Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΜΕΡΟΥΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ
του Βασίλη Σιακωτού
Αφιερώνεται στον φίλτατο Αλωνιστιώτη ευπατρίδη Σπύρο Γ. Δημητρακόπουλο
Η ανακοίνωση διαρθρώνεται σε δύο άξονες: στις απαρχές της ελληνοαλβανικής προσέγγισης και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που εκδηλώνονται στα πλαίσια του Ανατολικού Ζητήματος μέσα στο οποίο εντάσσεται η Ελληνική Επανάσταση, και στο τελικό στάδιο αυτής της διαδικασίας από το 1819 που συντονίζεται κρυφά από τον Υπουργό Εξωτερικών του τσάρου Αλέξανδρου Α΄ Ιωάννη Καποδίστρια και εκτελείται από κορυφαία στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, όπως τον διπλωματικό-προξενικό υπάλληλο της Ρωσίας Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, τον Χριστόφορο Περραιβό και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Από τον καιρό της ρωμαϊκής κατάκτησης οι πληθυσμοί του ευρύτερου ελλαδικού και αλβανικού χώρου υπάγονταν πολιτικά στο ίδιο πολιτικό κέντρο, έως το 727 μ.Χ. θρησκευτικά υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Ρώμης και στη συνέχεια στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Έως τα χρόνια των σταυροφοριών οι πληθυσμοί αυτοί είχαν κοινό πολιτικό και θρησκευτικό ηγέτη, έκτοτε με τον πολιτικό κερματισμό αυτής της περιοχής ο Πάπας της Ρώμης θα σχεδιάσει προσηλυτιστικές αποστολές, κυρίως τον 17ο αιώνα, οι οποίες θα αναδείξουν τις εθνοτικές διαφορές στην περιοχή.
Μέχρι σήμερα η ελληνική ιστοριογραφία πειθόμενη στο γεωπολιτικό έξωθεν υπαγορευόμενο αφήγημα της Ελλάδας έχει αποφύγει να
συσχετίσει τον «Πεθερό», όπως τον αποκαλούσαν συνθηματικά οι Φιλικοί, με το ρολόι που πυροδοτεί την έκρηξη της Επανάστασης, γιατί έτσι θα αποκαλυπτόταν ο καταλυτικός ρόλος του Καποδίστρια και του ρωσικού παράγοντα, και, θα έπρεπε να στήσουμε ένα άλλο αφήγημα για την ιστορία του Ξεσηκωμού. Παραβλέπονται πρόσωπα ελληνικής καταγωγής που είχαν στενές δοσοληψίες τόσο με τον Αλή πασά όσο και με τον Καποδίστρια.Με την συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718 ένας όρος προέβλεπε πως τα παράλια από το ακρωτήριο του Μαλέα ή κάβο Μαλιά έως τα παράλια της Αλβανίας επιτηρούνταν μόνο από το βενετικό στόλο και ήταν υπόλογος στις οθωμανικές αρχές για τυχόν πειρατικές επιδρομές. Το δικαίωμα αυτό διαδέχτηκε η Επτάνησος Πολιτεία σε όλες τις εκφάνσεις της ύπαρξης της και ο θαλάσσιος χώρος ήταν de facto απαγορευμένος για τον οθωμανικό στόλο.
Ο ρωσικός παράγοντας εμφανίζεται δειλά-δειλά τη δεκαετία του 1750 δια μέσου της Αδριατικής στη Μεσόγειο. Το 1758 οι Έλληνες της Βενετίας, αλλά και οι Έλληνες της Νάπολης υπό τον διοικητή του Μακεδονικού Συντάγματος Γεώργιο Χωραφά δεξιώνονται θερμά τον βαρώνο Στρογγάνωφ. Το 1759 οι κάτοικοι της Χειμάρρας δηλώνουν την υποταγή τους στη Ρωσία και την ετοιμότητά τους να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στην Πύλη σε περίπτωση ρωσοτουρκικού πολέμου. Οι Μαυροβούνιοι και η αλβανική οικογένεια των Μπουσατλήδων στη Σκόδρα (Σκούταρι) θα στηρίξουν στη Ρωσία τις ελπίδες τους για αυτονόμηση και ανεξαρτησία από τον Σουλτάνο. Ο εξ Ιωαννίνων Πάνος Μαρούτσης επιτετραμμένος της Ρωσίας στη Βενετία θα στήσει στην Ιταλία τη δεκαετία του 1760 το επαναστατικό δίκτυο που σχεδίασε τα Ορλωφικά.
Τα ατυχή γεγονότα των Ορλωφικών αξιολογήθηκαν από τις ελληνικές επαναστατικές ελίτ και αποκόμισαν το εξής συμπέρασμα: οι Αλβανοί δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να είναι ενάντιοι στους Έλληνες σε μια νέα ενδεχόμενη επανάσταση των Ελλήνων κατά του Σουλτάνου. Ειδικά στο β΄ μισό του 18ου αιώνα οι Αλβανοί είναι οι κυρίαρχοι των δυτικών Βαλκανίων και η κύρια πηγή στρατολόγησης στρατιωτικών σωμάτων του σουλτάνου.
Οι Τσάμηδες, οι Αλβανοί της Σκόδρας (Γκέγκηδες) και οι Τόσκηδες από την ευρύτερη περιοχή του Τεπελενίου κατέστειλαν την ελληνική εξέγερση του 1770 και λυμαίνονταν την Πελοπόννησο έως το 1779. Τα σώματα των Τόσκηδων όμως ήσαν αυτά που εξοντώθηκαν στην Τριπολιτσά από τον καπουδάν Χασάν πασά και τους ντόπιους έλληνες και τούρκους. Από τον οδύνη, τον σφαγή και την προσφυγιά των Πελοποννησίων προέκυψε κάτι πολύ ευεργετικό για την Επανάσταση του 1821. Με την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή οι Έλληνες απέκτησαν διαβατήρια και την ρωσική διπλωματική προστασία. Θα εποικίσουν την νότια Ρωσία και θα διεκπεραιώσουν το εξαγωγικό εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας προς την Ευρώπη.
Σε αυτές τις περιστάσεις θα ενδυναμωθεί το ναυτικό των Ψαρών, των Σπετσών και της Ύδρας και θα ανδρωθούν οικονομικά ο Σέκερης, τα αδέλφια Ζωσιμάδες και ο Ιωάννης Βαρβάκης που χρηματοδότησαν την παιδεία αλλά και τον Αγώνα του Γένους.
Μέσα σε αυτό το χρονικό και πολιτικό πλαίσιο δεν είναι ίσως τυχαία η πρώτη μετάφραση στα 1770 περίπου της βιογραφίας του Γεωργίου του Κρόγια, Καστριώτου ή Σκεντέρμπεη από τον κύκλο του φαναριώτη φιλολόγου, βιβλιολόγου και συλλέκτη βιβλίων και χειρογράφων Νικολάου Καρατζά και του υιού του Κωνσταντίνου, η οποία περιγράφει τους νικηφόρους αγώνες του κατά των Τούρκων στα χρόνια 1443-1468 όταν και πεθαίνει. Αυτό το βιβλίο διάβαζε στη Ζάκυνθο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναλύοντας το με στρατιωτικό νου και αποκόμισε το εξής πολεμικό δίδαγμα: «Ανέγνωσα τον βίον του Σκεντέρμπεη, εσυλλογούμουν τα έργα του, δεν εκλείσθη ποτέ εις την Κρόγια».
Η θρησκευτική αίρεση του μπεκτασισμού που αποτέλεσε το ιδεολογικό εργαλείο εξάπλωσης των οθωμανών και του εξισλαμισμού των χριστιανών στην Μικρά Ασία και την Βαλκανική Χερσόνησο, στα τέλη του 18ου αιώνα λειτουργεί αντίστροφα χάριν της Ελληνικής Υποθέσεως. Οι τελευταίες μελέτες του ιστορικού Γιώργου Κουτζακιώτη καταδεικνύουν έμπρακτα την πρώτη ελληνοαλβανική συνεργασία. Ο εθνομάρτυρας Ρήγας Βελεστινλής στα 1797 προσεγγίζει τοπάρχες που ήθελαν να αυτονομηθούν από τον Σουλτάνο.
Ο Οσμάν Παζβάντογλου στο Βιδίνιο της Βουλγαρίας, ο Αλή πασάς και ο Ιμπραήμ Μπουσατλή στη Σκόδρα έρχονται σε επαφή μέσω του μητροπολίτη Βιδινίου Γρηγορίου, ο οποίος εγκαταλείπει την μητρόπολη του αμέσως μετά τη σύλληψη του Ρήγα για να αποφύγει το σπαθί του Σουλτάνου. Ο μητροπολίτης Γρηγόριος καταγόταν από τα Ζουμπατοχώρια, σήμερα Δύμη, στα Μαύρα Βουνά στον Άραξο. Το 1801 γίνεται μητροπολίτης Δέρκων και είναι αυτός με τον οποίο έρχεται σε επαφή ο Παπαφλέσας στην Πόλη το 1817 και κάμπτει το δισταγμό του Δημητσανίτη Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ για την Φιλική Εταιρεία και τον Αγώνα, αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που θα απαγχονιστεί το 1821 μαζί με τον πατριάρχη.
Τύχη αγαθή για την Ελληνική Επανάσταση στάθηκε η προϋπηρεσία του Καποδίστρια στο τιμόνι της Επτανήσου Πολιτείας υπό την ρωσική προστασία την περίοδο 1803-1807, όταν ο Κυβερνήτης με τους τότε συνεργάτες του αλλά και με πολλούς από αυτούς και το 1821 γνώρισαν και ακτινογράφησαν τον Αλή μέσα από διπλωματικές διαδικασίες.
Ο Αλή πασάς ανέλαβε το πασαλίκι των Ιψαννίνων το 1788. Το 1791, στη διάρκεια του πολέμου των Τριών Ιμπερίων και των επιχειρήσεων του Λάμπρου Κατσώνη, στο νησί Κάλαμος συνάπτεται συμφωνία μεταξύ του Αλή πασά και του ρώσου Ταμάρα, απεσταλμένου του Ποτέμκιν, το οποίο προέβλεπε την αποδέσμευση των κτήσεων Αλή από τον Σουλτάνο και τη δημιουργία ενός κληρονομικού πριγκηπάτου με καθεστώς πλήρους ισονομίας για τους χριστιανούς και τους μουσπυλμάνους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συνεργάτες του Λιονταριού της Ηπείρου ήσαν Αλβανοί και Έλληνες. Στην αυλή του Αλή έλληνες λόγιοι, συμμέτοχοι στις κινήσεις του Ρήγα αλλά και στο 1821, μελέτησαν την αλβανική γλώσσα, γεωγραφία και ιστορία και καλλιέργησαν στα χρόνια της επανάστασης την ελληνοαλβανική προσέγγιση.
Ξεχωρίζουν ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Ιωάννης Κωλέττης και εξόχως ο παραμελημένος από τους νεοέλληνες Αθανάσιος Ψαλίδας. Χρησιμοποιούσε έλληνες ως διαμεσολαβητές του στις διαπραγματεύσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις, ένας αποκλειστικά για κάθε χώρα. Για τους ρώσους είχε ορίσει τον Κωνσταντίνο Μαρίνογλου.
Το 1804 ο Αλή πασάς θα προτείνει να κατακτήσει για λογαριασμό της Ρωσίας τον Μοριά, αλλά γρήγορα θα αναζητήσει την συνδρομή των Γάλλων. Ο Αλή πασάς ήταν αδέσμευτος γεωπολιτικά και παζάρευε με όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, ο Γεώργιος Μοτσενίγκος αναφέρει πως «χτυπά όλες τις πόρτες». Η πρόσκαιρη επιθυμία του να καταλάβει τα Επτάνησα οδηγεί τους Ρώσους να στηρίξουν τους Τσάμηδες, τους σουλιώτες και τους Χειμαρριώτες.
Ο Καποδίστριας που γνωρίζει τον Αλή μέσα από την προξενική αλληλογραφία της Επτανήσου Πολιτείας είναι ο πρώτος που εργαλειοποιεί για λογαριασμό μιας άλλης χώρας την αποσχιστική πολιτική του Αλή από την Πύλη. Στέλνει επιστολή στον ρώσο Υπουργό Εξωτερικών Ν. Π. Ρουμιάντσεφ τον Νοέμβριο του 1811 με τον εξής σχεδιασμό: Σε περίπτωση εισβολής της Γαλλίας στη Ρωσία να οργανωθεί γενική εξέγερση στην Ευρωπαϊκή Τουρκία και να προσελκύσει τον Αλή πασά αναγνωρίζοντάς τον ως βασιλιά της Ελλάδος και της Ηπείρου.
Τελικά με το τέλος των Ναπολεόντιων πολέμων και το Συνέδριο της Βιέννης το 1815 αποφασίζεται ειρήνη για την Ευρώπη, διατήρηση του status quo της οθωμανικής επικράτειας και παραπομπή στις καλένδες του Ελληνικού Ζητήματος.
Ο Καποδίστριας γνωρίζει πια τις βουλές των Ευρωπαίων και το φιλειρηνικό πνεύμα του τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Τώρα πια ο Καποδίστριας ξέρει πως μόνο συνωμοτικά και προβοκατόρικα θα διαταράξει την ευρωπαϊκή πολιτική ηρεμία και ο Σουλτάνος απερίσπαστος θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον τελευταίο επίδοξο αυτονομιστή τοπάρχη της επικράτειάς του.
Στη Βιέννη ο Αλή πασάς παρακολουθεί το Συνέδριο του 1814-1815 μέσω του παρατηρητή Γεωργίου Τούρτουρη από τους Καλαρρύτες. Στα 1818 στη Βιέννη φθάνει για διερευνητικές επαφές με την Αυστρία, για τυχόν άσυλο εκεί του Αλή, ο γιατρός Λουκάς Βάγιας, αδελφός του γνωστού εξ απορρήτων του Αλή Θανάση Βάγια από το Λέκλι Τεπελενίου.
Συνοδεύεται από τον γιαννιώτη έμπορο Ιωάννη Σταύρου Τσαπαλάμο, τον οποίο είχε φυλακίσει ο Ναπολέων το 1809 στη Βιέννη ως ατζέντη του Αλή πασά και που διετέλεσε ταμίας της Φιλομούσου Εταιρείας το 1815, μια εταιρεία που ίδρυσε ο μητροπολίτης Ιγνάτιος, ο Άνθιμος Γαζής και ο Καποδίστριας και αποτέλεσε το προκάλυμμα της Φιλικής Εταιρείας.
Η συμπόρευση του Αλή στις επιδιώξεις της Φιλικής Εταρείας και στην εμπλοκή του στην Ελληνική Επανάσταση συντελείται με την δήθεν οικογενειακή επίσκεψη του Καποδίστρια στην Κέρκυρα (26 Φεβρουαρίου 1819-6 Μαϊου 1819).
Ο γραμματέας του ρωσικού προξενείου στην Πάτρα Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος εκ Νάξου κομίζει από τα Γιάννενα στις 21 Μαρτίου γράμμα του Αλή πασά «και θέλει με εύρει πρόθυμον εις το να εκτελέσω ειλικρινώς ό,τι είναι της δυνάμεως μου».
Ο Καποδίστριας απαντά στις 28 Μαρτίου, ξανά ο Αλή πασάς στις 31 Μαρτίου και τελευταίος ο Καποδίστριας στις 11 Απρίλη ευχαριστώντας τον που απελευθέρωσε τις γυναίκες των αδελφών Μόστρα από την Άρτα.
Είπαν πολλά στοματικώς δια ζώσης φωνής του Παπαρρηγόπουλου και ο Καποδίστριας τονίζει στον Αλή «παρακαλώ την υψηλότητα της να πιστεύσει ότι όπου και αν ευρευθώ επιθυμώ να λάβω ευκαιρίαν δια να της δείξω την ευγνωμοσύνην μου και προθυμίαν.. ».
Ταυτόχρονα ο Καποδίστριας ζητά από τον ζακυνθινό κόντε Διονύσιο Ρώμα να του στείλει τον Κολοκοτρώνη στην Κέρκυρα. Στις 12 Απριλίου ο Γέρος αναχωρεί κομίζοντας μαζί του και ένα γράμμα του Ρώμα προς τον Καποδίστρια.
Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας ευχαριστεί τον Ρώμα για την συνδρομή του με γράμμα που του στέλνει στις 16 Απριλίου. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης λέει ότι πήγε στην Κέρκυρα και ομίλησε πολύ περί της υποθέσεως και ο Σπηλιάδης διασώζει την πασχαλινή συνομιλία Κολοκοτρώνη – Καποδίστρια φέτος εδώ και του χρόνου στο Μοριά, με τον Κολοκοτρώνη να γράφει στον Καποδίστρια όταν ξέσπασε η Επανάσταση να ’ρθει να φάει το αρνί.
Εδώ λοιπόν ο Κολοκοτρώνης πήρε γραμμή για τη στάση που θα κρατούσε για την Επανάσταση, ενώ ο άλλος παρευρεθείς Χριστόφορος Περραιβός, κορυφαίος αρχισυνωμότης και επαναστάτης, πήρε εντολή να συμφιλιώσει τις μανιάτικες οικογένειες και να γυρίσει μετά στο Σούλι όπου θα συστράτευε τους Σουλιώτες στο πλευρό του έως τότε άσπονδου εχθρού τους Αλή πασά.
Η αντίστροφη μέτρηση του ρολογιού της κήρυξης της Επανάστασης ξεκίνησε στις 1 ή 2 Μαρτίου 1820 με την απόπειρα δολοφονίας του Ισμαήλ πασά ή Πασόμπεη στην Κωνσταντινούπολη που αποτέλεσε τον καταλύτη των εξελίξεων.
Ο εξέχων φιλικός Νικόλαος Πατζιμάδης σε επιστολή του προς τον συναγωνιστή Εμμανουήλ Ξάνθο αναφέρει πως στις 16 Μαρτίου ο Σουλτάνο είχε διατάξει την εξορία του Αλή και των γιων του και πως στις 27 Απριλίου του 1820 ο Σουλτάνος διέταξε τον Πατριάρχη να κινητοποιήσει τους ραγιάδες κατά του Αλή πασά.
Η Αγγλία διεξάγει και αυτή συνομιλίες με τον πασά των Ιωαννίνων προκειμένου να μην καταλήξει στην αγκαλιά της Ρωσίας. Ο Αρμοστής των Επτανήσων Thomas Maitland δεν θέλει την ουδετερότητα της Αγγλίας στη σύγκρουση Πύλης και Αλή, αλλά να στηρίξει τον Αλβανό τοπάρχη.
Στην απελπισία του ο Αλής προτείνει να κατακτήσει για λογαριασμό της Αγγλίας την Πελοπόννησο. Τις ίδιες μέρες, 20 Απριλίου, ανάλογες προτάσεις καταθέτει ο Αλή πασάς στον αυστριακό πρόξενο της Πάτρας Zannini δια μέσου του γραμματικού του γιού του Βελή Δημήτρη Μοραφτάκη.
Στις 18 Απριλίου τα ίδια προτείνει και στον ρώσο διπλωμάτη Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο. Όταν ο οθωμανικός στόλος φθάνει στα παράλια της Ηπείρου ο Αλή δεν μπορεί να ελπίζει στην Αγγλία και μόνος πια πέφτει στην αγκαλιά των Ελλήνων και της Φιλικής Εταιρείας.
Σύμφωνα με τον Αμβρόσιο Φραντζή τον Μάϊο στέλνει 12.000 γρόσια με τον αδελφό της γνωστής κυραΒασιλικής Κονταξή στον μητροπολίτη της Πάτρας Γερμανό για τις ανάγκες της Φιλικής Εταιρείας. Οι οθωμανοί χρονογράφοι αλλά και ο γιαφτάς που συνόδευε το κεφάλι του Αλή σημείωνε πως είχε υποκινήσει και χρηματοδοτήσει την Επανάσταση.
Τεκμηριώνεται έτσι, πως ο Κολοκοτρώνης
μιλούσε με τους αποκλεισμένους Αλβανούς στην Τρίπολη βάσει ενός
προϋπάρχοντος σχεδίου και δεν ήταν κάποια αυτόβουλη ενέργειά του. Ο
Κολοκοτρώνης ξέρει το συνωμοτικό σχέδιο και πρέπει να βγάλει τους
Αλβανούς από την Τρίπολη και να τους περάσει απέναντι από το Αίγιο στα
πλαίσια της συμμαχίας αλλά και για να δώσει κουράγιο στον Αλή να
συνεχίσει την αντίσταση του στις δυνάμεις του Χουρσίτ που είναι
καθηλωμένες στα Γιάννενα.
Ο Γάλλος αξιωματικός, φιλέληνας και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της
Άλωσης από τα τέλη Αυγούστου, Maxime Raybaud μιλά για 3 συναντήσεις έξω
από τα τείχη του Ελμάζ αγά με το επιτελείο του Κολοκοτρώνη, ξεχωριστά
από τους Τούρκους.
Τα ίδια λέει και ο Γιουσούφ πασάς από την Πάτρα σε γράμμα του προς τον σουλτάνο στις αρχές του 1822 κάνοντας λόγο για συμφωνία του Κολοκοτρωνη με τον Αλβανό Elmas Μezzo.
Η επιβεβαίωση, ότι μόνο ο Κολοκοτρώνης ήξερε για την ελληνοαλβανική συμμαχία, είναι το γεγονός πως οι Αλβανοί ζητούν να διαπραγματευτούν μαζί του παρακάμπτοντας την στρατιωτική ιεραρχία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης και ακολούθως ο Πετρόμπεης.
Αξιοσημείωτα είναι και όσα παραθέτει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Οι Αλβανοί ξεκινούν διαπραγματεύσεις «ηξεύροντας την συμμαχίαν των Αλβανών μετά των Ελλήνων .. όντες δε προδιατεθειμένοι και εκ των εξ Ακαρνανίας σταλέντων πρέσβεων» και «την προλαβούσαν συμφωνίαν και την διατρέχουσαν συμμαχίαν μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων».
1800 Αλβανοί υπό την συνοδεία Δημήτρη Πλαπούτα και 500 Ελλήνων θα φθάσουν σώοι στη Βοστίτσα (Αίγιο). Για την ελληνοαλβανική προσέγγιση κάνει λόγο και ο Νικόλαος Κασομούλης «αφού μας είπαν ότι ήσαν οι απεσταλμένοι από τους Ρουμελιώτας και Αλβανούς να συμφωνήσουν την έξοδον των Αλβανών, και ότι ο εις εξ αυτών ήτον ο Χρήστος αυτάδελφος του κυρίου Κωλέττη».
Τα γεγονότα της Τριπολιτσάς θα πρέπει να συνεκτιμηθούν με το συμφωνητικό συμμαχίας και στρατιωτικής συνεργασίας που συνήψαν Έλληνες και Αλβανοί οπλαρχηγοί στο Πέτα της Άρτας την 1η Σεπτεμβρίου για την σωτηρία του Αλή πασά «οπού εγίναμεν ένα σώμα και εδεθήκαμεν και χωρισμό δεν έχομεν ο ένας από τον άλλον».
Όμως η συνειδητοποίηση εκ μέρους των Αλβανών ότι η Επανάσταση δεν ήταν κίνημα συνδρομής προς τον Αλή πασά, αλλά ήταν μια εθνική και θρησκευτική επανάσταση οδήγησε τους Αλβανούς στην αθέτησή της και δυστυχώς στην μη στερέωση του Αγώνα στην Ήπειρο.
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, ο Γάλλος αγωνιστής και παρών στην Τρίπολη Olivier Voutier στο έργο του που εκδόθηκε το 1823, αλλά και ο Maxime Raybaud στα 1824-1825 λένε ότι ο συνεργάτης του Αλή πασά Ταχήρ Αμπάζης μετά την επίσκεψη του στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι όπου συνομίλησε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τα έκτροπα που είδε εκεί κατά των εκεί μουσουλμάνων και των μνημείων τους διαβεβαίωσε τον Αλή πως οι Έλληνες πολεμούσαν για τη θρησκεία τους και την πατρίδα τους και όχι για τον ίδιο τον Αλή.
Οι Αλβανοί κατόπιν δεν υπηρέτησαν θερμά
στο στρατιωτικό πεδίο τους Τούρκους, ο σουλτάνος εξοργίζεται με την
πολεμική απάθεια των Αλβανών, και αυτός είναι ο λόγος που στράφηκε στην
συνδρομή της Αιγύπτου.
Ο Κολοκοτρώνης με την μπέσα του προς τους Αλβανούς της Τρίπολης συνέχισε
τον ρόλο του να συνομιλεί μαζί τους υπονομεύοντας την πολεμική ισχύ των
Τούρκων. Στα χέρια του σουλτάνου πέφτει γράμμα του Κολοκοτρώνη που
απευθυνόταν προς τους αλβανούς μπέηδες, 5 Αυγούστου 1822, να
εγκαταλείψουν τον Μοριά και τον Δράμαλη και να γυρίσουν πίσω.
Πως αντιλαμβανόταν όμως ο σουλτάνος την επανάσταση των Ελλήνων; Στα τέλη Απριλίου 1821 ο Μαχμούτ πίστευε πως αντιμετώπιζε μια ενορχηστρωμένη επίθεση από τις Μεγάλες Δυνάμεις κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας με διαδοχικές, ξεχωριστά γεωγραφικές, επαναστατικές εκρήξεις.
Όμως όλοι ξέρουμε την ουδετερότητα ή και την εχθρότητα που επέδειξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις απέναντι στον Ξεσηκωμό. Τελικά, πιστεύω ακράδαντα, πως μόνο ένας τέλειος συνωμότης και “προβοκάτορας” θα μπορούσε να συντονίσει λόγω θέσης, γνώσης και μεγίστου ευγενούς πατριωτισμού αυτόν τον Αγώνα: O ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ.
Έως σήμερα δεν έχει τονιστεί ο ρόλος δυο
σπουδαίων πρωταγωνιστών του σχεδιασμού του 1821. Ο Μιχαήλ Σούτσος, πρώην
μεγάλος διερμηνέας του Σουλτάνου και ηγεμόνας της Μολδαβίας από το
1819, πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του Χαλέτ εφέντη, εξ απορρήτων
συνεργάτη του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, υποδαύλιζε το μίσος του σουλτάνου
για τον Αλή πασά και η προσχώρησή του στο κίνημα του Αλεξανδρου Υψηλάντη
έκανε τον σουλτάνο να πιστέψει πως ο Τσάρος υποκινούσε τον αγώνα και
για το λόγο αυτό καθήλωσε το στρατό του στο Δούναβη και τον στόλο στην
Κωνσταντινούπολη.
Ο Μ. Σούτσος πίστευε πολύ στον επικείμενο ρωσοτουρκικό πόλεμο που θα
επέφερε την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εξίσου σημαντικός στο
σχεδιασμό του Αγώνα ήταν ο Δημητσανίτης Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Ο Πατριάρχης σε επιστολές του στις 3 Ιουνίου 1820 προς τον μητροπολίτη Κοζάνης και προς τον Λαρίσσης Πολύκαρπο Δαρδαίο λέει ότι έχει αφορίσει τους συνεργάτες του Αλή και ζητά με ανύστακτο μάτι να παρατηρούν τα κινήματα του Αλή «μανθάνοντες με ακρίβειαν να τας διαπορθμεύσητε» στον Νεόφυτο Ιβηρίτη τον Χαρτοφύλακα, έξαρχο του στη Θεσσαλονίκη, «να φροντίζητε δε όπου τα γράμματά σας να καταντώσιν ασφαλώς εις χείρας του μεταχειριζόμενοι γραμματοκομιστάς ανθρώπους πιστούς και φρονίμους».
Ο Νεόφυτος Ιβηρίτης ο Χαρτοφύλακας ήταν ο πληρεξούσιος εκτελεστής της διαθήκης του Γρηγορίου Ε΄, δεξί χέρι του Εμμανουήλ Παππά, και επικηρυγμένος από τον σουλτάνο εξαναγκάζοντας τον να κρυφτεί για χρόνια στις Σποράδες και την Κέρκυρα. Εάν λοιπόν ο εξ απορρήτων μετείχε στην Επανάσταση ο προϊστάμενος του τι ρόλο έπαιξε;
Η άμεση εμπλοκή Καποδίστρια στην υπόθεση του Αλή πασά.
Στις 13 Ιανουαρίου του 1821 από το Laybach (Λιουμπλιάνα Σλοβενίας) ο
Ιωάννης Καποδίστριας διατάζει τον διοικητή της Βεσσαραβίας Ιντζώφ,
πολιτικά υφιστάμενό του, να απαγορεύσει την είσοδο στη ρωσική επικράτεια
του απεσταλμένου του Αλή πασά Κωνσταντίνου Χατζηγεωργίου που είχε
φθάσει στο Κισινάου (Κισινόβιο), να δώσει επιτόπου εξηγήσεις για
ενημέρωση και να επιστρέψει πίσω.
Ο Καποδίστριας δεν επέτρεψε δηλαδή στον απεσταλμένο να εξακριβώσει τις προθέσεις του Τσάρου. Το ίδιο γεγονός απηχείται και στα απομνημονεύματα του Νικολάου Υψηλάντη. Ένας απεσταλμένος του Αλή πασά ήρθε στο Κισινάου με πολλές λευκές κόλλες με την υπογραφή του Αλή. Περίμενε τον Καποδίστρια, τον πλησίασε ο αδελφός μου Αλέξανδρος αλλά φάνηκε ταραγμένος και δεν είπε τίποτα.
Οι οδηγίες του Καποδίστρια προς τους Έλληνες που συνέταξε το καλοκαίρι του 1822 για το πώς θα πρέπει να πολεμήσουν καταδεικνύει τη συνέπεια του με την οποία είχε προσεγγίσει την ελληνοαλβανική συμμαχία. Οι Αλβανοί «κατά τα ήθη και κατά τας συνήθειας των πολλά όμοιοι με τους Έλληνας και μισούν τους Οθωμανούς ως ημείς οι ίδιοι.
Ο Μωαμεθανισμός των δεν πρέπει να σας βάλη εις ουδεμίαν υποψίαν … γνωρίζουν οι περισσότεροι τον Μωαμεθανισμόν ως τον γνωρίζομεν ημείς οι ίδιοι… πρέπει λοιπόν να τους χαϊδεύετε και να τους θεωρείτε ως μέλλοντας συμμάχους μας.
Όταν μάλιστα βεβαιωθούν ότι δεν θέλετε να εξαπλωθήτε πέραν των Ιωαννίνων, και ότι ο πόλεμός σας είναι πολιτικός και όχι θρησκευτικός, θέλουν δώσει περισσοτέραν ακρόασιν εις τα φιλικά σας προβλήματα και θέλετε ιδεί πολλούς εξ αυτών, οι οποίοι να συμμαχήσουν με ημάς ».
Ο άμεσος πρωταγωνιστής της προσέγγισης με τον Αλή πασά όπως είπαμε ήταν ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος θα είχε γνωρίσει τον Κολοκοτρώνη στις Βόρειες Σποράδες όταν δρούσαν κατά των Τούρκων στο Βόρειο Αιγαίο υπό την διοίκηση του Ρώσου ναυάρχου Σενιάβιν. Στον επικήδειο του που εκφώνησε ο Τιμολέων Φιλήμων το 1874 καταθέτει την απορία του: «εις τον τάφον σήμερον κατερχόμενος, φέρων μεθ’ εαυτού συνθάπτων και το μυστήριον της προ του 1821 ενέργειας του, αν αύτη υπήρξεν η πιστή εκτέλεσις οδηγιών σαφών ή η αυθόρμητος εκμετάλλευσις της θέσέως του, υπέρ του εθνικού σκοπού». Ως συμπέρασμα, ο Αλής πίστεψε στον Παπαρρηγόπουλο, ένα γραμματέα ενός προξενείου, ή στον πανίσχυρο Κερκυραίο Υπουργό του Τσάρου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου