Πολιτικός Επιστήμων
Αντίβαρο, Μάρτιος 2007
“Ποια βασική στρέβλωση εντοπίζεται σε κάθε πολιτισμό;;; Θα πρέπει να είναι κάποια δύναμη η οποία προσβάλλει την ικανότητα θέασης και επιβεβαίωσης πασιφανών δεδομένων,… η οποία παρεμποδίζει την ορθή χρήση του λόγου,… η οποία διδάσκει και ενθαρρύνει την ικανότητα κάποιου να διαχωρίζει όλες τις έννοιες κατά το δοκουν και να πιστεύει σε πράγματα παράλογα (παρά τα περί του αντιθέτου τεκμήρια)…η οποία σε τελική ανάλυση προκαλεί συναισθήματα κατωτερότητος, ενοχής και φόβου. Η μόνη ψυχολογική δύναμη η οποία δύναται να προκαλέσει μια τέτοια στρέβλωση είναι η Ηθική, η έννοια του ορθού και του λάθους. Αυτό το τεχνηέντως «επιβληθέν» συναίσθημα κατωτερότητος, ενοχής και φόβου, κοινώς γνωστόν και ως «αμάρτημα»…ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την αδυναμία προσαρμογής κάποιων ομάδων ατόμων στην κοινωνική πραγματικότητα και εν γένει για την ανθρώπινη δυστυχία. Η εκπαίδευση των παίδων σε τέτοιες συνθήκες παράγει χιλιάδες νευρωτικούς (παίδες) προς μελλοντική ψυχοθεραπεία. Η ανασκευή και η τελική εκρίζωση της έννοιας του ορθού και του λάθους (που υπήρξε η βάση της εκπαίδευσης των παίδων), δηλαδή η αντικατάσταση της διανοητικής ανάπτυξης στη βάση της λογικής από την διανοητική ανάπτυξη στη βάση της πεποιθήσεως (δόξα), αποτελεί τον στόχο κάθε επιτυχημένης ψυχοθεραπείας. Δεν θα ήταν λογικό να σταματήσουμε να επιβάλλουμε στα παιδιά μας τις τοπικές μας προκαταλήψεις και πεποιθήσεις και να τους παρουσιάζουμε όλες τις πλευρές ενός ζητήματος;;; Η
ελευθερία από τους ηθικούς ενδοιασμούς σημαίνει ελευθερία του παρατηρειν, του σκέπτεσθαι και του συμπεριφέρεσθαι λογικως.” (Dr. Brock Chrisholm, Καναδός ψυχολόγος….από ομιλία στην Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας, 1946).
«Ποιος θα μας σώσει από τον πολιτισμό της Δύσης;;;» ερωτούσε πίσω στα 1923 ο Ουγγρικής καταγωγής Μαρξιστής διανοούμενος George Lukacs, ένας εκ των ιδρυτών του περιώνυμου Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας του Πανεπιστημίου της Φραγκφούρτης (γνωστού έκτοτε στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και ως η «Σχολή της Φραγκφούρτης»). Την απάντηση έρχεται να του τη δώσει η ίδια η «Δύση» στην σημερινή «μεταμοντέρνα» εκδοχή της. Τι σχέση μπορεί αλήθεια να έχει ένας Lukacs ή ένας Gramsci με τη διαμάχη για το βιβλίο ιστορίας της Στ’ Δημοτικού;;; εκ πρώτης όψεως καμία. Αν κάποιος ωστόσο εστιάσει το βλέμμα του και μελετήσει ενδελεχώς όλη την πορεία του κομματιού αυτού της φιλοσοφικής σκέψεως που ονομάζεται «κριτική θεωρία» και του πώς αυτή κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου (της Δύσεως συμπεριλαμβανομένης), τότε θα εντοπίσει τις ρίζες του λεγομένου «πολιτικώς ορθού» τρόπου σκέψεως και ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων και των κοινωνικών φαινομένων, που αποτελεί την οπτική υπό την οποία κάνει επιστήμη η πλειοψηφία των νέων κοινωνικών επιστημόνων και ιστορικών στην χώρα μας. Στόχος αυτού του άρθρου είναι να ενημερώσει και να επιστήσει την προσοχή σε όλους τους ενδιαφερόμενους για ένα κομμάτι της κοινωνικής θεωρίας, το οποίο αν και φαινομενικά δείχνει ακίνδυνο και συμβατό με τις επιταγές του επιστημονικού κλάδου των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, στην πραγματικότητα υπήρξε ιστορικά και εξακολουθεί να αποτελεί ιδεολογικό-προγραμματικό όπλο «αποδόμησης» (de-construction) των βάθρων πάνω εις τα οποία στηρίχθηκε η ανάπτυξη της Δυτικής σκέψης, επιστήμης και πολιτισμού, δηλαδή την Κλασσική σκέψη (ορθολογισμός, κλασσική και νεότερη Ευρωπαϊκή φιλοσοφία) και την Ιουδαιό-Χριστιανική παράδοση.
Αυτό το είδος «πολιτισμικού» Μαρξισμού που αντιπροσωπεύει η «κριτική θεωρία», το οποίο πρεσβεύει ότι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο έχει κυριαρχήσει η Δύση είναι η «πολιτισμική» υπερδομή της, δηλαδή τα βάθρα στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, έχει κυριαρχήσει στα curricula των τμημάτων Κοινωνικών Eπιστημών των Ελληνικών Πανεπιστημίων σήμερα. Επομένως, η «κριτική θεωρία» (η οποία, προφανώς, ουδεμία σχέση έχει με την έννοια της κριτικής-διαλεκτικής μεθόδου την οποία γνωρίζουμε από την Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία) έθεσε ως προγραμματικό στόχο την «αποδόμηση» των «παλαιών» αξιών που αντιπροσωπεύουν η Κλασσική σκέψη (και επιστήμη) και η Ιουδαιό-Χριστιανική παράδοση, και την αντικατάστασή τους από «νέες» αξίες, οι οποίες θα υπηρετούσαν τα επαναστατικά ιδεώδη του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού των κοινωνιών κατά το πρότυπο των ιδρυτών της «κριτικής σχολής». Αυτοί, ελέω ανόδου του ναζισμού στην Γερμανία το 1933, μετανάστευσαν στις ΗΠΑ όπου και δίδαξαν σε μεγάλα πανεπιστήμια όπως το Columbia, το Princeton, το Brandeis και το Berkeley. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η διδασκαλία σημαντικών προσωπικοτήτων της «κριτικής σχολής» (λ.χ. οι H. Marcuse, W. Benjamin και T. Adorno) απέκτησε τεράστια επιρροή, τέτοια ώστε να καταστεί ένα από τα κυρίαρχα επιστημονικά ρεύματα στις κοινωνικές επιστήμες, και τροφοδότησε ιδεολογικά ένα ολόκληρο κίνημα στην Αμερική (του οποίου κορύφωση υπήρξαν οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και το γνωστό σύνθημα «Κάνετε έρωτα, όχι πόλεμο!!!»).
Το ρεύμα αυτό, απέκτησε τέτοια μεγάλη επιρροή, μέσω της προώθησης μιας διαλεκτικής της (ισοπεδωτικής) «αρνητικής» κριτικής σχεδόν για τα πάντα. Στόχος ήταν ο εντοπισμός των αντιφάσεων στο σύστημα πεποιθήσεων μιας κοινωνίας, με απώτερο σκοπό την εγκαθίδρυση μιας ουτοπικής (δηλαδή πέραν της απτής) πραγματικότητας, στην οποία θα κυριαρχούσαν οι κανόνες του σχετικισμού. Με τον όρο «ουτοπία» εννοούμε μια φαντασιακή κατασκευή που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητος και, επομένως, δεν υπόκειται στην απαίτηση της εμπειρικής επαληθεύσεως. Ο ιστορικός αναλυτής της Σχολής της Φραγκφούρτης Martin Jay αναφέρει σχετικά: “…Ως πρόδρομος του σημερινού «μεταμοντερνισμού» της ακαδημαϊκής κοινότητας….[η «κριτική» θεωρία]….αναγνώρισε ότι η αμερόληπτη επιστημονική έρευνα είναι αδύνατη σε μια κοινωνία εις την οποίαν οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν λειτουργούν αυτόνομα…ο ερευνητής υπήρξε πάντοτε μέρος του «κοινωνικού αντικειμένου» το οποίο επιχειρούσε να ερευνήσει. Αυτή, φυσικά, είναι η σύλληψη (concept) που οδήγησε στο σύγχρονο φετίχ του να ξαναγραφτεί η ιστορία (έμφασις δική μου) και στην μόδα που κυριαρχεί στις επιστημονικές πειθαρχίες του δικαίου, της αγγλικής λογοτεχνίας και των ανθρωπιστικών επιστημών---της Αποδόμησης (deconstruction). Η «κριτική» θεωρία απέρριπτε το ιδεώδες του Δυτικού πολιτισμού στην εποχή της σύγχρονης επιστήμης, δηλαδή την επαλήθευση ή την διάψευση της θεωρίας από εμπειρικά δεδομένα. Μόνον ο ανώτερος νους ήταν ικανός να διατυπώσει τις αλήθειες εκ της παρατηρήσεως των δεδομένων” (Martin Jay, “The Dialectical Imagination: A History of the Frankfurt School and the Institute of Social Research 1923-1950”, University of California Press, 1973, Σελ. 81-82).
Επομένως, το συμπέρασμα που μας ενδιαφέρει να κρατήσουμε για την περίπτωσή μας είναι το εξής: Η «κριτική σχολή» οραματίζεται μια ουτοπική, «μεταμοντέρνα» πραγματικότητα, κατασκευασμένη από τους διανοουμένους (της), η οποία είναι προϊόν μιας «αποδόμησης» των βάθρων (αξιών) του Δυτικού πολιτισμού και δεν υπόκειται στον έλεγχο της εμπειρικής πραγματικότητος-επαληθεύσεως.
Από την στιγμή που η «κριτική θεωρία» κατάφερε να διεισδύσει και να καθιερωθεί στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής και όλου του κόσμου υπό τον μανδύα μιας εναλλακτικής κοινωνικής-επιστημονικής θεώρησης της πραγματικότητος, οι στρατιές των διανοουμένων που φοίτησαν σε αυτά τα πανεπιστήμια και αναδύθηκαν ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι ανά τον κόσμο επικέντρωσαν την προσοχή τους στους τομείς της εκπαίδευσης («παιδαγωγικές» μέθοδοι) και της κουλτούρας. Στόχος τους ήταν η, δια της αρνητικής κριτικής, υπονόμευση όλων εκείνων των στοιχείων και θεσμών που απαρτίζουν τον Δυτικό πολιτισμό: τον Χριστιανισμό, τον καπιταλισμό, την πειθαρχία, την οικογένεια, την ιεραρχία, την πατριαρχία, την ηθικότητα, την παράδοση, την εγκράτεια, την πίστη στους θεσμούς, το ιδεώδες του ηρωισμού, τον πατριωτισμό, τον εθνοκεντρισμό, τον (κακώς εννοούμενο) συντηρητισμό και, εν γένει, οτιδήποτε συνέβαλε (κατ’ αυτούς) στην δημιουργία αυτού που ονομάζει ο Theodor Adorno «Αυταρχική Προσωπικότητα». Αυτό εξηγεί την μανία με την οποία οι σημερινοί εν Ελλάδι διανοούμενοι, καθηγητές πανεπιστημίου, και δημοσιογράφοι της «κριτικής» σχολής επιτίθενται και καταφέρονται εναντίον του πατριωτισμού, της θρησκευτικής πίστης, των «αντί-ηγεμονικών» αγώνων και οτιδήποτε άλλου θεωρούν «συντηρητικό», και επομένως αυταρχικό.
Αυτή λοιπόν η γενεά διανοουμένων της «κριτικής» σχολής έχει κυριαρχήσει σήμερα στην Ελλάδα στον χώρο της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα στα ανώτατα ιδρύματα, σε σημείο ώστε να γίνει καθεστώς. Το ίδιο συμβαίνει και στον δημοσιογραφικό κόσμο. Το καθεστώς αυτό, με όπλο τους ακαδημαϊκούς τίτλους και προνόμια ή την δημοσιογραφική προβολή, αναπαράγει στρατιές κριτικών «ιδεολόγων» κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του, απλώνει σταδιακά τα πλοκάμια της «κριτικής» θεώρησης σε όλους τους κλάδους των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών (ενδεικτικά ονόματα μεταμφιέσεως των κριτικών θεωριών αποτελούν λ.χ. οι όροι «κονστρουκτιβισμός» ή «κονστρουξιονισμός») και εξαπολύει επιθέσεις «Πολιτικής Ορθότητος» εναντίον οποιουδήποτε αντιφρονούντα, ανεξαρτήτως πολιτικής ή κοινωνικής προέλευσης (εξ’ ου και τα «τσουβαλιάσματα» και οι «ταμπέλες»). Από την εισβολή της «κριτικής» θεώρησης της πραγματικότητος, όπως είναι φυσικό, δεν θα μπορούσε να γλιτώσει η επιστήμη της «ιστοριογραφίας». Και αυτό, πρωτίστως, επειδή η ιστοριογραφία αποτελεί σε τελική ανάλυση τον «καθρέπτη», δηλαδή την εικόνα που σχηματίζουμε εμείς οι Έλληνες για τον εαυτό μας, τους άλλους και την θέση της χώρας μας στον κόσμο.
Η ιστοριογραφία, δηλαδή η επιστημονική μέθοδος σπουδής της ιστορίας, είναι η προσπάθεια καταγραφής οιωνδήποτε γνωστών (διασταυρωμένων) πληροφοριών και δεδομένων για τις ζωές των ανθρώπων και των κοινωνιών του παρελθόντος, και του τρόπου με τον οποίον επεχείρησαν οι ιστορικοί να τα κατανοήσουν. Προεξάρχον χαρακτηριστικό της ιστοριογραφικής επιστήμης, με ισχύ conditio sine qua non, που προκύπτει και από έναν τέτοιο ορισμό, αποτελεί η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. Όπως αναφέρει σχετικά ο George C. Igger “…η διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους παραμένει θεμελιώδης για το έργο του ιστορικού. Ωστόσο, η έννοια της «αλήθειας» έχει καταστεί ασυγκρίτως πιο πολύπλοκη στο πλαίσιο της πρόσφατης ανάδυσης της κριτικής θεωρίας. Η βεβαιότητα του αξιώματος περί απόλυτης αντικειμενικότητας και επιστημονικότητας της ιστορικής γνώσης δεν γίνεται πλέον αποδεκτή δίχως ενδοιασμούς” (George C. Igger, “Historiography in the 20th Century: From Scientific Objectivity to the Postmodern Challenge”, Wesleyan University Press 1997, Σελ. 12).
Με την εισβολή της «κριτικής» θεωρίας στην επιστήμη της ιστοριογραφίας, κινδυνεύουμε το «πολιτικώς ορθόν» να μετατραπεί σε ιστορικώς αληθές. Σε περιπτώσεις άλλων χωρών η εξέλιξη αυτή λαμβάνει χώρα κυρίως στο πλαίσιο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, όπου οι φοιτητές τουλάχιστον έχουν αναπτύξει την διανοητική ικανότητα να διακρίνουν σε σχετικό βαθμό το αληθές από το ψευδές. Στην Ελλάδα, η από-δομημένη, «κριτική» ιστοριογραφία εισβάλλει στις αίθουσες των δημοτικών σχολείων, ως άλλο «παιδομάζωμα», και στρατολογεί μελλοντικούς «κριτικούς γενιτσάρους». Προσπαθεί, μέσα από την απόκρυψη ή στρέβλωση γεγονότων ή την υιοθέτηση «ξύλινης» (ουδέτερης) αφηγηματικής γλώσσας να αποκαθάρει την ιστορία από οτιδήποτε, κατά την αντίληψη των «κριτικών» ιστορικών, διαμορφώνει «αυταρχικές προσωπικότητες», όπως ο εθνικισμός, ο πατριωτισμός, οι εθνομάρτυρες κληρικοί, οι ηρωικές μάχες, οι σφαγές, τα ολοκαυτώματα κλπ. Ειδικότερα όσον αφορά την στρατηγική επιλογή της γλώσσας ή των όρων που χρησιμοποιούνται για την αφήγηση (λ.χ. «στρατολόγηση» αντί «παιδομαζώμα»), ακόμη και αυτή έχει την σημασία της. Και αυτό γιατί η «κριτική» θεωρία, όπως φαίνεται, έχει φροντίσει να απλώσει πλοκάμια και στις επιστήμες της «γλώσσας» και της «λογοτεχνίας». Αυτό το οποίο ξεκίνησε ως αξίωμα «το κείμενο είναι τα πάντα», δηλαδή η αναζήτηση νοήματος στα κείμενα δίχως να λαμβάνονται υπόψη χαρακτηριστικά όπως ο σκοπός του συγγραφέα ή η εποχή στην οποία έγραψε, κατέληξε να μεταβληθεί στο αξίωμα «τα πάντα είναι κείμενο», δηλαδή στην ανάλυση του οτιδήποτε σχετίζεται με το λογοτεχνικό έργο. Για παράδειγμα, αν ένα συγγραφικό έργο περιλαμβάνει έναν γυναικείο χαρακτήρα, η «κριτική» θεωρία θα ερευνήσει πρωτίστως την σχέση του συγγραφέα με τη μητέρα του, την σύζυγό του, την αδελφή του κ.ο.κ. σε μια προσπάθεια να δώσει τη δική της ερμηνεία για το έργο, δηλαδή να το προσεγγίσει για παράδειγμα από την φεμινιστική, την ομοφυλοφιλική ή οποιαδήποτε άλλη οπτική. Συνεπώς, οι «κριτικοί» μελετητές δεν αναζητούν νόημα στα κείμενα (γιατί όπως είπαμε η αλήθεια είναι γι’ αυτούς σχετική), αλλά προσπαθούν να εντοπίσουν σε αυτά σεξισμό, ρατσισμό, εθνικισμό ή συντηρητισμό. Όταν τα εντοπίσουν, τότε αρχίζει η διαδικασία κοψίματος και ραψίματος των κειμένων και των λέξεων, όπως ακριβώς συνέβη με το βιβλίο ιστορίας της Στ’ δημοτικού.
Η υπερδύναμη της εποχής μας, οι ΗΠΑ, όντας η νικήτρια του Ψυχρού Πολέμου, με ρεαλιστική αυτεπίγνωση της ισχύος της και θέλοντας να πραγματώσει τους ηγεμονικούς της στόχους ανά τον κόσμο, αξιοποιεί και χρησιμοποιεί την λεγόμενη «κριτική θεωρία» ως εργαλείο «μαλακής ισχύος» σε λεγόμενα «αδύναμα κράτη» όπως η Ελλάδα (βλέπε εκτεταμένες αναλύσεις στην ιστοσελίδα του καθηγητού Παναγιώτη Ήφαιστου: http://www.ifestos.edu.gr/), για την επίτευξη των συμφερόντων της. Για την προώθηση της στρατηγικής αυτής βρίσκει πάντοτε πρόθυμους “change agents” στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίοι με ακαδημαϊκούς μανδύες και δημοσιογραφικές πένες αποδομούν την ιστορία μας και αποδυναμώνουν το εθνικό φρόνημα, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι. Το εθνικό φρόνημα και η γνώση της ιστορικής αλήθειας αποτελούν τα κυριότερα εμπόδια για την επίτευξη των ηγεμονικών στόχων της υπερδύναμης, γιατί κατά τους “change agents” εμποδίζουν τον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας σε πειθήνιο και παθητικό αποδέκτη οιασδήποτε ηγεμονικής αναθεώρησης του status quo, όπως αυτή που επιχειρήθηκε προ τριετίας στην Κύπρο. Η μαζική αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας σε πρωτοβουλίες όπως η υποχρεωτική εκμάθηση των τουρκικών στα σχολεία ή η υιοθέτηση του νέου βιβλίου ιστορίας δείχνει ότι ευτυχώς λειτουργούν ακόμη κάποια αντανακλαστικά. Και αυτό ας μας κάνει να ατενίζουμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία!
το είδα
<<< Οι ασύρματες συνδέσεις βλάπτουν τη γονιμότητα
Το δολοφονικό προβοκατόρικο πινγκ πονγκ >>>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου