Ο Αγώνας
της Εθνικής Παλιγγενεσίας χωρίς ιδεοληπτικό ρετούς*
Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Στις 17
Ιανουαρίου του 1821, στο Αίγιο, ο Παπαφλέσσας –είχε φθάσει μερικές ημέρες πριν
με πλοίο στις Σπέτσες- βεβαίωνε τους προκρίτους της Πελοποννήσου, παρουσία και
του Παλαιών Πατρών Γερμανού «ότι είναι τα
πάντα έτοιμα, πλάττων μιλιούνια άπειρα κατατεθειμένα ένεκα τούτου εις διάφορα
Ταμεία, εφόδια πολεμικά, και πυροβόλα όργανα αναρίθμητα εναποκείμενα εις διαφόρους
τόπους, δυνάμεις στρατιωτικώς διωρισμένας από μέρους της Ρωσίας προς βοήθειαν
των Ελλήνων, πλοία πολλά καλώς ωπλισμένα και εφωδιασμένα, και άλλα τοιαύτα
παίγνια της φαντασίας, τα οποία οι μεν φρόνιμοι και πείραν έχοντες των
πραγμάτων εις ουδέν ελογίζοντο, οι δε άπειροι νομίζοντες τα τοιαύτα πλάσματα ως
αληθή, επί τη βάσει του συστατικού οπού επέφερεν από μέρους του Υψηλάντη,
κατήντησαν εις αχαλίνωτον ενθουσιασμόν, ώστε άρχησαν να κοινολογώσι το πράγμα
αναφανδόν εις πολλούς, και να καταγράφωσι στρατιώτας και να κάμνουν τοιαύτα
κινήματα, ώστε
η Διοίκησις έλαβε πολλά διδόμενα να βεβαιώση τας υπονοίας της
περί του σκοπού των Ελλήνων».
Έγραψε ο
Φωτάκος στη βιογραφία του Παπαφλέσσα: «Η
συνέλευσις αύτη σκοπόν είχε ν’ αναβάλη την έναρξιν του κινήματος εις άλλην
καταλληλοτέραν περίστασιν δια τον φόβον μήπως αποτύχωσι. Τον σκοπόν και το
πνεύμα της συνελεύσεως, και τα κατ’ αυτού τεκταινόμενα, ως προείπομεν, εννόησεν
ο Φλέσσας, και κατέστησε δια τούτο πολύ προσεκτικούς τους συντρόφους του. Ήτο
δε και αυτός ωπλισμένος, όχι μόνον με την σπάθην του, αλλ’ είχε και πιστόλια
κρεμάμενα από τον ώμον τον δεξιόν προς τα αριστερά, τα οποία έβλεπον. Είχε δε
και δύω οπλοφόρους εις την συνέλευσιν, τον αδελφόν του Νικήταν και τον
Δημήτριον Δραγώνα, οι δε λοιποί έμεινον έξω, και ούτω δεν ηδύναντο να τον
συλλάβουν. Γενομένης δε πολλής ομιλίας και φιλονεικίας, έφερον οι πρόκριτοι και
πολλά παραδείγματα αποτυχίας. Τότε ο Αρχιμανδρίτης εστενοχωρήθη διότι δεν
συγκατένευον, και εβιάσθη να τους απειλήση και πάλιν. Αλλ’ ο Παλαιών Πατρών
εξαγριωθείς κατ’ αυτού, τον ύβρισε και τον είπεν εξολέστατον…».
Τι να ΄κανε,
όμως, ο Παπαφλέσσας αναρωτήθηκε, σε πανηγυρικό που εκφώνησε στην Ακαδημία
Αθηνών, το 1963, ο αείμνηστος Παναγιώτης
Κανελλόπουλος: «Ήταν αναγκασμένος να λέει
ψέματα. Κι από πολλούς έγινε πιστευτός κ’ επαγίδευσε στο τέλος κ’ εκείνους
ακόμα, που, όπως ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ήξεραν, ότι
έλεγε ψέματα. Η καρδιά τους, στο βάθος ήθελε να παγιδευθεί. Μόνο στον Κολοκοτρώνη
που μόλις έλαβε έγγραφη εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έσπευσε, ως μυημένος
Φιλικός, να εγκαταλείψει τη Ζάκυνθο και να φθάσει στις αρχές του 21, στον
αγαπημένο του Μοριά, μόνο σ’ αυτόν δεν είπε κανένα ψέμα ο Παπαφλέσσας. Έγινε,
μάλιστα ο καπετάν Θοδωράκης συνένοχος του Παπαφλέσσα στα άγια ψέματα». Ο
Σπύρος Μελάς είχε τονίσει ότι ο Παπαφλέσσας τα ΄λεγε όλα στον Κολοκοτρώνη και
μαζί έσπρωχναν το παιχνίδι.
Από τη στιγμή που ξαναθυμήθηκαν το όνομα «Ελλάς», θα πεί ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος, δεν μπορούσαν παρά να επαναστατήσουν και τονίζει: «Γι’ αυτό δεν έχει σημασία, ποιος άρχισε
πρώτος και ποιος δεύτερος, σε ποιο σημείο του Μοριά ακούστηκε το πρώτο τουφέκι
και σε ποιο το δεύτερο. Τις ίδιες μέρες, συνεχίζει ο Κανελλόπουλος, στις 23
Μαρτίου, στην άλλη άκρη του Ελληνικού, στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε
ο έξοχος Σερραίος Εμμανουήλ Παπάς όπλα και πολεμοφόδια στο πλοίο του Χατζή
Βισβίζη και τα πήγε στο Άγιον Όρος, την περιλάλητη μονή του Σωτήρος Χριστού,
του Εσφιγμένου. Σοφά φρόντισε η παράδοση – η λαϊκή και η λογία – να συγχωνεύσει
όλα τα ξεκινήματα σ’ ένα συμβολικό μέγα ξεκίνημα και να το συνδυάσει με την
άγια ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου».
Από την αρχή ο Εμμανουήλ είχε υποσχεθεί να προσφέρει το κατά δύναμη
για τον εθνικό σκοπό: «Περιπλέον ο
πατριωτισμός με υπαγορεύει να ενθυμηθώ και την δημιουργημένην και μάλλον ήδη
ενεργούμενην Σχολήν της πατρίδος. Διό και προσφέρω κατά το παρόν δια χειρός του
Κωνσταντίνου Παππαδάτου γρόσια χίλια Ν. 1000, ως προ-οφειλουμένην συνδρομήν
βοηθητικήν προς αυτήν, και, ότε, τύχη αγαθή, βεβαιωθώ την εις τα μείζονα
αποκατάστασιν και εκτέλεσιν αυτής της Σχολής του Πανελληνίου, υπόσχομαι, το
κατά δύναμιν όλην, να συνεισφέρω προς καταρτισμόν και βελτίωσιν αυτής».
Η Αρχή της Φιλικής Εταιρείας δέχεται, με έγγραφό της, τον Εμμανουήλ Παπά
στους κόλπους της και του ανακοινώνει ότι έχει δημιουργηθεί μία «εθνική Κάσσα»
για τις συνεισφορές των πατριωτών:
«Τιμιώτατε Κύριε Μανουήλ Παπά,
Γράμμα της
τιμιότητός της από 21 Δεκεμβρίου του 1819 έτους ελάβομεν, παρ’ ού
ειδοποιηθέντες τα της υγείας της υπερήσθημεν, μάλιστα δε επί τω ενθέρμω ζήλω
της και προθυμία προς τα κοινοφελή, δια τα οποία απέλαυσα τους επαίνους ημών
και παντός του Ελληνικού, το οποίον ετοιμάζει τους στεφάνους δια να στέψη εν
καιρώ πρέποντι τους ευεργέτας της. Ειδοποιούμεν δε και την τιμιότητά της ότι εις
ευκολωτέραν και ταχυτέραν κίνησιν των συμφερόντων του έθνους ενεκρίθη να
συστηθεί μία εθνική Κάσσα εφορευομένη από τους εγκριτοτέρους και φιλογενεστέρους
των εμπόρων, οίτινες όντες μέλη της εταιρείας να προφθάνωσι με τα
εναποταμιευόμενα χρήματα εις τας χρείας εμφανισθή εκ των αυτόθι ομογενών. Κατά
τούτο ούν το σχέδιον συνελθόντες ή τε Τιμιότης της ο Κ. Γεώργιος Σταματάς, τον
οποίον και αδελφικώς ασπαζόμεθα, και ο Κ. Κουμπάρης συσκεφθήτε, καταβάλλοντες
κάθε φροντίδα και επιμέλειαν εις την απαιτούμενην των συνδρομητών καταγραφήν.
Έτσι, λοιπόν, ο Εμμανουήλ Παπάς φορτώνει το μπρίκι του Αινίτη Χατζή Αντώνη
Βισβίζη «Καλομοίρα» με πυρομαχικά (μπαρούτι, μόλυβδο, καρυοφύλλια και
πιστόλες), και κατευθύνεται προς τη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους. Η
«Καλομοίρα» είχε 140 ναύτες πλήρωμα. Στους 29 μήνες που παρέμεινε στην
Κωνσταντινούπολη ο Εμμανουήλ Παπάς είχε καταφέρει να εισπράξει το υπόλοιπο της
οφειλής των 20.000 μαχμουτιέδων, από τις 40.000 που είχε δανείσει στον μπέη των
Σερρών. Είχε υποσχεθεί το κατά δύναμη, και τα έδωσε όλα!
Να τι αναφέρει ο ιθύνων νους της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό
Σταμάτης Κουμπάρης σ’ ένα συγκλονιστικό χειρόγραφό του για εκείνες τις
ιστορικές στιγμές:
«Τον Φεβρουάριο
μήναν τω 1821 έτος, το πρώτον Σάββατον της αγίας μεγάλης τεσσαρακοστής του
αγίου Θεοδώρου, λαμβάνω επιστολήν από Κισνόβιν παρά του Αλ. Υψηλάντη, ο οποίος
μοι έγραφεν ούτως: “Αδελφέ Σταμάτη Κουμπάρη! είναι καιρός. Ήλθεν η ώρα, οπού θα
αποφασισθή η τύχη της πατρίδος μας και των αδελφών μας. Εγώ με τους αδελφούς
μου και με τον κνιάζ (=πρίγκηπα) Κατακουζηνόν αφίνομεν την γην της Ρωσσίας και
απερνούμεν εις Ιάσιον. Εκεί προετοίμασα τα πάντα και την πρώτην Κυριακήν της
Αγίας Τεσσαρακοστής, της ονομαζομένης της Ορθοδοξίας υψώνω εις Ιάσιον την
Σημαίαν της ελευθερίας της πατρίδος μας, και αρχίζει ο αγώνας περί της
ελευθερίας μας και των αδελφών μας. Λοιπόν ιδοποίησε τους αυτού αδελφούς μας να
τρέξωμεν εις το στάδιον του αγώνος, ενθυμούμενοι τον όρκον, οπού εδώσαν δια την
Πατρίδα των και αδελφών των. Εις Ιάσιον προσμένω και εσέ τον ίδιον”».
Ο
Σταμάτης Κουμπάρης δεν πήγε τελικά στο Ιάσιο γιατί από τους εφόρους της
Εταιρίας κρίθηκε πιο σημαντική η παραμονή του στην Οδησσό, και είχαν δίκαιο.
Την ίδια κιόλας ημέρα ο Κουμπάρης ξεσήκωσε όλη την Οδησσό, ενώ έστειλε και μία
επιστολή προς τους Έλληνες στο γειτονικό Ταϊγάνιο. Η επιστολή έφθασε και στα χέρια του γέρου
Βαρβάκη, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Ταϊγάνιο από το 1815: «Καθώς εδιάβασεν αυτός την επιστολήν μου,
ευθύς με τον γραμματικόν του στέλλει εδώ εις την εφορίαν εκατόν χιλιάδες
ρούμπλια εις ασυχνάτζαις, τα οποία τα παρέλαβεν ο κασσέρης (ταμίας) της
εφορίας, οπού ήταν ο Ιωάννης Αμβρόσιος. Οι λοιποί βοϊθήσαν με χρήματα και
οπλίσαν τους νέους και τους στείλαν εις τον Υψηλάντην».
Σημ.:
Εξυπακούεται ότι στα κείμενα των εγγράφων, των επιστολών κλπ. διατηρείται η
ορθογραφία των συντακτών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου