Τὸ τὶ ἀπέγιναν αὐτοὶ οἱ ἐθελοντές, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Γεώργιος Φραντζῆς στὸ «Χρονικό»: «Ὅταν μπῆκαν οἱ ἐχθροὶ στὴν Πόλη, ἔδιωξαν τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὰ τείχη μὲ τηλεβόλα, βέλη, ἀκόντια καὶ πέτρες. Ἔτσι ἔγιναν κύριοι ὁλόκληρης τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐκτὸς τῶν πύργων τοῦ Βασιλείου, τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Ἀλεξίου, τοὺς ὁποίους κρατοῦσαν οἱ ναῦτες ἀπὸ τὴν Κρήτη ποὺ πολέμησαν ἀπὸ τὶς 6 μέχρι τὶς 7 τὸ ἀπόγευμα καὶ σκότωσαν πολλοὺς Τούρκους. Βλέποντας τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν ποὺ εἶχαν κυριεύσει τὴν Πόλη, δὲν ἤθελαν νὰ παραδοθοῦν, ἀλλὰ ἔλεγαν ὅτι προτιμοῦσαν νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ ζήσουν. Κάποιος Τοῦρκος εἰδοποίησε τότε τὸν Σουλτάνο γιὰ τὴν ἡρωικὴ ἄμυνὰ τοὺς κι ἐκεῖνος συμφώνησε νὰ
τοὺς ἐπιτρέψει νὰ φύγουν μὲ τὸ πλοῖο καὶ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ εἶχαν μαζί τους». Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Χρονικὸ τοῦ Γεωργίου Φραντζῆ «…καὶ ἐγκρατεῖς πάντων ἐγένοντο, ἄνευ δὲ τῶν πύργων τῶν λεγομένων Βασιλείου, Λέοντος καὶ Ἀλεξίου, ἐν οἷς ἑστήκεισαν οἱ ναῦται ἐκεῖνοι οἱ ἐκ τῆς Κρήτης. Αὐτοὶ γὰρ γενναίως ἐμάχοντο μέχρι καὶ τῆς ἕκτης καὶ ἑβδόμης ὥρας καὶ πολλοὺς Τούρκους ἐθανάτωσαν καὶ τοσοῦτον πλῆθος βλέποντες καὶ τὴν πόλιν δεδουλωμένην πᾶσαν, αὐτοὶ οὐκ ἤθελον δουλωθῆναι, ἀλλὰ μᾶλλον ἔλεγον· ἀποθανεῖν κρεῖττον ἢ ζῆν. Τοῦρκος δέ τις τῷ ἀμηρᾷ ἀναφορὰν ποιὴσας περὶ τῆς τούτων ἀνδρείας, προσέταξεν ἵνα κατέλθωσιν μετὰ συνηβάσεως καὶ ὦσιν ἐλεύθεροι αὐτοί τε καὶ ἡ ναῦς αὐτῶν καὶ πᾶσα ἀποσκευή, ἣν εἶχον. Καὶ οὕτως γενόμενον, πάλιν μόλις ἐκ τοῦ πύργου τούτους ἔπεισαν ἀπελθεῖν.
Τὸ 1919, στὴν βιβλιοθήκη τῆς ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους, βρέθηκε ἕνα χειρόγραφο ποὺ εἶχε γραφτεῖ ἀπὸ κάποιο μοναχὸ Καλλίνικο τὸ 1460, λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς ΚΠόλεως.
Ὁ μοναχὸς Καλλίνικος ἐξιστόρησε τὴν ἀποστολὴ τῶν Κρητῶν μαχητῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐκ μέρους τοῦ ἀνήμπορου λόγω πολεμικῶν τραυμάτων μοναχοῦ Ιερώνυμου, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν ὁ Πέτρος Κάρχας (ὁ Γραμματικὸς) διοικητὴς τῆς μονάδας τῶν Κρητῶν μαχητῶν.
Τὸ χειρόγραφο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου:
«Τὴν δεκάτην πέμπτην μηνὸς Μαρτίου θ΄ ἑνιαυτοῦ κζ´ Ἰνδικτιῶνα, τὸν καιρόν, ὅπου ὁ σουλτάνος Μουχαμέτης ἤρχισε νὰ περιζώνει μὲ τὰ φουσᾶτα του τὴ μεγάλη Πόλι μας, διὰ νὰ τὴν πάρῃ, ὁ παλαιὸς Δρουγγάριος, Μανοῦσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, ἀρχηγὸς τῶν Σφακίων καὶ ἄρχοντας τοῦ Σελίνου, ἡλικίας τότε ογδοήντα χρόνων, οἱ δυὸ γυιοί του ἤσανε σκοτωμένοι τρεῖς χρόνους πρὶν εἰς θαλασσοπόλεμον μὲ Σαρακηνούς, ἐπῆρε ἄξαφνα βασιλικὸν μήνυμα, χρυσόβουλλον, ὁποῦ τοῦ ἔλεγε νὰ ὑπάγῃ τὸ ογρηγορώτερον μὲ τὰ καράβια του καὶ μὲ ὅσους ἐμπόρει περισσοτέρους ἄντρας εἰς τὴν Βασιλεύουσαν, ὅπου ἐκιντύνευε.
Τὸ μήνυμα τὸ ἐπῆγε εἰς τὸν Μανοῦσον ὁ Βενετὸς πλοίαρχος Ἀρμάντος, συγγενὴς τοῦ ἄρχοντα τῆς Βενετίας. Ὁ Καπετὰν-Μανοῦσος ἐπῆρε τότες τέσσερις δρόμωνες καὶ ἕνα διάρμενον, οἱ τρεῖς δρόμωνες ἦταν χτῆμα ἐδικόν του καὶ ἐκυβερνοῦνταν ὁ εἷς, ὁ μεγαλύτερος, ἀπὸ τὸν ἴδιον, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸν Καπετὰν-Γρηγόρη, γυιὸν τοῦ Σήφη Μανιάκη, ἀπὸ Ἀσκύφου, ὅπου ἐπιάστη ἀπὸ Σαρακηνοὺς καὶ ἐγδάρθη ζωντανὸς εἰς Γαῦδον καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸν Καπετὰν-Πέτρο τὸν Γραμματικόν, αὐτὸ τῆς Κυδωνίας. Τοῦτος, ἐπισυνῶ πρὶν ἦταν μοναχὸς ἐδῶ, εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἶχε μαθημένα καλὰ τὰ ἀρχαία Γράμματα, τὸν ὀνόμαζαν Γραμματικό, ἐνῶ τὸ καθεαυτὸ παρανόμι του ἦταν Κάρχας.
Ὁ τέταρτος δρόμωνας ἦτον χτῆμα τοῦ Καπετὰν-Ἀντρέα, τοῦ Μακρῆ, ἀπὸ τὴν Πάτμο καὶ ἐκυβερνοῦνταν ἀπὸ τὸν ἴδιον.
Τοῦτος ἦταν γιὸς τοῦ Καπετὰν-Γιαννίκου, τοῦ Μακρῆ, ἀπὸ τὸ Ρέθεμνον, ὅπου ἦταν παντρεμένα ἀπὸ τὴν Πάτμον καὶ εἶχε δύο παιδιά, τὸν Ἀντρέα καὶ τὴ Ζουμπουλιὼ καὶ ὅπου τριάντα χρόνους πρὶν ἐσκοτώθη, διὰ νὰ γλιτώσῃ τὴν Σάμον ἀπὸ τὸν φοβερὸν κουρσάρον Χουσεΐνην, ὅπου μὲ εἰκοσιδυὸ γαλέρες ἦταν ἕτοιμος νὰ τὴν κουρσέψῃ, ἂν δὲν ἐπρολάβαινε ὁ Μακρῆς νὰ τὸν χτυπήσῃ καὶ βουλίζοντάς του δέκα καράβια νὰ σκοτώσῃ καὶ τὸν ἴδιον εἰς τὸ ρεσάλτο, ὅπου τοῦ ἔκαμε εἰς τὸ καράβι.
Τὰ καράβια ἐξεκίνησαν καὶ τὰ πέντε ὁμάδι εἰς τσὴ δεκαοχτὼ Μαρτίου ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Σούδας. Ἕως τὰ Δαρδανέλλια ἐταξείδεψαν χωρὶς νὰ συναπαντήσουν Ἀγαρηνόν. Ὅταν ὅμως ἐπερνούσαν κάτω ἀπὸ τὴν Καλλίπολι, οἱ Τοῦρκοι τὰ ἐμπομπάρδισαν ἀπὸ τὸ φρούριον ἐτοῦτο καὶ ἔκαμαν μιὰν μικρὴν ἐζημίαν εἰς τὸ διάρμενον. Ἀλλὰ ὁ μεγάλος καὶ τρομερὸς κίνδυνος τοὺς ἀνάμενε μέσα εἰς τὴν Προποντίδα ὅταν τὰ καράβια έπλεγαν δίπλα ἀπὸ τὸ Προκονήσι. Τότες ἐφάνηκαν ξαφνικὰ ἐμπρός των πάνω ἀπὸ ἑξήντα Ἀγαρηνὰ πλοῖα μικρομέγαλα, ποὺ ἤρχονταν ἀπὸ τὴν Ἀρτάκην, ὅπου ἦσαν πηγαιμένα διὰ τάρταλα καὶ σκλάβους καὶ προπάντων διὰ γυναῖκες.
Τὰ Τουρκικὰ καράβια ἐπερικύκλωσαν τότες τὰ ἐδικά μας ὁποῦ διὰ μεγαλύτερην σιγουρίαν τὰ ἔκαμαν τοῦτα σταυρὸν καὶ ἕνας πόλεμος φοβερὸς ἤρχισε ἀναμεταξύ τωνε, ὁποῦ ἐβάσταξε πλειὰ ἀπὸ δέκα ὧρες. Οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ διάστημα τοῦτο ἔκαμαν δώδεκα γιουρούσια, μὲ σκοπὸ νὰ πάρουν τὰ καράβια μας, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπέτυχαν. Διότι οἱ ἐδικοί μας τοὺς ἐγκρέμιζαν κάθε φορὰ στὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἔπνιγαν. Μὰ ὡς τόσο οἱ δρόμωνές μας, ποὺ εἶχαν οὗλοι πιστόλια γερὰ τοὺς ἐβούλισαν ἴσαμε δέκα μικρὰ καράβια-φοῦστες τὰ περισσότερα ὅταν σὰν ἀλαφρὰ καὶ γοργοκίνητα, ἔμπαιναν πάντα ἐμπρός. Εἰς τσὴ δέκα τοῦτες ὧρες τοῦ πολέμου οἱ πνιγμένοι καὶ σκοτωμένοι Τοῦρκοι ἐξεπέρασαν τοὺς χίλιους. Μὰ καὶ οἱ ἐδικοί μας ἔχασαν ἴσαμε ἑξακόσους ἄντρες, ὁποῦ ἐσκοτώθηκαν εἰς τὰ χείλια τῶν καραβιῶν, ἐνῶ ἐπολεμοῦσαν. Οἱ ἐδικοί μας ἔχασαν ἀκόμη καὶ ἕνα καράβι-τὸ δρομώνι ποὺ ἐκυβερνοῦσεν ὁ Γρηγόρης, ὁποῦ τὸ ἐπιστονάρησε ἕνα μεγάλο πλοῖο τῶν Τούρκων, χωρὶς ὅμως νὰ πνιγεῖ οὔτε ἕνας, διότι ὁ Γρηγόρης κάνοντας γρήγορο ρεσάλτο εἰς τὸ πλοῖο, ποὺ τὸν ἐπιστονάρησε καὶ σφάζοντας τοὺς ἄντρες ποὺ ἦσαν μέσα, τὸ ἐπῆρε ἀμέσως.
Ἐμπρὸς εἰς τὸ μέγα πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν καραβιῶν, θὰ ἐχάνονταν τὸ δίχως ἄλλο οὗλοι οἱ Ρωμαῖοι καὶ τὰ καράβια τωνε, διότι τὴν τελευταία στιγμὴ ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τούρκων, ἕνας ὀνόματι Μουσταφᾶς, ἐδιάταξε νὰ ἀφίσουν τὰ γιουρούσια καὶ νὰ βάλουν φωτιὰ νὰ κάψουν τὰ κρητικὰ καράβια. Καὶ ἤθελαν ὄντως τὰ κάψει, ὅπου ἦταν καὶ τὸ ἐυκολότερον, παρὰ νὰ τὰ πάρουν, ἂν ὁ γενναιότατος Δρουγγάριος, Καπετὰν-Μανοῦσος Καλλικράτης καὶ ἑφτὰ νέοι πολέμαρχοι-μέσα σὲ τούτους ἦταν καὶ ὁ γυιὸς τοῦ Σπεσακονικόλα, ὁ Κωσταντής, -ὅπου καὶ εἶναι ἁγία ἡ μνήμη τωνε εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα, δὲν ἀναλάβαιναν νὰ θυσιαστοῦν ἐτοῦτοι μὲ δυὸ καράβια, γιὰ νὰ βαρδάρουν τὰ τρία ἄλλα καὶ τοὺς δώσουν τὸν καιρὸν νὰ φύγουσιν ὅταν ἦρθε ἡ νύχτα.
Εἰς τὸν σωσμὸν τῶν τριῶν τούτων καραβιῶν ἐβοήθησε πρῶτα πρῶτα ὁ μεγάλος Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ ἡ ἁγία Θεοτόκος, ἔπειτα ἡ μεγάλη γενναιότης τοῦ Δρουγγαρίου, ὅπου ἔκαμε καὶ τὸ σχέδιο, κατόπιν ἕνας ἄγριος καὶ φοβερὸς σίφουνας ποὺ ἐξέσπασεν κείνη τὴν ὥρα, καὶ τέλος τὸ τούρκικο πλοῖο, ὅπου ἐκυρίεψεν ὁ Γρηγόρης καὶ ὅπου ἐμπέρδεψε τὸν Μουσταφᾶ μέσα στὴ νύχτα καὶ τὸν ἔκαμε νὰ νομίσῃ ὅτι καὶ τὰ τρία καράβια ποὺ ἐξεμάκρυναν ἀπὸ τ’ ἄλλα καὶ ἐφεύγασι πρὸς τὸν Βόσπορο ἤσανε Τουρκικά. Ὡς τόσο τὰ δύο ἄλλα ὅπου ἔμειναν μὲ τὸν Καλλικράτη καὶ τὰ ἑφτὰ παιδιά, κάνοντας ψεύτικο πόλεμο μὲ τσὴ σκευές, ἐδυνάμωναν στὸ Μουσταφᾶ τὴν ἰδέα πὼς οἱ Ῥωμαῖοι ἦσαν οὗλοι ἐκεῖνοι καὶ ἔτσι τοῦτος ἀντὶ νὰ κυνηγήσει ἐκείνους ποὺ ἔφευγαν, ἐστράφηκεν μόνο πρὸς τὰ δύο καράβια πασχίζοντας νὰ τὰ ἀποκάμῃ μὲ τὴ φωτιὰ καθὼς καὶ τὸ κατόρθωσε στὸ τέλος. Ὅταν οἱ δυὸ δρόμωνές μας μαζὶ μὲ τὸ τουρκικὸ πλοῖο ἔφθασαν εἰς τὴν Πόλη τὴν αὐγὴ τῆς ἄλλης ἡμέρας, καὶ ἐμπῆκαν μέσα εἰς τὸν Κεράτιον χωρὶς κανένα ἐμπόδιο, διότι ὁ ἄγριος σίφουνας εἶχε σκορπισμένη ἐδῶ κι ἐκεῖ τὴν τούρκικη ἀρμάδα, ὁ Μεγάλος Δομέστικος τῶν Κάστρων ἐχώρισε τοὺς πολεμάρχους σὲ δύο τοῦρμες καὶ τὴ μιά, μὲ ἀρχηγοὺς τὸν Ἀνδρέαν, τὸν Γρηγόρη καὶ τὸν Γραμματικόν, ἔβαλε νὰ φυλάξῃ τοὺς τρεῖς πύργους-τοῦ Βασιλείου, τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Ἀλεξίου, καὶ τὴν ἄλλη τούρμα νὰ φυλάξῃ τὴν Ὡραία Πύλη, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τοὺς πύργους αὐτούς, μὲ ἀρχηγό, τὸν Καπετὰν Παυλῆ. Καὶ τοὺς λαβωμένους ποὺ ἦσαν πλειὰ ἀπὸ τοὺς μισούς, τοὺς ἔμπασε μέσα εἰς τὰ Σπιτάλια διὰ θεραπείαν. Κατόπιν ὅμως καὶ ὅταν ἐμέστωσε καλὰ ὁ πόλεμος, ὁ Καπετὰν-Παυλὴς ἐκλήθη νὰ βοηθήσῃ στὴ μάχη τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ ὅπου ἡ μεγάλη μπορμπάρδα τοῦ Οὐγγαρέζου ἔκανε θραῦσι καὶ στοὺς ἄντρας καὶ στὰ κάστρα. Ἐκεῖ ὁ Καπετὰν-Παυλῆς καὶ οἱ περισσότεροι ἄντρες του σκοτώθηκαν τὴν παραμονὴ ποὺ ἔπεσεν ἡ Πόλη μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον, ποὺ ἔπεσε κι αὐτός, πολεμώντας, σὰν ἁπλὸς στρατιώτης. Ὀλίγον πρωτήτερα εἶχε τραυματισθῆ βαριὰ στὸ ἴδιο μέρος, ὅπου ἀναγκάστηκε μάλιστα νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν μάχη, καὶ ὁ γενικὸς ἀρχηγὸς τῶν ὅπλων, ὁ Γενοβέζος Ἰωάννης Ἰουστινιάνης, ἕνας σπουδαῖος πολεμιστής, ποὺ μετὰ τὸ τραῦμα του ἔζησε μόνον δύο ἡμέρες. Ἀπὸ τὰ βόλια τῆς μεγάλης μπομπάρδας εἶχαν σκοτωθῆ σὲ προηγουμένας μάχας, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς τούρμας τῶν Πύργων, ὁ καπετὰν-Ἀνδρέας καὶ ὁ καπετὰν-Γρηγόρης. Ἔλεος στὴν ψυχὴ τωνε!
Στὸ ἀναμεταξὺ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀνοίξει πολλὰ κρυφὰ λαγούμια, -ὑπονόμους- γιὰ νὰ μποῦν μέσα ἀπὸ αὐτὰ ὅλα τὰ λαγούμια τὰ ἐξουδετέρωνε ἕνας σπουδαῖος Γερμανὸς μηχανικός, ὀνόματι Τράντης, τὸν ὁποῖον κάθε φορὰ ἐβοηθοῦσε εἰς τὴν ἀνατίναξι ἡ ἐδική μας τούρμα. Καί, ὅταν ἔπεσεν ἡ Πόλις καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐμπῆκαν μέσα, ὡς διακόσες χιλιάδες περίπου.
Ταχτικοὶ καὶ ἄταχτοι, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κιρκόπορτα καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὸ ρῆγμα τοῦ Ἁγ. Ρωμανοῦ, καὶ ὅλοι οἱ πολέμαρχοι ἐγκατάλειψαν τὰς θέσεις των, διὰ νὰ σωθοῦν, εἰς τὰ πλοῖα ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, μονάχα ἡ τούρμα τῆς Κρήτης, ὅσοι ἐζοῦσαν, μὲ ἀρχηγὸν τὸν Καπετὰν-Γραμματικόν, ἂν καὶ τραυματισμένον κι αὐτὸν σὲ πολλὰ μέρη τοῦ κορμιοῦ του, ἐσκέφτηκε, ὅτι θὰ ἦταν καλύτερον νὰ μείνῃ στὰ πόστα της καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ νὰ πολεμᾷ, μέχρις ὅτου σκοτωθοῦν οὗλοι παρὰ νὰ παραδώσουν τὰ ὅπλα. Καὶ ὅταν πρὸς τὸ βράδυ πλέον ὁ Σουλτάνος εἶδε καὶ ἐκατάλαβεν, ὅτι ἐμεῖς δὲν εἴχαμεν σκοπὸν νὰ παραδοθοῦμε, ἔστειλεν ἕνα πασᾶ μὲ δυὸ ἀξιωματικούς, ποὺ ὁ ἕνας ἐκρατοῦσε λευκὴ σημαία καὶ ὁ ἄλλος ἦταν δραγουμάνος, καὶ μᾶς εἶπε: – Ὅτι, ἐπειδὴς λέγει ὁ Σουλτάνος ἐκτιμᾶ τὴν ἀντρειά μας, μᾶς ἀφίνει ἐλεύθερους νὰ φύγωμε γιὰ τὸ νησί μας μὲ τὰ ὅπλα μας καὶ μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ καράβια μας. Τότες ἀλάβωτοι καὶ λαβωμένοι, τὸ ὅλον ἑκατὸν ἑβδομήντα, ἐκατεβήκαμεν ἀπὸ τοὺς πύργους μας, μὲ τὰ ἅρματά μας καὶ ἐμπήκαμεν εἰς ἕνα δρομώνι, ποὺ μᾶς ἔδωκαν. Καὶ ὅταν ἐβγαίναμε ἀπὸ τὸ λιμάνι εἶχεν εἰδοποιηθῆ ὁ τούρκικος στόλος νὰ μὴ μᾶς πειράξῃ. Καὶ ἐπειδὴς ὅλοι οἱ καπεταναῖοι ἤσανε σκοτωμένοι καὶ ἐγώ, ὁ Γραμματικός, βαριὰ λαβωμένος δὲν ἠμπόρουν νὰ κυβερνήσω, ἀνάθεσα εἰς ἕνα γενναῖον ἄνδρα τὸν Παναγῆ Χαλκούσην, ἀπὸ τὸν Χάντακα, νὰ κυβερνήσῃ αὐτὸς τὸ καράβι. Ὅταν ὅμως ἐβγήκαμεν ἀπὸ τὰ Δαρδανέλλια καὶ ἐγὼ εἶδα πὼς δὲν ἦταν δυνατὸν νʼ ἀνθέξω, ὣς ποὺ νὰ φθάσωμεν εἰς Κρήτην, διότι ἴσως θὰ ἐκάναμεν καὶ ὀχτὼ καὶ δέκα μέρες ἀκόμη, διὰ νὰ φθάσωμεν, ἐπειδὴς ὁ Βορριᾶς εἶχε ἀρχίσει ὡς τόσο νὰ γυρίζῃ στὸ Λεβάντε, ζήτησα ἀπὸ τὸν Καπετὰν-Χαλκούσην νὰ βάλῃ πλώρη στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ μὲ ἀφίσῃ ἐμένα ἐκεῖ, στὸ μοναστήρι τοῦ Βατοπαιδίου, ὅπου ἤξερα, ὅτι ὑπῆρχε πάντα γιατρός, διὰ νὰ περιποιηθῇ τσὴ πληγές μου.
Καὶ αὐτὸ καὶ ἔγινε. Καὶ ἐδῶ εἰς τὴν μονὴν ὅπου ὁ Γραμματικὸς ἐπῆρε καὶ πάλι τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μὲ τὸ ὄνομα Ἱερώνυμος, ἔγινε καλά, χάρις εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ καλοῦ γιατροῦ καὶ ἔζησεν ἀκόμη ὀχτὼ ἔτη, χωλὸς μὲν ἀπὸ τὸν ἕνα πόδα, ἀλλὰ χωρὶς αὐτὸ νὰ τὸν ἐμποδίζει εἰς τὰ καθήκοντά του, ὡς ἱερέως.
Ἐπειδὴς ὅμως εἶχεν ἐξασθενήσει ἡ ὅρασίς του καὶ τὸ δεξιό του χέρι ἔτρεμεν ἀπὸ ἕνα τραῦμα ποὺ εἶχε πάρει ἐκεῖ, ἀνέθεσεν εἰς ἐμέ, τὸν συμπατριώτην καὶ μοναχὸν εἰς τὴν ἰδίαν μονήν, νὰ γράψω ἐγὼ τὴν παροῦσαν ἱστορίαν, πρὸς δόξαν καὶ αἰώνιον μνημόσυνον ὅλων τῶν γενναίων ἀνδρῶν τῆς Κρήτης ποὺ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἀπέθαναν διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πατρίδα καὶ νὰ τὴν ὑπογράψω ἐγὼ ἀντὶ αὐτοῦ.
Καλλίνικος, Μοναχὸς τῆς ἱερᾶς μονῆς Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους ἐξ Ἀνωπόλεως Σφακίων.»
Ὁ ποιητὴς Ἰ. Κόντος ποὺ τυχαία συναντᾶ τὸ μοναδικὸ αὐτὸ χειρόγραφο τὸ 1919 ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη αὐτή, ἐμπνέεται ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ συνθέτει ἕνα δίτομο «ἱστορικὸ ἐπικὸ ποίημα». Στὸ ποίημα αὐτό, ποὺ περιέχει χιλιάδες ἐκφραστικοὺς στίχους καὶ ζωντανὲς σκηνὲς μὲ τὴ δημώδη κρητικὴ διάλεκτο, διαφαίνεται ἡ ἱκανότητα τοῦ ποιητῆ, ἡ φυσικότητα, ἡ περιγραφικότητα, ἀλλὰ καὶ ὁ ποιητικὸς ἐθνικός του οἶστρος.
Κακὰ μαντᾶτα πῆρε ψὲς ὁ Καπετὰν Μανοῦσος,
Δρουγγάρης χρόνια μυστικὸς στὸ πλόϊμα τῆς Κρήτης…
Τὸ μήνυμα τὸ θλιβερό, σὰν διάβασε ἀραγμένος,
Στὴν Κίσσαμο, σύναξι αὐτὸς στὸ Μοναστήρι κράζει…
Τώρα κάθε εἷς μας τὸ μπορεῖ ὀγλήγορα ἃς τὸ κάμῃ,
μ᾿ ὅλη τὴν ἅγια προθυμιὰ ποὺ δείχνουν κι οἱ γονεῖς μας,
κάθε φορὰ ποὺ ἡ ἀκριβὴ πατρίδα τοὺς καλοῦσε.
Παράλληλα μὲ τὴ σύναξη ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν Κίσσαμο στέλνει τὸν Παυλῆ Καματερὸ νὰ ἐνημερώσει τοὺς κατοίκους τοῦ Κάστρου γιὰ τὸ θλιβερὸ μαντᾶτο.
Μὲ τὸ λιοφέγγαρο ὁδηγὸ καὶ τοῦ πελάου τὴ λάμψη,
στ᾿ ἀριστερά του σὰν σπαθί, μαζὶ καὶ σὰν τιμόνι,
σκίζει πεδιάδες καὶ βουνά, λαγκάδια καὶ μαδάρες,
σὰν ἀετός, ποὺ μακριὰ βλέπει τὸ θήραμά του,
κι ἀνοίγει διάπλατα φτερὰ νὰ τρέξη νὰ τὸ φτάσῃ…
Κι ὅταν μετ᾿ ἀπὸ εἴκοσι δυό, στὸ Χάνδακα ἦταν, ὧρες,
χωρὶς φαγί, χωρὶς νερὸ κι ἄτι καὶ καβαλλάρης,
τ᾿ ὡραῖο τ᾿ ἄτι μονομιᾶς νεκρὸ σωριάστη χάμου…
Τὸ πρωινὸ ὅλο μὲ χοροὺς ἐπέρασε καὶ γλέντι.
Ἀπὸ τοὺς ἄντρες τοῦ βουνοῦ ποὺ μέσ᾿ στὴ χώρα μπῆκαν,
γιὰ νὰ “δηλώσουν” στὸν Παυλῆ πὼς θέν᾿ νὰ πολεμήσουν.
Μὲ τὸ βασίλεμα τοῦ ἡλιοὺ δρόμωνας καὶ γολέττα,
Ὁ Ἀντρέας στὸ ἕνα κι ὁ Παυλῆς στὸ ἄλλο καπετάνιος.
Στὴ Σούδα γίνεται ὑποδοχὴ τῶν δύο καραβιῶν μὲ τοὺς ἐθελοντές τους μὲ ξεχωριστὴ ἱκανοποίηση καὶ ἐνθουσιασμό.
Ὁ συγκρητισμὸς καὶ ὁ ρόλος τῆς ὑψηλῆς ἐθνικῆς ἀποστολῆς τοὺς ἐνδυναμώνουν τὸ φρόνημα καὶ τοὺς τονώνουν τὴν αἰσιοδοξία.
Τὴν ὥρα κείνη μιὰ φωνὴ ἀπ᾿ τὰ καράβια βγαίνει
τὰ Σφακιανὰ ποὺ σὰν βροντὴ τὴ Σούδα ὅλη ντραντάζει,
λέγοντας: «Γειά σας Καστρινοί! Γειά σας παιδιὰ τοῦ Κάστρου!»
Κι αὐτὴ ἡ φωνή ‘ναι τῶν Σφακιῶν, Κισσάμου καὶ Σελίνου,
Ἀποκορώνου κι Ἀμαριοῦ, Ῥεθύμνου, Κυδωνίας.
Ποὺ τσ᾿ ἄλλους Κρῆτες χαιρετᾶ καὶ τοὺς καλωσορίζει.
Καὶ τὰ παιδιὰ τῆς Μεσαριᾶς, τοῦ Χάνδακα, τῆς Ἴδης,
Μαλεβιζιοῦ, Μονοφατσιοῦ, Τεμένους καὶ τῆς Δίχτης.
Στὴ βροντερὴ τούτη λαλιὰ μ᾿ ὅμοια λαλιὰ ἀπαντοῦνε,
ποὺ σείεται ἄλλη μιὰ φορὰ τῆς Σούδας τὸ λιμάνι.
Κι ὅ,τι καθένας τους κρατᾷ, πανί, τὸ σεῖ μαντήλι,
καὶ συναλλήλους τους θερμῆς ἀγάπης λόγια λένε.
Εἶναι στενὸς ὁ ἀδελφωμός ποὺ στὰ παιδιὰ τῆς Κρήτης
τὸ σμίξιμο τῶν καραβιῶν γεννᾶ τὴν ὥρα τούτη…
Ὧρες τρεῖς βάσταξε ἡ δουλειά, κι ὡς τόσο ὅλα τὰ πάντα
εἶν᾿ ἕτοιμα καὶ μοναχὰ τὸ σήμαντρο ἀπομένει.
Τὸ σήμαντρο ποὺ θὲ νὰ πῇ: Σαλπάρετε! Ἦρθε ἡ ὥρα!
Ὕστερα ἀπ᾿ ὧρες τρεῖς σωστές, τὰ πέντε τὰ καράβια,
ἀφήνοντας στ᾿ ἀριστερὰ τὸ φοβερὸ Ἀκρωτήρι
ποὺ τώρα ἥμερο γελᾶ καὶ παίζει μὲ τὸ κύμα
στὸ πέλαγος σιγὰ-σιγὰ ξανοίγονται ζητώντας
νὰ βροῦν τὸ δρόμο, ποὺ γοργὰ στὴν Πόλη θὰ τὰ φέρει…
Στὸ Μαρμαρᾶ χάνονται οἰκειοθελῶς δύο καράβια, γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ περισσότεροι ποὺ βρίσκονται στὰ ἄλλα τρία καράβια.
Γιὰ τοὺς ὀκτὼ αὐτοὺς ἐθελοντὲς τοῦ θανάτου, ὅπως λέει ὁ θρυλικὸς ἀρχηγὸς Μανοῦσος Καλλικράτης, ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει τὴν ἰκμάδα τῆς ποιητικῆς του ἀπόδοσης καὶ γράφει:
Ἀπὸ τοὺς ἄντρες τοὺς ἑφτὰ καθὼς μαθεύτη ἀμέσως,
τέσσερις ἦταν Σφακιανοὶ καὶ τρεῖς ἀπὸ τὸ Κάστρο.
Στ᾿ ἄγριο κεῖνο τὸ νησί, τὰ δυὸ τ᾿ ἄλλα καράβια,
γολέττα καὶ δρομώνι αὐτὰ ποὺ κράτησε ὁ Δρουγγάρης,
μὲ τοὺς ἑφτὰ πολεμιστές, λύτρα νὰ τοὺς προσφέρῃ
στὸν Τοῦρκο τσ᾿ ἄλλους τοὺς πολλοὺς συντρόφους νὰ γλιτώσει.
Πάνω στοὺς βράχους τῆς ἀκτῆς εἶναι ριγμένα τώρα,
ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸ Βορηᾶ π᾿ ἔγινε ὁ πλοίαρχός τους…
Τὸ τέλος τούτων τῶν ἀντρῶν μάτι Γραικοῦ δὲν εἶδε.
Προκονησιῶτες μοναχά, χριστιανοὶ ψαράδες,
ποὺ μετὰ μῆνες μερικοὺς ρωτήθηκαν ἂν εἶδαν
τίποτε ἀνθρώπους στὰ σκαφιὰ κοντὰ τὰ καϋμένα,
πνιγμένους εἴτε ζωντανούς, μ᾿ αὐτὲς κι αὐτὲς τὶς ὄψεις,
εἶπαν πὼς εἶδαν τὰ σκαφιὰ τὰ δύο ὅπου καῆκαν,
στοὺς βράχους τ᾿ ἄγριου νησιοῦ καὶ πὼς σὲ τοῦτα μέσα
ηὗραν ὀκτὼ μαῦρα κορμιά, ἀνθρώπων καϋμένα
ποὺ δὲν ἐχώριζε κανείς, ἂν ἦσαν νέοι ἢ γέροι,
Τοῦρκοι ἢ Ρωμιοὶ καὶ μαναχὰ ἀπ᾿ ἕνα σταυρουδάκι,
ποὺ βρέθη στὸ λαιμὸ ἑνὸς τὴν πίστι τους ἐννοιῶσαν…
Καὶ τοὺς τραβήξανε κρυφὰ καὶ κάπου ‘κεῖ τοὺς θάψαν
κοντὰ στοὺς βράχους, στὴν ἀχτὴ ποὺ βρῆκαν λίγο χῶμα.
Αὐτὸ μὲ γράμματα χρυσὰ θὰ γράψει ἱστορία
μιὰ μέρα. Καὶ σὰν ἱερὸ προσκύνημα θὰ μείνει
ὁ τάφος τῶν παλικαριῶν ποὺ πέφτουν μ’ έτοιο τρόπο!
Καὶ κάθε χρόνο μιὰ φορὰ τὸ γένος τῶν Ῥωμαίων
ὁλόκληρο στὸν τάφο αὐτὸν θά ῾ρχεται καὶ θὰ ραίνει
μ᾿ ἄνθη τοὺς ἄντρες ποὺ μ᾿ αὐτὴ δοθήκανε τὴν πίστη…
Τὸ Κρητικὸ Ἀνακάλημα ἢ Ἀνακάλεσμα ποὺ εἶναι ἕνα θρηνητικὸ ἄσμα γιὰ τὴν ἅλωση καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἀποδίδεται σὲ Κρῆτες τὸ στιχούργημα αὐτό, πιθανὸν νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Κρητῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στοὺς στίχους :αὐτοὺς γιὰ τὴν μετάδοση τῆς εἰδήσεως τῆς ἁλώσεως διαβάζουμε:
«Καράβιν ἐκατέβαινε ῾ς μέρη τῆς Τενέδου,
καὶ κάτεργον τὸ ἀπάντησε, στέκει κι ἀναρωτᾶ το.
Καράβιν πόθεν ἔρχεσαι, καὶ πόθεν κατεβαίνεις;
Ἔρχομαι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνάθεμα, κ᾿ εἰς τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἀπ᾿ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἀπ᾿ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὸ τὴν Πόλιν ἔρχομαι, τὴν ἀστραποκαμένην,
ἐγὼ γομάριν δὲν βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω,
κακὰ διὰ τοὺς Χριστιανούς, πικρὰ καὶ θολωμένα.
Οἱ Τουρκιῶται ἤρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλιν,
ἀπώλεσαν τοὺς Χριστιανούς, ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν.»
Σὲ ἄλλο στίχο στὸ ἴδιο Ἀνακάλημα περιέχεται ἡ εὐχὴ καὶ ἡ παράκληση:
«Ἥλιε μου, ἀνάτειλε παντοῦ, οὗλον τὸν κόσμον φέγγε,
κι ἔκτεινε τὰς ἀκτίνας σου σ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην,
κ᾿ εἰς τὴν Κωσταντινούπολιν τὴν πρώτη φουμισμένη
καὶ τώρα τὴν Τουρκόπολιν δὲν πρέπει πιὸ νὰ φέγγῃς.»
Τὸ κείμενο περιέχεται στὸ χειρόγραφο τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Παρισιοῦ (ἀριθ. 2873).
Πολλοὶ ἀκόμα λόγιοι ἢ δημώδεις θρῆνοι καταγράφονται καὶ διασώζουν τὴν τραγικὴ πραγματικότητα τῆς ἁλώσεως.
Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ ἐπίσης ἱστορικὸ χειρόγραφο ποὺ βρίσκεται στὸ Βρετανικὸ Μουσεῖο τοῦ Λονδίνου καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ μονὴ τῆς Ἀγκαράθου γραμμένο ἀπὸ κάποιο μοναχὸ προφανῶς ὡς «ἐνθύμιο» ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὰ ἀκόλουθα:
«Εἰς ˏαυνγ΄ (1453) Ἰουνίου κθ΄ (29) καθ᾿ ἡμέραν Σαββάτου, ἦλθαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία Κρητικά, τοῦ Σγούρου Υαληνᾶ (Διαλυνὰ) καὶ τοῦ Φιλομάτου, λέγοντας ὅτι εἰς τὴν κθ´ τοῦ Μαΐου μηνὸς τῆς ἁγίας Θεοδοσίας, ἡμέρᾳ Τρίτῃ, ὥρᾳ γ´ τῆς ἡμέρας εἰσέβησαν οἱ Ἀγαρηνοὶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ φωσᾶτον τοῦ Τούρκου Τζελεπῆ Μεεμέτη καὶ εἶπον ὅτι ἀπέκτειναν τὸν κὺρ Κωνσταντῖνον τὸν δραγάσιν καὶ Παλαιολόγον. Καὶ ἐγένετο οὖν θλίψις καὶ πολὺς κλαυθμὸς εἰς τὴν Κρήτην διὰ τὸ θλιβερὸν μήνυμα ὅπερ ἦλθεν. Ὅ,τι χεῖρον τοῦτο οὐ γέγονεν οὔ τε γενήσεται. Καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἐλεήσας ἡμᾶς καὶ λυτρώσεται ἡμᾶς, τῆς φοβερᾶς αὐτοῦ ἀπειλῆς.»
Ἀξίζει τέλος νὰ σημειώσουμε ὅτι τὰ μαῦρα πουκάμισα τῶν Κρητικῶν καὶ τὰ μαῦρα κεφαλομάντηλα, συμβολίζουν τὸ πένθος τους γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως. Τὰ κρόσια ἐπίσης τοῦ κεφαλομάντηλου συμβολίζουν τὰ δάκρυα τῶν Κρητικῶν ἐξαιτίας τῆς ἐθνικῆς αὐτῆς συμφορᾶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου