Ο συγγραφέας του βιβλίου για το γερμανικό χρέος Δημοσθένης Κούκουνας μιλάει για την έρευνά του και τις εξελίξεις γύρω από το θέμα. «Το πόρισμα της επιτροπής ήταν θείο δώρο για το Βερολίνο» λέει.
Ο Δημοσθένης Κούκουνας είναι δημοσιογράφος και ιστορικός και έχει επικεντρώσει το ερευνητικό ενδιαφέρον του στον φωτισμό της σκοτεινής περιόδου της Κατοχής. Οι εκτελέσεις, οι λεηλασίες, η καταστροφή των υποδομών μας από τον γερμανικό στρατό, οι δωσίλογοι και όσοι θησαύρισαν την εποχή που οι Ελληνες πέθαιναν από την πείνα, αλλά και οι βιογραφίες προσώπων που διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στην εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν περιγραφεί με ευθυκρισία, αντικειμενικότητα και χάρη από την πένα του διαπρεπούς συγγραφέα.
Οι συγγραφικές επιδόσεις του σε αυτόν τον τομέα δεν είναι μόνο εντυπωσιακές αλλά και εθνοφελείς. Ειδικά εκείνες που αφορούν τις οφειλές των Γερμανών προς την Ελλάδα και το «ξεχασμένο» από τις κυβερνήσεις μας κατοχικό δάνειο. Ο κ. Κούκουνας κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα
σημαντικότατο βιβλίο για το εν λόγω ζήτημα. Τιτλοφορείται «Κατοχικό δάνειο - Η όλη αλήθεια για το γερμανικό χρέος» (εκδόσεις Historia). Η συνέντευξη που ακολουθεί και όσα αποκαλύπτονται από τον κ. Κούκουνα αξίζει να προσεχθούν από όλους μας.
Με την ευκαιρία που κυκλοφόρησε πρόσφατα το νέο βιβλίο σας, που έχει τον τίτλο «Κατοχικό δάνειο - Η όλη αλήθεια για το γερμανικό χρέος», επανέρχεται πάλι στη συζήτηση η γερμανική οφειλή που έρχεται από τα χρόνια της Κατοχής. Πραγματικά πιστεύετε ότι θα μπορούσαν ποτέ οι Γερμανοί να μας την εξοφλήσουν;
Τέτοιου είδους θέματα στη διεθνή πρακτική δεν κλείνουν ποτέ, παρά μόνο με την αποκατάσταση του δικαίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το αδιαμφισβήτητο δίκαιο ανήκει στη χώρα μας και είναι θέμα χρόνου πότε επιτέλους θα τακτοποιηθεί. Βέβαια, δεν είναι πλέον τόσο απλό, ειδικά αφότου η χώρα μας πέρασε υπό τον ασφυκτικό κλοιό των Μνημονίων, αφού δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός εθνικών απαιτήσεων. Με δεδομένο ότι κατά το διεθνές δίκαιο η νομική ισχύς της αρχικής συμφωνίας περί κατοχικού δανείου, που ανάγεται στο 1942, δεν παραγράφεται ποτέ, το ζήτημα είναι ποια διεθνή όργανα θα επιβάλουν την εφαρμογή της, αφ' ης στιγμής το γερμανικό κράτος επιδεικνύει αυτή την επονείδιστη στάση του κακοπληρωτή και ταυτόχρονα η ψευδώνυμη αριστερή ελληνική κυβέρνηση κλείνει τα μάτια και κουκουλώνει το γερμανικό χρέος, χωρίς ούτε καν τα προσχήματα να τηρεί. Είναι εξαιρετικά θλιβερό αυτό, διότι επιτρέπει πλέον να γίνονται σκέψεις ότι στο θέμα του κατοχικού δανείου η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είναι ειλικρινής απέναντι στον ελληνικό λαό.
Υπαινίσσεστε δηλαδή ότι υπάρχει κάτι σαν συμπαιγνία για να μη φτάσει ποτέ αυτό το ζήτημα στην επίλυσή του;
Ακριβώς έτσι. Μπορεί κανείς να έχει οποιαδήποτε άποψη για το πόσο κακοπροαίρετοι ή επιπόλαιοι είναι οι κορυφαίοι υπουργοί που ξεχνούν να δηλώσουν μερικά εκατομμύρια, που μπερδεύονται στην καταμέτρηση των ακινήτων τους, που διορίζουν τους πεινασμένους συγγενείς τους κ.ο.κ. Ούτε ενδιαφέρει το αν η «πρώτη φορά Αριστερά» απογοητεύει τον ελληνικό λαό και ιδιαίτερα μάλιστα το αριστερής καταγωγής τμήμα του. Το σημαντικό είναι που αυτή η κυβέρνηση έχει αναγάγει την καθημερινή εξαπάτηση του ελληνικού λαού σε επιστήμη και δεν ορρωδεί προ ουδενός. Στο πλαίσιο αυτό, το θέμα του κατοχικού δανείου είναι μια πρόχειρη σημαία, που ανασύρεται μόνον όταν υπάρχουν προπαγανδιστικές ανάγκες και πάντως ουδέποτε κάποιος κυβερνητικός παράγοντας ασχολείται με αυτό στα σοβαρά.
Βέβαια, με τα επικείμενα στις επόμενες ημέρες κύματα Ελλήνων νεοπροσφύγων και αστέγων, καθώς θα τους εξώσουν από τα σπίτια και τα χωράφια τους, κάπου θα προκύψει πάλι θέμα «υπέρ βωμών και εστιών». Και όταν ένα γερμανικό fund ή ένας Γερμανός «επενδυτής» θα θέλει να εφαρμόσει την έξωση, τότε οπωσδήποτε κάποιοι απ' αυτούς τους ελληνες θα θυμηθούν το διαχρονικό αυτό δόγμα της ελληνικής Ιστορίας.
Αλλά το «υπέρ βωμών και εστιών» προϋποθέτει ότι στην ηγεσία της κυβέρνησης βρίσκεται μια ακραιφνής ελληνική δύναμη με ανάλογα ψυχικά χαρίσματα. Και κυρίως αγνοί Ελληνες που δεν είναι δουλοπρεπείς απέναντι στους ξένους που μας επιβουλεύονται. Με τα αλλεπάλληλα ψέματά της, η σημερινή κυβέρνηση δυστυχώς έχει χάσει το ηθικό πλεονέκτημα και το όλο έργο της περιορίζεται στην αδιάκοπη υποτίμηση της νοημοσύνης του ελληνικού λαού...
Κατά το παρελθόν, αλλά και μέσα στο νέο βιβλίο σας, εξηγείτε πώς το κατοχικό δάνειο υπερβαίνει σήμερα κατά τους υπολογισμούς σας το μισό τρισεκατομμύριο ευρώ. Ωστόσο, μία αποτίμηση που έγινε πριν από περίπου έναν χρόνο από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους το περιορίζει σε περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Πώς το σχολιάζετε;
Οντως τα τελευταία χρόνια, που έγινε κάποιος θόρυβος περί κατοχικού δανείου, συνεστήθη μία επιτροπή για να ερευνήσει το θέμα και στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτε περισσότερο από μια άκρως επιπόλαιη -και επικίνδυνη, θα έλεγα- έκθεση για το επίμαχο θέμα. Το πιο σημαντικό είναι που αγνοήθηκε ο βασικός όρος της σύναψης του κατοχικού δανείου, δηλαδή η τιμαριθμική ρήτρα. Προφανώς τα μέλη αυτής της επιτροπής έριξαν μια ματιά σε ορισμένα έγγραφα, απέφυγαν να δουν τα «ψιλά» γράμματα σε άλλα και αρκέστηκαν σε αυθαίρετες και αστήρικτες εκτιμήσεις, ώστε να μην ενοχληθεί η γερμανική πλευρά. Η σύσταση μιας τέτοιας επιτροπής θα είχε σοβαρότητα μόνον αν θα είχαν περιληφθεί ως μέλη έγκυροι νομικοί, οικονομολόγοι και ιστορικοί - και όχι αποκλειστικά δημόσιοι υπάλληλοι. Το πόρισμα αυτό ήταν θείο δώρο για τους σημερινούς Γερμανούς επικυριάρχους, σε σημείο που αναρωτιέμαι αν η επιτροπή θέλησε να φανεί αρεστή σε αυτούς και μόνο!
Για να αντιληφθούμε την ουσία, ας αναλογισθεί κανείς ότι, εφόσον υπάρχει όρος τιμαριθμικής ρήτρας, που όχι μόνο τον αποδέχθηκαν τότε οι κατακτητές αλλά τον επέβαλαν μάλιστα, ανατρέπονται άρδην όλοι οι παρατιθέμενοι αριθμοί λόγω του άκρατου υπερπληθωρισμού που υπήρχε επί Κατοχής. Συνεπώς, όταν γίνεται λόγος περί κεφαλαίου 100 σημερινών δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχεί στο γερμανικό χρέος ως προς το κατοχικό δάνειο κατά τη λήξη του πολέμου, οπότε αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο ως μη εξοφληθέν, η αποτίμηση είναι απολύτως ρεαλιστική και με την επιβάρυνση ενός χαμηλού επιτοκίου 2,5% έως σήμερα υπερβαίνει τα 500 δισ. ευρώ. Σημειωτέον ότι, σε αντίθεση με το πόρισμα του Γενικού Λογιστηρίου, ο Γερμανός ιστορικός καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ, καλός γνώστης του θέματος, ομιλεί περί δεκαπλάσιου ύψους απ' ό,τι το πόρισμα, δηλαδή περί 100 σημερινών δισεκατομμυρίων, περιλαμβανομένων και των τόκων. Δεν συμφωνώ μαζί του, θα μπορούσα δε να υποστηρίξω την άποψή μου με αναλυτικά στοιχεία ενώπιον μιας σοβαρής δημόσιας Αρχής και δη ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Μέχρι τώρα η ελληνική Δικαιοσύνη έχει ασχοληθεί με το θέμα αυτό;
Δυστυχώς όχι! Και βεβαίως είναι να απορεί κανείς πώς και δεν ασχολήθηκε. Διότι δεν πρόκειται μόνο για το ύψος του κατοχικού δανείου, που ασφαλώς δεν είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να το εξετάσει, αν και τίθεται ζήτημα δολιότητας όσων κατά καιρούς βγαίνουν και ευτελίζουν το πραγματικό ύψος του. Υπάρχει και το μέγα ζήτημα της απόδοσης ευθυνών σε όσους είτε εξ αμελείας είτε εκ δόλου δεν ενδιαφέρθηκαν για τη διεκδίκησή του από το σύγχρονο γερμανικό κράτος.
Οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες από το 1995 έως σήμερα όφειλαν να έχουν ενεργήσει δραστήρια και αποτελεσματικά. Αντ' αυτού επέδειξαν εγκληματική αμέλεια, διότι θα μπορούσαν να έχουν υποχρεώσει το γερμανικό κράτος να εξοφλήσει το χρέος που προέρχεται από το κατοχικό δάνειο, οπότε η χώρα δεν θα είχε οδηγηθεί σε καταστροφική χρεοκοπία και ο λαός μας σε αυτή την ανείπωτη δυστυχία που βιώνει. Το πιο εγκληματικό είναι που με την υπογραφή των τριών έως τώρα Μνημονίων οι Γερμανοί επανέκαμψαν ως κυρίαρχοι και ορέγονται να κάνουν την Ελλάδα αποικία τους, χωρίς προηγουμένως να έχουν εξοφλήσει το κατοχικό δάνειο, αν μη τι άλλο.
Επανειλημμένα έχω καλέσει δημοσίως την ελληνική Δικαιοσύνη να επιληφθεί του θέματος αυτού, ώστε μέσα από τη συγκεκριμενοποίηση της πολιτικής και της ποινικής ευθύνης να ενεργοποιηθεί η διεκδίκηση του κατοχικού δανείου, η τελική είσπραξη του οποίου εκ μέρους της οφειλέτιδος Γερμανίας θα αποτελούσε την απόδοση του δικαίου και παράλληλα θα ανέτρεπε την παρούσα οικονομική κατάσταση που ζούμε. Εξακολουθώ υπομονετικά να περιμένω να ευαισθητοποιηθεί η ελληνική Δικαιοσύνη, που παραμένει ο μόνος υγιής πυλώνας στο κράτος μας.
Οσοι άσκησαν εξουσία μετά το 1995 έχουν ευθύνες
Οταν λέτε ότι στα τελευταία είκοσι χρόνια υπάρχουν πολιτικές και ποινικές ευθύνες για τη μη διεκδίκηση του κατοχικού δανείου από τη Γερμανία, περιλαμβάνετε και τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση;
Ευθύνες κατά τη γνώμη μου υπάρχουν για όλους όσοι άσκησαν εξουσία από το 1995 έως σήμερα. Οφειλαν να γνωρίζουν και όφειλαν να ενεργήσουν. Αλλά ειδικά η σημερινή κυβέρνηση έχει πρόσθετες ευθύνες, διότι, ενόσω ήταν αντιπολίτευση, εμφανιζόταν με θριαμβικές μεγαλοστομίες ως υπέρμαχος της διεκδίκησης. Εως και τον Μανώλη Γλέζο επιστράτευσε στις τελευταίες ευρωεκλογές ως δήθεν γνώστη του θέματος για να το προωθήσει στο Ευρωκοινοβούλιο. Αλλά ακόμα και σε μία από τις συναντήσεις του με την κυρία Μέρκελ ο Αλέξης Τσίπρας ως πρωθυπουργός πλέον υποτίθεται ότι έθεσε προφορικά το θέμα του κατοχικού δανείου, χωρίς να υπάρξει καμία εξέλιξη. Αναρωτιέμαι τελικά αν όλα αυτά έχουν δόση ειλικρίνειας ή δεν τείνουν συνειδητά στον ευτελισμό του θέματος! Τη στιγμή μάλιστα που ένας τυχόν εθελόδουλος πρωθυπουργός θα μπορούσε να το κλείσει με μια υπογραφή του φαρδιά πλατιά...
Στα 549.249.933.828 ευρώ έχει φτάσει το ύψος των οφειλών!
Επειδή κατά περιόδους έχουν λεχθεί πολλά για τα κατοχικά δάνεια και ιδιαίτερα για το ύψος που αντιπροσωπεύουν, θα ήταν πολύ χρήσιμο να γίνει ένας αντικειμενικός -επιστημονικός, θα έλεγα- υπολογισμός, ώστε να γνωρίζουμε το πραγματικό ποσό, φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι το ζήτημα αυτό είναι υπαρκτό και η ελληνική αξίωση για την αποπληρωμή τους ρεαλιστική. Το καθήκον αυτό επαφίεται σε πιο ειδικούς οικονομολόγους και είναι όλως ατυχές που έως σήμερα δεν βρέθηκε ένας αρμόδιος οιασδήποτε βαθμίδας να το πράξει ή ένας υπεύθυνος πολιτικός να αναθέσει σε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων μια εμπεριστατωμένη μελέτη. [...]
Πλην όμως η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου το 1964, όσο και εκείνη του κατοχικού υπουργού Γκοτζαμάνη το 1952 (περί 240.000.000 δολαρίων) είναι εσφαλμένες. Αγνοούν την ορθή αποτίμηση της αναγκαίας τιμαριθμικής βάσης, η οποία όντως είναι αρκετά περίπλοκη. Αρκεί μόνο να υπομνησθεί πόσο ακραίες και αιφνίδιες ανατιμήσεις βασικών ειδών γίνονταν τότε, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι οι πραγματικές τιμές αγαθών απείχαν εξαιρετικά από τις επίσημες και πόσο δύσκολο είναι να αναπαρασταθούν ώστε να ληφθούν για να χρησιμοποιηθούν ως βάση υπολογισμών. Γι' αυτόν τον λόγο αναζητήσαμε μια άλλη μεθοδολογία.
Η έρευνά μας προσανατολίστηκε διαφορετικά λοιπόν και, με έναν συνδυασμό επίσημων και πραγματικών τιμών στα τρόφιμα και τα είδη καθημερινής χρήσης, της πραγματικής τιμής της χρυσής λίρας στην ελεύθερη αγορά, λαμβάνοντας υπόψη και τις αξίες των πωλουμένων ακινήτων, καθώς και άλλων δεικτών, περιλαμβανομένης και της γερμανικής οφειλής από τις ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία διαρκούσης της Κατοχής, καταλήξαμε σε διαφορετικό ποσό. Ετσι, η πραγματική αποτίμηση του κατοχικού χρέους έφθασε την ημέρα που αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα στο συνολικό ύψος των εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Αυτό είναι το ακριβές ποσόν και είναι βέβαιο ότι, αν κάποτε η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να ασχοληθεί με το ζήτημα και αναθέσει σε μια επιτροπή ειδικών να το ερευνήσει σε βάθος, τότε θα επαληθευθεί πλήρως η δική μας εκτίμηση.
Επιπλέον, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος περί άτοκης σύντομης επιστροφής των κατοχικών δανείων ξεπεράστηκε όταν η οιονεί δανειακή σύμβαση κατέστη ληξιπρόθεσμη. Αυτό συνέβη με τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946 και από τότε τα δάνεια είναι έντοκα, ώστε το αρχικό κεφάλαιο των 100 δισεκατομμυρίων να ανέρχεται το 2015, με χαμηλό επιτόκιο 2,5%, στα 549.249.933.828 ευρώ.
Επομένως, αυτό το ποσό όφειλε να έχει καταβάλει το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος και αδιαφόρησε να το πράξει. Με την επίκληση του διαμελισμού χρησιμοποίησε μια σειρά επιχειρημάτων για να αποφύγει την αποπληρωμή των κατοχικών δανείων με την ανοχή ή τη συνενοχή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Αρκετά χρόνια μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης εφευρέθηκε το επιχείρημα ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να υπογράψει την τελική συνθήκη ειρήνης ενόσω ήταν διαμελισμένη. Αν ήταν καλόπιστος οφειλέτης η Δυτική Γερμανία, στο διάστημα των 44 χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι να ενοποιηθεί θα μπορούσε να είχε καταβάλει το μερίδιο που της αναλογούσε, έστω και σταδιακά. Απέφυγε όμως να το πράξει, όπως απέφυγε και στα επόμενα χρόνια, αφού πλέον ήταν ενοποιημένη και δεν μπορούσε να επικαλεσθεί παρόμοιες αιτιάσεις.
*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα «Κατοχικό δάνειο - Η όλη αλήθεια για το γερμανικό χρέος», Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2015.
Από τον
Παναγιώτη Λιάκο
Πηγή:dimokratianews.gr
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου