Ανάλυση
Ο Ρώσος πρόεδρος γνωρίζει πάρα πολύ καλά τη σπουδαιότητα της χώρας του, όσον αφορά τη διαμάχη για την παγκόσμια ηγεμονία μεταξύ των Η.Π.Α. και της Κίνας – πόσο μάλλον αφού είναι γνωστό πως εκείνη η δύναμη που θα κυριαρχήσει στην Ευρασία, θα αναδειχθεί στον ηγεμόνα του πλανήτη. Επομένως, όποιος από τους δύο φιλόδοξους διεκδικητές κερδίσει ως σύμμαχο τη Ρωσία, θα είναι ο τελικός νικητής – ενώ η ίδια η Ρωσία δεν θέλει προφανώς να συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, αρνούμενη να αποδεχθεί τη θέση του υποτελούς (ειδικά όσον αφορά την Κίνα με την οποία συνορεύει, έχοντας να αντιτάξει έναν πληθυσμό μόλις 144,3 εκ. ανθρώπων σε μία αχανή έκταση, έναντι των 1,379 δις της κίτρινης δύναμης).
Η πρόσφατη τώρα προσέγγιση του με τον Τούρκο δικτάτορα, με
μία μάλλον κακέκτυπη απομίμηση του, σηματοδότησε την πρόθεση του να εκμεταλλευθεί την επιτυχημένη παρέμβαση του στον πόλεμο της Συρίας, καλύπτοντας ένα μέρος των εξόδων του – με την έννοια ότι, για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή η Ρωσία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της ισχύ και την προστασία που παρέχει για εμπορικούς σκοπούς όπως οι Η.Π.Α., πουλώντας όπλα και τεχνολογία στην Τουρκία (πυρηνικό εργοστάσιο).
Εκτός αυτού θέλει να προσελκύσει την Τουρκία στη ζώνη ελευθέρου εμπορίου που έχει δημιουργήσει με ορισμένες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, κατά το παράδειγμα της ΕΕ, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία – ενώ η Τουρκία χρησιμοποιεί αυτήν την προοπτική για να πιέσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της στην ΕΕ, κυρίως την τελωνειακή ένωση της, επειδή η Ευρώπη είναι η σημαντικότερη εξαγωγική αγορά της που θα μπορούσε να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο, εάν καταργούνταν οι δασμοί.
Όσον αφορά τώρα τις Η.Π.Α., είναι αδύνατον να συγκρουστούν οικονομικά ή στρατιωτικά και με τις δύο χώρες ταυτόχρονα – αφού η Ρωσία είναι τουλάχιστον ισότιμη τους στο στρατιωτικό σκέλος, καθώς επίσης πανίσχυρη ενεργειακά, ενώ η Κίνα ισχυρότερη στον παραγωγικό τομέα, με πολλά πλεονεκτήματα απέναντι στην υπερδύναμη (μεταξύ άλλων λόγω του ότι της έχει δανείσει πάνω από 1 τρις $).
Η προσπάθεια πάντως δαιμονοποίησης της Ρωσίας εκ μέρους σύσσωμης της Δύσης μέσω της Μ. Βρετανίας και της υπόθεσης SKRIPAL, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα – αφού έχει αποδειχθεί πως ήταν παραπλανητική, κρίνοντας από την ξαφνική καλυτέρευση της υγείας του διπλού πράκτορα και της κόρης του (πηγή).
Περαιτέρω, σε σχέση με τους δασμούς που θέλει να επιβάλλει ο πρόεδρος Trump στην Κίνα, πρόκειται πιθανότατα για προσπάθειες διαπραγμάτευσης μαζί της – ενώ το γεγονός ότι, το αμερικανικό χρηματιστήριο βυθίστηκε στο κόκκινο απλά και μόνο με την αναγγελία τους, χωρίς καν να αποφασιστούν, δείχνει την αδυναμία των Η.Π.Α. να δρομολογήσουν κάτι ανάλογο.
Εκτός αυτού, η ανησυχία που προκαλούν οι πτωτικές τιμές του πετρελαίου, θα μπορούσε να εμποδίσει την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ των Η.Π.Α. και της Κίνας – με την έννοια πως μετά την κατάρρευση τους στα μέσα του 2014, σταθεροποιήθηκαν στα 70 $ ανά βαρέλι των 159 λίτρων, έχοντας δεχθεί πιέσεις μετά την αναγγελία των δασμών στο ατσάλι και στο χαλκό, καθώς επίσης μετά τα αντίμετρα της Κίνας. Στα πλαίσια αυτά, με δεδομένο το ότι, η ζήτηση εμπορευμάτων μεταξύ των δύο χωρών όσον αφορά τα είδη που σχεδιάζεται η επιβολή δασμών, θα μπορούσε να περιορισθεί σημαντικά, θα μειωνόταν η ζήτηση για πετρέλαιο – επειδή χρησιμοποιείται τόσο για τις μεταφορές με πλοία ή με μεταγωγικά αεροπλάνα, όσο και για την παραγωγή αυτών των προϊόντων.
Ειδικά τα αντίποινα της Κίνας ανησυχούν τις αγορές ενέργειας, επειδή τυχόν εμπορικός πόλεμος της με τις Η.Π.Α. θα μείωνε τη ζήτηση των αναπτυσσομένων χωρών – κάτι που θα ήταν ασφαλώς μεγάλο πρόβλημα (πηγή). Μία σημαντική πτώση των τιμών του πετρελαίου θα είχε μεγάλο ρίσκο επίσης για τους κερδοσκόπους, οι οποίοι έχουν στοιχηματίσει μαζικά στην άνοδο – λόγω των προβλέψεων αύξησης της ζήτησης το 2018 κατά 1,7 εκ. βαρέλια ημερησίως, σε σχέση με το 2017.
Ειδικότερα σύμφωνα με τη Reuters, τα στοιχήματα υπέρ της ανόδου των τιμών είναι δώδεκα φορές περισσότερα από τα αντίστοιχα στην πτώση (πηγή) – ενώ, επειδή οι Η.Π.Α. έχουν εξελιχθεί σε έναν εξαγωγέα πετρελαίου μετά την εξόρυξη του από σχιστόλιθο και η συγκεκριμένη βιομηχανία τους απαιτεί σχετικά υψηλές τιμές για να ανταπεξέλθει, η πτώση τους δεν θα εξυπηρετούσε καθόλου τη χώρα. Αντίθετα, επειδή η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως, η πτώση των τιμών θα ήταν θετική – οπότε έχει ακόμη ένα όπλο στη διάθεση της για να πιέσει τις Η.Π.Α. να μην προβούν σε αύξηση των δασμών.
Από την άλλη πλευρά, επειδή μία σημαντική πτώση των τιμών του πετρελαίου θα είχε αρνητικές συνέπειες για τη σταθερότητα των χρηματαγορών, καμία από τις δύο χώρες δεν έχει συμφέρον να συμβεί – οπότε μάλλον δεν θα επιβληθούν κυρώσεις από τις Η.Π.Α., ούτε θα εφαρμοσθούν τα αντίποινα της Κίνας. Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο μείωσε τις ανησυχίες των επενδυτών στη Wall Street, με αποτέλεσμα την πρόσφατη άνοδο της – παρά την κλιμάκωση των αιτούντων επιδόματα ανεργίας στους 242.000 ή 17.000 περισσότερους από όσο αναμενόταν.
Ολοκληρώνοντας, η Ρωσία έχει ασφαλώς μεγάλο συμφέρον στη διατήρηση των υψηλών τιμών του πετρελαίου, αφού σχεδόν το 40% των δημοσίων εσόδων της εξαρτάται από αυτό (γράφημα, πηγή) – ενώ επικεντρώνει τις προσπάθειες της στη Μέση Ανατολή, γνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της Σαουδικής Αραβίας για το δολάριο, οπότε για την οικονομία των Η.Π.Α. (ανάλυση).
Εν προκειμένω, η σύσκεψη του προέδρου Putin με την Τουρκία και με το Ιράν (σχεδιάζει επενδύσεις στην εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου 50 δις $ – υπέγραψε σύμβαση 740 εκ. $, πηγή) είχε πολλαπλή σημασία – αφού ενδυναμώνει τη θέση του στην περιοχή, χωρίς βέβαια να συμμετέχει στον εμπορικό πόλεμο των δύο διεκδικητών της παγκόσμιας ηγεμονίας. Λογικά λοιπόν θεωρείται ως ικανός παίχτης στο σκάκι που παίζεται – κάτι που δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε για την Ελλάδα που προσπαθεί να αμυνθεί στις τουρκικές προκλήσεις, δηλώνοντας δημόσια πως έχει μεταφέρει 7.000 στρατιώτες στα σύνορα και στα νησιά, για να είναι προετοιμασμένη απέναντι σε τυχόν εισβολή της γειτονικής χώρας (πηγή).
Αnalyst
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου