...Από νωρίς το πρωί της 27ης Απριλίου στο Ψυχικό, όπου βρισκόταν η κατοικία του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα, άρχισε να παρατηρείται ζωηρή κίνηση, ασυνήθιστη για την πάντα ήσυχη αυτή αθηναϊκή περιοχή. Στις 8 το πρωί, όταν ελαφρές μηχανοκίνητες φάλαγγες διέσχιζαν τη λεωφόρο Κηφισίας προς το κέντρο της πόλης, στις κατοικίες του πρεσβευτή της Γερμανίας πρίγκιπα Έρμπαχ και του στρατιωτικού ακολούθου Κλεμ φον Χόχενμπεργκ υψώθηκε η γερμανική σημαία με τη σβάστικα.
Ο Κλεμ, που μέχρι τότε βρισκόταν υπό κατ’ οίκον περιορισμό, φρουρούμενος από ομάδα αστυνομικών του Κέντρου Αλλοδαπών, βγήκε ευδιάθετος στον κήπο του και σε άπταιστα ελληνικά (μέχρι την καταστροφή του 1922 ζούσε στη Σμύρνη, όπου άλλωστε είχε γεννηθεί) έδωσε διαταγή στον σωφέρ του (ένα ξεπεσμένο Ρώσο πρίγκιπα) να ετοιμάσει το αυτοκίνητο, ενώ ζήτησε από τον επικεφαλής της φρουράς υπαστυνόμο Αντ. Βολταιράκη να ετοιμασθεί για να τον συνοδεύσει. Μετά λίγα λεπτά, το αυτοκίνητο του ιδιόρρυθμου Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου, του οποίου η πολυετής παραμονή στην πρωτεύουσα άφησε εποχή στους αθηναϊκούς κύκλους, καθώς και οι ποικίλες κοινωνικές σχέσεις του, ξεκινούσε. Ο ίδιος καθόταν αγέρωχος στο πίσω κάθισμα, φορώντας την επίσημη στολή του, ενώ ο Έλληνας υπαστυνόμος ήταν δίπλα στον οδηγό, δίκην ιδιωτικού σωματοφύλακα. Σε λίγο βρισκόταν στην
κοντινή οικία του Έρμπαχ, στον περίβολο της οποίας είχαν συγκεντρωθεί το προσωπικό της πρεσβείας και άλλοι Γερμανοί, που στο αντίκρυσμα του Κλεμ ανέκραξαν εν χορώ το «Χάιλ Χίτλερ». Λίγο αργότερα, έφθασαν και οι πρώτοι Γερμανοί μοτοσυκλετιστές, στους οποίους οι Γερμανίδες της πρεσβείας πρόσφεραν πρόχειρες ανθοδέσμες.
Ταυτόχρονα, από ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο της Βέρμαχτ κατέβαινε ένας αξιωματικός που ζήτησε να δει τον πρίγκιπα Έρμπαχ. Μαζί του έφερνε ένα κλειστό φάκελο. Ήταν το μήνυμα του Χίτλερ, που όριζε τον μέχρι τότε πρεσβευτή της Γερμανίας ως προσωρινό διοικητή της Ελλάδος.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι Έλληνες αστυνομικοί, που από μέρες αποτελούσαν τη φρουρά του Γερμανού πρεσβευτή, αντίκρυζαν έκπληκτοι τον γνωστό Αθηναίο γιατρό και καθηγητή Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο (που αργότερα έγινε κατοχικός πρωθυπουργός) να προσέρχεται περιχαρής στην έπαυλη Έρμπαχ και να συγχαίρει τους Γερμανούς διπλωμάτες για την είσοδο των στρατευμάτων τους στην Αθήνα!
Στις 10.15 π.μ. τα αυτοκίνητα του Έρμπαχ και του Κλεμ έφευγαν από την πρεσβευτική κατοικία, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν πανηγυρίζοντας οι Γερμανοί της Αθήνας με τις οικογένειές τους, και κατευθύνθηκαν στους Αμπελοκήπους για να παραστούν στην παράδοση της πόλης.
«ΦΕΡΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ...»
Και ενώ στους δρόμους της άτυχης ελληνικής πρωτεύουσας γερμανικές μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα πήγαιναν και έρχονταν, οι Αθηναίοι με ανησυχία και συντριβή παρακολουθούσαν μέσα από τα μισόκλειστα παράθυρα των σπιτιών τους το δράμα που μόλις άρχιζε.
Στο δημαρχιακό μέγαρο κλήθηκαν στις 12 το μεσημέρι οι διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων, στους οποίους δήλωσε ο Γερμανός Φρούραρχος της πόλης αντισυνταγματάρχης φον Σέιμπεν: «Δεν ερχόμεθα ως εχθροί, αλλά ως φίλοι φέροντες την ειρήνην εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία, η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα, θα αναζωπυρωθή εντός ολίγων ημερών».
Το μεσημέρι έφθασε στην Αθήνα και ο διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων που κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδα στρατηγός του ιππικού Γκέοργκ Στούμε, διοικητής του 40ού Σώματος Στρατού (ο ίδιος που πολύ αργότερα θα διαδεχθεί τον στρατάρχη Ρόμελ στην ηγεσία του Άφρικα Κορπς και που θα έχει τραγική κατάληξη στη Μάχη του Ελ Αλαμέιν. Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών ανέλαβε ο διοικητής της 6ης Ορεινής Μεραρχίας υποστράτηγος Φερδινάνδος Σαίρνερ (αργότερα θα διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στο Ανατολικό Μέτωπο και τελικά στην απέλπιδα άμυνα του Βερολίνου, ενώ μετά το τέλος του πολέμου θα περάσει μια δραματική δεκαετία ως αιχμάλωτος στη Ρωσία), που εγκαταστάθηκε με το επιτελείο του στη «Μεγάλη Βρετανία». Μετά την άφιξη του Σαίρνερ, οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές εγκατέλειψαν τα γραφεία της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης, ενώ ο νέος Γερμανός Φρούραρχος πήγε στο υπουργείο Στρατιωτικών και συσκέφθηκε με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου υποστράτηγο Κων. Πλατή. Αφού έφυγαν οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί, εγκαταστάθηκε γερμανική φρουρά, όπως και στο υπουργείο Ναυτικών.
Αμέσως μετά την είσοδο στην Αθήνα των πρώτων γερμανικών τμημάτων, οι μηχανοκίνητες φάλαγγες προωθήθηκαν στον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα κρίσιμα σημεία του λιμανιού και της πόλης, ενώ στο δημαρχείο, στη Σχολή Δοκίμων και σε άλλα δημόσια κτίρια υψώθηκε η γερμανική σημαία, ως σύμβολο της νέας κυριαρχίας.
Καθώς κυλούσαν όλα αυτά τα γεγονότα, γερμανικά τμήματα είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα επίκαιρα σημεία της πρωτεύουσας και των προαστίων της, ενισχύονταν δε σταδιακά οι γερμανικές φρουρές.
Οι στρατιώτες του Τρίτου Ράιχ είχαν πάρει διαταγή από τους ανωτέρους τους να επιδεικνύουν απόλυτη ευγένεια στους πολίτες και ιδιαίτερο σεβασμό στους Έλληνες στρατιωτικούς. Διακριτικοί, σοβαροί μέσα στις αψεγάδιαστες στολές τους, κυκλοφορούσαν την πρώτη μέρα της Κατοχής. Φωτογραφίζονταν μεταξύ τους εμπρός από τα Παλαιά Ανάκτορα, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, στην Ακρόπολη, σαν να επρόκειτο για τουρίστες και μόνο. Μια εφημερίδα της εποχής διέσωσε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: δύο Γερμανοί στρατιώτες θεάθηκαν να στέκονται σε στάση προσοχής και να χαιρετούν έναν Έλληνα λοχία, τραυματία του Αλβανικού Μετώπου...
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ
Όταν εισήλθαν οι Γερμανοί, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο βρισκόταν ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος, μορφωμένος ιεράρχης με εθνική δράση κατά το παρελθόν. Δεν είχε την ψυχική αντοχή να συμμετάσχει στην επιτροπή, που θα παρέδιδε την πόλη, ούτε θέλησε να τελέσει δοξολογία στη Μητρόπολη Αθηνών, όπως του είχε ζητηθεί, όχι βέβαια για την είσοδο κατοχικών γερμανικών στρατευμάτων, αλλά για τη διάσωση της πόλης από καταστροφές και αιματοχυσία. Ωστόσο, λίγο αργότερα ο αρχηγός των γερμανικών δυνάμεων θεώρησε χρέος του να τον επισκεφθεί στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, για να του δηλώσει ότι ήλθαν ως φίλοι.
Ο Γερμανός στρατηγός αντιμετώπισε μια ψυχρή υποδοχή, όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο στο ημερολόγιό του:
«Όλην σχεδόν την νύκτα της χθεσινής ημέρας Σαββάτου περνώ άυπνος ακουμπισμένος επάνω εις το κρεββάτι της Αρχιεπισκοπής. Μουγκρίζουν οι βόμβες οι εχθρικές και ο κρότος των αντιαεροπορικών τηλεβόλων γίνεται ολονέν ασθενέστερος. Προς τα εξημερώματα παύουν όλα και στυγνή ηρεμία διαχέεται καθ’ όλην την πόλιν. Σηκώνομαι και μανθάνω ότι ο εχθρός ο Γερμανός φθάνει και ευρίσκεται μεταξύ Κηφισιάς και Αμπελοκήπων. Θα τον υποδεχθή ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς, ο Φρούραρχος Αθηνών κ. Καβράκος και ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Έστειλα αμέσως τον βοηθόν του υπαλλήλου μου Κ. Πολυζώνη, τον νεαρόν Λέανδρον, ίνα παρακολουθήση από μακρόθεν τα γινόμενα. Μετά μίαν περίπου ώραν επιστρέφει ασθμαίνων διά να μοι αναγγείλη ότι τους τρεις αντιπροσώπους της πόλεως συνήντησεν εις τους Αμπελοκήπους είς Γερμανός ανθυπολοχαγίσκος και ότι εισήλθον όλοι εις παρακείμενον καφενείον, ενώ οι Γερμανοί ποδηλατισταί εξηκολούθησαν την πορείαν των εντός της πόλεως, είς δε λοχίας ανέβη κατ’ ευθείαν εις την Ακρόπολιν διά να την μολύνη με την ανάρτησιν της σημαίας του αγκυλωτού σταυρού. Κατά τινα πληροφορίαν ο Έλλην φρουρός της ελληνικής σημαίας επί της Ακροπόλεως μη θελήσας να παραστή μάρτυς του θλιβερού θεάματος της αναρτήσεως της εχθρικής σημαίας ώρμησεν εκ της Ακροπόλεως και εκρημνίσθη φονευθείς. Εκάθησα εις το Γραφείον περίλυπος μέχρι θανάτου και δακρύων. Όλος ο κόσμος περιωρισμένος εις τας οικίας του και η σιωπή γίνεται ακόμη στυγνοτέρα. Εν τω μεταξύ αναγγέλλεται κάποιος, όστις θέλει να με ίδη κατ’ εντολήν του Δημάρχου κ. Πλυτά. Τον δέχομαι και εις ερώτησίν μου ποίος είναι μου απαντά ότι είναι ο διοικητής των αυτοκινήτων του δήμου και ότι τώρα κάθεται πλησίον του οδηγού των αυτοκινήτων, τα οποία φέρουν τους Γερμανούς στρατηγούς. Εις ερώτησίν μου τι επιθυμεί, απαντά ότι ο κ. Δήμαρχος είπεν ότι οι Γερμανοί στρατηγοί επιθυμούν να κατέλθω εις τον ναόν ίνα παρόντων και αυτών τελέσωμεν δοξολογίαν. Εμβρόντητος ήκουσα την παραγγελίαν του κ. Δημάρχου και διέταξα τον κομιστήν της παραγγελίας να απέλθη αμέσως εκ της Αρχιεπισκοπής ειπών ότι αν ο κ. Δήμαρχος έχει να είπη τι πρέπει να έρχεται ο ίδιος αυτοπροσώπως να το ανακοινή. Και εις ερώτησιν του διαγγελέως “τι να είπω εις τον κ. Δήμαρχον;” απήντησα: “να είπης ότι σε έδιωξα”.
Ήτο η ώρα περίπου δέκα προ μεσημβρίας. Μετά δύο ώρας έρχεται είς γραμματεύς του Δημαρχείου και μου λέγει ότι ο Γερμανός Στρατηγός ερωτά ποίαν ώραν δύναται να με επισκεφθή εις την Μητρόπολιν. Φαίνεται ότι η δοθείσα απάντησίς μου τον εσυνέτισε και παρητήθη της δοξολογίας. Απήντησα ότι δύναται να έλθη εις τας 4 μετά μεσημβρίαν. Ο βοηθός Επίσκοπός μου άγιος Ταλαντίου αδιαθετών δεν προσήλθεν εις τοιαύτην κρίσιμον ημέραν εις την Αρχιεπισκοπήν. Παρίσταται μόνον ο Πρωτοσύγκελλος Γερβάσιος, ο αρχιδιάκονος, ον εκάλεσα εκ του ναού όπου θα εκήρυττε, και ο ιδιαίτερός μου Πολυζώνης. Δίδω εντολήν να τηλεφωνηθή εις τον Επίσκοπον να συνέλθη και να έλθη αμέσως, όπερ και εγένετο. Περί την τετάρτην μ.μ. έρχεται ο Στρατηγός του Δευτέρου Σώματος Στρατού Stumme συνοδευόμενος από τον Klemm, Στρατιωτικόν Ακόλουθον της Γερμανικής Πρεσβείας Γερμανολεβαντίνον εκ Σμύρνης, όστις επί τέσσαρα έτη κατεσκόπευε την Ελλάδα και τον ελληνικόν στρατόν, και από τον νεοδιορισθέντα Γερμανόν Φρούραρχον Αθηνών.
Τους υποδέχομαι εντός του Συνοδικού με αθυμίαν και κατήφειαν. Πώς να αρχίσω την συνομιλίαν; Φαίνεσθε, του λέω, κουρασμένος. Ναι, απαντά. Βρήκαμε γεφύρας και δρόμους κατεστραμμένους. Τα κατέστρεψαν οι Άγγλοι. Ποίος θα τα επανορθώση; Οι Άγγλοι οφείλουν να πληρώσουν. Θα πληρώση όποιος νικηθή, λέγω. Κατά την διαδρομήν ημών διά της Ελλάδος με ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι πολλοί ομιλούν γερμανικά. Ναι, του είπα, υπήρχον πολλοί, οίτινες ήσαν θαυμασταί του γερμανικού πολιτισμού: αλλ’ αφ’ ότου εκήρυξεν η Γερμανία τον πόλεμον κατά της Ελλάδος θα έμειναν ολίγοι ή κανείς. Πράγματι έχει λυπήσει πολύ τον ελληνικόν λαόν διότι η Γερμανία αναιτίως εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ελλάδος: διατί τον εκήρυξεν; Αυτά, απαντά, είναι ζητήματα πολιτικής. Εις τον δρόμον, λέγει, μας έρραιναν με άνθη. Αυτοί, του απαντώ, βεβαίως δεν ήσαν Έλληνες. Επείγει, τω λέγω, το ζήτημα του επισιτισμού του τόπου. Θα έλθη, απαντά, προσεχώς ιδιαιτέρα επιτροπή επισιτισμού. Και τώρα, τω λέγω, πού θα υπάγετε; Όπου διατάξει ο Φύρερ, απαντά, διότι ημείς δεν κάμνομεν τίποτε εκτός εκείνου το οποίον διατάσσει ο Φύρερ. Και όταν εσηκώθη ο Στρατηγός να με αποχαιρετήση προσέθεσα: “Προσέξατε, Στρατηγέ μου, να μη τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του ελληνικού λαού”. Επί τούτω ανεχώρησε και αυτός και η συνοδεία του. Ανεχώρησα εις το σπίτι μου τεθλιμμένος, έπεσα εις το κρεββάτι και έκλαυσα πικρότατα».
Αναλόγου ενδιαφέροντος είναι και οι αναμνήσεις του τότε αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Κοτσώνη, ο οποίος υπηρετούσε κοντά στον Χρύσανθο:
«Στις 27 Απριλίου το πρωί, που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα (ήταν Κυριακή του Θωμά), είχα μόλις επιστρέψει στο σπίτι μου απ’ το επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας Αντικαρκινικό Ινστιτούτο, όπου είχε στεγασθή ένα απ’ τα Στρατιωτικά Νοσοκομεία και όπου, παραβιάζοντας τη διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητού για την απαγόρευσι της κυκλοφορίας, είχα πάει και είχα τελέσει τη Θεία Λειτουργία και κατόπιν είχα επισκεφθή στα κρεββάτια τους τους τραυματίες. Λίγη ώρα, αφού είχα επιστρέψει στο σπίτι, άκουσα την τραγική εκείνη τελευταία εκπομπή του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, που με παλλόμενη από συγκίνησι φωνή ο εκφωνητής είχε πη: “Αδέλφια ψηλά τις καρδιές. Έλληνες πάν’ απ’ όλα η Ελλάδα! Συνεχίζομε τον πόλεμο. Ύστερ’ από λίγο, μην ακούτε αυτό το Σταθμό. Ο Σταθμός αυτός δεν θα είναι πια ελληνικός. Ζήτω ο στρατός μας. Χαίρε, ω χαίρ’ Ελευθεριά” και με τον Εθνικό μας Ύμνο έκλεισε η εκπομπή, μαζί της και ο Σταθμός μας, απ’ την ώρα εκείνη της 27.4.1941 μέχρι στις 12.9.1944...
»Δεν είχα προλάβει να συνέλθω από τη συγκίνησι και κτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο ιδιαίτερος Γραμματεύς του Αρχιεπισκόπου, που κατ’ εντολή του με καλούσε επειγόντως στην Αρχιεπισκοπή, που θα την επισκεπτόταν ο Αρχηγός των γερμανικών Δυνάμεων, που είχαν μπη στην Ελλάδα, στρατηγός φον Στούμε. Ξεκίνησα αμέσως και, χωρίς κανένα εμπόδιο, κατευθύνθηκα στην Αρχιεπισκοπή. Καθώς διασταύρωνα τη Λεωφόρο Πανεπιστημίου, έξω απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη αντίκρυσα την πρώτη φάλαγγα των γερμανικών τανκς, που προχωρούσαν προς την Πλατεία Ομονοίας. Οι ελάχιστοι διαβάτες περπατούσαν στα πεζοδρόμια, αλλά κανείς τους δεν γύριζε να κυττάξη τους κατακτητές. Όχι χαιρέτισμα, αλλά ούτε καν ένα, έστω και από περιέργεια, βλέμμα δεν τους αξίωναν. Αυτή ήταν η υποδοχή του αθηναϊκού Λαού στα στρατεύματα Κατοχής, όπως την αντίκρυσα ύστερ’ από λίγη ώρα μετά την κατάληψι της πρωτεύουσας της πατρίδας μας. Το διαπίστωσα με συγκίνησι και δικαιολογημένη εθνική υπερηφάνεια. Ήταν οι πρώτες εκδηλώσεις από την Εθνική μας Αντίστασι στους πανίσχυρους τότε κατακτητές.
»Μόλις έφθασα στην Αρχιεπισκοπή και παρουσιάσθηκα στον Μακαριώτατο, με ρώτησε, αν τα κλειδιά του Μητροπολιτικού Ναού εξακολουθούσα να τα κρατώ. Κι αφού τον βεβαίωσα, πως ήταν στα χέρια μου, επειδή ήμουν ο μόνος από τους εκεί γερμανομαθής, μου έδωσε οδηγίες για τον τρόπο υποδοχής του στρατηγού. Αξιοπρεπής, αλλ’ υπερήφανος και ψυχρός.
»Ήταν η ώρα γύρω στις 12, όταν έφθασε ο στρατηγός. Τον ωδήγησα στην αίθουσα υποδοχής στον άνω όροφο, όπου περίμενε ο Μακαριώτατος, με παρόντες τον Βοηθό του Επίσκοπο Ταλαντίου, τον κατόπιν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα, τον Πρωτοσύγκελλό του, αρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο και τον ιδιαίτερο Γραμματέα του, Κωνστ. Παπαζώνη.
»Ο Αρχιεπίσκοπος, με την είσοδο του στρατηγού σηκώθηκε μεν, αλλά δεν κινήθηκε απ’ τη θέσι του. Μετά την ανταλλαγή των τυπικών χαιρετισμών, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη φιλοφρόνησι, ο Αρχιεπίσκοπος κάθισε πάλι στην πολυθρόνα του και έδειξε στο στρατηγό να καθίση στην αριστερά του πολυθρόνα, που ήταν απ’ τις πολυθρόνες όπου κάθονταν και ο Βοηθός Επίσκοπος και ο Πρωτοσύγκελλος του Αρχιεπισκόπου.
»Ο στρατηγός, που είχε μπη στην αίθουσα με πολύ αέρα συνέχισε να έχη το ίδιο ύφος και όταν κάθισε. Άρχισε, λοιπόν, να διηγήται, πως ήθελε από χρόνια να επισκεφθή την Αθήνα, για την οποία τόσα είχε μάθει στο Γυμνάσιο και στην οποία είχε πολλούς φίλους. Στο σημείο αυτό τον διέκοψε ο Αρχιεπίσκοπος και του είπε επί λέξει: πράγματι, πριν απ’ τον πόλεμο η Γερμανία είχε πολλούς φίλους στην Ελλάδα, “μεταξύ των οποίων υπήρξα (ich bin auch gewesen) και εγώ”. Ο στρατηγός πάγωσε μόλις άκουσε αυτή τη φράσι κι έχασε η όψις του την αεράτη εκείνη έκφρασι, που είχε απ’ τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα. Έμεινε για λίγο ακόμα και σηκώθηκε, χαιρέτισε στρατιωτικά τον Αρχιεπίσκοπο και φαρμακωμένος έφυγε».
Ο τότε αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, που είχε την ιδιότητα του γραμματέα της Ιεράς Συνόδου, συνεχίζει την αφήγησή του, σχολιάζοντας:
«Άφινε πίσω του την πρώτη επίσημη εκδήλωσι της Εθνικής μας Αντιστάσεως. Έμαθε ο στρατηγός, ότι στην Ελλάδα μπορεί να συναντούσε μερικούς Κουίσλιγκς, αλλά δεν θα εύρισκε φίλους.
»Η στάσις αυτή του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τον ίδιο και τη θέσι του και είναι χαρακτηριστική για τον άκαμπτο χαρακτήρα του και την ηθική του προσωπικότητα. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και την αποχώρησι της Ελληνικής Κυβερνήσεως απ’ την Αθήνα, κυκλοφορούσαν φήμες, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, με τη βοήθεια του φιλογερμανού, κατόπιν Βασιλικού Επιτρόπου στην Ιερά Σύνοδο, Δημ. Πετρακάκου και των καθηγητών Κ. Λογοθετόπουλου και Ι. Γεωργάκη, θα έκανε διαβήματα στους Γερμανούς (έλεγαν μάλιστα ακόμα και στον ίδιο τον Χίτλερ), για να διώξουν τον Χρύσανθο και να επαναφέρουν το Δαμασκηνό. Η κατάστασις εχειροτέρευσε για τον Χρύσανθο, όταν αρνήθηκε να ορκίση την πρώτη κατοχική Κυβέρνησι του Γεωργ. Τσολάκογλου, με την δήλωσι, ότι εκείνος δεν αναγνωρίζει άλλην ελληνικήν Κυβέρνησι, εκτός αυτής, που με τον Βασιλέα Γεώργιον είχε καταφύγει στην Κρήτη και εν συνεχεία στο Εξωτερικό. Το αίτημα αυτό ήλθε στην Αρχιεπισκοπή και το υπέβαλε εκ μέρους και του στρατηγού Τσολάκογλου και όλων όσων θα ωρκίζονταν ως Υπουργοί και εκ μέρους του ιδίου προσωπικώς, ο οικογενειακός φίλος και σύζυγος της πολύτιμης συνεργάτιδος του Χρυσάνθου, εξαίρετης Ελληνίδας Αγγελικής Χατζημιχάλη. Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος έμεινεν ανένδοτος. Παρ’ όλη δε την επιμονή του φίλου του, που επί μισή περίπου ώρα παρακαλούσε και επίεζε τον Αρχιεπίσκοπο να υποχωρήση, αυτός, παρ’ όλον ότι γνώριζε τι μαγειρεύονταν εναντίον του, δεν λύγισε ούτε κατά κεραίαν».
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΩΡΕΣ
Αλλά το αυθεντικό κλίμα των πρώτων δραματικών ωρών εκείνων το δίνει πολύ παραστατικά και λεπτομερειακά ο αυτόπτης Χρήστος Χρηστίδης, που γράφει στο ημερολόγιό του:
«Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της γερμανικής Κατοχής! Ανέβηκα από το Ελληνικό με το λεωφορείο των 9. Στο Σύνταγμα είδα τον Γιάννη Καμαριώτη, τον οδοντογιατρό μου, και τον συνόδεψα στο γκαράζ της οδού Ξενοφώντος, όπου πήγαινε να πάρει το αμάξι του. Εκεί ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου μας έδωσε την πρώτη επαφή με την πραγματικότητα, μεταδίνοντας τη διαταγή του στρατηγού Καβράκου: Να κλείσουν τα καταστήματα, να κλειστούν οι πολίτες στα σπίτια τους, κλπ. Πήγα βιαστικά στο γραφείο μου κι ετοιμάστηκα να μείνω κλεισμένος ως το βράδυ. Τηλεφώνησα στη Φ.Κ., που από την παραμονή μας είχε δηλώσει πως ήθελε να δει την είσοδο των Γερμανών για να τη θυμάται. Της είπα να έλθει. Ώσπου όμως να ετοιμαστεί πέρασε η ώρα.
»Ήταν 9.57΄ όταν από το μπαλκόνι μου, στον τρίτο όροφο του Μεγάρου Μετοχικού, Σταδίου 4, αντίκρισα μια μοτοσικλέτα που ανέβαινε την οδό Σταδίου από την Ομόνοια στο Σύνταγμα. Είχε το πίσω μέρος της σκεπασμένο με την κόκκινη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Αμέσως κατόπιν το νούμερο 38172 κόκκινο σκούρο αυτοκίνητο κατέβηκε προς την Ομόνοια με το καπό του σκεπασμένο κι αυτό με μια πελώρια κόκκινη αγκυλωτή σημαία. Την ίδια στιγμή πέρασε και μια μοτοσικλέτα.
»Στον δρόμο οι διαβάτες λιγοστοί: πολίτες, στρατιώτες και ναύτες. Συχνοδιαβαίνει μια μοτοσικλέτα αστυνομική με καλάθι. Τρεις αστυφύλακες προσπαθούν, χωρίς καμιά επιτυχία, να διώξουν τον κόσμο. Οι διαβάτες αδιαφορούν και για τη μοτοσικλέτα και για τους πεζούς αστυφύλακες και χωροφύλακες. Περνά προς την Ομόνοια ένα κίτρινο λεωφορείο της Καστέλας, περνούν και τα τραμ της οδού Βουκουρεστίου.
»10.10΄: Η κίνηση μοιάζει ν’ αυξάνει. Βλέπω κάμποσους φαντάρους, δυο αξιωματικούς, ναύτες, εργάτες. Μου έκανε εντύπωση ένας αξιωματικός του ναυτικού που σταματημένος επί ώρα στην πλατεία Κολοκοτρώνη χαζεύει. Οι αστυφύλακες και χωροφύλακες δεν τολμούν να του πουν τίποτα.
»10.25΄: Τρία-τέσσερα ελαφρά θωρακισμένα αυτοκίνητα με σημαίες, κι άλλες τόσες μοτοσικλέτες ανεβαίνουν την οδό Σταδίου προς το Σύνταγμα. Μια περίπολος – δυο αστυνόμοι και δυο αστυφύλακες – στο αντικρινό πεζοδρόμιο μοιάζει να βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία κατά πού να τραβήξει. Πολίτες περνούν αδιάφοροι. Τέλος εμφανίζεται ένας κακομοιριασμένος διαβάτης. Οι τέσσερις βρίσκουν αμέσως απασχόληση: Τριγυρίζουν τον διαβάτη με χειρονομίες επιτακτικές και ζωηρές, που ξεθυμαίνουν γρήγορα. Ο διαβάτης τραβάει τον δρόμο του ασυγκίνητος. Η περίπολος αλλάζει πεζοδρόμιο.
»Περνά το 33534 ανοιχτό αυτοκίνητο με δυο Γερμανούς αξιωματικούς.
»Στο ξενοδοχείο “Σπλέντιτ” αντίκρυ μου όλα τα παράθυρα είναι κλειστά, εκτός από ένα μπαλκόνι, απ’ όπου χαζεύουν τέσσερις πολίτες κι ένας δικός μας αξιωματικός. Στο παραδιπλανό μου γραφείο ένας πολίτης. Περνά ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής από Σύνταγμα προς Ομόνοια. Μοιάζει να μην ξέρει κατά πού να τραβήξει. Πάει ως τη Βουλή και γυρνά πίσω. Κι ο διάλογος αρχίζει, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι:
»–Μοιάζει να χάθηκε!
»–Κάτι γυρεύει.
»–Ταβέρνα θα ζητεί!
»Η εξήγηση τους φαίνεται και τώρα ικανοποιητική. Γέλια στα μπαλκόνια.
»11.30΄: Καμιά τριανταριά γερμανικές μοτοσικλέτες με καλάθι – σάιντκαρ – έχοντας ένα αυτοκίνητο επικεφαλής, έστριψαν από την οδό Βουκουρεστίου, πέρασαν σύρριζα στο πεζοδρόμιο του Μετοχικού. Οι μισές γύρισαν πριν φτάσουν στην πλατεία Κολοκοτρώνη και παρατάχτηκαν δίπλα στο πεζοδρόμιο, από το ξενοδοχείο “Μινέρβα” ως τη γωνιά του “Σπλέντιτ Πάλας”. Αρκετές μοτοσικλέτες έχουν λουλούδια. Περνούν δυο αυτοκίνητα της κινηματογραφικής υπηρεσίας του γερμανικού στρατού και φωτογραφούν. Από το αυτοκίνητο κατεβαίνουν δυο-τρεις με πολιτικά κι ένας αξιωματικός και προχωρούν προς την πόρτα του ξενοδοχείου “Μινέρβα”. Είναι κλειστή. Εμφανίζεται ένας χωροφύλακας. Συνεννοήσεις. Ο χωροφύλακας φεύγει μ’ ένα σάιντκαρ. Φωνές. Μια ηχηρή διαταγή γερμανικά. Όλοι πεζεύουν.
»Στο πεζοδρόμιο δεν περνά σχεδόν κανένας – όλες οι πόρτες κατάκλειστες. Σε λίγο μισανοίγει η πόρτα του σπιτιού Σταδίου 7. Εμφανίζονται τρεις πολίτες. Στέκουν και χαζεύουν. Δίπλα στην πόρτα υπάρχει η προθήκη ενός φωτογραφείου. Οι Γερμανοί στρατιώτες πλησιάζουν. Μιλούν μεταξύ τους κι αντηχούν τα βαριά τους γέλια. Σε λίγο στρατιώτες και πολίτες αποτελούν μιαν ομάδα.
»Τραβιέμαι μέσα, και ξαναβγαίνω μετά πέντε λεπτά. Η πόρτα είναι πια εντελώς ανοιχτή. Οι πολίτες έγιναν τώρα έντεκα. Τσιγάρα. Σπίρτα. Παρακάτω δυο παιδιά 18-19 χρονών πλησιάζουν μιαν άδεια μοτοσικλέτα και την επεξεργάζονται. Πασπατεύουν τα καθίσματα, σκύβουν και βλέπουν το περιεχόμενο του καλαθιού. Πιο πέρα ένας Γερμανός στρατιώτης είναι ξαπλωμένος μακάρια στο καλάθι με τα πόδια έξω. Μπροστά του ένας μάγκας στέκεται και τον κοιτάζει. Περνούν κάμποσα λεφτά. Ο στρατιώτης αποφασίζει να σηκωθεί. Του πέφτει το κράνος που κρατούσε στο χέρι. Ο μάγκας σκύβει να το σηκώσει – ο στρατιώτης προλαβαίνει πρώτος.
»12.20΄: Στην πλατεία Κολοκοτρώνη μια ξανθή σαραντάρα Γερμανίδα που φορεί τα καλά της – μαύρο γυαλιστερό μεταξωτό μαντό – είναι τριγυρισμένη από Γερμανούς στρατιώτες και τους μιλεί φωναχτά. Ύστερα ξεκινά ξαφνικά προς το Σύνταγμα, ακολουθημένη από καμιά σαρανταριά στρατιώτες. Για πού να τραβάει; Στην Ακρόπολη;
»Φαίνεται πως πρέπει να γίνουν διατυπώσεις για την παραλαβή του “Μινέρβα” κι έτσι οι στρατιώτες εξακολουθούν να μένουν στο πεζοδρόμιο. Ένας τους, που πείνασε, ανοίγει ένα κουτί κονσέρβα κι ετοιμάζει την καραβάνα του. Κύκλος από περιέργους γύρω του. Ένας νέος παίρνει κι επεξεργάζεται το ψωμί του: Η πρώτη επαφή. Η οικειότητα αρχίζει...»
Την ίδια πρώτη ημέρα της Κατοχής (27 Απριλίου 1941), ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς έχει καταθέσει και τη δική του μαρτυρία, που αναβλύζει μια ευεξήγητη πίκρα:
«Ήρθαν.
»Το πρωί άκουσα εκρήξεις και αρκετές βολές, υποθέτω τις τελευταίες, του αντιαεροπορικού πυροβολικού.
»Κατά τις 9 π.μ., πήγα με τον Α[γγελο] Σ[εφεριάδη] στη Σχολή Ευελπίδων, όπου μεταφέρθηκαν τα υπολείμματα του Συντάγματος Χαϊδαριού, και πήραμε τα λεγόμενα απολυτήριά μας, δηλαδή άδειες επ’ αόριστον.
»Εκεί πληροφορήθηκαμε ότι ήρθαν ή έρχουνται και ότι διατάχθηκε από τη Στρατιωτική Διοίκηση το κλείσιμο των καταστημάτων.
»Επίσης, συστήνεται στο κοινό να μείνει στα σπίτια του.
»Κατεβαίνοντας πέρασα από τους κεντρικούς δρόμους και τους είδα σχεδόν έρημους. Στις πάροδες όμως αρκετός κόσμος ήτανε μαζεμένος στις πόρτες και στα μπαλκόνια. Κυκλοφορούν παντού ισχυρές περιπολίες και αστυφύλακες οπλισμένοι με τουφέκια.
»Στην οδό Ακαδημίας είδα μια χιτλερική σημαία και άκουσα να λένε ότι πέρασαν γερμανικές μοτοσυκλέτες. Λίγο ύστερα, από την οδό Λυκαβηττού, είδα από μακριά μοτοσυκλέτες που περνούσαν στην οδό Σταδίου. Ύστερα είδα τη χιτλερική σημαία που κυματίζει στην Ακρόπολη, ενώ ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών έπαιζε μελαγχολικά τον εθνικό Ύμνο και επαναλάμβανε κάθε τόσο τη διαταγή του στρατιωτικού διοικητή. Ήτανε κάτι πολύ έντονα υποβλητικό όταν άξαφνα, σε μια ορισμένη στιγμή, η μετάδοση κόπηκε και ακούστηκε από το ραδιόφωνο η φωνή του Γερμανού αξιωματικού που προσφωνούσε τον Αδόλφο Χίτλερ: «Mein Fuehrer!» για να του αναφέρει την άλωση της Αθήνας. Σα μια κοπή του χρόνου με το μαχαίρι».
Ο Γιώργος Θεοτοκάς καταλήγει την εγγραφή με μια πολυσήμαντη φράση: «Εδώ τελειώνει ένα κεφάλαιο της ζωής μας»...
Ήδη η Ελλάδα έχει περάσει σε μια άλλη κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της. Στην Κατοχή. Στα μερόνυχτα της θλίψης και της έξαρσης, από όπου θα βγει ζωντανή, αλλά εξουθενωμένη, παραζαλισμένη – και το χειρότερο: διχασμένη!
ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ...
Όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα, όπως είδαμε, τους υποδέχθηκε μία επιτροπή με αρχαιότερο στην ιεραρχία τον νομάρχη Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνο Πεζόπουλο. Μεθοδικοί και τυπικοί, όπως πάντοτε, οι Γερμανοί απευθύνονταν κυρίως προς αυτόν και προς τον στρατιωτικό διοικητή Καβράκο, προκειμένου να εφαρμοσθούν οι εντολές τους. Η προσαγόρευση του νομάρχη στα γερμανικά (Regierungspraesident) και η συνεχής αναφορά του Γερμανού διοικητή προς αυτούς, έδωσε αφορμή για να υπάρξει μια παρανόηση: Ο νομάρχης Πεζόπουλος νόμισε πως τον προσφωνούσαν «κ. πρωθυπουργέ» και εξ αυτού κατέληξε στην εντύπωση ότι του ανέθεταν να σχηματίσει κυβέρνηση. Όταν έληξε η συνεργασία του μαζί τους, βέβαιος για την ανάληψη των νέων καθηκόντων του, άρχισε να αναζητεί τους υπουργούς που θα έπαιρναν μέρος στην ...κυβέρνησή του.
Τα πρώτα ονόματα νέων υπουργών ήταν ο Αμβρόσιος Πλυτάς, ο στρατηγός Χρήστος Καβράκος και ο Κωστής Μπαστιάς. Τη θέση του γενικού διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου ήθελε ο Πεζόπουλος να αναθέσει στον Γρηγόριο Τσάκωνα, πατέρα του γνωστού καθηγητή, στον οποίο έστειλε και την πρωθυπουργική λιμουζίνα για να τον φέρει να αναλάβει τα νέα καθήκοντά του.
Για μερικές ώρες ο νομάρχης Κων. Πεζόπουλος λειτουργούσε ως υπό ορκωμοσία πρωθυπουργός, επιλέγοντας τους συνεργάτες του και προετοιμάζοντας τις περαιτέρω ενέργειές του. Αυτά όλα μέχρι να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για παρανόηση. Τελικά ευρύτερα καθήκοντα ανατέθηκαν από τους Γερμανούς στον δήμαρχο Αθηναίων Αμβρόσιο Πλυτά για τις επόμενες τρεις ημέρες μέχρι να ορκισθεί η κυβέρνηση Τσολάκογλου.
Χαρακτηριστική για όλα αυτά είναι η αφήγηση του Ε. Ρούσσου, γεν. γραμματέα του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας μέχρι την Κατοχή, ο οποίος είχε συμμετάσχει σε σύσκεψη των γενικών γραμματέων την ώρα που εισέρχονταν οι Γερμανοί στην Αθήνα:
«Το πρωί της 27ης Απριλίου 1941 – ημέρας της εισόδου των Γερμανών εις τας Αθήνας – μετέβην εις το Υπουργείον μου και συνεσκέφθημεν μετά των προϊσταμένων των υπηρεσιών επί της επικειμένης εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων εις την πόλιν και της ενδεχομένης καταλήψεως του Υπουργείου Ναυτιλίας. Παρακάλεσα τον τότε διευθυντήν Διοικήσεως, Πλοίαρχον Λιμενικόν Μιλτιάδην Χρηστοφήν να ρυθμίση τα σχετικά θέματα. Οι παριστάμενοι αξιωματικοί ήσαν συντετριμμένοι εκ συγκινήσεως. Το γεγονός όμως ήτο τετελεσμένο και δεν ήτο πλέον δυνατόν να γίνη απολύτως τίποτε.
»Την 12ην μεσημβρινήν της ιδίας ημέρας (27.4.1941) προσήλθον όντως εις το Υπουργείον μας δύο Γερμανοί αξιωματικοί, οι οποίοι και συνεζήτησαν με τον πλοίαρχον Χρηστοφήν. Την ιδίαν ώραν εγώ ευρισκόμην εις την σύσκεψιν εις το Υπουργείον Οικονομικών. Ήσαν παρόντες όλοι οι Γενικοί Γραμματείς και Γενικοί Διευθυνταί των Υπουργείων. Μετ’ ολίγον καταφθάνει ο τότε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας μακαρίτης Κωστής Μπαστιάς, ο οποίος με αίσθημα απορίας αλλά και καταπλήξεως μας ανεκοίνωσεν ότι τον εκάλεσε προ ολίγου ο τότε Νομάρχης Αττικής Κ. Πεζόπουλος, εις τον οποίον, όπως έλεγεν ο ίδιος ο Πεζόπουλος, του ανέθεσεν ο Γερμανός στρατηγός εις τον οποίον παρεδόθη εις ένα καφενείον τότε εις τους Αμπελοκήπους η πόλις των Αθηνών, την πρωθυπουργίαν και είπεν εις τον Μπαστιάν να μετάσχη της υπ’ αυτόν κυβερνήσεως. Δυστυχώς δεν ενθυμούμαι το προσφερθέν Υπουργείον. Όπως μας ανεκοίνωσεν ο Μπαστιάς, με το γνωστόν φιλοπαίγμον ύφος του είπεν εις τον Πεζόπουλον: “άντε βρε Κώστα τι είναι αυτά που λες... είναι δυνατά αυτά τα πράγματα;” Κατόπιν όμως της διαβεβαιώσεως του Πεζόπουλου ότι σοβαρολογεί, ο Μπαστιάς ηρνήθη κάθε συζήτησιν και ήλθε δρομαίως εις την σύσκεψιν εις το Υπουργείον των Οικονομικών διά να μας αναγγείλη την είδησιν. Προσέθεσε μάλιστα ότι “αν αυτό είναι αλήθεια, εμείς δεν έχουμε πλέον καμμιά δουλειά και να πάμε σπίτια μας...” Εγώ προβληματισθείς από το όλον θέμα, είπα τότε: “Να ιδήτε ότι ο Πεζόπουλος παρενόησε την λέξιν Regierungspraesident που σημαίνει όχι ακριβώς Νομάρχης και την εξέλαβεν ως Πρόεδρος της Κυβερνήσεως”. Δίπλα μου εκάθηντο ο τότε Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Βασίλειος Λώλος, και ο Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Εργασίας Νικόλαος Φωκάς αμφότεροι συσπουδασταί μου εν Βερολίνω, οι οποίοι με μια φωνή είπαν “Να ιδής ότι ασφαλώς κάτι τέτοιο συμβαίνει...”. Βάσει αυτής της σκέψεως απεκλείσαμε τότε όλοι κάθε σκέψιν ότι ανετέθη η πρωθυπουργία εις τον Πεζόπουλον.
Την περαιτέρω εξέλιξιν της ιστορίας Πεζοπούλου αγνοώ. Εκείνο το οποίον είναι βέβαιον, είναι ότι την μεθεπομένην (29.4.1941) εσχημάτιζε κυβέρνησιν “κουίσλινγκ” ο Τσολάκογλου. Υπουργός Ναυτιλίας ανέλαβε τότε κάποιος πρώην αξιωματικός του Ναυτικού Ιάσων Παπαδόπουλος, ονομαζόμενος “Γιατσός”. Μόλις επληροφορήθην την ανάληψιν της πρωθυπουργίας από τον Τσολάκογλου, έσπευσα εις το Υπουργείον μου, επρωτοκόλλησα την παραίτησίν μου και χωρίς να συναντήσω τον νέον “Υπουργόν” απήλθον αφού απεχαιρέτησα συντετριμμένος τους συνεργάτας μου... Μικρόν απόσπασμα μου απέδωκε τιμάς κατά την αναχώρησίν μου από το Υπουργείον... Το συμπέρασμα εις το θέμα είναι τούτο: Αποκλείω απολύτως κάθε περίπτωσιν να ανέθεσεν ο Γερμανός στρατηγός Von Stumme εις τον Πεζόπουλον πρωθυπουργίαν. Όποιος ξέρει το σύστημα, την μεθοδικότητα και την αυστηράν πειθαρχίαν των Γερμανών, είναι αδύνατον να φαντασθή ότι ήτο ποτέ δυνατόν ο στρατηγός Von Stumme να ενεργήση αυτοβούλως εν αγνοία του στρατάρχου List ο οποίος είχεν ήδη αναθέσει την πρωθυπουργίαν εις τον Τσολάκογλου. Κάθε έλλειψις συντονισμού μεταξύ των Γερμανών στρατηγών κατά την γνώμην μου αποκλείεται απολύτως. Πρόκειται ΑΣΦΑΛΩΣ περί παρανοήσεως της λέξεως Regierungspraesident, η οποία, διά τους αγνοούντας ή ελάχιστα γνωρίζοντας την γερμανικήν δεν είναι δύσκολον να παρερμηνευθή ως σημαίνουσα “Πρόεδρος Κυβερνήσεως” πράγμα το οποίον άλλως τε και ο όρος αυτός woertlich ερμηνευόμενος, αυτό σημαίνει...».
Στην πραγματικότητα ο Κων. Πεζόπουλος ούτε καν στοιχειωδώς δεν ήταν της εμπιστοσύνης των Γερμανών, ώστε να του αναθέσουν την κατοχική κυβέρνηση, ενώ λίγες μέρες αργότερα μαζί με άλλους υπουργούς της δικτατορίας θα συλληφθεί στο πλαίσιο της αντιτεταρτοαυγουστιανής εκστρατείας της κυβέρνησης Τσολάκογλου και θα αποφυλακισθεί στις 12 Ιουνίου 1941.
(Από το δίτομο έργο του Δημοσθένη Κούκουνα "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ", Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2013)
Το «διάγγελμα» του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου