Στην
παρούσα μορφή του, το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
αναφέρει ότι “Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους
δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε
μειονότητες.
Αυτές
οι αξίες είναι κοινές στα κράτη μέλη σε μια κοινωνία στην οποία
υπερισχύουν ο πλουραλισμός, η απαγόρευση διακρίσεων, η ανοχή, η
δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη και η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.”
Ωστόσο,
στην αρχική της μορφή, η Συνθήκη της Ρώμης είχε ουσιαστικά οικονομικό
χαρακτήρα και πεδίο εφαρμογής και δεν περιελάμβανε καμία ρήτρα σχετικά
με αυτές τις «αξίες», όπως είναι κατανοητές σήμερα. Έτσι, στις αρχικές
Συνθήκες, η ισότητα αφορούσε κυρίως την ισότητα των αποδοχών, τα μόνα
δικαιώματα που αναφέρονται είναι σχεδόν αποκλειστικά «τελωνειακοί» ή
«ειδικοί φόροι κατανάλωσης» και η ελευθερία δεν είχε γενική έννοια ,
αλλά αφορούσε κυρίως την ελευθερία εγκατάστασης των υπηκόων ενός κράτους
μέλους στο έδαφος ενός άλλου, ακολουθούμενη από την ελεύθερη κυκλοφορία
των κεφαλαίων και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Στη
συνέχεια, τα έξι ιδρυτικά κράτη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας
στηρίχθηκαν σε μια μορφή αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην ξεχωριστή τους
λειτουργία στους τομείς αυτούς. Σε περίπτωση αμφιβολιών ή ακόμη και
διαφωνιών, στηρίχθηκαν στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο συστάθηκε το 1959 για να αποφανθεί επί
ατομικών ή κρατικών αιτήσεων που αφορούσαν παραβιάσεις των αστικών και
πολιτικών δικαιωμάτων που ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1950 για
τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την οποία συμβαση τα ιδρυτικά κράτη μέλη
έχουν υπογράψει.
Ωστόσο,
ήταν ένα άλλο δικαστήριο που έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία που οδήγησε,
μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που γνωρίζουμε
σήμερα. Έτσι, ήδη από τη δεκαετία του 1960, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων (ΔΕΚ), το οποίο έκτοτε έχει καταστεί Δικαστήριο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ανέπτυξε ένα
σύνολο νομολογίας που καθιέρωσε σταδιακά το θεσμικό και νομικό πλαίσιο
για τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, στο οποίο “Η
μεταφορά από τα κράτη, από το εσωτερικό τους νομικό σύστημα στο
κοινοτικό νομικό σύστημα των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν
από τη Συνθήκη, συνεπάγεται μόνιμο περιορισμό των κυριαρχικών τους
δικαιωμάτων, έναντι του οποίου δεν μπορεί να υπερισχύσει μεταγενέστερη
μονομερής πράξη ασυμβίβαστη με την έννοια και τις αντιλήψεις της
Κοινότητας”. (ΔΕΚ, υπόθεση 6/64 – Costa κατά Enel).
Στη
συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επέκτεινε τη νομολογία αυτή στα
ανθρώπινα δικαιώματα. Εκτιμώντας ότι είναι καθήκον του να διασφαλίζει
τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία, με βάση τις κοινές
συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πρέπει να γίνονται κατανοητά
στο πλαίσιο της δομής και των στόχων της Κοινότητας. Επομένως, “το κύρος
ενός κοινοτικού μέτρου ή το αποτέλεσμά του εντός ενός κράτους μέλους,
δεν μπορεί να επηρεαστεί από ισχυρισμούς ότι αντιβαίνει είτε στα
θεμελιώδη δικαιώματα, όπως διατυπώνονται από το σύνταγμα του κράτους
αυτού, είτε στις αρχές μιας εθνικής συνταγματικής δομής” (ΔΕΚ, υπόθεση
11/70, Internationale Handelsgesellschaft mbH).
Ταυτόχρονα,
τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα απέκτησαν σταδιακά μέσα για να καθορίσουν
το δικό τους νομικό και πολιτικό σώμα όσον αφορά τα ανθρώπινα
δικαιώματα. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε επίσημα με την έγκριση από τα
εν λόγω θεσμικά όργανα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2000, του Χάρτη των
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αλλά ακόμη περισσότερο με την επίσημη προσάρτηση
του στη Συνθήκη της Λισαβόνας που υπεγράφη στις 13 Δεκεμβρίου 2007,
παρέχοντάς του (Χάρτη Ανθρ. Δικαιωμάτων) δεσμευτική νομική ισχύ,
ισοδύναμη με τη συνθήκη της Λισαβόνας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η
δημιουργία, το 2007, ενός οργανισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, ο
οποίος αποσκοπεί στην «εμπέδωση μιας νοοτροπίας θεμελιωδών δικαιωμάτων
σε ολόκληρη την ΕΕ» (η όποια νοοτροπία προφανώς δεν υπήρχε πριν…), και η
δημιουργία και εφαρμογή το 2014, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενός «νέου
πλαισίου της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου» (COM(2014)158
τελικό), το οποίο «παρέχει καθοδήγηση για διάλογο μεταξύ της Επιτροπής
και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους για την πρόληψη της κλιμάκωσης των
συστημικών απειλών κατά του κανόνα του νόμου […] προκειμένου να
αποφευχθεί η εμφάνιση συστημικής απειλής κατά του κανόνα του νόμου η
οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «σαφή κίνδυνο σοβαρής παραβίασης» η
οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει τη χρήση της «διαδικασίας
του άρθρου 7 ΣΕΕ».”.
Η
μη εκλεγμένη Επιτροπή αυτοανακηρύσσεται με αυτό το εργαλείο ως
«εμπειρογνώμονας στα θεμελιώδη δικαιώματα» και ως κυρίαρχος δικαστής των
νόμιμων κυβερνήσεων των κρατών μελών έναντι τουλάχιστον «συστημικών
απειλών κατά του κράτους δικαίου».
Ως
εκ τούτου, στο γενικό αυτό πλαίσιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η
Συνθήκη του Άμστερνταμ εισήγαγε το άρθρο 7 ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει
ειδικό μηχανισμό μέσω «προληπτικής» φάσης για να διασφαλιστεί ότι δεν θα
υπάρξει «σοβαρή και διαρκής παραβίαση από ένα κράτος μέλος των αξιών
[της Ένωσης]», και μια «κατασταλτική» φάση σε περίπτωση που διαπιστωθεί
τέτοια παραβίαση. Έτσι, βάσει αυτού του μηχανισμού και του ευρέος
φάσματος δικαιωμάτων που καλύπτει, τα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών
διαθέτουν ένα εργαλείο παρακολούθησης το οποίο υπερβαίνει τις εξουσίες
που τους ανατίθενται από τις Συνθήκες και επεκτείνεται σταδιακά σε όλες
τις αξίες της Ένωσης.
Το
ασαφές περιεχόμενο των τελευταίων, (αξιών), επιτρέπει μια ευρεία
ερμηνεία, ιδίως υπό το πρίσμα του όχι λιγότερο ασαφούς “πνεύματος των
Συνθηκών”.
Ωστόσο,
και στις δύο φάσεις της διαδικασίας αυτής, το Συμβούλιο διατήρησε μια
διέξοδο για τον εαυτό του, δεδομένου ότι, στην πρώτη περίπτωση, «το
Συμβούλιο θα επαληθεύει τακτικά ότι οι λόγοι για τους οποίους ελήφθη η
απόφαση αυτή εξακολουθούν να ισχύουν», γεγονός που συνεπάγεται ότι, εάν
είναι αναγκαίο, μπορεί να άρει τη διαδικασία και, στη δεύτερη, μπορεί
να
αποφασίσει στη συνέχεια να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει τα μέτρα που
ελήφθησαν δυνάμει της παραγράφου 3 ως απάντηση στις αλλαγές στην
κατάσταση που οδήγησαν στην επιβολή τους.» Εν πάση περιπτώσει, η εξουσία
των κρατών να αξιολογούν, σε κάθε περίπτωση , τη συνάφεια των
προβλεπόμενων ή κινηόμενων διαδικασιών διατηρείται σε κάθε στάδιο.
Η
Επιτροπή ξεκίνησε την “προληπτική” διαδικασία κατά της Πολωνίας το 2017
και το Κοινοβούλιο κατά της Ουγγαρίας το 2018. Ωστόσο, η κάλυψη από τα
μέσα ενημέρωσης που δημιουργήθηκε από την εφαρμογή αυτών των διαδικασιών
φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα. Στην
πραγματικότητα, η ενεργοποίηση του άρθρου 7 κατά της Πολωνίας, για
παράδειγμα, οδήγησε σε τρεις ακροάσεις της πολωνικής κυβέρνησης ενώπιον
του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων. Σε κάθε ακρόαση, η πολωνική
αντιπροσωπεία προέβη σε μια παρουσίαση, μετά την οποία οι εθνικοί
εκπρόσωποι είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν δύο ερωτήσεις στην πολωνική
αντιπροσωπεία. Σχεδόν καμία χώρα της Κεντρικής ή Ανατολικής Ευρώπης δεν
έλαβε τον λόγο σε αυτές τις ακροάσεις, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας,
η οποία κατείχε τότε την Προεδρία του Συμβουλίου. Τα ερωτήματα
προέρχονταν κυρίως από τις «δυτικές» κυβερνήσεις και τις σκανδιναβικές
χώρες. Αυτή η διαίρεση αντικατοπτρίζει τις πολιτικές διαχωριστικές
γραμμές που υπάρχουν σε αυτό το θέμα, και το μικρό κοινό ενδιαφέρον που
έχει το Συμβούλιο σχετικά με αυτή τη διαδικασία.
Πράγματι,
δεν θα έχει διαφύγει από την προσοχή κανενός ότι αν τέτοια εξουσία
αφεθεί στα χέρια των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων μπορεί να στραφεί
εναντίον των κρατών μελών αφού θα είναι στη διάθεση πολιτικών κινήσεων
είτε μέσα στα ίδια τα κράτη μέλη η μέσα στα ίδια τα θεσμικά όργανα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μέσω
αυτών των εργαλείων που εφαρμόζονται στον άπειρο τομέα των “θεμελιωδών
δικαιωμάτων” και των “αξιών της Ένωσης”, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο
και το ΔΕΕ μετακινούνται από μια νομική εξέταση σε μια τελολογική
ερμηνεία, από μια αποστολή ελέγχου σε μια κατεξοχήν πολιτική διάσταση.
Επομένως, δεν είναι μόνο, αντίστοιχα, ο «θεματοφύλακας των Συνθηκών» και
ο εγγυητής της ομοιογενούς εφαρμογής του νόμου, αλλά ακόμη περισσότερο
και κυρίως υπέρμαχος, αυτού που φαίνεται όλο και περισσότερο να είναι ο
υπερεθνικός συνταγματικός χαρακτήρας της Ένωσης. Για το ΔΕΕ, η
ακεραιότητα του δικαίου της Ένωσης μπορεί να διασφαλιστεί μόνο υπό την
σχεδόν ρητή προϋπόθεση ότι διατηρεί απόλυτο μονοπώλιο στην ερμηνεία
αυτού του δικαίου, και ευρύτερα όσον αφορά την ερμηνεία του “πνεύματος
των Συνθηκών”. Επομένως, δεν είναι πλέον τα κράτη μέλη τα οποία, ως
κάτοχοι κυριαρχίας στο διεθνές δίκαιο, έχουν γενική αρμοδιότητα, που
ονομάζεται επίσης «αρμοδιότητα αρμοδιότητας», την οποία μπορούν να
αναθέσουν σε ένα όργανο συνεργασίας, αλλά μια νέα συνταγματική τάξη στην
οποία το εν λόγω όργανο θα καταστεί ο κυρίαρχος της αρμοδιότητας,
καθορίζοντας τους κανόνες που τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να
εφαρμόζουν. Τα κράτη μέλη παραμένουν νόμιμα κάτοχοι της κυριαρχίας, και
πολιτικά στα πλαίσια της δημοκρατικής ζωής, αλλά, στο όνομα των “αξιών
της Ένωσης” και του “πνεύματος των Συνθηκών”, νικούνται σταδιακά (χάνουν
την αρμοδιότητα τους) από την επιρροή και την δύναμη των ευρωπαϊκών
θεσμικών οργάνων και των αποφάσεων τους.
Στο
όνομα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αναπτύχθηκε από την αρχή, αυτό που ο
ίδιος ο Jacques Delors περιέγραψε, σε μια ομιλία του 1999 στον καθεδρικό
ναό του Στρασβούργου, ως “μια τεχνοκρατική κατασκευή που εξελίσσεται
υπό την αιγίδα ενός είδους ήπιου και φωτισμένου δεσποτισμού”,
επιβάλλοντας, με το πρόσχημα πολύ γενικών αξιών, το πολιτικό όραμα των
ολιγαρχικών θεσμών, στους δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες των κυρίαρχων
κρατών. Στο τέλος τέλος , οι ” συστημικές απειλές για το κράτος δικαίου ”
και της δημοκρατίας μπορεί να μην είναι εκεί… που θα σκεφτόταν κανείς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου