Βλαντίμιρ Πούτιν:
Αγαπητοί πολίτες της Ρωσίας! Αγαπητοί φίλοι!
Το θέμα της ομιλίας μου αφορά τα γεγονότα στην Ουκρανία και τους λόγους για τους οποίους είναι τόσο σημαντικά για εμάς, για τη Ρωσία. Φυσικά, το διάγγελμά μου απευθύνεται επίσης και στους συμπατριώτες μας στην Ουκρανία.
Θα πρέπει να κάνω εκτενή και λεπτομερή αναφορά. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό.
Η κατάσταση στο Ντονμπάς έχει καταστεί και πάλι κρίσιμη και οξυμένη. Και σήμερα απευθύνομαι απευθείας σε εσάς όχι μόνο για να σας παρουσιάσω μια εκτίμηση των όσων συμβαίνουν, αλλά και για να σας ενημερώσω για τις αποφάσεις που λαμβάνονται και τα πιθανά περαιτέρω βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Επιτρέψτε μου να τονίσω για άλλη μια φορά ότι η Ουκρανία δεν είναι απλώς μια γειτονική χώρα για εμάς. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας, του πολιτισμού και του πνευματικού μας χώρου. Πρόκειται για τους συντρόφους και τους αγαπημένους μας, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των συναδέλφων, των φίλων και των πρώην συναγωνιστών, αλλά και των συγγενών μας και των ανθρώπων που συνδέονται μαζί μας με δεσμούς συγγένειας και αίματος.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι κάτοικοι των νοτιοδυτικών παραδοσιακών αρχαίων Ρωσικών εδαφών αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρώσους και ορθόδοξους χριστιανούς. Αυτό
συνέβαινε τόσο πριν όσο και μετά τον 17ο αιώνα, όταν τμήματα αυτών των εδαφών επανενώθηκαν με το Ρωσικό κράτος.Νομίζω ότι κατ’ αρχήν όλοι το γνωρίζουμε αυτό, ότι μιλάμε για γνωστά γεγονότα. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει σήμερα, για να εξηγήσουμε τα κίνητρα πίσω από τις ενέργειες της Ρωσίας και τους στόχους που επιδιώκουμε, είναι απαραίτητο να πούμε τουλάχιστον λίγα λόγια για την ιστορία του θέματος.
Συνεπώς, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω λέγοντας ότι η σύγχρονη Ουκρανία δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από τη Ρωσία, ή ακριβέστερα, από την μπολσεβίκικη, τη κομμουνιστική Ρωσία. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση του 1917, με τον Λένιν και τους συνεργάτες του να το επιχειρούν με πολύ ωμό τρόπο στην ίδια τη Ρωσία, με την απόσχιση, την απόσπαση μέρους των ιστορικών εδαφών της. Φυσικά, κανείς δεν ρώτησε τίποτα από τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζούσαν εκεί.
Εκείνη την περίοδο, στις παραμονές και μετά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, ο Στάλιν είχε ήδη προσαρτήσει στην ΕΣΣΔ και είχε παραδώσει στην Ουκρανία ορισμένα εδάφη που προηγουμένως ανήκαν στην Πολωνία, στη Ρουμανία και στην Ουγγαρία. Ταυτόχρονα, ως ένα είδος αποζημίωσης, ο Στάλιν παραχώρησε στην Πολωνία μέρος των πρώην γερμανικών εδαφών και το 1954 ο Χρουστσόφ πήρε για κάποιο λόγο την Κριμαία από τη Ρωσία και την προσέφερε χαριστικά στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα, με αυτό τον τρόπο διαμορφώθηκε το έδαφος της Σοβιετικής Ουκρανίας.
Ωστόσο, σήμερα θα ήθελα να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στην αρχική περίοδο της δημιουργίας της ΕΣΣΔ. Νομίζω ότι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για εμάς. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε, όπως λένε, από το μακρυνό παρελθόν.
Επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι μετά την βίαια ανατροπή του καθεστώτος τον Οκτώβριο του 1917 και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, οι Μπολσεβίκοι ξεκίνησαν την ανοικοδόμηση μιας νέας κρατικής οντότητας και ανάμεσά τους υπήρξαν αρκετές διαφωνίες. Ο Στάλιν, ο οποίος το 1922 συνδύαζε τα αξιώματα του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (Μπ.) και του Λαϊκού Κομισάριου των Εθνοτήτων, πρότεινε την οικοδόμηση της χώρας με βάση τις αρχές της αυτονομίας, δηλαδή την εκχώρηση ευρέων εξουσιών στις δημοκρατίες, δηλαδή τις μελλοντικές διοικητικές-εδαφικές μονάδες, κατά την ένταξή τους στο ενιαίο κράτος.
Ο Λένιν επέκρινε αυτό το σχέδιο και πρότεινε να γίνουν παραχωρήσεις στους εθνικιστές, στους «ανεξάρτητους», όπως τους αποκαλούσε τότε. Αυτές οι λενινιστικές ιδέες μιας ουσιαστικά συνομοσπονδιακής κρατικής δομής και το σύνθημα για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση μέχρι και την απόσχιση αποτέλεσαν τη βάση της σοβιετικής κρατικής υπόστασης: κατοχυρώθηκαν για πρώτη φορά στη Διακήρυξη του 1922 για την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και στη συνέχεια, μετά το θάνατο του Λένιν, στο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1924.
Σε αυτό το σημείο προκύπτουν αμέσως πολλά ερωτήματα. Και το πρώτο, και μάλιστα το πιο σημαντικό, είναι γιατί ήταν απαραίτητο να εξυπηρετηθούν οι όποιες, απείρως αυξανόμενες εθνικιστικές φιλοδοξίες στις παρυφές της πρώην αυτοκρατορίας; Να μεταβιβάζονται τεράστια, συχνά άσχετα μεταξύ τους εδάφη στις νεοσύστατες, συχνά αυθαίρετα σχηματισμένες, διοικητικές μονάδες, τις ενωτικές δημοκρατίες. Επαναλαμβάνω, να μεταβιβάζονται μαζί με τον πληθυσμό της ιστορικής Ρωσίας.
Επιπλέον, στην πραγματικότητα, οι διοικητικές αυτές μονάδες είχαν το καθεστώς και τη μορφή εθνικών κρατικών οντοτήτων. Για άλλη μια φορά, αναρωτιέμαι: Γιατί θα έπρεπε να δοθούν τόσο γενναιόδωρα ανταλλάγματα, τα οποία οι πιο ένθερμοι εθνικιστές δεν είχαν καν ονειρευτεί προηγούμενα, γιατί θα έπρεπε να δοθεί στις δημοκρατίες το δικαίωμα να αποσχιστούν από το ενιαίο κράτος χωρίς όρους;
Με μια πρώτη ματιά δεν βγαίνει νόημα, είναι τρελό. Αλλά έτσι φαίνεται μόνο με την πρώτη ματιά. Ωστόσο υπάρχει εξήγηση. Μετά την επανάσταση, ο κύριος στόχος των Μπολσεβίκων ήταν να κρατηθούν στην εξουσία με οποιοδήποτε κόστος, ακριβώς με οποιοδήποτε κόστος. Θα έκαναν λοιπόν τα πάντα γι’ αυτό: θα αποδέχονταν τους ταπεινωτικούς όρους της Συνθήκης του Μπρεστ σε μια εποχή που η Γερμανία του Κάιζερ και οι σύμμαχοί της βρίσκονταν σε δεινή στρατιωτική και οικονομική κατάσταση και η έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν στην πραγματικότητα δεδομένη, και θα ικανοποιούσαν κάθε απαίτηση, κάθε επιθυμία των εθνικιστών στο εσωτερικό της χώρας.
Όσον αφορά την ιστορική μοίρα της Ρωσίας και των λαών της, οι λενινιστικές αρχές της κρατικής οικοδόμησης δεν ήταν απλώς ένα λάθος, ήταν, όπως λένε, πολύ χειρότερο από ένα λάθος. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, αυτό έγινε απολύτως σαφές.
Φυσικά, τα γεγονότα του παρελθόντος δεν μπορούν να αλλάξουν, αλλά θα πρέπει τουλάχιστον να μιλήσουμε γι αυτά με ευθύτητα και ειλικρίνεια, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς πολιτική χροιά. Μπορώ μόνο να προσθέσω ότι οι εκτιμήσεις της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης, όσο εντυπωσιακές και επωφελείς και αν φαίνονται σε μια δεδομένη στιγμή, δεν πρέπει και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν τη βάση των θεμελιωδών αρχών της κρατικής υπόστασης.
Δεν κατηγορώ κανέναν για τίποτα αυτή τη στιγμή, η κατάσταση στη χώρα εκείνη την εποχή και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, στις παραμονές του, ήταν απίστευτα δύσκολη και κρίσιμη. Το μόνο που θέλω να πω σήμερα είναι ότι αυτό είναι ακριβώς, αυτό συνέβη τότε. Αυτό είναι ένα ιστορικό γεγονός. Στην πραγματικότητα, όπως έχω ήδη πει, η μπολσεβίκικη πολιτική είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία της Σοβιετικής Ουκρανίας, η οποία ακόμη και σήμερα μπορεί δικαιολογημένα να αποκαλείται «Ουκρανία του Βλαντιμίρ Λένιν». Είναι ο δημιουργός και αρχιτέκτονάς της. Αυτό τεκμηριώνεται απόλυτα από αρχειακά έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων και των σκληρών λενινιστικών οδηγιών σχετικά με το Ντονμπάς, το οποίο κυριολεκτικά στριμώχτηκε στην Ουκρανία. Και τώρα οι «ευγνώμονες απόγονοι» κατεδάφισαν τα μνημεία του Λένιν στην Ουκρανία. Κι αυτό το αποκαλούν αποκομμουνιστικοποίηση.
Θέλετε αποκομμουνιστικοποίηση; Πολύ καλά, αυτό μας βολεύει. Αλλά δεν πρέπει, όπως λένε, να σταματήσουμε στα μισά του δρόμου. Είμαστε έτοιμοι να σας δείξουμε τι σημαίνει πραγματική αποκομμουνιστικοποίηση για την Ουκρανία.
Επιστρέφοντας στα ιστορικά γεγονότα, το 1922 διαμορφώθηκε η ΕΣΣΔ στον χώρο της μέχρι τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Πλην όμως η ίδια η ζωή έδειξε αμέσως ότι δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί μια τόσο μεγάλη και πολύπλοκη επικράτεια, ούτε να κυβερνηθεί με βάση τις προτεινόμενες αδιαμόρφωτες, αρχές της συνομοσπονδιοποίησης, που στην πραγματικότητα ήταν ανεφάρμοστες. Ήταν εντελώς αποκομμένες από την πραγματικότητα και την ιστορική παράδοση.
Η κόκκινη τρομοκρατία και η ταχεία μετάβαση στη σταλινική δικτατορία, η κυριαρχία της κομμουνιστικής ιδεολογίας και το μονοπώλιο της εξουσίας από το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι εθνικοποιήσεις και το σύστημα σχεδιασμού της εθνικής οικονομίας, όλα αυτά στην πραγματικότητα έχουν μετατρέψει τις διακηρυγμένες αλλά ανεφάρμοστες αρχές της κρατικής υπόστασης σε μια απλή διακήρυξη, σε μια τυπική διαδικασία. Στην πραγματικότητα ουδέποτε παραχωρήθηκαν κυριαρχικά δικαιώματα στις ενωσιακές δημοκρατίες, απλώς δεν υπήρχαν. Στην πράξη, δημιουργήθηκε ένα αυστηρά συγκεντρωτικό και απόλυτα ενοποιημένο κράτος.
Ο Στάλιν, στην πραγματικότητα, υλοποίησε πλήρως στην πράξη όχι τις ιδέες του Λένιν, αλλά τις δικές του ιδέες περί κρατικής υπόστασης. Εντούτοις, δεν προέβη σε σχετικές αλλαγές σε έγγραφα που αφορούσαν τις ιδρυτικές αρχές, στο σύνταγμα της χώρας, δεν αναθεώρησε επίσημα τις διακηρυγμένες λενινιστικές αρχές για την οικοδόμηση της ΕΣΣΔ. Πράγματι, κατά τα φαινόμενα, αυτό δεν φαινόταν ότι ήταν απαραίτητο – όλα λειτουργούσαν υπό το ολοκληρωτικό καθεστώς όπως ήταν, και εξωτερικά φαινόταν όμορφο, ελκυστικό, μέχρι και υπερδημοκρατικό.
Και όμως, είναι κρίμα που οι απεχθείς, ουτοπικές αντιλήψεις εμπνευσμένες από την επανάσταση, αλλά απολύτως καταστροφικές για κάθε φυσιολογική χώρα, δεν απαλείφθηκαν αμέσως από τα βασικά, τυπικά νομικά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε ολόκληρη η κρατική μας υπόσταση. Κανείς δεν σκέφτηκε το μέλλον, όπως συνέβαινε συχνά κατά το παρελθόν, στη χώρα μας.
Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος φαίνονταν να πιστεύουν ότι είχαν καταφέρει να εγκαθιδρύσουν ένα σταθερό σύστημα διακυβέρνησης, ότι είχαν επιλύσει τελικά το εθνικό ζήτημα μέσω των πολιτικών τους. Αλλά η παραποίηση, η αντικατάσταση εννοιών, η χειραγώγηση της δημόσιας συνείδησης και η εξαπάτηση κοστίζουν ακριβά. Ο ιός των εθνικιστικών φιλοδοξιών δεν είχε εξαφανιστεί από πουθενά και η βασική νάρκη που υπονόμευε την άμυνα του κράτους απέναντι στη νόσο του εθνικισμού περίμενε απλώς να εκραγεί. Μια τέτοια νάρκη, επαναλαμβάνω, ήταν το δικαίωμα της απόσχισης από την ΕΣΣΔ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με φόντο τα αυξανόμενα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα και την προφανή κρίση της σχεδιασμένης οικονομίας, το εθνικό ζήτημα, η ουσία του οποίου δεν ήταν οι όποιες ελπίδες και ανεκπλήρωτες προσδοκίες των λαών της Ένωσης, αλλά κυρίως η αυξανόμενη όρεξη των τοπικών ελίτ, γινόταν όλο και πιο έντονο.
Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΣΕ αντί να αναλύσει σε βάθος την κατάσταση, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, κυρίως στην οικονομία, καθώς και να προχωρήσει σ’ έναν σταδιακό, μελετημένο και ισορροπημένο μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος και της κρατικής δομής, περιορίστηκε σε μια ξεκάθαρη φλυαρία για την αποκατάσταση της λενινιστικής αρχής της εθνικής αυτοδιάθεσης.
Επιπλέον, καθώς εκτυλισσόταν ο αγώνας για την εξουσία μέσα στο ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα, κάθε μια από τις αντιμαχόμενες πλευρές, προκειμένου να διευρύνει τη βάση υποστήριξής της, άρχισε απερίσκεπτα να διεγείρει, να ενθαρρύνει και να εκμεταλλεύεται το εθνικιστικό αίσθημα, υποσχόμενη στους δυνητικούς υποστηρικτές της, ό,τι επιθυμούσαν. Μέσα σε επιφανειακές και λαϊκίστικες φλυαρίες για δημοκρατία και ένα λαμπρό μέλλον χτισμένο στη βάση είτε μιας οικονομίας της αγοράς είτε μιας σχεδιασμένης οικονομίας, αλλά σε συνθήκες πραγματικής εξαθλίωσης και απόλυτου ελλείμματος, κανείς από τους κυβερνώντες δεν σκέφτηκε τις αναπόφευκτες τραγικές συνέπειες για τη χώρα.
Και στη συνέχεια ακολούθησαν την καθιερωμένη οδό της ικανοποίησης των φιλοδοξιών των εθνικιστικών ελίτ, που καλλιεργήθηκαν στις τάξεις του κόμματός τους, ξεχνώντας ότι το ΚΚΣΕ δεν είχε πλέον, και δόξα τω Θεώ γι αυτό, τέτοια μέσα για να κρατήσει την εξουσία και την ίδια τη χώρα, όπως η κρατική τρομοκρατία και μια δικτατορία τύπου Στάλιν στη διάθεσή του. Και ότι ακόμη και ο περιβόητος πρωταγωνιστικός ρόλος του κόμματος, σαν πρωινή ομίχλη, είχε εξαφανιστεί χωρίς καν ν’ αφήσει ούτε ίχνος, μπροστά στα μάτια τους.
Τον Σεπτέμβριο του 1989, η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ υιοθέτησε ένα ουσιαστικά μοιραίο έγγραφο – τη λεγόμενη εθνική πολιτική του Κόμματος στις σύγχρονες συνθήκες, την πλατφόρμα του ΚΚΣΕ. Περιελάμβανε τις ακόλουθες διατάξεις: «Οι Δημοκρατίες της Ένωσης έχουν όλα τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στο καθεστώς τους ως κυρίαρχα σοσιαλιστικά κράτη».
Ένα άλλο σημείο υπήρξε επίσης το ακόλουθο: «Τα ανώτατα αντιπροσωπευτικά όργανα των δημοκρατιών της Ένωσης μπορούν να προσβάλλουν και να αναστέλλουν τα διατάγματα και τις εντολές της κυβέρνησης της Ένωσης στην επικράτειά τους».
Τέλος: «Κάθε Ενωσιακή Δημοκρατία διατηρεί τη δική της ιθαγένεια, η οποία ισχύει για όλους τους κατοίκους της».
Άραγε δεν ήταν προφανές πού θα οδηγούσαν τέτοιου είδους διατυπώσεις και αποφάσεις;
Δεν είναι ούτε ο κατάλληλος χρόνος ούτε ο κατάλληλος τόπος για να υπεισέλθουμε σε ζητήματα πολιτειακού ή συνταγματικού δικαίου, για να ορίσουμε την ίδια την έννοια της ιθαγένειας. Αλλά και πάλι τίθεται το ερώτημα: σε αυτές τις ήδη δύσκολες συνθήκες, γιατί έπρεπε η χώρα να κλονιστεί περαιτέρω με αυτόν τον τρόπο; Ωστόσο «Ό γέγονε γέγονε».
Ακόμη και δύο χρόνια πριν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η μοίρα της είχε ουσιαστικά σφραγιστεί. Σήμερα είναι οι ριζοσπάστες και οι εθνικιστές, μεταξύ άλλων και κυρίως στην Ουκρανία, που παίρνουν τα εύσημα για την επικράτηση της ανεξαρτησίας. Όπως διαπιστώνουμε, όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η κατάρρευση της ενωμένης χώρας μας προκλήθηκε από ιστορικά, στρατηγικά λάθη των μπολσεβίκων ηγετών, της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, που έγιναν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στα στάδια της κρατικής συγκρότησης, της οικονομικής και εθνικής πολιτικής. Η κατάρρευση της ιστορικής Ρωσίας που ονομάζεται ΕΣΣΔ βαρύνει τη συνείδησή τους.
Παρ’ όλες αυτές τις αδικίες, την εξαπάτηση και την απροκάλυπτη λεηλασία της Ρωσίας, ο λαός μας, συγκεκριμένα ο λαός, αναγνώρισε τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα που προέκυψαν μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αναγνώρισε τα νέα ανεξάρτητα κράτη. Και όχι μόνο αναγνώρισε, η ίδια η Ρωσία, σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση εκείνη την εποχή, αλλά επιπλέον βοήθησε τους εταίρους της στην Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ), συμπεριλαμβανομένων των Ουκρανών συναδέλφων της, από τους οποίους άρχισαν να καταφθάνουν πολυάριθμα αιτήματα για υλική υποστήριξη, από τη στιγμή κιόλας της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της. Και πράγματι, η χώρα μας παρείχε αυτή τη στήριξη με σεβασμό απέναντι στην αξιοπρέπεια και στην κυριαρχία της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων, οι οποίες επιβεβαιώνονται από έναν απλό υπολογισμό των τιμών της ενέργειας, του όγκου των προνομιακών δανείων και των οικονομικών και εμπορικών διευκολύνσεων που παρείχε η Ρωσία στην Ουκρανία, το συνολικό όφελος για τον προϋπολογισμό της Ουκρανίας από το 1991 έως το 2013 ήταν περίπου 250 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Στα τέλη του 1991, η ΕΣΣΔ είχε χρέη προς ξένες χώρες και διεθνή ταμεία ύψους περίπου 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και ενώ αρχικά αυτά τα δάνεια έπρεπε να αποπληρωθούν από όλες τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες σε ένδειξη αλληλεγγύης, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, εντούτοις, η Ρωσία ανέλαβε εξ ολοκλήρου την αποπληρωμή του συνόλου του σοβιετικού χρέους και το ρύθμισε πλήρως. Τελικά ολοκλήρωσε τη διαδικασία αυτή το 2017.
Σε αντάλλαγμα, τα νέα ανεξάρτητα κράτη θα εγκατέλειπαν το μερίδιό τους Σοβιετικό εξωτερικό ενεργητικό, και οι σχετικές συμφωνίες με την Ουκρανία ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1994. Ωστόσο, το Κίεβο δεν επικύρωσε αυτές τις συμφωνίες και αργότερα απλώς αρνήθηκε να τις εφαρμόσει, διεκδικώντας το ταμείο αδαμάντων, το απόθεμα χρυσού, καθώς και ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στο εξωτερικό.
Και όμως, παρά τα γνωστά προβλήματα, η Ρωσία συνεργάζεται πάντα με την Ουκρανία με διαφάνεια, ειλικρίνεια και, επαναλαμβάνω, με σεβασμό στα συμφέροντά της, ενώ οι μεταξύ μας σχέσεις έχουν κι αυτές εξελιχθεί σε διάφορους τομείς. Έτσι, το 2011, ο κύκλος εργασιών του διμερούς εμπορίου ξεπέρασε τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όγκος του εμπορίου της Ουκρανίας με το σύνολο των χωρών της ΕΕ για το 2019, δηλαδή ακόμη και πριν από την πανδημία, ήταν κατώτερος από αυτό το μέγεθος.
Ταυτόχρονα, ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι ουκρανικές αρχές προτίμησαν να ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν όλα τα δικαιώματα και τα οφέλη στις σχέσεις τους με τη Ρωσία, αλλά χωρίς να αναλάβουν καμία υποχρέωση.
Στη θέση της εταιρικής σχέσης επικράτησε η εξάρτηση, η οποία κατά καιρούς πήρε έναν απολύτως αδέξιο χαρακτήρα εκ μέρους των επίσημων αρχών του Κιέβου. Αρκεί να θυμηθούμε τους μόνιμους εκβιασμούς στον τομέα της διαμεταφοράς ενέργειας και την τετριμμένη πλέον υποκλοπή του φυσικού αερίου.
Θα πρέπει να προσθέσω ότι το Κίεβο προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το διάλογο με τη Ρωσία ως πρόσχημα για να διαπραγματευτεί με τη Δύση, εκβιάζοντάς την με το ενδεχόμενο να προσεγγίσει περισσότερο τη Μόσχα, κερδίζοντας οφέλη για λογαριασμό του, εκμεταλλευόμενο την προοπτική της αύξησης της ρωσικής επιρροής στην Ουκρανία..
Παράλληλα, οι ουκρανικές αρχές εξαρχής, και θέλω να το τονίσω αυτό, από τα πρώτα κιόλας βήματα, άρχισαν να οικοδομούν την κρατική τους υπόσταση, βασιζόμενες στην άρνηση όλων όσων μας ενώνουν, προσπάθησαν να διαστρεβλώσουν τη συνείδηση και την ιστορική μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων, ολόκληρων γενεών που ζουν στην Ουκρανία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ουκρανική κοινωνία αντιμετώπισε μια άνοδο του ακραίου εθνικισμού, ο οποίος γρήγορα πήρε τη μορφή επιθετικής Ρωσοφοβίας και νεοναζισμού. Εξ ου και η συμμετοχή ουκρανών εθνικιστών και νεοναζί σε τρομοκρατικές συμμορίες στον Βόρειο Καύκασο και οι ολοένα και πιο έντονες εδαφικές διεκδικήσεις έναντι της Ρωσίας.
Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι δυνάμεις από το εξωτερικό, οι οποίες χρησιμοποίησαν ένα εκτεταμένο δίκτυο ΜΚΟ και ειδικών υπηρεσιών με σκοπό να προσελκύσουν την πελατεία τους στην Ουκρανία και να προωθήσουν τους εκπροσώπους τους στην εξουσία.
Είναι επίσης σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η Ουκρανία δεν είχε ποτέ μια σταθερή παράδοση γνήσιας κρατικής υπόστασης. Και από το 1991 κι έπειτα, ακολούθησε μια πορεία μηχανικής αντιγραφής ξένων μοντέλων, αποκομμένη τόσο από την ιστορία, όσο και από την ουκρανική πραγματικότητα. Οι πολιτικοί κρατικοί θεσμοί επανασχεδιάζονται συνεχώς για να εξυπηρετήσουν τις ταχέως αναδυόμενες φατρίες εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα που δεν έχουν καμία σχέση με τα συμφέροντα του λαού της Ουκρανίας.
Όλο το νόημα της λεγόμενης επιλογής της ολιγαρχικής κυβέρνησης της Ουκρανίας υπέρ του δυτικού πολιτισμού δεν ήταν και δεν είναι η δημιουργία καλύτερων συνθηκών για την ευημερία του λαού, αλλά μάλλον η υποταγή στους γεωπολιτικούς αντιπάλους της Ρωσίας με τη διαφυγή των δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχουν κλαπεί από τους Ουκρανούς και έχουν καταχωνιαστεί από τους ολιγάρχες σε δυτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
Ορισμένοι βιομηχανικοί χρηματοπιστωτικοί όμιλοι, που χρησιμοποιούνται για την εξαγορά του κόμματος και των πολιτικών, στηρίχθηκαν αρχικά σε εθνικιστές και ριζοσπάστες. Άλλοι πάλι εμφανίστηκαν ως θιασώτες των καλών σχέσεων με τη Ρωσία και υπερασπιστές της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας και ανέβηκαν στην εξουσία με τις ψήφους των πολιτών που υποστήριξαν ολόψυχα αυτές τις φιλοδοξίες, συμπεριλαμβανομένων και εκατομμυρίων πολιτών στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, μόλις ανέλαβαν τα καθήκοντά τους, πρόδωσαν αμέσως τους ψηφοφόρους τους, εγκατέλειψαν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις και εφάρμοσαν την πραγματική τους πολιτική κατ’ εντολή των ριζοσπαστών, μερικές φορές εξαπολύοντας διώξεις εναντίον των πρώην συμμάχων τους, δηλαδή τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που ήταν υπέρ της χρήσης των δυο γλωσσών και της συνεργασίας με τη Ρωσία. Εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι οι άνθρωποι που τους υποστήριζαν ήταν συνήθως νομοταγείς, μετριοπαθείς, συνηθισμένοι να εμπιστεύονται τις αρχές, δεν έδειχναν επιθετικότητα, σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες, που κατέφευγαν σε παράνομες ενέργειες.
Οι ριζοσπάστες, με τη σειρά τους, αποθρασύνονταν όλο και περισσότερο, ενόσω οι διαμαρτυρίες τους μεγάλωναν χρόνο με το χρόνο. Διαπίστωσαν ότι ήταν εύκολο να επιβάλλουν επανειλημμένα τη θέλησή τους σε μια αδύναμη κυβέρνηση που είχε και η ίδια μολυνθεί από τον ιό του εθνικισμού και της διαφθοράς και αντικατέστησαν επιδέξια τα αληθινά πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα του λαού και την πραγματική κυριαρχία της Ουκρανίας με διάφορα είδη κερδοσκοπίας με εθνικά επιχειρήματα και χρησιμοποιώντας εθνογραφικές ετικέτες ως προσχήματα.
Δεν υφίσταται βιώσιμη κρατική υπόσταση στην Ουκρανία και οι πολιτικές, εκλογικές διαδικασίες χρησιμεύουν μόνο ως προκάλυμμα, ως προπέτασμα για την αναδιανομή της εξουσίας και της περιουσίας μεταξύ των διαφόρων ολιγαρχικών φατριών.
Η διαφθορά, η οποία αποτελεί αναμφίβολα πρόκληση και πρόβλημα για πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, έχει αποκτήσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην Ουκρανία. Έχει κυριολεκτικά διαποτίσει, διαβρώσει την ουκρανική κρατική υπόσταση, ολόκληρο το σύστημα, όλους τους τομείς της εξουσίας. Οι ριζοσπάστες εκμεταλλεύτηκαν τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια του λαού, υπονόμευσαν το κίνημα διαμαρτυρίας και μετέτρεψαν το Μαϊντάν σε πραξικόπημα το 2014. Για τον σκοπό αυτό, υποβοηθήθηκαν άμεσα από κυβερνήσεις ξένων χωρών. Η υλική υποστήριξη του λεγόμενου καταυλισμού διαμαρτυρίας στην πλατεία Ανεξαρτησίας στο Κίεβο από την πρεσβεία των ΗΠΑ φέρεται να ανερχόταν σε ένα εκατομμύριο δολάρια την ημέρα. Επιπλέον πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά μεταφέρθηκαν απροκάλυπτα απευθείας στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ηγετών της αντιπολίτευσης. Και αναφερόμαστε σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Και πόσα έλαβαν τελικά όσοι πραγματικά τραυματίστηκαν, οι οικογένειες όσων έχασαν τη ζωή τους στις συγκρούσεις που προκλήθηκαν στους δρόμους και τις πλατείες του Κιέβου και άλλων πόλεων; Καλύτερα να μην ρωτήσετε γι’ αυτό.
Οι ριζοσπάστες που είχαν πλέον καταλάβει την εξουσία εξαπέλυσαν διώξεις, μια πραγματική τρομοκρατία εναντίον όσων εκφράζονταν κατά των αντισυνταγματικών ενεργειών. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι και δημόσια πρόσωπα χλευάστηκαν και ταπεινώθηκαν δημόσια. Οι Ουκρανικές πόλεις έχουν κατακλυστεί από ένα κύμα πογκρόμ και βίας, μια σειρά από καλοστημένες δολοφονίες, που παραμένουν ατιμώρητες. Δεν μπορεί κανείς παρά να ανατριχιάσει από την τρομερή τραγωδία στην Οδησσό, όπου ειρηνικοί διαδηλωτές δολοφονήθηκαν βάναυσα και κάηκαν ζωντανοί στην έδρα των Εργατικών Σωματείων (στο σπίτι κτίριο των Συνδικάτων). Οι εγκληματίες που διέπραξαν αυτή τη θηριωδία δεν έχουν τιμωρηθεί και κανείς δεν τους αναζητά. Εμείς όμως γνωρίζουμε τα ονόματά τους και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους τιμωρήσουμε, να τους βρούμε και να τους οδηγήσουμε στη δικαιοσύνη.
Το Μαϊντάν δεν έφερε την Ουκρανία πιο κοντά στη δημοκρατία και την πρόοδο. Με το πραξικόπημα, οι εθνικιστές και οι πολιτικές δυνάμεις που τους υποστήριξαν έφεραν τελικά την κατάσταση σε αδιέξοδο και έσπρωξαν την Ουκρανία στην άβυσσο του εμφυλίου πολέμου. Οκτώ χρόνια μετά από αυτά τα γεγονότα, η χώρα εξακολουθεί να είναι διχασμένη. Η Ουκρανία βιώνει μια σοβαρή κοινωνικοοικονομική κρίση.
Σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς, το 2019 σχεδόν έξι εκατομμύρια Ουκρανοί, επιτρέψτε μου να τονίσω ότι πρόκειται για περίπου 15%, όχι μόνον του ενεργού, αλλά ολόκληρου του πληθυσμού της χώρας, αναγκάστηκαν να μεταβούν στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας. Συχνά, απασχολούνται σε περιστασιακές, ανειδίκευτες εργασίες. Το ακόλουθο γεγονός είναι επίσης ενδεικτικό: από το 2020, στο πλαίσιο της πανδημίας περισσότεροι από 60.000 γιατροί και άλλοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Από το 2014, οι τιμές στους λογαριασμούς του νερού αυξήθηκαν σχεδόν κατά το ένα τρίτο, του ηλεκτρικού ρεύματος κατά πολλαπλάσια ποσά και του οικιακού αερίου κατά δεκάδες φορές. Πολλοί άνθρωποι απλά δεν έχουν τα χρήματα για να πληρώσουν τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και προσπαθούν κυριολεκτικά να επιβιώσουν.
Τι ακριβώς συνέβη; Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Η απάντηση είναι προφανής: επειδή η προίκα που έλαβε όχι μόνο από τη σοβιετική εποχή, αλλά και από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, σπαταλήθηκε και μπήκε σε τσέπες. Δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν, οι οποίες, χάρη, μεταξύ άλλων, και στη στενή συνεργασία με τη Ρωσία, εξασφάλιζαν στους ανθρώπους ένα σταθερό εισόδημα και απέφεραν φόρους στο δημόσιο ταμείο. Βιομηχανίες όπως στον τομέα της μηχανουργίας, της κατασκευής οργάνων, ηλεκτρονικών, της ναυπηγικής και των αεροσκαφών είτε υπολειτουργούν είτε έχουν καταστραφεί, ενώ κάποτε έκαναν περήφανη όχι μόνο την Ουκρανία, αλλά ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση.
Το 2021, το ναυπηγείο της Μαύρης Θάλασσας στο Νικολάεφ, εκεί όπου ιδρύθηκαν τα πρώτα ναυπηγεία επί Αικατερίνης της Μεγάλης, διέκοψε τη λειτουργία του. Το διάσημο συγκρότημα Αντόνοφ (Antonov) δεν έχει κατασκευάσει ούτε ένα αεροσκάφος παραγωγής του, από το 2016 και το εργοστάσιο Γιουζμας (Yuzhmash), το οποίο ειδικεύεται στην παραγωγή πυραύλων και διαστημικού εξοπλισμού, έχει βρεθεί στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, όπως και το χαλυβουργείο Κρμεντσούκ (Kremenchuk). Αυτός ο θλιβερός κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί.
Όσον αφορά το σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου, το οποίο κατασκευάστηκε από ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση, είναι τόσο πεπαλαιωμένο που η λειτουργία του ενέχει μεγάλους κινδύνους και περιβαλλοντικό κόστος.
Και γεννάται λοιπόν το ερώτημα: είναι η φτώχεια, η απελπισία και η απώλεια της βιομηχανικής και τεχνολογικής ικανότητας, η ίδια επιλογή του φιλοδυτικού πολιτισμού που ξεγελά και εξαπατά εκατομμύρια ανθρώπους εδώ και χρόνια, υποσχόμενος τους τον παράδεισο;
Η πραγματικότητα είναι ότι η κατάρρευση της Ουκρανικής οικονομίας συνοδεύεται από απροκάλυπτη καταλήστευση των πολιτών της και ότι η ίδια η Ουκρανία έχει απλώς τεθεί υπό καθεστώς εξωτερικού ελέγχου. Αυτός υλοποιείται όχι μόνο κατ’ εντολή των δυτικών χωρών, αλλά και, όπως λένε, απευθείας επί τόπου, μέσω ενός ολόκληρου δικτύου ξένων συμβούλων, ΜΚΟ και άλλων φορέων που έχουν εγκατασταθεί στην Ουκρανία. Ασκούν άμεση επιρροή στη λήψη όλων των σημαντικών αποφάσεων, σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα της κυβέρνησης, από την κεντρική έως τη τοπική αυτοδιοίκηση, ακόμη και στις κυριότερες κρατικές εταιρείες και οργανισμούς, όπως η Naftogaz1, η Ukrenergo2, οι Ουκρανικοί σιδηροδρόμοι, η Ukroboronprom3, η Ukrposhta4 και η Ουκρανική εταιρεία διαχείρισης θαλάσσιων λιμένων.
Απλούστατα δεν υπάρχει ανεξάρτητο δικαστήριο στην Ουκρανία. Κατόπιν αιτήματος της Δύσης, οι αρχές του Κιέβου έδωσαν στους εκπροσώπους των διεθνών οργανισμών το δικαίωμα προτεραιότητας για την επιλογή των μελών των ανώτατων δικαστικών οργάνων, του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και της Επιτροπής Αξιολόγησης Δικαστών.
Επιπλέον, η πρεσβεία των ΗΠΑ ελέγχει άμεσα την Εθνική Υπηρεσία για την Πρόληψη της Διαφθοράς, το Εθνικό Γραφείο Καταπολέμησης της Διαφθοράς, την Ειδική Εισαγγελία Καταπολέμησης της Διαφθοράς και το Ανώτατο Δικαστήριο Καταπολέμησης της Διαφθοράς. Όλα αυτά γίνονται με το εύλογο πρόσχημα της αποτελεσματικότερης καταπολέμησης της διαφθοράς. Ωραία λοιπόν, αλλά πού είναι τα αποτελέσματα; Από τότε η διαφθορά βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, και εξακολουθεί να εξελίσσεται, όσο ποτέ άλλοτε.
Γνωρίζουν άραγε, οι ίδιοι οι Ουκρανοί όλες αυτές τις μεθόδους διαχείρισης που λειτουργούν στη χώρα τους; Αντιλαμβάνονται ότι η χώρα τους δεν βρίσκεται καν υπό καθεστώς πολιτικού και οικονομικού προτεκτοράτου, αλλά έχει μετατραπεί σε αποικία με καθεστώς μαριονέτας; Η ιδιωτικοποίηση του κράτους έχει οδηγήσει σε μια κυβέρνηση που αυτοαποκαλείται «πατριωτική δύναμη», έχει χάσει τον εθνικό της χαρακτήρα και οδηγεί συστηματικά στην πλήρη αποκρατικοποίηση της χώρας.
Η πορεία της απο-Ρωσοποίησης και της αναγκαστικής αφομοίωσης των Ρωσόφωνων συνεχίζεται. Η Βερκχόβνα Ράντα (Verkhovna Rada)5 εκδίδει αδιάκοπα όλο και περισσότερες πράξεις που εισάγουν διακρίσεις, και ένας νόμος για τους λεγόμενους αυτόχθονες πληθυσμούς έχει τεθεί ήδη σε ισχύ. Οι άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους Ρώσους και θα ήθελαν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, τη γλώσσα τους και τον πολιτισμό τους, έχουν λάβει το σαφές μήνυμα ότι είναι ξένοι στην Ουκρανία.
Οι νόμοι σχετικά με την εκπαίδευση και τη καθιέρωση της Ουκρανικής γλώσσας ως κρατικής γλώσσας έχουν αποκλείσει τη Ρωσική γλώσσα από τα σχολεία, από όλους τους δημόσιους χώρους, μέχρι και τα συνηθισμένα καταστήματα. Ο νόμος για τη λεγόμενη «εκκαθάριση» της εξουσίας, κατέστησε δυνατή την απομάκρυνση των ανεπιθύμητων δημοσίων υπαλλήλων.
Πρόκειται για νομοθετικές πράξεις που δίνουν στις Ουκρανικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου αφορμή για σκληρή καταστολή της ελευθερίας του λόγου και της διαφορετικής γνώμης και για διώξεις της αντιπολίτευσης. Ο κόσμος γνωρίζει τη θλιβερή πρακτική από την εφαρμογή των μονομερών παράνομων κυρώσεων σε βάρος άλλων κρατών, ξένων φυσικών και νομικών προσώπων. Η Ουκρανία όμως ξεπέρασε τους δυτικούς εντολοδότες της και εφηύρε ένα τέτοιο εργαλείο, όπως οι κυρώσεις εναντίον των ίδιων των πολιτών της, των επιχειρήσεων, των τηλεοπτικών καναλιών, των άλλων μέσων ενημέρωσης, ακόμη και των βουλευτών της.
Το Κίεβο συνεχίζει να προετοιμάζει διώξεις σε βάρος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πατριαρχείου της Μόσχας. Και η εκτίμηση αυτή δεν βασίζεται σε κάποια αίσθηση. Αυτό αποδεικνύεται από συγκεκριμένες αποφάσεις και έγγραφα. Οι ουκρανικές αρχές μετέτρεψαν κυνικότατα την τραγωδία της διάσπασης της εκκλησίας σε εργαλείο κρατικής πολιτικής. Η σημερινή ηγεσία της χώρας δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματα των Ουκρανών πολιτών για την κατάργηση των νόμων που παραβιάζουν τα δικαιώματα των πιστών. Επιπλέον, νέα νομοσχέδια έχουν κατατεθεί στη Ράντα με στόχο τον κλήρο και εκατομμύρια ενορίτες της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας.
Θα αναφερθώ ξεχωριστά όσον αφορά την Κριμαία. Οι κάτοικοι της χερσονήσου άσκησαν το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής τους και αποφάσισαν να είναι με τη Ρωσία. Οι αρχές του Κιέβου δεν έχουν να αντιτάξουν απολύτως τίποτα σε αυτή την ξεκάθαρη βούληση του λαού, και ως εκ τούτου βασίζονται σε επιθετικές ενέργειες, στην ενεργοποίηση εξτρεμιστικών πυρήνων, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ριζοσπαστικών ισλαμικών οργανώσεων, στην αποστολή ανατρεπτικών ομάδων για την πραγματοποίηση τρομοκρατικών επιθέσεων σε κρίσιμες υποδομές και απαγωγές Ρώσων πολιτών. Έχουμε άμεσες αποδείξεις ότι τέτοιες επιθετικές ενέργειες πραγματοποιούνται με την υποστήριξη ξένων μυστικών υπηρεσιών.
Τον Μάρτιο του 2021, η Ουκρανία υιοθέτησε μια νέα στρατιωτική στρατηγική. Το έγγραφο αυτό είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία και αποσκοπεί στο να παρασύρει ξένα κράτη σε σύγκρουση με τη χώρα μας. Η στρατηγική αυτή προβλέπει ουσιαστικά την οργάνωση ενός τρομοκρατικού παρακράτους στη Ρωσική Κριμαία και στο Ντονμπάς. Σκιαγραφεί επίσης το περίγραμμα ενός επιδιωκόμενου πολέμου, ο οποίος θα πρέπει να καταλήξει, όπως εκτιμούν οι σημερινοί σχεδιαστές της στρατηγικής στο Κίεβο, και το επικαλούμαι περαιτέρω, «με τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας και με ευνοϊκούς όρους για την Ουκρανία». Και επιπλέον, όπως υποστηρίζουν σήμερα στο Κίεβο – και σας το παραθέτω και αυτό εδώ, το σημείο, παρακαλώ ακούστε προσεκτικά: «με στρατιωτική υποστήριξη από τη διεθνή κοινότητα σε μια γεωπολιτική αντιπαράθεση με τη Ρωσική Ομοσπονδία». Στην ουσία, αυτό δεν είναι παρά προετοιμασία για ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της χώρας μας, εναντίον της Ρωσίας.
Γνωρίζουμε επίσης ότι έχουν ήδη υπάρξει δηλώσεις ότι η Ουκρανία πρόκειται να κατασκευάσει τα δικά της πυρηνικά όπλα και αυτό δεν αποτελεί έπαρση, στερούμενη δράσης. Η Ουκρανία διαθέτει πυρηνική τεχνολογία της Σοβιετικής εποχής και τα μέσα για την κατασκευή και την εκτόξευση τέτοιων όπλων, καθώς και τη δυνατότητα παραγωγής τακτικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς Tochka-U, επίσης σοβιετικής σχεδίασης, με βεληνεκές άνω των 100 χιλιομέτρων. Διατηρούν ακόμη κάποια εναπομείνουσα τεχνογνωσία από τη Σοβιετική εποχή.
Συνεπώς, θα είναι πολύ πιο εύκολο για την Ουκρανία να αποκτήσει τακτικά πυρηνικά όπλα από ό,τι για ορισμένα άλλα κράτη -δεν θα τα κατονομάσω τώρα- που αναπτύσσουν πραγματικά τέτοια όπλα, ιδίως σε περίπτωση που θα υπάρξει επιπλέον τεχνολογική υποστήριξη από το εξωτερικό. Και δεν πρέπει να το αποκλείσουμε ούτε αυτό.
Με την Ουκρανία να έχει όπλα μαζικής καταστροφής, η κατάσταση στον κόσμο, στην Ευρώπη, ειδικά για εμάς, για τη Ρωσία, θα αλλάξει δραματικά. Δεν μπορούμε να μην αντιδράσουμε σε αυτόν τον πραγματικό κίνδυνο, ιδίως, επαναλαμβάνω, επειδή οι δυτικοί προστάτες μπορεί να διευκολύνουν την εγκατάσταση τέτοιων όπλων στην Ουκρανία με στόχο να δημιουργήσουν άλλη μια απειλή για τη χώρα μας. Παρατηρούμε πόσο επιτακτικά υλοποιείται η επιχείρηση στρατιωτικής ενίσχυσης του καθεστώτος του Κιέβου. Από το 2014, μόνον οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαθέσει δισεκατομμύρια δολάρια για το σκοπό αυτό, συμπεριλαμβανομένης και της αποστολής εξοπλισμού, καθώς και της εξειδικευμένης εκπαίδευσης. Τους τελευταίους μήνες, τα δυτικά οπλικά συστήματα εισρέουν ανελλιπώς στην Ουκρανία, επιδεικτικά, μπροστά στα μάτια του κόσμου. Οι δραστηριότητες των ενόπλων δυνάμεων και των ειδικών υπηρεσιών της Ουκρανίας καθοδηγούνται από ξένους συμβούλους. Αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά.
Τα τελευταία χρόνια, στρατιωτικά τμήματα από χώρες του ΝΑΤΟ έχουν σχεδόν συνεχή παρουσία στο Ουκρανικό έδαφος με το πρόσχημα ασκήσεων. Το σύστημα διοίκησης και ελέγχου των Ουκρανικών στρατευμάτων είναι ήδη ενσωματωμένο στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Αυτό σημαίνει ότι η διοίκηση των Ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων, ακόμη και μεμονωμένων μονάδων και υπομονάδων, θα μπορούσε να ασκείται απευθείας από το αρχηγείο του ΝΑΤΟ.
Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν αρχίσει να εκμεταλλεύονται απροκάλυπτα το έδαφος της Ουκρανίας ως θέατρο πιθανών εχθροπραξιών. Οι τακτικές κοινές ασκήσεις έχουν σαφή αντιρωσικό προσανατολισμό. Μόνο πέρυσι, περισσότεροι από 23.000 στρατιώτες και περισσότερα από χίλια στρατιωτικά οχήματα έλαβαν μέρος σε αυτές.
Έχει ήδη ψηφιστεί νόμος που επιτρέπει στις ένοπλες δυνάμεις άλλων κρατών να εισέλθουν στην Ουκρανία το 2022 για να συμμετάσχουν σε πολυεθνικές ασκήσεις. Είναι σαφές ότι μιλάμε πρωτίστως για στρατεύματα του ΝΑΤΟ. Τουλάχιστον δέκα τέτοιες κοινές ασκήσεις έχουν προγραμματιστεί για φέτος.
Είναι προφανές ότι τα γεγονότα αυτά χρησιμεύουν ως προκάλυμμα για την ταχύρρυθμη στρατιωτική ενίσχυση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Πόσο μάλλον που το δίκτυο των αεροδρομίων που αναβαθμίστηκε χάρη στην αμερικανική βοήθεια – Μπορίσπολ, Ιβάνο-Φρανκούφσκ, Τσούγκουεφ, Οδησσός (Borispol, Ivano-Frankuvsk, Chuguev, Odessa)κ.ο.κ. – είναι ικανό να εξασφαλίσει τη μεταφορά στρατιωτικών μονάδων στον συντομότερο δυνατό χρόνο. Ο εναέριος χώρος της Ουκρανίας είναι ανοικτός σε πτήσεις αμερικανικών στρατηγικών και αναγνωριστικών αεροσκαφών και μη επανδρωμένων αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση του Ρωσικού εδάφους.
Θα πρέπει να προσθέσω ότι το αμερικανικής κατασκευής Κέντρο Ναυτικών Επιχειρήσεων στο Οτσάκοφ επιτρέπει στα πλοία του ΝΑΤΟ να επιχειρούν, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης οπλικών συστημάτων ακριβείας εναντίον του Ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας και των υποδομών μας κατά μήκος ολόκληρης της ακτής της Μαύρης Θάλασσας.
Κάποτε, στο παρελθόν, οι ΗΠΑ σκόπευαν να δημιουργήσουν παρόμοιες εγκαταστάσεις στην Κριμαία, αλλά οι κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης ματαίωσαν αυτά τα σχέδια. Θα το θυμόμαστε πάντα αυτό.
Θα επαναλάβω, ότι σήμερα λειτουργεί ένα τέτοιο κέντρο, το οποίο έχει ήδη εγκατασταθεί στο Οτσάκοφ (Ochakov). Να σας θυμίσω ότι οι στρατιώτες του Αλεξάντερ Σουβόροφ (Aleksandr Suvorov) πολέμησαν για την πόλη αυτή τον 18ο αιώνα. Χάρη στο θάρρος τους, η πόλη αυτή ενσωματώθηκε τελικά στη Ρωσία. Παράλληλα, τον 18ο αιώνα, τα εδάφη της Μαύρης Θάλασσας, που προσαρτήθηκαν στη Ρωσία ως αποτέλεσμα των πολέμων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ονομάστηκαν Νοβοροσία. Σήμερα αυτά τα ορόσημα της ιστορίας ξεχνιούνται, όπως και τα ονόματα των στρατιωτικών και πολιτικών ανδρών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, χωρίς τις προσπάθειες των οποίων πολλές μεγάλες πόλεις δεν θα ανήκαν στη σύγχρονη Ουκρανία και η πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα θα ήταν ούτε καν εφικτή.
Ένα μνημείο του Αλεξάντερ Σουβόροφ κατεδαφίστηκε πρόσφατα στην Πολτάβα. Τι μπορώ να πω; Απαρνείστε λοιπόν το παρελθόν σας; Από τη λεγόμενη αποικιακή κληρονομιά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας; Ωραία λοιπόν, τότε να είστε συνεπείς ως προς αυτό το θέμα.
Οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν οργανώσει εκπαιδευτικές αποστολές στην Ουκρανία. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ξένες στρατιωτικές βάσεις. Απλώς ονομάστε τη βάση «αποστολή» και έληξε το ζήτημα.
Το Κίεβο έχει από καιρό διακηρύξει ότι ακολουθεί στρατηγική πορεία προς την ένταξή του στο ΝΑΤΟ. Πράγματι, κάθε χώρα έχει φυσικά το δικαίωμα να επιλέγει το δικό της σύστημα ασφαλείας και να συνάπτει στρατιωτικές συμμαχίες. Και αυτό θα μπορούσε να ισχύει, αν δεν υπήρχε ένα «αλλά». Οι ισχύουσες διεθνείς συνθήκες κατοχυρώνουν ρητά την αρχή της ίσης και αδιαίρετης ασφάλειας, η οποία, όπως γνωρίζουμε, περιλαμβάνει την υποχρέωση του να μην ενισχύει κανείς την ασφάλεια του σε βάρος της ασφάλειας άλλων κρατών. Θα μπορούσα να αναφερθώ εν προκειμένω τόσο στη Χάρτα του ΟΑΣΕ για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια του 1999 που υιοθετήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όσο και στη Διακήρυξη του ΟΑΣΕ στην Αστάνα το 2010.
Με άλλα λόγια, οι επιλογές ασφαλείας δεν πρέπει να αποτελούν απειλή για άλλα κράτη, και η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί άμεση απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας.
Υπενθυμίζω ότι τον Απρίλιο του 2008, στη Σύνοδο Κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στο Βουκουρέστι, οι ΗΠΑ προκάλεσαν την απόφαση σύμφωνα με την οποία η Ουκρανία και, παρεμπιπτόντως, η Γεωργία θα γίνονταν μέλη του ΝΑΤΟ. Πολλοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ γνώριζαν ήδη καλά όλους τους κινδύνους μιας τέτοιας προοπτικής, αλλά έπρεπε να υπομείνουν τη θέληση του ανώτερου εταίρου τους. Οι Αμερικανοί απλά τους χρησιμοποίησαν για να ακολουθήσουν μια ξεκάθαρα αντι-Ρωσική πολιτική.
Ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι πολύ επιφυλακτικά ως προς την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή λαμβάνουμε ένα μήνυμα από ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που λέει: «Γιατί ανησυχείτε;». Δεν πρόκειται να συμβεί στην κυριολεξία αύριο κιόλας. Στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί εταίροι μας λένε το ίδιο πράγμα. «Εντάξει», λέμε εμείς, «όχι αύριο, αλλά μεθαύριο. Τι αλλάζει στην ιστορική προοπτική; Στην ουσία, τίποτα απολύτως».
Επιπλέον, γνωρίζουμε τη στάση και τα διακηρύξεις της ηγεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με το ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ένταξης της χώρας αυτής στο ΝΑΤΟ, σε περίπτωση που είναι σε θέση να ανταποκριθεί στα κριτήρια της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και να καταπολεμήσει τη διαφθορά.
Ωστόσο, προσπαθούν ξανά και ξανά να μας πείσουν ότι το ΝΑΤΟ είναι μια φιλειρηνική και καθαρά αμυντική συμμαχία. Ισχυρίζονται ότι δεν υφίστανται απειλές για τη Ρωσία. Για άλλη μια φορά μας διαβεβαιώνουν ότι πρέπει να πιστέψουμε στα λεγόμενά τους. Γνωρίζουμε όμως την πραγματική αξία αυτών των λόγων. Το 1990, όταν συζητούνταν η γερμανική ενοποίηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν στη σοβιετική ηγεσία ότι δεν θα υπάρξει επέκταση της δικαιοδοσίας ή της στρατιωτικής παρουσίας του ΝΑΤΟ ούτε μια ίντσα ανατολικότερα. Και ότι η γερμανική ενοποίηση δεν θα οδηγήσει στην επέκταση της στρατιωτικής διάρθρωσης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Αυτό είναι ένα απόσπασμα.
Συνομίλησαν μαζί μας και μας έδωσαν προφορικές διαβεβαιώσεις και όλα αποδείχθηκαν ότι δεν ήταν ένα τίποτα. Αργότερα, μας διαβεβαίωσαν ότι η ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ μόνο που θα συντελούσε στη βελτίωση των σχέσεων τους με τη Μόσχα, ότι θα ανακούφιζε τις χώρες αυτές από τις ανησυχίες τους σχετικά με μια δυσάρεστη ιστορική κληρονομιά και ακόμη, επιπλέον, ότι θα δημιουργούσε μια ζώνη κρατών φιλικών προς τη Ρωσία.
Αποδείχθηκε ακριβώς το αντίθετο. Ορισμένες κυβερνήσεις ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, που διακινούσαν τη Ρωσοφοβία, μετέφεραν τα συμπλέγματα και τα στερεότυπά τους σχετικά με τη Ρωσική απειλή στη Συμμαχία και επέμειναν στη δημιουργία δυνατοτήτων συλλογικής άμυνας που θα έπρεπε να αναπτυχθούν, κυρίως εναντίον της Ρωσίας. Αυτό συνέβη στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν, χάρη στη πολιτική του ανοίγματος και στην καλή μας θέληση, οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο.
Η Ρωσία έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένης της απόσυρσης των στρατευμάτων από τη Γερμανία και τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στο ξεπέρασμα της κληρονομιάς του Ψυχρού Πολέμου. Προσφέραμε σταθερά διάφορες επιλογές συνεργασίας, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας και του ΟΑΣΕ.
Επιπλέον, θα πω τώρα κάτι που δεν έχω πει ποτέ δημόσια, θα το πω για πρώτη φορά. Το 2000, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον στη Μόσχα, τον ρώτησα: «Πώς θα έβλεπε η Αμερική τη πιθανότητα να ενταχθεί η Ρωσία στο ΝΑΤΟ;».
Δεν θα αποκαλύψω όλες τις λεπτομέρειες αυτής της συζήτησης, αλλά η αντίδραση του στην ερώτησή μου φαινόταν εξωτερικά, θα λέγαμε, πολύ συγκρατημένη, και το πώς αντέδρασαν οι Αμερικανοί σε αυτό το ενδεχόμενο φαίνεται στην πράξη από τα πρακτικά τους βήματα απέναντι στη χώρα μας. Μερικά από αυτά είναι ενδεικτικά και περιλαμβάνουν την ανοιχτή υποστήριξη των τρομοκρατών στον Βόρειο Καύκασο,την αδιαφορία απέναντι στα αιτήματα και τις ανησυχίες μας σχετικά με θέματα ασφάλειας, που προέκυψαν στη πορεία στα πλαίσια της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, την απόσυρση από τη Συνθήκη ΑΒΜ και ούτω καθεξής. Μπαίνω λοιπόν στον πειρασμό να ρωτήσω: γιατί, γιατί όλα αυτά, για ποιο λόγο; Εντάξει, δεν θέλετε να μας βλέπετε ως φίλους και συμμάχους σας, αλλά γιατί να μας κάνετε εχθρούς;
Υπάρχει μόνο μία απάντηση: δεν πρόκειται για το πολιτικό μας καθεστώς, δεν πρόκειται για τίποτα άλλο, απλά δεν χρειάζονται μια τόσο μεγάλη ανεξάρτητη χώρα όπως η Ρωσία. Αυτή είναι η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα. Αυτή είναι η πηγή της παραδοσιακής αμερικανικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας. Εξ ου και η στάση τους απέναντι σε όλες τις προτάσεις μας για την ασφάλεια.
Σήμερα, μια ματιά στο χάρτη αρκεί για να διαπιστώσει κανείς κατά πόσον οι δυτικές χώρες «κράτησαν» την υπόσχεσή τους, να μην επιτρέψουν στο ΝΑΤΟ να προχωρήσει προς τα ανατολικά. Απλώς μας εξαπάτησαν. Είχαμε πέντε κύματα επέκτασης του ΝΑΤΟ, το ένα μετά το άλλο. Η Πολωνία, η Δημοκρατία της Τσεχίας και η Ουγγαρία προσχώρησαν στη Συμμαχία το 1999, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία το 2004, η Αλβανία και η Κροατία το 2009, το Μαυροβούνιο το 2017 και η Βόρεια Μακεδονία το 2020.
Ως αποτέλεσμα, η συμμαχία και η στρατιωτική της υποδομή έχουν φτάσει κατευθείαν στα σύνορα της Ρωσίας. Αυτό αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες της κρίσης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής ασφάλειας και είχε πολύ αρνητικό αντίκτυπο σε ολόκληρο το σύστημα των διεθνών σχέσεων, οδηγώντας σε απώλεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Η κατάσταση συνεχίζει να επιδεινώνεται, μεταξύ άλλων και στον στρατηγικό τομέα. Στη Ρουμανία και την Πολωνία, για παράδειγμα, υπάρχουν περιοχές στις οποίες εγκαθίστανται αντιπυραυλικά συστήματα στο πλαίσιο του σχεδίου παγκόσμιας αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ. Είναι γνωστό ότι οι εκτοξευτές που αναπτύσσονται εδώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πυραύλους Κρουζ Tomahawk, που αποτελεί ένα επιθετικό σύστημα κρούσης.
Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναπτύσσουν έναν καθολικής ισχύος πύραυλο Standard-6, ο οποίος, εκτός από τη αμυντική του αποστολή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να πλήξει στόχους στην επιφάνεια του εδάφους και της θάλασσας. Με άλλα λόγια, το υποτιθέμενο αμυντικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ επεκτείνεται και εμφανίζονται νέες επιθετικές δυνατότητες.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε μας δίνουν κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και η επακόλουθη επέκταση των υποδομών του ΝΑΤΟ στη χώρα αυτή είναι δεδομένη, απλώς είναι θέμα χρόνου. Αντιλαμβανόμαστε σαφώς ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, το επίπεδο των στρατιωτικών απειλών προς τη Ρωσία θα αυξηθεί δραματικά, και μάλιστα κατά πολύ. Και εφιστώ ιδιαίτερα την προσοχή στο γεγονός ότι ο κίνδυνος μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης στη χώρα μας θα αυξανόταν πολλαπλάσια.
Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω ότι τα έγγραφα στρατηγικού σχεδιασμού των ΗΠΑ (το δόγμα) προβλέπουν τη δυνατότητα ενός λεγόμενου προληπτικού πλήγματος κατά των εχθρικών πυραυλικών συστημάτων. Γνωρίζουμε επίσης ποιος είναι ο κύριος αντίπαλος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Είναι η Ρωσία. Στα έγγραφα του ΝΑΤΟ, η χώρα μας χαρακτηρίζεται επισήμως ως η κύρια απειλή για την Ευρω-Ατλαντική ασφάλεια. Και η Ουκρανία θα χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για ένα τέτοιο χτύπημα. Εάν οι πρόγονοί μας είχαν ακούσει γι’ αυτό, μάλλον δεν θα το πίστευαν. Και εμείς οι ίδιοι δεν θέλουμε να το πιστέψουμε σήμερα, Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Θέλω αυτό να γίνει κατανοητό τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία.
Πολλά Ουκρανικά αεροδρόμια βρίσκονται κοντά στα σύνορά μας. Τα τακτικά αεροσκάφη του ΝΑΤΟ που θα αναπτυχθούν εδώ, συμπεριλαμβανομένων των πυραυλοφόρων συστημάτων υψηλής ακρίβειας, θα μπορούν να πλήξουν το έδαφός μας μέχρι το Βόλγκογκραντ – το Καζάν – τη Σαμάρα – το Αστραχάν. Η εγκατάσταση εξοπλισμού αναγνώρισης με τη χρήση ραντάρ στην Ουκρανία θα επιτρέψει στο ΝΑΤΟ να ελέγχει αυστηρά τον Ρωσικό εναέριο χώρο μέχρι τα Ουράλια.
Τέλος, αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες αθέτησαν τη Συνθήκη για τους πυραύλους μέσου και μικρότερου βεληνεκούς, το Πεντάγωνο προχωρά ήδη ανοιχτά στην ανάπτυξη μιας σειράς επίγειων επιθετικών οπλικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων και βαλλιστικών πυραύλων ικανών να προσεγγίζουν στόχους σε αποστάσεις έως και 5.500 χιλιομέτρων. Σε περίπτωση που τα συστήματα αυτά εγκατασταθούν στην Ουκρανία, θα είναι σε θέση να πλήξουν στόχους σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια της Ρωσίας, καθώς και πέρα από τα Ουράλια. Ο χρόνος πτήσης προς τη Μόσχα για τους πυραύλους Κρουζ Tomahawk θα είναι λιγότερο από 35 λεπτά, για τους βαλλιστικούς πυραύλους από την περιοχή του Χάρκοβο 7-8 λεπτά και για τα υπερηχητικά πλήγματα 4-5 λεπτά. Αυτό αποκαλείται ωμά «μαχαίρι στο λαιμό». Και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι περιμένουν να υλοποιήσουν αυτά τα σχέδια, όπως έκαναν επανειλημμένα τα προηγούμενα χρόνια, επεκτείνοντας το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, μετακινώντας στρατιωτικές υποδομές και εξοπλισμό προς τα σύνορα της Ρωσίας, αγνοώντας πλήρως τις ανησυχίες, τις διαμαρτυρίες και τις προειδοποιήσεις μας. Συγγνώμη, αλλά απλώς αδιαφόρησαν και έκαναν ό,τι ήθελαν, ό,τι θεωρούσαν σωστό για τους ίδιους.
Και φυσικά, είναι επίσης αναμενόμενο ότι θα συνεχίσουν να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τη γνωστή παροιμία: «Ο σκύλος γαυγίζει, αλλά το καραβάνι προχωράει». Επιτρέψτε μου να πω ευθύς αμέσως ότι εμείς δεν έχουμε συμφωνήσει σε αυτό και ποτέ δεν θα συμφωνήσουμε. Την ίδια στιγμή, η Ρωσία ήταν ανέκαθεν υπέρ της επίλυσης των πιο σύνθετων προβλημάτων με πολιτικά και διπλωματικά μέσα, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Έχουμε πλήρη επίγνωση της τεράστιας ευθύνης μας όσον αφορά την περιφερειακή και την παγκόσμια σταθερότητα. Το 2008, η Ρωσία υπέβαλε την πρωτοβουλία της σχετικά με τη σύναψη μιας Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια. Η βασική ιδέα ήταν ότι κανένα κράτος ή διεθνής οργανισμός στην Ευρωατλαντική περιοχή δεν θα έπρεπε να ενισχύσει την ασφάλειά του εις βάρος της ασφάλειας των άλλων. Η Ρωσία δεν πρέπει, λένε, να μπορεί αποκτήσει τη δυνατότητα να περιορίζει τις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, μας ειπώθηκε ρητά ότι μόνο για τα μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας μπορούν να ισχύουν οι δεσμευτικές εγγυήσεις ασφαλείας σε νομικό επίπεδο.
Τον περασμένο Δεκέμβριο διαβιβάσαμε στους δυτικούς εταίρους μας ένα σχέδιο συνθήκης μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με τις εγγυήσεις ασφαλείας, καθώς και ένα σχέδιο συμφωνίας σχετικά με τις ρυθμίσεις ασφαλείας μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των κρατών μελών του ΝΑΤΟ.
Η απάντηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ περιείχε πολλές γενικόλογες διατυπώσεις. Υπήρχαν κάποια λογικά επιχειρήματα, αλλά όλα αφορούσαν δευτερεύοντα ζητήματα και φάνηκε ότι ήταν μια προσπάθεια εκτροπής της συζήτησης.
Εμείς απαντήσαμε αναλόγως, επισημαίνοντας ότι είμαστε έτοιμοι να βαδίσουμε στο δρόμο των διαπραγματεύσεων, αλλά υπό τον όρο ότι όλα τα θέματα θα εξεταστούν συνολικά ως πακέτο, χωρίς να διαχωρίζονται από τις βασικές Ρωσικές προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές περιέχουν τρία βασικά σημεία. Η πρώτη συνίσταται στην αποτροπή της περαιτέρω διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Η δεύτερη προϋποθέτει την απόρριψη της πρόθεσης της Συμμαχίας να αναπτύξει οπλικά συστήματα ταχείας βολής στα Ρωσικά σύνορα. Η τελευταία αφορά, την επαναφορά των στρατιωτικών δυνάμεων και υποδομών του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη στο καθεστώς του 1997, όταν υπογράφηκε η ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Αυτές είναι ακριβώς οι προτάσεις μας επί της αρχής, οι οποίες αγνοήθηκαν. Οι δυτικοί εταίροι μας, επαναλαμβάνω, εξέφρασαν για άλλη μια φορά την πεπατημένη φόρμουλα ότι κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να επιλέγει ελεύθερα τον τρόπο με τον οποίο θα κατοχυρώσει την ασφάλειά του και να συμμετέχει σε οποιεσδήποτε στρατιωτικές συνασπισμούς και συμμαχίες. Με άλλα λόγια, τίποτα δεν έχει αλλάξει όσον αφορά τη θέση τους, εξακολουθούν να επαναλαμβάνονται οι ίδιες αναφορές στην περιβόητη πολιτική των «ανοικτών θυρών» του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, προσπαθούν να μας εκβιάσουν εκ νέου, απειλώντας μας και πάλι με κυρώσεις, τις οποίες, παρεμπιπτόντως, θα εξακολουθούν να επιβάλλουν όσο θα ενισχύεται η ανεξαρτησία της Ρωσίας και θα αυξάνει η ισχύς των Ενόπλων μας Δυνάμεων. Η αφορμή για μια νέα επίθεση με κυρώσεις θα βρίσκεται πάντα ή απλά θα κατασκευάζεται, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην Ουκρανία. Ο στόχος είναι ο ίδιος, να περιοριστεί η ανάπτυξη της Ρωσίας. Και θα το κάνουν, όπως έκαναν και στο παρελθόν, ακόμη και χωρίς κανένα επίσημο πρόσχημα, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουμε και δεν θα θέσουμε ποτέ σε κίνδυνο την κυριαρχία μας, τα εθνικά μας συμφέροντα και τις αξίες μας.
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος, για να το πω ευθέως, στην παρούσα κατάσταση, όταν οι προτάσεις μας για ισότιμο διάλογο σε θέματα αρχών έχουν μείνει αναπάντητες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, όταν το επίπεδο των απειλών κατά της χώρας μας αυξάνεται σημαντικά, η Ρωσία έχει κάθε δικαίωμα να λάβει μέτρα αντιμετώπισης προκειμένου να κατοχυρώσει τη δική της ασφάλεια. Αυτό ακριβώς θα κάνουμε.
Όσον αφορά την κατάσταση στο Ντονμπάς, βλέπουμε ότι η άρχουσα ελίτ στο Κίεβο δηλώνει συνεχώς και δημόσια την απροθυμία της να εφαρμόσει τη δέσμη μέτρων του Μινσκ για την επίλυση της σύγκρουσης και δεν ενδιαφέρεται για μια ειρηνική λύση. Αντιθέτως, προσπαθεί και πάλι να εξαπολύσει έναν αιφνιδιαστικό πόλεμο στο Ντονμπάς, όπως έκανε ήδη το 2014 και το 2015. Θυμόμαστε πώς τελείωσαν τότε αυτά τα εγχειρήματα.
Σήμερα δεν περνάει σχεδόν ούτε μια μέρα χωρίς βομβαρδισμούς σε κατοικημένες περιοχές στο Ντονμπάς. Ένα μεγάλο τμήμα των στρατευμάτων χρησιμοποιεί συνεχώς επιθετικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, βαρύ εξοπλισμό, πυραύλους, πυροβολικό και συστήματα πολλαπλής εκτόξευσης πυραύλων. Οι δολοφονίες αμάχων, ο αποκλεισμός, η κακοποίηση των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, των γυναικών και των ηλικιωμένων, συνεχίζονται αμείωτα. Όπως λέμε εμείς εδώ, δεν υπάρχει τέλος στον ορίζοντα.
Και ο λεγόμενος πολιτισμένος κόσμος, του οποίου ως οι μοναδικοί εκπρόσωποι έχουν αυτοανακηρυχθεί οι δυτικοί συνάδελφοί μας, προτιμά να μην τα παρακολουθεί όλα αυτά, σαν να μην συμβαίνει καν όλη αυτή η φρίκη, η γενοκτονία στην οποία έχουν υποβληθεί σχεδόν 4 εκατομμύρια άνθρωποι, μόνο και μόνο επειδή διαφώνησαν με το υποστηριζόμενο από τη Δύση πραξικόπημα στην Ουκρανία το 2014, επειδή αντιτάχθηκαν στην υπερβάλλουσα κρατική επιλογή μιας πορείας προς τον επιθετικό εθνικισμό των σπηλαίων και τον νεοναζισμό. Οι άνθρωποι αυτοί αγωνίζονται για τα στοιχειώδη δικαιώματά τους, δηλαδή να ζουν στη δική τους γη, να μιλούν τη δική τους γλώσσα, να διατηρούν τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους.
Για πόσο καιρό ακόμη μπορεί να συνεχιστεί αυτή η τραγωδία; Για πόσο καιρό ακόμα μπορεί να γίνει αυτό ανεκτό; Η Ρωσία έχει κάνει τα πάντα για να διαφυλάξει την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και έχει αγωνιστεί επίμονα και υπομονετικά όλα αυτά τα χρόνια για την εφαρμογή της απόφασης 2202 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, της 17ης Φεβρουαρίου 2015, η οποία κατοχύρωσε τη δέσμη μέτρων του Μινσκ της 12ης Φεβρουαρίου 2015, προκειμένου να επιλυθεί η κατάσταση στο Ντονμπάς.
Δυστυχώς, όλα αυτά επί ματαίω. Οι πρόεδροι και οι βουλευτές της Ράντα αλλάζουν, αλλά η ουσία, ο επιθετικός, εθνικιστικός χαρακτήρας του ίδιου του καθεστώτος που έχει καταλάβει την εξουσία στο Κίεβο, δεν αλλάζει. Είναι εξ ολοκλήρου προϊόν του πραξικοπήματος του 2014, και όσοι πήραν τότε το δρόμο της βίας, της αιματοχυσίας και της ανομίας δεν αναγνώρισαν και δεν πρόκειται να αναγνωρίσουν άλλη λύση στο ζήτημα του Ντονμπάς εκτός από εκείνη με τη χρήση των όπλων.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ απαραίτητο να ληφθεί η εδώ και καιρό καθυστερημένη απόφαση για την άμεση αναγνώριση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ.
Ζητώ από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση της Ρωσικής Ομοσπονδίας να υποστηρίξει αυτή την απόφαση και στη συνέχεια να επικυρώσει τις συνθήκες φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας με τις δύο δημοκρατίες. Τα δύο αυτά έγγραφα θα ετοιμαστούν και θα υπογραφούν το συντομότερο δυνατό.
Απαιτούμε από αυτούς που κατέλαβαν και κατέχουν σήμερα την εξουσία στο Κίεβο να σταματήσουν αμέσως τις εχθροπραξίες. Διαφορετικά, όλη η ευθύνη για την πιθανή συνέχιση της αιματοχυσίας θα βαρύνει αποκλειστικά τη συνείδηση του καθεστώτος που κυβερνά στο έδαφος της Ουκρανίας.
Ανακοινώνοντας τις αποφάσεις που ελήφθησαν σήμερα, είμαι βέβαιος για την υποστήριξη των πολιτών της Ρωσίας, όλων των πατριωτικών δυνάμεων της χώρας.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
©️ Μετάφραση Θ.Παπαγεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου