Είναι ακόμη νωπός ο σάλος που προκλήθηκε από το παραμύθι που έγραψε ο Ευγένιος Τριβιζάς για τον κορωνοϊό.
Παραβιάζει ανοιχτές θύρες όποιος επισημάνει ότι η μεταμόρφωση μιας κοινωνίας για να εδραιωθεί, θα πρέπει να ξεκινήσει από τα βλαστάρια μας.
Οι υπηρέτες της Νέας Τάξης Πραγμάτων μάλλον αγνοούν ότι μια πολυβραβευμένη συγγραφέας συνωνόματη (αλλά όχι συνεπώνυμη) του κ. Τριβιζά, η Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα, είχε γράψει το 1979 ένα παραμύθι που περιέχεται στο βιβλίο της με τίτλο “Τα παιδιά νικούνε” (εκδ. Κέδρος).
Οι εμβολιολάτρες μπορούν να κάνουν το παλιό αυτό παραμύθι –το οποίο αντιγράφω στην συνέχεια– σημαία τους, οι εμβολιομάχοι κόκκινο πανί. Αλλά μια δεύτερη ματιά στο
παραμύθι της Ευγενίας Παλαιολόγου-Πετρώνδα αναδεικνύει ένα στοιχείο που οι σημερινοί αναμορφωτές της κοινωνίας μας θέλουν να περιορίσουν όσο μπορούν περισσότερο: την θεραπευτική αγάπη του γονιού και ειδικά της μητέρας προς το παιδί της.Αντιθέτως, στην εποχή του κορωνοϊού, ο κ. Σύψας και οι ομοϊδεάτες
του, ζήτησαν να μη φιλάμε και να μην αγκαλιάζουμε τα παιδιά μας. Διότι
τον (δήθεν) προστατευτικό ρόλο των παιδιών τον έχει αναλάβει το
διεστραμμένο θεραπευτικό κράτος της σημερινής υγειονομικής
τυραννίας-δικτατορίας: Από την γονεϊκή-μητριαρχική στοργή περάσαμε στο
πατριαρχικό-ολοκληρωτικό κράτος που ασκεί μέσω των υποχρεωτικών ιατρικών
πράξεων απόλυτη βιοεξουσία πάνω στα σώματά μας.
Ιδού, λοιπόν, τι έγραφε η Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα εν έτει 1979:
«ΟΙ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΟΥΝ
Σε μια σκοτεινή σπηλιά μαζεύτηκαν μια χειμωνιάτικη νύχτα οι παιδικές αρρώστιες. Αυτές που βασανίζουν κάθε χρόνο πολλά παιδιά. Πήγαν εκεί να συνεδριάσουν και ν’ αποφασίσουν πώς θα κάνουνε κι εφέτος την επίθεσή τους. Να μπούνε δηλαδή στις πόλεις και στα χωριά, να τρυπώσουν έπειτα μέσα στα σπίτια, να πιάσουν τα παιδιά και να τα ρίξουν στα κρεβάτια τους πολλές πολλές μέρες.
Πρώτος και καλύτερος έφτασε ο κυρ-Πυρετός. Άγριος, με κατακόκκινα μάτια κι αναμμένο πρόσωπο.
Ακολούθησε η δεσποινίς “Ιλαρά”, γελαστή, ροδοκόκκινη κι αυτή. Την ξέρετε νομίζω. Χαϊδευτικά τη φωνάζουν “Ρουσούδι”.
Ακολουθούσε η συγγένισσά της, η “Ερυθρά”, η εξαδέρφη τους η “Ανεμοβλογιά” με τα σπυράκια της.
Επίσης έφτασε και ο “Μαγουλάς” με τα πρησμένα του μάγουλα.
Τελευταίος ήρθε ο κυρ “Κοκκύτης” βήχοντας.
– Λοιπόν, κυρίες, δεσποινίδες, κύριοι, θα μου επιτρέψετε να προεδρεύσω στη συνεδρίασή μας, είπε ο κυρ-Πυρετός. Νομίζω, δικαιούμαι, γιατί πάντα σας βοηθώ στο έργο σας.
– Συμφωνούμε, κύριε Πρόεδρε. Απάντησαν όλες οι αρρώστιες.
– Δεν νομίζετε λοιπόν ότι έφθασε η εποχή να ξεκινήσουμε για την εκστρατεία μας; Χειμώνας είναι, κρύο κάνει, κατάλληλος καιρός. Ακολουθεί και η Άνοιξη, που ζεσταίνεται λίγο ο καιρός, ξεθαρρεύουν τα παιδιά, ελαφρώνουν τα ρούχα τους, κρυολογούν και προετοιμάζεται ο δρόμος για να ορμήσουμε.
– Βέβαια, βέβαια! Μας βοηθούν τα παιδιά να τα πιάσουμε, γιατί πολλά δεν ακούνε τις συμβουλές των γονιών τους. Βγάζουν τα ρούχα τους, τρέχουν, ιδρώνουν, κρυολογούν.
– Και δεν είναι μόνο αυτό. Πολλά παιδάκια δεν τρώνε και το φαγητό τους, δεν πίνουν το γάλα τους. Αδυνατίζουν. Έτσι πιο εύκολα μπορούμε να τα νικήσουμε και να τα ρίξουμε άρρωστα στα κρεβάτια τους.
– Έχεις δίκιο.
– Παρακαλώ τώρα με τη σειρά ο καθένας να μου πει τι θα κάνει, για να ξέρω κι εγώ ο Πυρετός, που σας συνοδεύω, πώς θα δουλέψω.
Πρώτη ξεπετάχτηκε η δεσποινίς Ιλαρά, το Ρουσούδι. Σεινάμενη, κουνάμενη ήρθε στη μέση και πήρε το λόγο:
– Εγώ, το Ρουσούδι, αποφάσισα να μην αφήσω να μου ξεφύγει φέτος κανένα παιδί, μικρό ή μεγάλο ακόμα. Θα πιάσω όσα παιδιά είναι κρυολογημένα, όσα φταρνίζονται, θα σπείρω τα μικρόβιά μου στο λαιμό τους κι έπειτα θα έρθεις εσύ, φίλε μου, κύριε Πυρετέ. Μαλακά στην αρχή με λίγα δέκατα κι έπειτα δυνατά. Το κορμάκι και το πρόσωπό τους θα γίνουν κατακόκκινα κι εγώ θα γελώ και θα χοροπηδώ επάνω στο κρεβάτι τους για τη νίκη μου.
– Τα ίδια θα κάνω κι εγώ, η συγγένισσά σου η Ερυθρά, θα τους σαστίσω μάλιστα τους γονείς τους, να μην ξέρουν τι έχουν τα παιδιά τους, Ρουσούδι ή Ερυθρά. Χα! χα! χα!
– Κι εγώ η Ανεμοβλογιά θα γεμίσω χέρια, πόδια, κοιλιά, πρόσωπο με σπυράκια. Σπυράκια που φέρνουν φαγούρα. Θα ξύνονται κι εγώ θα γελώ.
Μπήκε τότε στη μέση και ο κυρ-Μαγουλάς.
– Κι εγώ, φίλοι μου, θα γελώ όταν θα πρήξω τα μάγουλά τους και θα τα
κάνω σαν να φορούν μάσκες αποκριάτικες. Χα! χα! χα! Θα βοηθάς βέβαια,
κύριε Πυρετέ, τη δουλειά μου.
Σηκώθηκε από τη θέση του τότε και ο κύριος Κοκκύτης.
– Γκούχου! γκούχου! ξερόβηξε.
Εγώ θα κάνω τα παιδιά να βήχουν, να βήχουν χωρίς να μπορούν να πάρουν ανάσα. Πάντως δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου, κύριε Πυρετέ. Είμαι απύρετος και αυτεξούσιος. Έχω δύναμη και κρατώ πολύ καιρό.
– Εντάξει. Λοιπόν ξεκινάμε. Τι λέτε;
– Ξεκινάμε και τραγουδάμε:
Πάμε, πάμε, ξεκινάμε
για να βρούμε τα παιδάκια.
Πάνω τους θε να ορμάμε
να στρωθούν στα κρεβατάκια.
Δεν θα παίζουν, θα πονούνε
κι οι γονείς θ’ ανησυχούνε.
Πυρετός θε να τα ψήσει,
το κορμί τους θα γιομίσει
κοκκινίλες και σπυράκια
θα πονούνε και τ’ αυτάκια.
Όσα αδύνατα παιδάκια
τις μητέρες δεν ακούνε
και δεν τρώνε το φαγί τους
γρήγορα θα νικηθούνε.
Όσα τρέχουνε κι ιδρώνουν
πίνουν έπειτα νερά
και τα ρούχα τους πετούνε
θα την πάθουν μια χαρά.
Θε να βήχουν, θα πρηστούνε
κι οι γονείς θ’ ανησυχούνε.
Θα νικήσουμε όλα εμείς
δεν ξεφεύγει μας κανείς!
Έτσι τραγουδούσαν οι παιδικές αρρώστιες, σίγουρες για τη νίκη τους και τρέχανε να μπούνε στα σπίτια, να πιάσουν τα παιδάκια.
Λογάριαζαν όμως “χωρίς τον ξενοδόχο”, όπως λέει μια παροιμία. Κι ο ξενοδόχος που δεν λογάριαζαν, ξέρετε ποιος είναι;
Είναι οι γιατροί, τα φάρμακα, τα εμβόλια και η αγάπη της μητέρας, που φροντίζει τα παιδιά και στέκεται σαν φύλακας άγγελος από πάνω τους.
Οι γιατροί που λέτε, πρόλαβαν. Σε άλλα παιδάκια κάνανε εμβόλια, σε άλλα δώσανε προστατευτικά φάρμακα, σε άλλα δυναμωτικά φάρμακα. Και με άλλους υγιεινούς τρόπους, που εφάρμοσαν οι μητέρες, τα μικρόβια των ασθενειών νικήθηκαν. Τα παιδιά δεν αρρώστησαν. Έτσι οι κακές παιδικές αρρώστιες, που λογάριαζαν να φέρουν επιδημίες και να ρίξουν όλα τα παιδιά στο στρώμα, δεν πέτυχαν τα σχέδιά τους.
Βέβαια, μερικά παιδάκια, που δεν άκουσαν τις μητέρες τους, μερικά απρόσεχτα, που κρυολόγησαν, αρρώστησαν. Όχι όμως βαριά. Αδιαθέτησαν λίγο, γιατί είπαμε τα προφυλαχτικά εμβόλια δεν άφησαν τις αρρώστιες να εκδηλωθούν βαριά.
Και οι αρρώστιες, που με τόσο ενθουσιασμό και βεβαιότητα για τη νίκη τους ξεκίνησαν, τώρα φεύγουν νικημένες και τραγουδούν λυπημένες:
Μας νίκησαν, μας νίκησαν
φάρμακα και γιατροί,
και ούτε μια δεν φέραμε
αρρώστια τρομερή.
Σιρόπι, δυναμωτικά
Εμβόλια και χαπάκια
Ψόφησαν τα μικρόβια
Νίκησαν τα παιδάκια!
Νικήθηκαν οι αρρώστιες και θα εξαλειφθούν μια για πάντα, αν όλα τα
παιδιά ακούνε το γιατρό και τη μητέρα τους και ζούνε υγιεινά».
ΥΓ: Οι πειραγμένοι εγκέφαλοι της Νέας Τάξης Πραγμάτων έκλεισαν τις βιβλιοθήκες, πιστεύοντας ότι έτσι θα εμποδίσουν την πρόσβαση στην πολύτιμη γνώση που προέρχεται από σπάνια βιβλία τα οποία πλέον δεν κυκλοφορούν. Επλανήθησαν πλάνην οικτροτάτην…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου