«Φαντάσου μια φυλακή, όπου οι κρατούμενοι τρώνε κάθε μέρα διαφορετικό φαγητό, μακαρόνια τη Δευτέρα, τυρόπιτα την Τρίτη, φασόλια την Τετάρτη και ούτω καθεξής. Επιπλέον, κάθε Κυριακή, τους φέρνουνε μπουζούκια και γίνεται στο προαύλιο της φυλακής γλέντι μέχρι πρωίας. Μέχρι που μια μέρα, η διοίκηση της φυλακής συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει σάλιο, τα λεφτά έχουν τελειώσει, και ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να υπάρχει η φυλακή είναι να ταΐζουν τους κρατούμενους βραστά καρότα κάθε μέρα, πρωί-μεσημέρι-βράδυ. “Μα θα γίνει εξέγερση, κύριε διευθυντά, θα μας λιντσάρουν οι τρόφιμοι, και με το δίκιο τους”, λέει ένα τσιράκι στο διευθυντή. Οπότε τι κάνει ο τελευταίος; Φωνάζει στο γραφείο του δέκα τσάτσους κρατούμενους και τους λέει να αρχίσουν να διαδίδουν ότι η κατάσταση είναι τόσο τραγική, που από την άλλη βδομάδα όλοι οι κρατούμενοι θα τρώνε σκατά, κυριολεκτικά όμως. Και ότι δεν είναι απλά φήμη, αλλά αναπόφευκτο και δεδομένο, θα ακουμπάς το δίσκο σου στον πάγκο και ο μάγειρας θα σου βάζει μέσα κουράδες, τέλος.
Οι τσάτσοι αρχίζουν λοιπόν να κάνουν την δουλειά τους, το νέο κυκλοφορεί αμέσως παντού και το σοκ φυσικά είναι τεράστιο. Υπάρχουν βέβαια αντιδράσεις, όχι όμως σε πολύ μεγάλο βαθμό, γιατί όσο ο άλλος δεν βλέπει ακόμα τη σβουνιά στο πιάτο του, κάπου μέσα ελπίζει ότι μπορεί και να τη γλιτώσει.
Όσο οι μέρες περνάνε και οι αντιδράσεις ψιλοφουντώνουν, οι τσάτοοι αρχίζουν να παίζουν τεχνηέντως το παιγνίδι της ενοχής: “Εδώ που τα λέμε, βέβαια, καλά να πάθουμε, που θέλαμε και μπουζούκια κάθε Κυριακή, να τα λέμε και όλα”.
Κάποιοι λίγοι τρόφιμοι αντιδρούν και λένε ότι εμείς ρε παιδιά δεν γουστάραμε ποτέ μπουζούκια, ούτε ποτέ συμμετείχαμε στο γλέντι. Δεν φτάνει που ανεχόμασταν κάθε Κυριακή βράδυ τα σκυλάδικα σας, πρέπει τώρα να την πληρώσουμε και εμείς μαζί με όλους; Φυσικά, κανείς δεν τους δίνει σημασία.
Προς το τέλος της εβδομάδας, έχει πια επικρατήσει κλίμα μοιρολατρίας, την αντίδραση έχει διαδεχθεί η απάθεια και την απείθεια η αδράνεια. Ο ξεθωριασμένος από τις συνεχείς πλύσεις εγκέφαλος των κρατουμένου είναι έτοιμος πλέον να δεχθεί το χειρότερο, ως δικαιολογημένα αναπόφευκτο.
Και έτσι φτάνει η Κυριακή, και αργό το απόγευμα παίρνει το μικρόφωνο ο διευθυντής και ανακοινώνει: “Κύριοι, σας έχω ευχάριστα νέα. Ύστερα από κοπιώδεις προσπάθειες της διεύθυνσης και εμού προσωπικά, το μενού από αύριο δεν θα είναι σκατά, αλλά βραστά καρότα!!!” Και από κάτω φυσικά γίνεται της πουτάνας, αγκαλιασμένοι οι κρατούμενοι κλαίνε από χαρά, οι τσάτσοι ξελαρυγγιάζονται “ζήτω ο διευθυντής!”, το πλήθος αγάλλεται για το θαύμα της τελευταίας στιγμής.
Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα».
Σταμάτησε και ρούφηξε μια τεράστια τζούρα από το τσιγάρο μου.
Εγώ, δίπλα του, κουνούσα το κεφάλι μου επιδοκιμαστικά σε στυλ «δεν έχεις άδικο», στην πραγματικότητα όμως ήμουν ήδη πολύ μεθυσμένος για να καταλάβω κάτι από αυτά που έλεγε. Ήξερα ότι κάπου ήταν κρυμμένος ένας συμβολισμός στα λόγια του, αλλά ο τύπος μιλούσε ήδη κανένα μισάωρο και πραγματικά δεν άντεχα άλλη γορία, γι’ αυτό και αποφάσισα να του το πω. Στο κάτω-κάτω δεν τον ήξερα, ούτε τον είχα καλέσει να κάτσει δίπλα μου. Έσκυψα να του μιλήσω αλλά με πρόλαβε:
«Όπου διευθυντής φυλακών βάλε κυβέρνηση, όπου φυλακή βάλε χώρα, όπου κρατούμενοι βάλε εγώ και εσύ, όπου τσάτοι βάλε κανάλια και δημοσιογράφοι, όπου βραστά καρότα βάλε όλα τα μέτρα που μας πετάνε στη μάπα κάθε τόσο και, αντί να τους λιντσάρουμε, στο τέλος λέμε και ευχαριστώ».
κείμενο από http://blog.captainbook.gr/?p=214 , εικόνα από taskart.blogspot.com
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου