερα μετά τις σφαγές του 1821. Άλλωστε πολλοί από αυτούς που αλλαξοπίστησαν προκειμένου να γλυτώσουν τη ζωή τη δική τους και της οικογένειας τους, παρέμειναν «κρυφά» ορθόδοξοι χριστιανοί. Οι γνωστοί «λινομπάμπακοι». Διατήρησαν εικονοστάσια και άλλα χριστιανικά σύμβολα που ζήτησαν να τους ακολουθήσουν ακόμα και στον τάφο τους. Έχουν βρεθεί σταυροί και εικόνες σε τάφους εξισλαμισθέντων / «τουρκοκύπριων», χριστιανών.
Η Τουρκία προχώρησε ακόμα παραπέρα. Δεν της αρκούσε ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Κύπρο. Ήθελε και ως φαίνεται το έχει επιτύχει τον πλήρη εκτουρκισμό τους.
Τον μεγάλο αγώνα της περιόδου 1955-59 (ΕΟΚΑ) η πολιτική τάξη της Ελλάδας τον φοβήθηκε και τελικά δεν άντεξε και τον πρόδωσε με την υπογραφή των επαίσχυντων / προδοτικών συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, όπου αναγνώρισε στην Τουρκία λόγο και δικαιώματα στην Κύπρο. Οι δύο από τις τρείς εγγυήτριες δυνάμεις ήτανε οι δυνάστες της Κύπρου: Τουρκία και Αγγλία !!! Αυτές ενάντια στις οποίες αγωνίστηκε, διεκδικώντας την Εθνική του απελευθέρωση και ολοκλήρωση, ο κυπριακός ελληνισμός από το 1821 και μετά.
Το 1974 τους Έλληνες της Κύπρου – το 82% του πληθυσμού – πρόδωσε η Χούντα παραπλανώντας τον πως τάχατες φρόντιζε για την εθνική τους αποκατάσταση. Αν υπολογίσουμε ένα μικρό διάστημα που η Κύπρος θα αποφάσιζε κι η Ελλάδα θα συμπαρίστατο, που κηρύχτηκε το «δόγμα» του ενιαίου αμυντικού χώρου [πολιτική Α. Παπανδρέου – Γερ. Αρσένη], η πάγια πολιτική των Αθηνών ήτανε «αντι-κυπριακή». Το κυπριακό προκαλούσε πάντοτε αλλεργία στην «επίσημη» Ελλάδα. Την αλλεργία αυτή φρόντισε με τη βοήθεια της «ροζ» αριστεράς: ευρωκομμουνιστικής, ευρωλιγούρικης αλλά και την «διεθνιστική» και πούρα «ταξική», να την μεταδώσει και προς τα κάτω: στον αντιμπεριαλιστή λαό.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο εκείνο που ανεχθήκαμε την αλλαγή των αρχικών ψηφισμάτων του Σ.Α ΟΗΕ για το Κυπριακό και να αποδεχτούμε να συζητάμε για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία – να αποδεχόμαστε δηλαδή τα τετελεσμένα της εισβολής-κατοχής και ανακήρυξης του τουρκοκυπριακού του παράνομου τουρκοκυπριακού κράτους στα κατεχόμενα. Και θεωρούμε επιτυχία τακτική την πρόταση Ν. Κοτζιά για απόσυρση όλων των «ξένων» στρατιωτικών δυνάμεων.
Για τα αποτελέσματα της Γενεύης θα επανέλθουμε.
Το Κυπριακό πάλι στο «φουλ» κι εγώ τόσες ημέρες απουσίασα! Αυτό είναι βέβαιο ότι θα προκάλεσε απορίες σε φίλους και γνωστούς. Ας «όψεται» μια ξαφνική τενοντίτιδα που με αχρήστευσε για μερικές ημέρες. Ακόμα δεν έχει περάσει καλά και τώρα με ενοχλεί και καθυστερεί στο γράψιμο.
Αυτά που είχα υπόψη μου να γράψω αναλυτικά επομένως αναβάλλονται για πολύ λίγο αργότερα. Άλλωστε εδώ στον ΟΙΣΤΡΟ όποιος έχει όρεξη μπορεί να διαβάσει πολλά δικά μου και άλλων φίλων άρθρα για το Κυπριακό, που είναι βέβαιον πώς έχουν καλύψει και προβλέψει αυτά που θα συμβούν, όπως και την στάση των κομμάτων στην Κύπρο και Ελλάδα.
Σε πρόσφατη συνέντευξη του στην ερώτηση «Το «όχι» που θα τσιμεντώσει το «ναι» ήταν λάθος; απάντησε με θάρρος και θράσος:
«Όχι, δεν ήταν λάθος και αποδείχτηκε με τις συγκλίσεις που πετύχαμε με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ ότι διασφαλίζεται η ενότητα του κράτους, της οικονομίας και της Κύπρου, πράγμα που δεν διασφαλιζόταν με το σχέδιο Ανάν».[Φιλελεύθερος 28/12/16] Αποδείχτηκε δια του μηδενός. Κάπως έτσι άλλωστε ο ημέτερος κ. Τσίπρας «τσιμέντωσε» το 38% του ΝΑΙ με το 62% του ΟΧΙ με αποτέλεσμα το τρίτο μνημόνιο.
Υπάρχει δημοσιευμένη στο περιοδικό «ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ» (MONTHLYREVIEW) τχ. 41 Δεκέμβρης 1983].
Αναγκάζοντας για την στάση του αυτή τον Μπέλα Κούν [στο όνομα της Τρίτης Διεθνούς] να πει: ««Ήταν η εξέγερση του 1931 ένα γνήσιο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, όπου είχαν αντιπαραταχθεί δύο στρατόπεδα. Από τη μια το στρατόπεδο του λαού (κυρίως των πόλεων) με τους απλούς κομμουνιστές κάτω από την ηγεσία των εθνικιστών και της Εκκλησίας. Και από την άλλη, το στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών με σύμμαχο την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος» βλ. Πλουτή Σέρβα «Ευθύνες» εκδ. Γραμμή, Αθήνα 1980 [ιδιαίτερα σελ. 78 όπου το απόσπασμα του Μπέλα Κούν]. Ο συγγραφέας υπήρξε γραμματέας του Κ.Κ.Κύπρου.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου