Με πλήρη μυστικότητα συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων, (Transatlantic Trade and Investment Partneship- TTIP). Σ΄ αυτές συμμετέχουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Καναδά, συνεπικουρούμενες από εκπροσώπους των μεγάλων διεθνικών μονοπωλίων και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Στόχος της ΤΤΙΡ είναι η άρση κάθε υφιστάμενης ρύθμισης που περιορίζει τα δυνητικά κέρδη των πολυεθνικών εταιρειών των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Για το σκοπό αυτό, προσβλέπει στη δημιουργία νέων αγορών, με το άνοιγμα του δημοσίου και των δημόσιων υπηρεσιών στον ιδιωτικό ανταγωνισμό. Επίσης, με την ΤΤΙΡ επιχειρείται η παράκαμψη των προβλημάτων που προκύπτουν στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου, απομονώνοντας την Κίνα, Ρωσία, Ινδία και λοιπές χώρες.
Το μέσον για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι
η περαιτέρω μείωση του «εργατικού κόστους», ως το όριο της εξόντωσης των εργαζομένων.
Σχετικά με το περιεχόμενο της ΤΤΙΡ και τις διαδικασίες για την σύναψη και υπογραφή της μπορείτε να διαβάσετε εδώ, το άρθρο που δημοσίευσε στις 29 Μαϊου ο «Ημεροδρόμος».
Καθώς, λοιπόν, τα μονοπώλια και οι κυβερνήσεις τους απεργάζονται, μέσω της ΤΤΙΡ, νέα δεσμά για την εργατική τάξη, αξίζει να δούμε τι απέδωσαν ανάλογες συμφωνίες για την «απελευθέρωση» του εμπορίου, όπως η Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής (NAFTA), η οποία συμπλήρωσε ήδη εικοσιένα χρόνια*.
H NAFTA είχε υπογραφεί από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994. Τότε, οι υποστηρικτές της, θιασώτες του «ελεύθερου εμπορίου» μιλούσαν για μια συμφωνία που θα οδηγούσε στην άνοδο του εμπορίου, την τόνωση της ανάπτυξης, τη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας και τη μείωση της παράνομης μετανάστευσης.
Η «Ουάσινγκτον Ποστ», στις 14/9/1993, εξέφραζε το θαυμασμό της για μια «σειρά νέων ευκαιριών και οφελών, που προσφέρει η NAFTA», η «Γουόλ Στριτ Τζόρναλ», στις 7/8/1992, δήλωνε τη χαρά της «με την ιδέα της ωφέλειας για τους καταναλωτές από τη μείωση των τιμών σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων», ενώ η «Λος Άντζελες Τάιμς», στις 29 Μαϊου 1993, εκτιμούσε ότι «η NAFTA θα δημιουργήσει πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας απ΄ αυτές που θα καταστρέψει».
Όλες αυτές οι αίσιες προβλέψεις αφορούσαν μια εμπορική συμφωνία, που διέφερε σημαντικά από τις προηγούμενες. Μέχρι τότε, οι εμπορικές συμφωνίες είχαν ως αντικείμενο τη μείωση των τελωνειακών εμποδίων (φόροι, δασμοί, κ.λπ) και την αύξηση των ποσοστώσεων εισαγωγής. Με τη NAFTA, όμως, άλλαζαν τα δεδομένα, ισοπεδωνόταν κάθε εμπόδιο στην «ελεύθερη» κίνηση των εμπορευμάτων, ενώ σχηματιζόταν ένα ισχυρότατο πλαίσιο προστασίας των επενδυτών, αφού τους έδινε τη δυνατότητα να παρακάμπτουν τις εθνικές πολιτικές σχετικά με τις αμοιβές, την ασφάλιση και τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων.
Το 1993, οι οικονομολόγοι Gary Hufbauer και Jeffrey Schott του Peterson Institute for International Economics, εκτιμούσαν ότι η ΝΑFΤΑ θα οδηγούσε σε αύξηση των εμπορικών συναλλαγών με το Μεξικό και τον Καναδά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία 170.000 θέσεων εργασίας ως το τέλος του 1995. Σε λιγότερο από δύο χρόνια μετά από αυτές τις εντυπωσιακές δηλώσεις, ο Hufbauer παραδέχθηκε ότι η επίδραση της NAFTA στην απασχόληση ήταν κοντά στο μηδέν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου