Γράφει η Νεκταρία Τσολάκου
Μετά την ανακήρυξη του πολέμου κατά του «αόρατου εχθρού», το Μάρτιο του 2020, οι ηγέτες όλων των κρατών ενήργησαν συντονισμένα, ώστε να αναχαιτίσουν την πορεία της πανδημίας, αφαιρώντας σταδιακά όλο και περισσότερες ελευθερίες και δικαιώματα των πολιτών. Έτσι, αποφασίζοντας να παίξουν τον ρόλο του προστάτη-γονέα, στο όνομα της δημόσιας υγείας κρίθηκε απαραίτητο να ληφθούν πρωτοφανή και σκληρά μέτρα που κανείς από τους προστατευόμενους πολίτες-παιδιά δεν είχε φανταστεί ποτέ πως θα βίωνε.
Στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Νόρμαν Σπίνραντ «Οι Πράκτορες του Χάους» ένα Ηγεμονικό Συμβούλιο ασκεί τον απόλυτο έλεγχο σε ολόκληρο το ηλιακό σύστημα. Φρουροί και κάμερες παρακολούθησης βρίσκονται παντού, επιτηρώντας διαρκώς τις άβουλες μάζες των Προστατευόμενων. Ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας, που ανήκει στη Δημοκρατική Συνομοσπονδία (την εκτός νόμου αντιπολίτευση) με στόχο την ανατροπή της Ηγεμονίας, Μπορίς Τζόνσον αναφέρεται στους Προστατευόμενους ως εξής:
«Μελέτησε τα ανέκφραστα, κενά πρόσωπα των Προστατευόμενων γύρω του. Η Ηγεμονία, με όπλα της το φόβο, την ευημερία και τον αυστηρό έλεγχο, μπορούσε να τους κρατά σ’ ένα επίπεδο όχι πολύ ψηλότερο από εκείνο του βοδιού: έτρωγαν, κοιμούνταν και
διασκέδαζαν όσο καλά χρειαζόταν. Δεν τους έλειπε τίποτα εκτός από την ελευθερία, όμως τώρα πια ακόμη και το νόημα της λέξης αυτής γινόταν όλο και πιο ακαθόριστο»1.
Γιατί όμως σήμερα η πλειοψηφία των ανθρώπων παρόλο που χάνει βασικές ελευθερίες και δικαιώματα κρατά παθητική στάση;
Μια από τις εξηγήσεις που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι οι άνθρωποι στην πλειονότητά τους είναι τόσο πολύ απορροφημένοι από τα προσωπικά τους προβλήματα, που δεν δίνουν προσοχή πλέον σε οτιδήποτε υπερβαίνει το ατομικό τους πλαίσιο.
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι η ανασφάλεια που δημιουργεί το άγνωστο μέλλον δεν αφήνει περιθώριο σκέψης να θυσιαστεί το αίσθημα ασφάλειας που νιώθουν στο παρόν, ακόμα κι όταν πρόκειται για σημαντικά ζητήματα, όπως ζωής ή θανάτου.
Άλλος λόγος μπορεί να είναι ότι το καθεστώς διατηρεί μια ψευδαίσθηση δημοκρατίας, αναγνωρίζοντας ορισμένες «ελευθερίες» που δημιουργούν μια αίσθηση επίπλαστη.
Επίσης κάτι τελευταίο που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι πολλοί άνθρωποι μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα περιορισμών και ανέχειας ξεχνούν τι σημαίνει ελευθερία και Δημοκρατία, γιατί έχουν προσαρμοστεί στο να ζουν συνεχώς μέσα σε μία κατάσταση εξαίρεσης.
Φυσικά οι λόγοι μπορεί να είναι και άλλοι, αλλά ας μην λησμονήσουμε το γεγονός ότι και ο Χίτλερ, αμέσως μόλις κατέλαβε την εξουσία, εξέδωσε Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους, το οποίο ανέστειλε τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που αφορούσαν τις ατομικές ελευθερίες. Το διάταγμα δεν ανακλήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα όλο το Γ΄ Ράιχ να μπορεί να θεωρηθεί, από νομικής άποψης, ως μια κατάσταση εξαίρεσης που διήρκησε δώδεκα χρόνια2.
Στο προαναφερθέν μυθιστόρημα οι ήρωες μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες ανατροπής της Ηγεμονίας και απογοητεύσεις, θέτουν το εξής ερώτημα:
– Στο κάτω κάτω, μήπως ξέρουμε τι είναι αυτή η Δημοκρατία για την οποία πολεμάμε; Μπορεί να είναι απλώς και μόνο μια λέξη. Μπορεί να μη σημαίνει τίποτα απολύτως.
– Έλα τώρα Μάννυ... Όλοι ξέρουμε τι είναι η Δημοκρατία. Είναι... είναι να μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις, όπως το θέλεις και όταν το θέλεις. Δημοκρατία είναι να κάνει ο καθένας το καλύτερο για τον εαυτό του, χωρίς κάποιος άλλος ή οι Φρουροί να καθορίζει κάθε λεπτό της ζωής του3.
Τα τελευταία χρόνια, ζώντας υπό την απειλή του κορωνοϊού ως «αόρατου εχθρού» συνειδητοποιήσαμε ότι η επίκληση στην αυθεντία και στην «αδιαμφισβήτητη» επιστήμη, όπως αρέσκονται κάποιοι ένθερμοι υπερασπιστές αυτής της άποψης να λένε, όχι μόνο μας απαγορεύει να κάνουμε αυτό που θεωρούμε εμείς καλύτερο για τον εαυτό μας, αλλά καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο ζούμε και αναπνέουμε.
Όσοι όμως ασχολούνται με την έρευνα και την επιστήμη γνωρίζουν πολύ καλά ότι μόνο μέσω της παραδοχής της άγνοιας και της αμφισβήτησης μπορεί η επιστήμη να εξελιχθεί και να προοδεύσει. Πάντα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τα πιστεύω και οι ιδέες μας μπορεί κάποια στιγμή να αποδειχθούν εσφαλμένα, σκέτες σκιές στους τοίχους ενός πλατωνικού σπηλαίου. Ο καθηγητής θεωρητικής Φυσικής Carlo Rovelli στο βιβλίο του «Η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που φαίνεται» τοποθετείται πολύ εύστοχα επί του θέματος, διατυπώνοντας τα εξής:
«Η επιστήμη δεν είναι αξιόπιστη επειδή προσφέρει βεβαιότητα. Είναι αξιόπιστη γιατί μας προσφέρει τις καλύτερες απαντήσεις που διαθέτουμε προς το παρόν. Επιστήμη είναι ό,τι παραπάνω γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για τα προβλήματα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι. Είναι ακριβώς η ανοιχτόμυαλη νοοτροπία της, το γεγονός ότι διαρκώς αμφισβητεί την τρέχουσα γνώση, που εγγυάται ότι οι απαντήσεις που προσφέρει είναι οι καλύτερες διαθέσιμες: εάν ανακαλύψουμε καλύτερες απαντήσεις, τότε οι νέες απαντήσεις γίνονται επιστήμη»4.
Και λίγο παρακάτω προσθέτει:
«Άρα, οι απαντήσεις που δίνει η επιστήμη δεν είναι αξιόπιστες επειδή είναι οριστικές. Είναι αξιόπιστες επειδή δεν είναι οριστικές. Είναι αξιόπιστες επειδή είναι οι καλύτερες διαθέσιμες σήμερα. Και είναι οι καλύτερες διαθέσιμες επειδή δεν τις θεωρούμε οριστικές, αλλά ότι δύνανται να βελτιωθούν. Η επιστήμη αποκτά την αξιοπιστία της χάρη στην επίγνωση της άγνοιας μας»5.
Η αμφισβήτηση όμως και η έρευνα δεν θα πρέπει να περιορίζονται μόνο στο πεδίο της επιστήμης. Όλοι μας είναι καλό να ερευνούμε στη μεθόριο της γνώσης και της κατανόησης μας. Ερευνώντας, θέτοντας προβληματισμούς, κάνοντας συγκρίσεις και αντλώντας πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, αναπτύσσουμε την κριτική μας σκέψη, μειώνουμε τις πιθανότητες να οδηγηθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα, αλλά βοηθάμε και το μυαλό μας να βγει από την παραλυτική νιρβάνα της προπαγάνδας. Αντιθέτως η παθητική πρόσληψη και αναπαραγωγή μιας πληροφορίας ή απόψεως κάνει τους ανθρώπους να μην μπορούν να σκεφτούν κριτικά και να καταπίνουν «αμάσητα» ό,τι τους σερβίρεται ως αλήθεια.
Γι’ αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό σε μια Δημοκρατία να ακούγονται πολλές διαφορετικές απόψεις, αλλά και να ενθαρρύνεται ο ανοιχτός δημόσιος διάλογος μεταξύ των επιστημόνων. Όταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, τότε αυτό είναι μια ένδειξη που θα πρέπει να μας ανησυχήσει και να μας κάνει να αναρωτηθούμε πού βρισκόμαστε σε σχέση με το πολίτευμα που έχουμε και την ελευθερία του λόγου που μας αναγνωρίζεται.
Τέλος, αξίζει να θυμηθούμε τα σημαντικά λόγια του Τζον Στιούαρτ Μιλ από το δοκίμιό του «Περί Ελευθερίας»:
«Αν υπάρχουν άτομα που αμφισβητούν μια παραδεδομένη γνώμη ή πρόκειται να την αμφισβητήσουν εφόσον ο νόμος ή η κοινή γνώμη τους το επιτρέψει, ας τους ευχαριστήσουμε γι’ αυτό ανοίγοντας τον νου μας για να τους ακούσουμε όντας χαρούμενοι για το ότι υπάρχει κάποιος που κάνει αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε οι ίδιοι καταβάλλοντας πολύ μεγαλύτερο μόχθο αν αποδίδαμε τη δέουσα σημασία στη βεβαιότητα ή τη ζωτικότητα των πεποιθήσεών μας»6.
Νόρμαν Σπίνραντ, Οι Πράκτορες του Χάους, μτφ.: Γιάννης Ανδρέου, εκδ. Τρίτων, σελ. 20.
Giorgio Agamben, Κατάσταση Εξαίρεσης, μτφ.: Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2013, σελ. 13.
Σπίνραντ, ό.π., σελ. 61.
Carlo Rovelli, Η Πραγματικότητα δεν είναι αυτό που φαίνεται, μτφ.: Νίκος Αποστολόπουλος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 336.
Rovelli, ό.π., σελ. 337.
Τζον Στιουαρτ Μιλ, Περί Ελευθερίας, μτφ.: Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Μίνωας, σελ. 100.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου