Ο Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ «1821» ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ «ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ» – Εμμονές & Παραλογισμοί δυο αιώνων ιστορίας ως προς την αναγέννηση του Ελληνισμού
Στέργιος Π. Ζυγούρας
Ρήγας-Κοραής παρόντες, Καποδίστριας-Υψηλάντης απόντες. Οδησσός; Ανύπαρκτη. Η πρώτη απεικόνιση του συμβιβαστικού ιστορικού αφηγήματος ως προς τη δημιουργία του ελληνικού κράτους άφησε αδιατύπωτα καίρια ερωτήματα: Ποια ήταν η κοραϊκή συνεισφορά στην «Ξάνθεια ιδέα»; Πώς οι της Οδησσού «κατάφεραν» αυτό που ο Κοραής «δεν αποπειράθηκε»; Ποια ήταν η σχέση του Ρήγα με το σύμβολο της Επανάστασης του Υψηλάντη; Στον 20ο αιώνα η κατάσταση χειροτέρεψε. Οι μαρξιστές ιστορικοί θεώρησαν ως ομογενοποιημένο τον συμπληρωματικό χαρακτήρα της απεικόνισης. Εξέφραζαν αγανάκτηση για την καπηλεία της Επανάστασης του Κοραή από τον Καποδίστρια και για την μη άμεση επικράτηση του κοραϊσμού στο ελληνικό κράτος. Ο εγκλωβισμός των μη μαρξιστών από τον προηγούμενο αιώνα παγίωσε την ασυνάρτητη αφήγηση για την θεμελίωση της Ελλάδας. Αρκούμενοι στη «Μεγάλη Ιδέα», αδυνατούσαν να διαβάσουν ακόμα και το «Μετά το πεπρωμένον ανίσταμαι …» άνωθεν του Φοίνικα, ώστε να … εντοπίσουν εκεί την «μικρή ιδέα». |
Αν οι εμμονές και οι παραλογισμοί έχουν βοηθήσει στην παγίωση ενός πλασματικού ιστορικού κορμού για το 1821, υπάρχει εξήγηση ως προς την εμφάνιση και την ανθεκτικότητά τους:
Η περιγραφή της πορείας που οδήγησε στην επανάσταση και στη θεμελίωση του ελληνικού κράτους συνάντησε εξαρχής δομικά εμπόδια, καθώς αυτή δεν αφορούσε μόνο στην καταγραφή του παρελθόντος, αλλά και στην μελλοντική του προοπτική.
Το ταυτοτικό κουβάρι του 21 μπορεί να ξετυλιχτεί από το απλούστερο ερώτημα: Τι κράτος επιδίωξαν οι σχεδιαστές της επανάστασης; Από το ποιοτικό και το ποσοτικό στοιχείο, ευκολότερα μπορούμε να παρακολουθήσουμε το δεύτερο.
Πώς φτάσαμε στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»;
Η Εύβοια και τμήματα της Ρούμελης εντάχθηκαν μόλις και μετά βίας στα σύνορα του 1832. Αποκλείστηκαν η Κρήτη, η Σάμος και -κυρίως- τα Επτάνησα.* [Τα Επτάνησα δεν ήταν δυνατό να ενταχθούν στο κράτος του 1832. Τα αναφέρουμε επειδή έχει σημασία πότε και γιατί παραδόθηκαν στην Ελλάδα, πώς χρησιμοποιήθηκαν από το 1814 όταν πέρασαν στη Μ. Βρετανία και τι ρόλο έπαιξαν από το 1797.] Από το 1822 είχε de facto αποκλειστεί η Ήπειρος, άρα και η Θεσσαλία, ενώ στο διάστημα 1825-27 υπήρξε προσπάθεια αποκλεισμού όλης Ρούμελης. Ποιος ήταν ήταν άραγε ο αρχικός σχεδιασμός; Η Αθήνα φαίνεται προσδιορισμένη ως πρωτεύουσα από το 1812-13 μέσω των κωδικών ονομασιών «Ακαδημία» & «Μούσες» που φέρουν οι αντίστοιχες φιλεκπαιδευτικές Εταιρείες. Το 1815 ο Περραιβός προσθέτει στο ήδη γνωστό του έργο για το Σούλι και την Πάργα (δηλ. για την εν Ηπείρω ναυαγήσασα προεπαναστατική φάση επί Επτανήσου Πολιτείας) την Επιτομή περί της των Αθηναίων Πολιτείας. Το 1857, στον πρόλογο της επανέκδοσης, λέει ότι είναι περιττή η επανάληψη της ιστορίας της Αθήνας. Αρκετοί πίστευαν τότε ότι η Κωνσταντινούπολη δεν θ’ αργούσε να γίνει πρωτεύουσα. Η Πόλη είχε εμφανιστεί ως επαναστατικός στόχος με αντίστοιχα συμβολικό τρόπο: Momartz – Βοσπορομαχία (1752), Ι.Κ. – Έρωτος αποτελέσματα (1792), Ρήγας – Επιπεδογραφία της Κωνσταντινουπόλεως (1796), Α. Ι. Μαυροκορδάτος – Βόσπορος εν Βορυσθένει (1810). Το «υψηλαντικό σχέδιο του 1820» προέβλεπε μεν κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, αλλά οι σχεδιαστές του δεν ήταν αιθεροβάμονες. Θεωρούσαν εφικτά μόνον τα χερσαία σύνορα του Ολύμπου. Για την κοραϊκή πλευρά η Κων/πολη ήταν η πρωτεύουσα των ξεπεσμένων Γραικορωμαίων αυτοκρατόρων και η έδρα ενός οθωμανού υπηρέτη: του Πατριάρχη. Επίσης, για την κοραϊκή πλευρά η εξίσωση «Μακεδονία=Ελλάδα» θεωρείτο casus belli: το προς αναβίωση ελληνικό κράτος ήταν αυτό που κατέλυσαν οι Μακεδόνες τύραννοι.
Το Ναυαρίνο δεν οδήγησε τον Σουλτάνο στην αποδοχή της Ιουλιανής Συνθήκης. Το έκανε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος 1828-29, δικαιώνοντας την πρόβλεψη της υψηλαντικής προκήρυξης του 21 ως προς την ρωσική επέμβαση – καταλύτη, που άργησε 7 χρόνια. Τραγική ειρωνεία: ο Μαρξ το αναγνώρισε, η Ελλάδα δεν το κατάφερε ακόμα. |
Το ότι η Ήπειρος και η Θεσσαλία βρίσκονταν στά άμεσα σχέδια της Επανάστασης φαίνεται από το τριμερές ομοσπονδιακό κυβερνητικό σχέδιο που ξεκινά να εφαρμόζεται πριν την Α΄ Εθνοσυνέλευση, βεβαιώνεται όμως και από τον τσάρο Αλέξανδρο που το συζητά ανοήτως με την Αγγλία και τη Γαλλία ακόμα και το 1824. Σύμφωνα μ’ αυτό το σχέδιο οι δυο χώρες θα είχαν στην επιρροή τους τις ζώνες Ήπειρος-Δ. Στερεά και Θεσσαλία-Αν. Στερεά αντίστοιχα· η Ρωσία θα είχε την Πελοπόννησο. Ματαίως διεκδικεί τα σύνορα αυτά ο Καποδίστριας για τελευταία φορά το 1829, παρότι, τον Σεπτέμβριο, στην πλέον ευνοϊκή στιγμή για την Επανάσταση, ο Wellington της ρωσοφοβίας προβληματίζεται ακόμα και για την Κων/πολη. Η πλέον αρνητική εξέλιξη ως προς το εδαφικό συνέβη το 1822 στην Δ. Ελλάδα: το Σούλι είχε ανακτηθεί από τον Αλή πασά χωρίς πόλεμο, όμως μετά την ήττα στο Πέτα, εγκαταλείφθηκε. Το 1823 τερματίζεται στο Άστρος η ομοσπονδιακή προοπτική, οπότε η Επανάσταση λήγει ως προς το εδαφικό της Χέρσου Ελλάδος. Αμέσως ξεκινά -μέσω Αγγλίας- η μάχη για την πολιτική επικράτηση στο ένα και μοναδικό διοικητικό σχήμα. Ήδη έχουμε ένα πρώτο σημαντικό συμπέρασμα: Μέχρι το 1823 η εσωτερική σύγκρουση βρισκόταν υπό έλεγχο, επειδή οι τρεις τοπικές διοικήσεις ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους, ενώ στην κεντρική [ομοσπονδιακή] διοίκηση η εξουσία ήταν ισομερώς κατανεμημένη. Την Κυβέρνηση ήλεγχε η νεωτερικότητα, την Βουλή η παράδοση και αποφάσεις παίρνονταν μόνον όταν τα δυο Σώματα συμφωνούσαν. Ας δούμε αναλυτικότερα πώς ο ποσοτικός επαναστατικός στόχος συνδέεται με τον ποιοτικό.
… délivrer à prèsent jusqu’à Théssalonique
Στα κείμενα που ο Νικόλαος Υψηλάντης ξεκίνησε να γράφει μεταξύ 1822-27 ως απάντηση στις βαριές κατηγορίες κατά των Υψηλαντών, εξηγεί τους ποσοτικούς επαναστατικούς στόχους: «πρόκειται προς το παρόν να ελευθερώσουμε την αρχαία Ελλάδα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, καθώς η μονομιάς κατάληψη ολόκληρης της αυτοκρατορίας είναι ανέφικτη». Σύμφωνα με όλους ανεξαιρέτως τους πρωταγωνιστές, η Επανάσταση αναδημιουργούσε την αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό ζήτημα ήταν η καρδιά της ευρωπαϊκής αναγέννησης / επανελλήνισης της Ευρώπης. Για τους ευρωπαίους, επαναστατούσαν οι απόγονοι εκείνων των οποίων τις βάσεις ακολουθούσαν από τον 15ο αιώνα. Όμως η ελλιπής πληροφόρηση του παρασκηνίου ήταν τέτοια, ώστε πολλοί δυτικοί εθελοντές/μισθοφόροι φτάνοντας επιτόπου, εκπλήσσονταν με την απουσία χλαμύδας στη Ρούμελη και στον Μωρηά. Σε κεντρικό επίπεδο όμως, δεν υπήρχαν παρανοήσεις. Μόνο ηθελημένα ψέματα. Καλοήθη ή κακοήθη. Το 1830 δυτικές φωνές έλεγαν «η Επανάσταση πέτυχε, η Ελλάδα δημιουργήθηκε, παρότι είναι ζήτημα αν όλα αυτά έγιναν από Έλληνες», όπερ μεταφραζόμενο σήμαινε: καθίστε φρόνιμα, μη ζητάτε πολλά, γιατί κι αυτό που κατακτήσατε δεν σας ανήκει ολοκληρωτικά· δεν είστε απόγονοι αρχαίων Ελλήνων. Είστε Σλάβοι, Αλβανοί, επήλυδες και απόγονοι επιμειξιών σε μεγάλο βαθμό. Μεταφέροντας την συλλογική ταυτότητα από τον εγκέφαλο στο αίμα, κάποιοι εκπρόσωποι των εγγυητών του έθνους-κράτους εκφράζοταν απειλητικά, για πρώτη φορά δημόσια. Μερικά από τα ερωτήματα που δεν τίθενται: Ο ελληνισμός της αρχαιότητας που αποτελούσε βάση επιστημών και ιδεών ήταν εθνικός; Ο Βούλγαρις, οι Ζωσιμάδες, ο Ψαλίδας, ο Ρήγας, ο Γεννάδιος, οι Μαυροκορδάτοι, οι Επτανήσιοι αριστοκράτες … είχαν εθνική πρόσληψη του ελληνισμού; Η εμφάνιση των Byron, Κολοκοτρώνη, Δικαίου με περικεφαλαία, αποτελούσε ατομική φαντασίωση αναβίωσης ελληνόγλωσσου κράτους; Ο Guilford, επίτημος πρόεδρος των Μουσών και βαπτισμένος ορθόδοξος, κυκλοφορούσε με χλαμύδα συμφωνώντας να φτάσει ο ναύαρχος Cochrane -όπως έλεγε το 1825 η London Greek Committee- στην Κωνσταντινούπολη και να κάψει τον οθωμανικό στόλο; Ποια σχέση είχε ο Ηρακλής, ο Όμηρος, ο Αριστοτέλης, ο Θεμιστοκλής με την χριστιανική ταυτότητα των Ρωμηών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας; Μήπως η αρχαιότητα δεν είχε ενιαίο αποσυμβολισμό και πολιτικό ζητούμενο για όλους, όπως δείχνουν και οι δυο τελείως αντίθετες απόψεις για τον Μ. Αλέξανδρο; Ο Αλέξανδρος και η Κωνσταντινούπολη μαρτυρούσαν υπερεθνική πρόσληψη-στόχευση του ελληνισμού, ενώ η Αθήνα είχε -για ορισμένους μόνο- την ακριβώς αντίθετη, εθνική στόχευση. Η πλευρά αυτή δεν εστίαζε μόνο στον περιορισμένο εδαφικό στόχο Αθήνας & Σπάρτης, αλλά και στο πολίτευμα της πρώτης που το είχε ταυτίσει με τον ποιοτικό στόχο. Κι αυτό αντέφασκε ακόμα και με το ότι ο στόχος Αθήνας-Σπάρτης γινόταν Κόρινθος-Σπάρτη, εξαιρώντας τελείως την Στερεά Ελλάδα από τα εδαφικά όρια του επιδιωκόμενου γραικικού κράτους (La Grèce).
Το ποιοτικό στοιχείο είχε να κάνει όχι μόνο το πολίτευμα αλλά και με την ταυτότητα των επαναστατημένων. Ποιοι «Έλληνες»; Οι ταυτιζόμενοι με τους ορθοδόξους, ανεξαρτήτως γλώσσας ή εκείνοι οι ελληνόφωνοι της Πόλης, τους οποίους κατήγγειλε μια χιλιετία πριν ο βαπτισμένος φραγκικός άξονας ως αιρετικούς; Αν ίσχυε το πρώτο, είναι ολοφάνερο ότι αυτόματα προέκυπτε ένα μείζον ευρωπαϊκό θέμα που αφορούσε στις τρεις ήδη διαμορφωμένες «κατηγορίες χριστιανών». Δεδομένο είναι ότι ο Υψηλάντης κάλεσε σε έγερση τους Ορθόδοξους, ταυτίζοντάς τους με τους Έλληνες. Το πολίτευμα αποτέλεσε το βασικό σημείο τριβής πριν και μετά το 21. Από το 1835, το ποιοτικό στοιχείο επανασυνδέεται με το ποσοτικό, καθώς ο Όθων, που μόλις είχε αναλάβει, δεν είχε δεδομένη την λύση στο πρόβλημα «ποιοι είμαστε και πού βαδίζουμε;». Κρίσιμη Πολιτειακή διευθέτηση επιχειρήθηκε το 1833 -επί αντιβασιλείας- προκαλώντας την επέμβαση Ρώμα-Κολοκοτρώνη. Μοιραία, το θέμα «ποιοι Έλληνες;» έγινε πρόβλημα προσδιορισμού της εταιρικής ταυτότητας. Το 1834 ο Φιλήμων αποπειράθηκε να εξηγήσει τι δεν ήταν και τι ήταν η Φιλική Εταιρεία. Το επόμενο έτος, ο αποφυλακισμένος Κολοκοτρώνης του έδωσε ένα γερό χαστούκι. Πιθανότερη ερμηνεία γι’ αυτό είναι «πολλά λες, σπας το νόμο της σιωπής». Ο Όθων γνώριζε την Επανάσταση από τον πατέρα του, αλλά αυτό δεν έφτανε. Πάσχιζε να συλλέξει τεκμηρίωση για την Εταιρεία η οποία, κατά τα λεγόμενα, είχε αναλάβει να συνενώσει τους Έλληνες σε ένα αδιάσπαστο σώμα. Όσα κείμενα της εποχής σώζονται (εντός ή εκτός της Βιβλιοθήκης του Όθωνα) έχουν ένα κοινό σημείο: αδυνατούν να τεκμηριώσουν την ίδρυση και διαφωνούν μεταξύ τους για θέματα που δεν οδηγούν σε ιδεολογικές ή ταυτοτικές διαφοροποιήσεις. Οι εξελίξεις δεν μπορούσαν να αργήσουν άλλο. Το 1837 ο Ξάνθος απάντησε «ιδιωτικά» στο δίδυμο Φιλήμων-Αναγνωστόπουλος.
Η διεύρυνση του ελληνικού βασιλείου και η υπό όρους αναγνώριση του ελληνικού ρωμαϊσμού (βλ. «Βυζάντιο») ως προγόνου του, απαιτούσε μια διεθνή παρασκηνιακή συμφωνία, αντίστοιχη μ’ αυτήν της Βιέννης το 1814. Για να γίνει κάτι τέτοιο, έπρεπε να ομονοήσουν (να το ζητήσουν από κοινού) οι δυο πλευρές των Ελλήνων που συγκρούστηκαν με σφοδρότητα στο διάστημα 1816-1832 για το είδος και την προοπτική του κράτους. Έπρεπε να συμφωνήσουν σε μια κοινή ιστορία. Αναγκαστικά, η «κατάπαυση του πυρός» θα στηριζόταν στη συσκότιση των Κοραή-Καποδίστρια, στην μεταποίηση/εξαφάνιση της αιτίας των συγκρούσεων κι σ’ έναν κοινώς αποδεκτό ιδρυτικό-εταιρικό μύθο. Ό,τι δίχασε, έπρεπε να εξαφανιστεί ή να σκεπαστεί.
Με την παρασκηνιακή συμφωνία παράδοσης – νεωτερικότητας επί απόλυτης μοναρχίας αποκτήσαμε εξαρχής μια προβληματική επίσημη ιστορία. Ξεκίνησε επί κοινοβουλευτικής μοναρχίας από τον Κων. Παπαρρηγόπουλο και ολοκληρώθηκε μετά την ένταξη της Θεσσαλίας (1881). Το περιπεπλεγμένο και αποσιωποιημένο «1821» πάτησε πάνω στην ήδη ενταφιασμένη περίοδο Ρήγα-Επτανήσου Πολιτείας. Εφόσον το πρώτο ελληνικό κράτος (1800-07) σβήστηκε από την ιστορία, δεν υπήρχε περίπτωση να περιγραφεί με σχετική ακρίβεια όχι μόνον η πορεία 1813-20, αλλά ούτε και οι μεταγενέστερες, ομαδικές συγκρούσεις (1824, 1830, 1832, 1839 …). Ελάχιστοι συγγραφείς απομνημονευμάτων ή ιστορικών επισκοπήσεων και μόνο με μια απλή αναφορά παραδέχθηκαν την σύγκρουση Φοίνικα-Αθηνάς που έγινε ορατή τον Φεβρουάριο του 1821 στο μολδαβικό Ιάσιο, συνεχίζοντας την διαρκή σύγκρουση μεταξύ παράδοσης-νεωτερικότητας. Αόρατη συνέχισε να είναι η αναταραχή που επικράτησε μέχρι την νομιμοποιημένη εμφάνιση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αόρατη και η υπονόμευσή του από τις δυνάμεις της Αθηνάς πριν και μετά τον Φεβρουάριο 1821. Αόρατες συνέχισαν να είναι και οι συνθήκες που οδήγησαν τον Καποδίστρια να παραιτηθεί πρόωρα υπέρ του Υψηλάντη από μελλοντικός ηγέτης του κράτους, με τους επίλεκτους -της Αθηνάς- αντικαποδιστριακούς να υποστηρίζουν με πάθος τον πρώτο στη θέση του δεύτερου (sic!). Η πίεση που ασκήθηκε στην Πελοπόννησο από την αρνητική ευρωπαϊκή υποδοχή του Υψηλάντη και η «αποτυχία – εξαφάνισή του» έδωσε την ευκαιρία στην Αθηνά να διαφοροποιηθεί από τον υψηλαντικό Φοίνικα και το «Εν τούτω νίκα», θεμελιώνοντας και πρακτικά τη θολότητα στο «ποιος επαναστάτησε και γιατί». Το 1822 είχαμε και «Έτος Α΄» και «χριστιανούς» στα επίσημα επαναστατικά κείμενα. Η πορεία 1823-27 ήταν τέτοια, ώστε αντί να ξεκαθαριστεί η κατάσταση, δημιουργήθηκαν ανάγκες περαιτέρω συσκότισης. Πριν ακόμα εμφανιστεί ο Καποδίστριας στο Ναύπλιο, με κοινή παραδοχή Φοίνικα και Αθηνάς, η λαϊκή Οδησσός επιλέχθηκε να παραστήσει την ατμομηχανή του επαναστατικού συρμού. Η μοναδική διαφωνία (ως προς το ακριβές σχήμα της) ελάχιστα βοηθούσε στην αποκάλυψη της πραγματικότητας και ο Φιλήμων, προσέφερε μεν πολύτιμες υπηρεσίες σε βάθος χρόνου και πέρα από την «Φιλική Εταιρεία», παραιτήθηκε δε, πριν το έργο του φτάσει στα μισά του δρόμου, όταν το 1862 είδε ότι η ισορροπία των τριών υπογραφών στο Λονδίνο (1827) ανατρεπόταν οριστικά. Ναυάγησε έτσι η μοναδική ιστορία που θα έδινε ένα μικρό παράθυρο φωτισμού των πραγματικών γεγονότων, το δε Αρχείο Ι. Φιλήμονα υπέστη ποικίλες συλήσεις, όταν μεταφέρθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Προς τα τέλη του αιώνα φτάσαμε στην πρώτη εθνική αφήγηση του 21. Παρότι ατεκμηρίωτη στη θρυλούμενη αυτοδημιουργία της, η Οδησσός έγινε αναπόσπαστο τμήμα της αφήγησης. Όλα αμφισβητήθηκαν στη συνέχεια, εκτός απ’ αυτήν. Και σ’ αυτήν την Οδησσό προσκολλήθηκε ένας ορισμός της ελληνικής διαχρονίας.
Ένα πλασματικό 21 υπηρετεί μια πλασματική ευρωπαϊκή ιστορία
Ο μέσος όρος του ελλαδικού αφηγήματος κορυφώνει το αδιέξοδό του στον 20ο αι., όταν οι δυο πλευρές συμφωνούν στο ότι υπήρξε εθνική επανάσταση, όπου «έθνος» είναι η πολιτική ομάδα που ορίζεται με βάση την γλώσσα και με το «θρήσκευμα» ως επί μέρους πολιτισμική παράμετρο. Τα τεράστια κενά και οι αντιφάσεις δεν ήταν ποτέ δυσδιάκριτα. Όταν όμως το ιστορικό πόρισμα προκαθορίζεται από τον 19ο αιώνα, όταν η δυνατότητα διεύρυνσης του ελληνικού βασιλείου πατά πάνω στη συμφωνία επί της οποίας θα στηριχτεί ο Παπαρρηγόπουλος, όταν στην Ελλάδα επικρατεί διαρκής πόλωση, όταν εθνικές καταστροφές και απειλές για τα χειρότερα διαδέχονται και τους δυο παγκόσμιους πολέμους, τότε οι λογικές διέξοδοι των ιστορικών φράζουν ποικιλοτρόπως. Μερικά στοιχεία τα οποία ανέδειξε ή αποσιώπησε το εθνικό αφήγημα:
- Η αποσιώπηση της ρωσο-αυστριακής συμφωνίας για εκδίωξη των Οθωμανών από τα ευρωπαϊκά εδάφη (ξεκινά να υλοποιείται το 1787, τερματίζεται ανεπιτυχώς το 1792) ευνοεί την «φυσική» εμφάνιση μιας εθνικής επιδίωξης σχετιζόμενης με τον αντιχριστιανικό διαφωτισμό και όχι με την πάγια βρετανική άρνηση σε μια υπερεθνική επιδίωξη των ευρωπαίων χριστιανών. Η δυσκολία ένταξης του Ρήγα σε μια τεκμηριωμένη υπερεθνική ιδέα εξαφανίζεται μέσω του δογματισμού. Το 1805 ο Ναπολέων υποχρεώνει τον Αυστριακό αυτοκράτορα να αποποιηθεί τον τίτλο του αρχηγού των Γερμανών χριστιανών: ακόμα μια αποσιώπηση, που συμβαίνει εν μέσω των κοραϊκών πανηγυρισμών και προτροπών προς τους Γραικούς χριστιανούς.
- Η «Ελληνική Νομαρχία» αποσυσχετίζεται από την Επτάνησο Πολιτεία και σχετίζεται με το 21. Τα πολυάριθμα κείμενα της περιόδου αποσιωπώνται, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση όχι μόνο της αντίθεσης μεταξύ εθνικού και υπερεθνικού ελληνικού στόχου, αλλά την πλήρη εξαφάνιση του πρώτου, διεθνώς αναγνωρισμένου ελληνικού κράτους.
- Η σχέση φωτισμού-επαναστατισμού για το 21 εντοπίζεται στην τετράδα της Οδησσού. Όχι στους «Φίλους των Μουσών». Όχι σε πολυάριθμες προσωπικότητες πριν και μετά τον Ευγένιο Βούλγαρι, ούτε στο δίπολο «Καποδίστριας-Κοραής». Οι προαναφερθέντες εξαιρούνται από την πολιτική επιδίωξη· εμφανίζονται να προωθούν έναν μελλοντικώς αξιοποιήσιμο ή ανεφάρμοστο φωτισμό. Αν είναι έτσι, τότε, πόθεν φωτίστηκε η ιδέα του Ξάνθου;
- Εύκολα μιλάει κάποιος για μια «εθνογένεση του 21», ακόμα και όταν προβάλλει την κοινώς αποδεκτή εικόνα Ρήγα-Κοραή στην οποία η Ελλάς ανίσταται «μετά το πεπρωμένον και εκ του ολισθίματος ισχυροτέρα» (αποκορύφωμα: ο κρατικός τραγέλαφος του 2021).
- Επί έναν αιώνα υποστηριζόταν με πάθος (στην Ελλάδα) η θεωρία της αστικής επανάστασης, παρότι η αστική τάξη ήταν απολύτως ανύπαρκτη. Αυτό είχε πρωτοεμφανιστεί σε δυτικά αφηγήματα που μυθοποιούσαν το 1789, ταυτίζοντάς το με το 1793. Η περιθωριοποίηση της ταξικής θεωρίας έφερε στο προσκήνιο μια λογικότερη διαφωνία: «ποιο έθνος επαναστάτησε το 21;». Ωστόσο, ουδέποτε αναδείχθηκε το ερώτημα «πώς είναι δυνατόν να υπάρχει αβεβαιότητα στο επαναστατικό υποκείμενο;».
- Ακόμα και σήμερα, αρκετοί διαπιστώνουν μια λαϊκή / δημοκρατική επανάσταση, παρότι η Οδησσός όχι μόνον δεν παρουσίασε αντίστοιχα τεκμήρια, αλλά ούτε καν τεκμήρια ίδρυσης-αυτόνομης ύπαρξης στο διάστημα 1814-1818. Το κενό καλύπτεται από έναν αφηγητή που αγωνίζεται να ικανοποιήσει τον εικονικό στόχο κι έναν αστείο εταιρικό κατάλογο που πρωτοδημοσιεύεται το 1937, ενώ το λοιπό (;) αρχείο Σέκερη εμφανίζεται 30 χρόνια μετά. Ο Ξάνθος θεωρείται επαναστατικός παράγοντας, παρότι μετά την «ίδρυση της Εταιρείας» ασχολείται αποκλειστικά με την δημιουργία οικογένειας. Θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για την ανάδειξη του Υψηλάντη, ενώ τον Φεβρουάριο του 21 απαντά στην κλήση του ότι ο δρόμος από το Ισμαήλ για το Κισινόφ έχει πολύ χιόνι. Ο Υψηλάντης επικαλείται 600.000 υπογραφές που τον καλούν να ηγηθεί του έθνους, ο Ξάνθος διαθέτει κατάλογο 134 εταιρικών μελών. Η κορύφωση του δράματος γίνεται το 2014, όταν ολοκληρώνεται η δημοσίευση του Αρχείου Ξάνθου. Η ιστορική κοινότητα βουβή παρακολουθεί την επιβεβαίωση της εκβιαστικής αυτολογοκρισίας του 1845. Ούτε καν οι επιμελητές της έκδοσης σημειώνουν τις διαφορές μεταξύ πρωτότυπου και έκδοσης 1845. Ίσως επειδή θα κατέληγαν στις πιέσεις που ασκήθηκαν στον Ξάνθο από το 1826. Την χρονιά εκείνη ο Καποδίστριας υπέγραφε και «επίσημα» (ενώπιον των συμμάχων) την αυτοεξαίρεσή του από την οργάνωση της Επανάστασης, προκειμένου να του επιτραπεί να καταλάβει την θέση του εξαφανισμένου Υψηλάντη. Παρότι το κείμενο παρουσιάστηκε πολύ αργότερα ως «Αυτοβιογραφία», οι εθνικοί μαρξιστές δεν ησύχαζαν. Από το 1962 ο Δημαράς εξάλειψε και την δήλωση του Καποδίστρια για τον φαινομενικό χαρακτήρα της Φιλομούσου Εταιρείας των Αθηνών, από φόβο μήπως και η Βιέννη καταστεί ύποπτη αντίστοιχου χαρακτήρα.
- Η διεθνής πολιτική εμφανίζεται αιφνιδιασμένη και εκ των υστέρων σπεύδουσα στην ελληνική υπόθεση. Ο «φιλελληνισμός» θεωρείται έκφραση υποστήριξης σ’ ένα εθνικό κίνημα. Όμως, το αίτημα του «επανελληνισμού» που έχει οριστικοποιηθεί στη Δύση το 1438 και εξελίσσεται ως τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο έχει υπερεθνικό χαρακτήρα. Ο «εθνικός ποιητής» Σολωμός μιλά μόνον για υπερεθνικό ελληνισμό. Ακόμα και ο επιβληθείς ως εθνικός αφηγητής, Ξάνθος, μιλά για υπερεθνική εταιρική προϊστορία και στηρίζει την δράση του στις «δυσμενείς αποφάσεις» της Βιέννης. Γι αυτό το λόγο, η πραγματική Βιέννη παραμένει στην αφάνεια και στον άξονα της δήθεν κοινής στάσης των Ευρωπαίων σε σχέση με την πολιτική των Ιακωβίνων, του Διευθυντηρίου & του Βοναπάρτη.
- Η φανερή επέμβαση της Αγγλίας (1823) και της Γαλλίας (1825) έγινε πάνω στον άξονα της αλληλεγγύης χριστιανών προς χριστιανούς. Αυτό παραλείπεται, κυρίως όμως παραλείπεται τι πραγματικά σημαίνει, γιατί δεν έγινε νωρίτερα, ποιο ήταν το αντίτιμο, γιατί η Ρωσία δεν έκανε το ίδιο από το 1821 και πότε-πώς-γιατί προσχώρησε η Ρωσία στις επεμβαίνουσες δυνάμεις. Η Αυστρία δαιμονοποιείται και εξαιρείται τα γερμανικά κράτη δεν εξετάζονται, η London Greek Committee παραμένει στο σκοτάδι και ο φιλελληνισμός αξιολογείται σε κρατικά στεγανά.
- Τα πυκνά και άκρως αντιφατικά γεγονότα 1820-21 σε Ρωσία-Ηγεμονίες παραλείπονται, με τον Υψηλάντη να μετεωρίζεται δαφνοστεφανωμένος ή ως ηγέτης με πολιτική-στρατιωτική-διανοητική ανεπάρκεια. Τον επιθανάτιο όρκο του ότι εκτελούσε σχέδιο του Καποδίστρια με σφραγίδα του τσάρου θα υποβαθμίσει ακόμα και ο Ι. Φιλήμων.
- Με κορυφαίες τις αγγλόφωνες μαρτυρίες και τα θεσμικά αρχεία της περιόδου 1821-31, η αξιοποίηση των πηγών για το 21 παραμένει σε χαμηλό επίπεδο μέχρι σήμερα. Και μόνο η κατάδειξη του απίστευτου όγκου τους θα ήταν ικανή να φανερώσει ότι το «εθνικό» ζήτημα του ελληνικού «κρατιδίου» αποτέλεσε το κορυφαίο πολιτικό πρόβλημα του 18ου και του 19ου αιώνα.
Ο αλεξιπτωτιστής Καποδίστριας
- Πώς κυβέρνησε σε σχέση με ποια προεπαναστατική συμφωνία;
- Πώς κυβέρνησε στην επανάσταση τίνος;
- Ότι κυβέρνησε την επανάσταση και όχι ένα δημιουργημένο κράτος όπως πολλοί πιστεύουν
Η συσκοτισμένη περίοδος 1797-1814 θα έδειχνε ποια τάση υπηρετούσε ο Καποδίστριας και πώς αυτή εργαζόταν παλαιόθεν. Πολλοί ξεχνούν ότι ο «αλεξιπτωτιστής», προσπαθούσε από το 1803, ως υπουργός της Επτανήσου, να αμβλύνει τις αντιδράσεις των ριζοσπαστών και να ενοποιήσει τις ομάδες των έναντι ευρισκόμενων κλεφταρματολών. Ταυτόχρονα, εργαζόταν υπέρ της ελληνικής παιδείας και συγκροτούσε ομάδες κοινωνικής δράσης με σημεία αναφοράς τους «Φίλους» και τις «Μούσες». Ξεχνούν ότι ο Καποδίστριας τίθεται σε παρακολούθηση το 1811, μόλις πρωτοεμφανιστεί στη Βιέννη ως άγνωστο πολιτικό πρόσωπο άνευ χαρτοφυλακίου, ενώ αδιάκοπα συντάσσει υπομνήματα προς τον τσάρο για την κατάσταση στον ορθόδοξο χώρο. Ξεχνούν να διαβάσουν το κωμικοτραγικό έγγραφο της 22/9/1818 στο οποίο στηρίζει την ίδρυσή της η Φιλική και το οποίο υποστηρίζει τον Καποδίστρια ως πρόεδρο 9μελούς διοικητικού σχήματος μέσω προσώπων οι οποίοι δεν έχουν ακόμα υπογράψει. Ξεχνούν να ελέγξουν την αξιοπιστία της «υπόθεσης Γαλάτη» ως προς όσα λέει το 1826. Ξεχνούν ότι ο Καποδίστριας μετέχει στις μυστικές υπηρεσίες της ρωσικής πολιτικής και από το 1816 προΐσταται του δικτύου των πρέσβεων της Ρωσίας στον επίμαχο οθωμανικό χώρο, που ο ίδιος έχει τοποθετήσει. Ξεχνούν την επίσκεψη στην Κέρκυρα και όταν τη θυμούνται, ερμηνεύουν το κείμενό του ως προτροπή αποφυγής της Επανάστασης. Ξεχνούν ότι ο Καποδίστριας εμφανίζει ισχυρές ενδείξεις ή τεκμήρια σχεδιασμού ενός ελληνο-οθωμανικού πολἐμου που ξεκίνησε το 1820 και όχι το 1821. Ξεχνούν ότι χωρίς τον Αλή πασά δεν υπήρχε η παραμικρή προοπτική επιτυχίας και ότι ο πασάς δεν έτυχε να κηρυχθεί φερμανλής από τον Σουλτάνο την στιγμή που ο Υψηλάντης έπαιρνε το χρίσμα στην Μόσχα. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Η ευρεία βάση του προβλήματος «αλεξιπτωτιστής Καποδίστριας»
Σταδιακά, χάριν της εθνικής ενότητος, ο ιστορικός προκρούστης έσβησε ή μεταποίησε κεφάλαια της περιόδου 1750-1850. Η τομή του 1922 αποτέλεσε μια ταφόπλακα στην πλημμελή -ως τότε- προσπάθεια της παράδοσης να δείξει ότι η κοραϊκή πλευρά απλώς σύρθηκε σε μια επανάσταση την οποία δεν επιθυμούσε, παρά μόνον περί το 1850, οπότε θα είχε -όπως πίστευε- την πλειοψηφία της ελίτ με το μέρος της. Ως το 1922, την μειωμένη δυνατότητα της παράδοσης επηρέαζε κυρίως το συμβόλαιο της καποδιστριακής σιωπής και η προοπτική της Μεγάλης Ιδέας. Μάλλον δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι με την συνειδητή αλλοίωση του 21 στον 19ο αιώνα, ο ελληνισμός υποθήκευσε το ιστορικό του παρελθόν χάριν της ευόδωσης του μέλλοντος. Η καταστροφή του 1922 απομάκρυνε κάθε ιδέα ιστορικής αποκατάστασης. Στον μεσοπόλεμο και κυρίως μετά το 1950 η καπήλευση της ιστορίας από την νεωτερικότητα απέκτησε νέα δυναμική, με ευθύνη και της αυτοπαγιδευμένης παράδοσης. Δύο είναι τα βασικά θέματα που η ιστορία όλων των αποχρώσεων εξαφανίζει ως προς το 1821:
- Την διαρκή σύγκρουση & συνεργασία Ρωσίας-Βρετανίας που διαμορφώνει το ευρωπαϊκό τοπίο αλλά και την υπόσταση της ελληνικής υπόθεσης: ήταν εθνική ή υπερεθνική; Αν η Ρωσία κρύβει την πολιτική της ως προς το ελληνικό ζήτημα, η Βρετανία το κάνει στον υπερθετικό βαθμό. Το 1807 η σύγκρουση των δυο τάσεων της ελληνοφωνίας συνεχίζεται πάνω στα ερείπια του α’ ελληνικού κράτους. Τα Επτάνησα, παραχωρούνται ξανά στο Ναπολέοντα υπό προοπτικές αντιοθωμανικής γαλλορωσικής συνεργασίας, όμως γρήγορα καταλαμβάνονται σταδιακά από τη Μ. Βρετανία, στο πλαίσιο της γαλλοβρετανικής σύγκρουσης. Το Επτανησιακό κράτος είχε δημιουργηθεί το 1800 με τη σύμφωνη γνώμη της Μ. Βρετανίας. Η αποκατάστασή του όμως δεν έρχεται όταν οι Γάλλοι ξαναφεύγουν. Από το 1814 η Μ. Βρετανία κρατά τα νησιά και τα χρησιμοποιεί ως προπύργιο αντεπαναστατικής πολιτικής μέχρι τα τέλη του 1822. Προκύπτει, συνεπώς, ένα θέμα: αν η Βρετανία το 1800 είχε συναινέσει μόνο από αντίδραση προς το Ναπολέοντα και αν είχε διαφορετική στάση απ’ αυτόν, τόσο ως προς το εθνικό κράτος του αστικού κώδικα (που δεν εφαρμόστηκε στα Επτάνησα), όσο και ως προς τις εξελίξεις στον ορθόδοξο χώρο. Η περίοδος 1800-1814 είναι πλούσια σε στοιχεία. Αλλά αυτά θάβονται μαζί με τη Βιέννη του 1814, όπου συγκροτείται αντιρωσικός άξονας, με την ηττημένη (και «παλινορθωμένη») Γαλλία να βρίσκεται στο πλευρό της Αγγλίας. Ο εξαναγκασθείς σε αποχώρηση από τη Ζάκυνθο το 1820 Διονύσιος Ρώμας, όχι μόνον επιστρέφει το 1824, αλλά αναλαμβάνει από τον επόμενο χρόνο -με τις ευλογίες των Άγγλων- την διοίκηση του αγώνα και την δρομολόγηση των πολιτικών εξελίξεων μέχρι την εμφάνιση του Καποδίστρια, τον οποίο η Αγγλία έκανε το παν για να αποφύγει. Παρά τα όσα λέγονται για αλλαγές πολιτικής ανάλογα με τους υπουργούς εξωτερικών ή τους πρωθυπουργούς, η αγγλική στάση παραμένει σταθερή ως προς το «ελληνικό ζήτημα». Διέπεται από το δόγμα «ή εμείς ή κανείς». Αυτό που αλλάζει είναι ο τύπος. Η ουσία ελάχιστα μεταβάλλεται. Τα Επτάνησα παραδίνονται στους Έλληνες μόνον όταν η Ιουλιανή Συνθήκη του 1827 de facto ακυρώνεται: τo 1862 η Ρωσία εγκαταλείπει πλήρως την Ελλάδα ως προστάτιδα δύναμη. Άρα, ως προς το 1821: έχουμε μια «προτρέχουσα» Μ. Βρετανία, αφού πάνω στη «δική της Εταιρεία» (των Αθηνών) κάνει τη συμφωνία «συνεργασίας» ο τσάρος το 1814 στη Βιέννη· έχουμε και μια «ανήξερη» Ρωσία από την οποία εξέρχεται ο Υψηλάντης. Την συνεργασία εισηγείται στη Βιέννη ο Καποδίστριας και σύντομα, ο Κοραής βρίσκει λόγο να εκνευριστεί απ’ αυτήν. Κι ενώ το 21 ο Σουλτάνος καταδικάζει τον Πατριάρχη ως βασικό μέτοχο της Επανάστασης, ταυτόχρονα δεν εμπιστεύεται την Αγγλία, την μόνη που απείχε από την Ιερά Συμμαχία και προσφέρθηκε να καταπνίξει την Επανάσταση με δικές της δυνάμεις. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι στα μάτια του Σουλτάνου η Αγγλία είναι η δεύτερη ύποπτη πολιτικής κάλυψης της Ελληνικής Επανάστασης μετά την Ρωσία και το ερώτημα είναι αν η Πύλη πείστηκε μόνο από τις φήμες που διέσπειραν οι Πελοποννήσιοι, ή κατείχε ντοκουμέντα, ανάλογα της συμμετοχής του Γρηγορίου Ε΄. Στο διάστημα 1833-1862 έχουμε: α) τις εξελίξεις του 1843 στην Ελλάδα για τις οποίες η βρετανική και η ρωσική πολιτική έχουν προφανή συνεργασία και β) την Κριμαϊκή σύγκρουση του 1853 με την καίρια ήττα της Ρωσίας και την τελευταία ευκαιρία του Όθωνα, ο οποίος επιμένει να μην συμμορφώνεται προς την αγγλική πολιτική και να επιθυμεί τη συρρίκνωση του Οθωμανικού κράτους.
- Τον ρόλο του Καποδίστρια στην Επανάσταση του 1821. Η αποσιώπηση ή η αντίστροφη ερμηνεία της αδιάκοπης καποδιστριακής δράσης στο διάστημα 1811-1826 έχει καταδικάσει τον Ι.Κ. ως προς την Επανάσταση στον ρόλο του «ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ». Πρωταρχική αιτία γι’ αυτό είναι ο ίδιος ο Καποδίστριας με ποικίλες γραπτές δηλώσεις του. Υποτίθεται όμως ότι, ιδιαίτερα μετά το 1950, η ιστορική έρευνα είναι πολύπλευρη, ανεξάρτητη από την κρατική παρέμβαση και εργάζεται απροκατάληπτα για την ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας. Ο ισχυρισμός αυτός ανήκει στη νεωτερική πλευρά των ιστορικών. Η πλευρά αυτή είναι μεν υπεύθυνη για το 80-90% των νέων στοιχείων και οπτικών που έχουν προκύψει στο β’ μισό του 20ου αιώνα, εργάζεται όμως με παρωπίδες πολιτικής προκατάληψης σε αντίστοιχο ποσοστό. Στο θέμα «συρρικνωμένος Καποδίστριας» συμφωνεί και η παραδοσιακή πλευρά, τμήμα της οποίας, θυμώνει εξαιρετικά όταν ο αγαπημένος της ηγέτης υπερβαίνει το κάδρο του Κυβερνήτη. Η «παραδοσιακή πλευρά» απλώς εμφανίζεται απολογούμενη στην βασική μομφή της νεωτερικότητας: του μη δημοκράτη Καποδίστρια. Δεν θα ήταν καλύτερα να ζητούσε τις αποδείξεις του δημοκρατικού επαναστατικού στόχου; Δεν θα ήταν καλύτερα να παρουσίαζε και να εξηγούσε το καποδιστριακό προφίλ 1798-1814, τη λυσσαλέα προσπάθεια παραμόρφωσης του Καποδίστρια, το ιδιόρρυθμο timing των εκρήξεων δημοκρατικής ευαισθησίας, ή -έστω- την καταφανή, δομική σύνδεση της δημοκρατίας με ένα διεθνές τραπεζικό σύστημα που δημιουργεί νέα, ανεξάρτητα κράτη, εξαρτημένα από το προαναφερθέν σύστημα;
Τα δυο θέματα συμπλεκόμενα μεταξύ τους, συσκοτίζουν τον κορμό των διεθνών εξελίξεων εντός των οποίων κυοφορείται και ξεσπά η Επανάσταση των Ελλήνων. Με δεδομένο ότι τα πρόσωπα προσφέρονται περισσότερο για τη διδακτική συμπύκνωση της ιστορίας, ο χαρακτήρας της Επανάστασης προκύπτει εμμέσως:
Για το 1821, ο Καποδίστριας ήταν και θα παραμείνει «Κυβερνήτης»
Αυτό διδάσκεται και στο ελληνικό σχολείο. Πρώτο κρατικό μέλημα είναι να αποκτήσει ο Ι.Κ. ασφαλή απόσταση από το 1821. Ο Ιωάννης έχει να κάνει με το «ελληνικό κράτος», μόνον αφού αυτό «έχει ιδρυθεί» και εκτός της βούλησής του. Η επαναστατική βούληση και οργάνωση ανήκει στον ανώνυμο της Οδησσού, όχι στον επώνυμο της Βιέννης. Η προσπάθεια αυτή εντάθηκε περί το 1960 με βασικό πρωταγωνιστή τον Κ. Δημαρά. Αν και χρησιμοποίησε κραυγαλέα στοιχεία ψεύδους και ιστορικής παραποίησης, παρέμεινε στο απυρόβλητο. Ο κορμός του αφηγήματος στηρίζεται στο δόγμα: η ελευθερία του ανθρώπου εφευρίσκεται από τον κοσμικό διαφωτισμό. Εγγυητής της είναι το νεωτερικό πολίτευμα. Παρότι το αφήγημα έχει μια σαφώς οντολογική διάσταση που εδράζεται στο τι είναι «άνθρωπος», τι είναι «ελευθερία» κ.ο.κ., δεν εξετάζεται ποτέ αν αυτή είναι η βάση της σύγκρουσης Μαυροκορδάτου-Κολοκοτρώνη ή Κοραή-Καποδίστρια.
Σε μια επανάσταση που αυθαίρετα θεωρείται ότι σχεδιάστηκε για να υπηρετήσει «όσους μιλούσαν ελληνικά», ο Καποδίστριας θα κριθεί ως Κυβερνήτης, πράγμα που σημαίνει:
- Η σχέση του Καποδίστρια με την Επανάσταση ξεκινά το 1828 …
- Στόχος της Επανάστασης ήταν το δημοκρατικό έθνος-κράτος, όπως αυτό συνάγεται …
Οι ρίζες της μαρξιστικής εθελοτυφλίας και ο αλεξιπτωτιστής-κυβερνήτης
Παρά τις διακηρύξεις της περί αποκλειστικής χρήσης της επιστήμης και της λογικής, η μαρξιστική μέθοδος εξετάζει την ιστορία όχι μόνο με το δογματικού χαρακτήρα εργαλείο της οικονομίας, αλλά και μέσα από την θέσφατη ισοδυναμία «πολιτική ανεξαρτησία = κοινωνική ελευθερία». Είναι μια θεωρητική άποψη που οδηγεί στην εξίσωση «δημοκρατία = ελευθερία». Η ελευθερία δηλώνει λειτουργική και σε ατομικό επίπεδο μέσω του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Δεν θα εξετάσουμε εδώ αν μπορεί να ταυτιστεί η ανθρώπινη ελευθερία με την δυνατότητα άσκησης ατομικής πολιτικής εξουσίας. Θα επισημάνουμε μόνον ότι σε επίπεδο κεντρικού σχεδιασμού η τελευταία εξίσωση πρακτικά φανερώνει την πλάγια ρήξη των δημοκρατών με τον χριστιανισμό, κάτι που ιστορικά εμφανίζεται στην Αγγλία του 17ου και στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, η δημοκρατία γίνεται το αυτόβουλο μέσο αποχριστιανισμού της κοινωνίας μέσω της πλειοψηφικώς κατοχυρωμένης κίνησής της προς τον υλικό πολιτισμό και τα εκσυγχρονισμένα ήθη (από την Χριστομάθεια στην Χρηστομάθεια). Γι’ αυτό, ο φωτισμός (εισαγωγή των θετικών επιστημών στην παιδεία) αλλάζει κατεύθυνση. Ως πηγή του φωτός ορίζεται μια επιστήμη που αποδεικνύει την απάτη/αυταπάτη του θεϊκού φωτός· αρχικά των μονοθεϊστικών «θρησκειών». Γρήγορα όμως φαίνεται ότι αποκλειστικός στόχος της λαϊκής κυριαρχίας είναι ο χριστιανισμός. Γι’ αυτό και την πεφωτισμένη δεσποτεία διαδέχεται η πεφωτισμένη λαοκρατία. Γι’ αυτό και το αυτεξούσιο από θεϊκό δώρο ορίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα που διεκδικείται – αποσπάται από τον καταχραστή της ελευθερίας μονάρχη, τον εντεταλμένο πολιτικό του Θεού επί της γης. Ο προασπιστής της θεϊκής δικαιοσύνης μονάρχης καταγγέλλεται ότι εφαρμόζει προσωποληπτικά το νόμο, υπηρετώντας την αδικία, ενώ η λαϊκή βούληση προβάλλεται ως αυτονόητος εγγυητής της ισονομίας (της αληθινής δικαιοσύνης). Επειδή αυτές οι απόψεις έχουν μικρή απήχηση στις αστικές κοινωνίες, επιστρατεύεται ένας αποδοτικός μοχλός: ο φθόνος κατά του πλούτου μοναρχών και αριστοκρατών, η καλλιέργεια της πεποίθησης ότι η μείωση του πλούτου της μειοψηφίας θα φέρει την αύξηση του λαϊκού πλούτου.
Οι δημοκράτες αυτοχαρακτηρίζονται φιλελεύθεροι. Η ονομασία
- προέρχεται από μια μερίδα των ελευθέρων τεκτόνων και αρχικά υποδηλώνει τους φίλους-υποστηρικτές της ελεύθερης οικονομίας συνεπώς, μιας κρατικής οργάνωσης με προκαθορισμένες παραμέτρους
- δηλώνει φανερά τους φίλους της «ανεξιθρησκείας» (όπως μεταφράστηκε ο όρος της ανεκτικότητας «tolérance») προς τους ετερόδοξους ενός εθνικού κράτους και κρυφά τους φίλους της ελευθεριότητας των ηθών
- εγγενώς φέρει ένα ψυχολογικό υπόβαθρο αυτάρεσκης υπεροχής.
Το τελευταίο στοιχείο: α) ευνοεί την αυτοεμπέδωση ότι πρόκειται για τη νέα εφεύρεση που εξυψώνει τον άνθρωπο σε ανώτερο επίπεδο, β) βοηθά τους φιλελεύθερους να περάσουν από τη νόμιμη αυτοάμυνα (προάσπιση της ελευθερίας) στην δράση και στη θορυβώδη λεκτική επίθεση που στιγματίζει και συκοφαντεί ανελέητα τους ανελεύθερους αντιπάλους της γ) προσελκύει κάθε πρόσωπο που θεωρεί «σκλαβιά» τους προγενέστερους κανόνες συμβίωσης, ταυτίζοντας -πρακτικά- τον «ελεύθερο» με τον «ελεύθερο να κάνει ό,τι επιθυμεί».
Ο ατομικός προσδιορισμός της ανθρώπινης ελευθερίας και η θεωρία του κοινωνικού ωφελιμισμού αλληλοσυμπληρώνουν τον ιδεολογικό σκελετό της επιδιωκόμενης κοινωνίας ή αλληλοκαλύπτουν τις προκύπτουσες υλιστικές αντιφάσεις μεταξύ ατομικότητας & συλλογικότητας. Στον στενό κύκλο των επαϊόντων, η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας προσφέρει και μια ομπρέλα ανεκτικότητας προς την ιδιωτικά ελεγχόμενη οικονομία του κράτους την οποία ο φιλελευθερισμός επιδιώκει. Αυτή επιτυγχάνεται με τον έλεγχο της έκδοσης του νομίσματος, του κρατικού δανεισμού και της επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω ενός χειραγωγήσιμου χρηματιστηρίου. Σε μεγάλο βαθμό, ο φιλελευθερισμός διαδίδεται και η εφαρμογή του χρηματοδοτείται από αγνωστικιστές ή χριστιανούς, οπαδούς των ελευθέρων ηθών.
Σ’ αυτόν τον «ορθό χριστιανισμό» η ανθρώπινη υπόσταση ορίζεται υλιστικά. Το σώμα είναι ο αποκλειστικός φορέας της ψυχής και η ικανή-αναγκαία συνθήκη ύπαρξής της. Η αθανασία της ψυχής αμφισβητείται, άρα, καταργείται η έννοια «ελευθερία = απελευθέρωση από τα ψυχοσωματικά πάθη», εξ αιτίας των οποίων, μετά τον σωματικό θάνατο, μπορεί να οδηγηθεί η αθάνατη ψυχή στον χώρο απουσίας του δημιουργού Θεού. Ένα παράδειγμα σύγκρουσης των δυο ελευθεριών (παραδοσιακής και νεωτερικής) είναι η εκδοτική απόρριψη που υφίσταται στο Λονδίνο ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού, ο οποίος υποστήριζε την χριστιανική ελευθερία και όχι τον ωφελιμισμό ή τη θνητοψυχία του Bentham, φιλελεύθερου αρχηγού της λονδρέζικης χρηματοδότησης των Γραικών (1824-25). Το μοναδικό σημείο σύμπτωσης των δυο τάσεων εντοπίζεται στην λέξη «ευδαιμονία», η ανάλυση της οποίας θα μπορούσε να δείξει την μεταξύ τους διάσταση στο οντολογικό επίπεδο. Η μάχη μεταξύ γηϊνοφρόνων-ουρανοφρόνων συνοψίζεται στην επιθετικότητα των πρώτων έναντι των δεύτερων, η οποία καμουφλάρεται με τη νέα νοηματοδότηση της «ελευθερίας». Το νικηφόρο αποτέλεσμα της μάχης νομιμοποιείται δια της λαϊκής ετυμηγορίας, στην διαμόρφωση της οποίας, σύνηθες μέσο αποτελεί η εξαγορά της συνείδησης.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι δημοκράτες, αναζητούν την οδό κατοχύρωσης των θέσεών τους σ’ ένα κείμενο όπου η λαϊκή βούληση θα είναι (άμεσα ή μεσοπρόθεσμα) ανεξάρτητη των θεϊκών εντολών, ενώ το «επικρατούν εθνικό θρήσκευμα» θα κατευνάζει τις αντιδράσεις, αφήνοντας αθέατη την «χριστιανική ορθότητα». Η κατοχύρωση πρέπει να σημαίνεται εμφατικά, σ’ ένα κείμενο, η αξία του οποίου θα είναι ίση τουλάχιστον με του Ευαγγελίου. Το ιερό αυτό κείμενο λέγεται «Σύνταγμα». Η ονομασία του προέρχεται από τους κανόνες λειτουργίας των τεκτονικών οργανώσεων. Στην απλουστευμένη της μορφή, η μαρξιστική εθελοτυφλία στηρίζεται στην εξίσωση «Σύνταγμα=Ελευθερία». Για τους κεντρικούς οπαδούς της, η Φιλελεύθερη Δημοκρατία αποτελεί μια ανομολόγητη θρησκεία, είτε γίνεται αντιληπτή ως μέσο αλλαγής της κοινωνίας, είτε όχι.
Ο αυτοεγκλωβισμός και η εθελοτυφλία της μαρξιστικής ιστορίας έγκειται στο ότι δηλώνει απροκατάληπτη και επαληθεύσιμη, ενώ εξετάζει τα πάντα έχοντας ως προαπαιτούμενο έναν συγκεκριμένο ορισμό για την δημιουργία του κόσμου και της ανθρώπινης ζωής ο οποίος είναι αναπόδεικτος. Αυτή η γενική αρχή λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο και ένταση σε κάθε ιστορικό, οπότε το αποτέλεσμα δεν προκαθορίζεται απόλυτα.
Θα αρκούσε λοιπόν, στην περίπτωση των μαρξιστών ιστορικών που ασχολούνται με το 21, να βρουν εκείνα τα στοιχεία στην οργάνωση της Επανάστασης που προέβλεπαν μια συνταγματική, Εθνική Ελλάδα. Αυτά είναι όχι μόνον ανύπαρκτα, αλλά ακόμα και η στερούμενη πολιτικού προφίλ Φιλική Εταιρεία, δεν εμφανίζει κάποιο στοιχείο ύπαρξης πριν το 1818, αφήνοντας ερωτήματα για τις συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην εμφάνισή της. Στοιχεία ύπαρξης έχει η διπλή Φιλόμουσος: (Αθήνα-Βιέννη/Μόναχο). Ως προς την πολιτική στόχευση αυτής, ως προς τη δυνατότητά της να κατοχυρώνει πολιτικά αποτελέσματα και ως προς την σχέση της με την Φιλική, οι μαρξιστές δηλώνουν πιο ανήξεροι-αρνητές κι από τον Καποδίστρια. Η Φιλόμουσος-Ιανός εκφράζει την αγγλορωσική συνεργασία-σύγκρουση, συνεπακόλουθα, την διάσταση μεταξύ εθνικών και υπερεθνικών Ελλήνων οι οποίοι αναγκαστικά συνεργάζονται από το 1815.
Στα τέλη του 20ου αιώνα καταγράφεται ένα ακόμα είδος καποδιστριακής παραμόρφωσης: αυτό της «στατιστικής ουδετερότητας». Η απαρίθμηση, ο σχολιασμός βιογραφιών και πολιτικών αποτιμήσεων σε αντίστιξη με την εκάστοτε «νεοελληνική ιδεολογία» είναι μια εξ ορισμού προδιαγεγραμμένη μονομέρεια που παρουσιάζεται ως αντικειμενική καταγραφή. Το πρόσωπο (ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ) και η ιδιότητα (ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ) ταυτίζονται, πράγμα που καθιστά το μαρξιστικό αδιέξοδο της Χριστίνας Κουλούρη και του Χρήστου Λούκου άκρως προβλέψιμο. Ενώ οι συγγραφείς εκκινούν -όπως λένε- από το βιογραφικό φαινόμενο, στηρίζονται στο μαρξιστικό δόγμα «δημοκρατία=ελευθερία» που συνδέει απόλυτα τις επαναστάσεις με τον αντιχριστιανικό διαφωτισμό. Έμμεσα, υποδεικνύουν το «επιστημονικώς ορθό» όριο της πολιτικής προσωπογραφίας, στηριζόμενοι σε μια καθολικώς αποδεκτή, πλην αναπόδεικτη αλλά και αυτοαναιρούμενη θεωρία: την θεωρία των ιδρυτών-αρχηγών της Οδησσού από την οποία αναβλύζει η επαναστατική βούληση.
Είναι προφανές ότι παρόμοιο αδιέξοδο θα υπήρχε και σε μια αντίστοιχης οργάνωσης και διάρθρωσης, μη μαρξιστική προσέγγιση. Η Ελένη Κούκκου -για παράδειγμα- ανέδειξε πολλά νέα στοιχεία για τον Καποδίστρια. Όμως αυτά στόχευαν στο «θιγόμενο» πρόσωπο, όχι στην επανάσταση· συγκροτούσαν μια αξιοσέβαστη μορφή ενός ασκητικού πολιτικού και όχι μια συγκεκριμένη πολιτική δράση προς επίτευξη ευρωπαϊκών και παγκόσμιων στόχων.
Το βιβλίο Τα πρόσωπα του Καποδίστρια, που υποτίθεται ότι διερευνά τους λόγους ύπαρξης τόσο τεράστιων αποκλίσεων στην αποτίμηση της πολιτικής προσωπικότητας του Καποδίστρια, φέρει δυο αρνητικές πρωτιές: α) Αποτελεί πρότυπο απολυτότητας της θέσης «Καποδίστριας=Κυβερνήτης». Την άποψη ο Καποδίστριας θεμελίωσε την Φιλική Εταιρεία, οι συγγραφείς όχι μόνο την αφήνουν ασχολίαστη και καταχωνιασμένη σε υποσημείωση, αλλά την τοποθετούν στο πλαίσιο της «προκυβερνητικής» του δράσης και της «ιστορίας των Ιονίων» (σ. 92). β) Αποτελεί πρότυπο μαρξιστικής εθελοτυφλίας και ένα μόνο, ισχυρό παράδειγμα αρκεί για να το δείξει: το βιβλίο χαρακτηρίζει «επιστημονικά» τα έργα των Thiersch και Mendelssohn Bartholdy (σ. 67). Απέδειξε, δηλαδή, ο δεύτερος τον αντίπαλο προς τους Φιλόμουσους χαρακτήρα των Φιλικών, ή απέδειξε ο πρώτος ότι ο Καποδίστριας εγκατέλειψε το Μεσολόγγι και προέτρεπε στην πορνεία τις χήρες των αγωνιστών, ώστε να μην τις αποζημιώνει με δημόσιο χρήμα;
Οι συγγραφείς επιλέγουν, χαρακτηρίζουν ή στρεβλώνουν ο,τιδήποτε, προκειμένου να φτάσουν στα προκαθορισμένα-επιθυμητά συμπεράσματα. Υιοθετούν την εκτίμηση «ο Κοραής ήταν αναμορφωτής της θρησκείας» (σ. 25) και χαρακτηρίζουν «αντιφατριαστή» τον Κοραή, δηλ. άσχετο με την εξέγερση που οδηγεί στην δολοφονία του Καποδίστρια (σ. 139). Σύμφωνα με την Χ. Κουλούρη και τον Χ. Λούκο, εφόσον, ως προς το 1821, ο Καποδίστριας υπήρξε μόνον Κυβερνήτης, πώς θα μπορούσε να έχει δολοφονηθεί για κάτι άσχετο με τις «εσωτερικές διευθετήσεις»; Ας δούμε λοιπόν μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο παραλογισμός:
- Αναφέροντας τον ανασκευαστή του Bartholdy, Στέφανο Ξένο, οι συγγραφείς αποσιωπούν την θέση του τελευταίου για την δολοφονία του Καποδίστρια (σ. 69). Σε αντίθεση με το ευρύ κοινό, οι συγγραφείς γνώριζαν άριστα την εξαιρετική αξία που είχε η κατάθεση του Στέφανου Ξένου, γεννημένου το 1821 από οικογένεια με βαθιά ανάμειξη στο πολιτικό και παρασκηνιακό μέρος της Επανάστασης.
- Οι συγγραφείς χαρακτηρίζουν «πράξη συναίνεσης» (sic!) του Μαυροκορδάτου την πρότασή του 1844 (εν μέσω Συντακτικής Συνελεύσεως) για την ανέγερση του καποδιστριακού ανδριάντα (σ. 51).
Είδαμε ήδη τι κατέθεσε στην Συντακτική Συνέλευση ο Ξάνθος, στο πλαίσιο ενός πρώτου ξεκαθαρίσματος «ποιος δημιούργησε το κράτος και γιατί». Κι αυτά τα αναίρεσε τον επόμενο χρόνο με το μοναδικό δημόσιο κείμενό του. Στη συνέχεια θα δούμε τι είπε ο Ξένος το 1886, χωρίς καθόλου να μπει στο θέμα «Επανάσταση/δολοφονία Καποδίστρια», χωρίς να συγκρίνει τις αρχειοθετημένες καταθέσεις με τις καταθέσεις που δημοσιεύτηκαν το 1832 στην Γενική Εφημερίδα ως ανακριτικό υλικό της δολοφονίας. Συνεπώς, η μαυροκορδατική πρόταση για τον Καποδίστρια όχι μόνο δεν δείχνει συναίνεση, αλλά σηματοδοτεί τον οριστικό ενταφιασμό της πραγματικότητας με χάπι χρυσωμένο.
Ας δούμε με τρεις εικόνες τι απέτυχαν να εντοπίσουν το 1996 οι συγγραφείς του έργου «Τα πρόσωπα του Καποδίστρια»:
Ποια ήταν τελικά τα πρόσωπα του Καποδίστρια; Ιδού δέκα από τα πορτρέτα του:
Συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στο β΄ μέρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου