Σελίδες

ΔΙΑΔΩΣΕ ΤΟ, ποιός περιμένεις να το κάνει αν όχι εσύ;

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ [Μέρος Τρίτο]*

του Λευτέρη Ριζά

Τουρκοκρατία

Η κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους δεν έγινε «ειρηνικά», αλλά χύθηκε γι αυτήν πολύ αίμα. Δεν υποτάχθηκε χωρίς αντίσταση – όπως άλλες περιοχές, π.χ. Χίος, Ιωάννινα –  και γι αυτό δεν έτυχε καμιάς επιείκειας από τους Τούρκους. Ο στρατηγός Μουσταφά αποβίβασε στο νησί πολυάριθμο στρατό Γενιτσάρων και άλλων πολεμιστών οι οποίοι λεηλάτησαν, έσφαξαν και αιχμαλώτισαν κυρίως καθολικούς  άνδρες και γυναίκες. Πολλές για να αποφύγουν την ατίμωση γκρεμίζονταν από τις στέγες των σπιτιών τους ή από άλλα υψηλά σημεία. Μητέρες σκότωναν τις ίδιες τους τις κόρες για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Σε είκοσι χιλιάδες υπολογίζονται οι σφαγιασθέντες και σε δύο χιλιάδες περίπου οι απαχθέντες δούλοι.


       Λέγεται πως η νεαρή Μαρία Συγκλητική, την οποία είχαν αιχμαλωτίσει οι Τούρκοι και κρατούσαν έγκλειστη στο αμπάρι μιας γαλέρας, για να εκδικηθεί  για την ατίμωση της, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη  του πλοίου που ανατινάχθηκε συμπαρασέρνοντας στην καταστροφή κι άλλα δύο πλοία που ήταν αγκυροβολημένα δίπλα του. Σε αυτά κρατιούνταν άλλα χίλια κορίτσια διαλεγμένα από τους Τούρκους, που έγιναν κι αυτά παρανάλωμα του πυρός.


       Την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους ακλούθησε η εγκατάσταση μυριάδων από αυτούς [28], ενώ χιλιάδες Χριστιανοί, προπάντων καθολικοί έφυγαν ή εξισλαμίσθηκαν προκειμένου να σώσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Ιδιαίτερα Μαρωνίτες και εν μέρει δε
και Έλληνες προσήλθαν στον μουσουλμανισμό. Γι αυτό και πολλοί Τούρκοι της Κύπρου ομιλούν την ελληνική γλώσσα. Διότι  κατάγονται από έλληνες ή ελληνικό περιβάλλον. Βεβαίως την γλώσσα έμαθαν και πολλοί Τούρκοι που έμειναν κοντά ή  και μέσα σε ελληνικές περιφέρειες. Αλλά για τους μαζικούς εξισλαμισμούς και την καταγωγή πολλών σημερινών τουρκοκυπρίων θα επανέλθουμε στη συνέχεια.


       Ο Σουλτάνος εκτός από τους Τούρκους που αποβιβάσθηκαν αμέσως μετά την κατάληψη της θέλησε να στείλει και αποίκους από τη Μικρά Ασία – καλή ώρα όπως έκανε η Τουρκία μετά την εισβολή κατοχή της Κύπρου το 1974 και ιδιαίτερα μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους του Ντενκτάς – ακτήμονες ή απλά «αλήτες». Το 1572 έγινε συστηματική εγκατάσταση Τούρκων κι αυτή βεβαίως σε βάρος των χριστιανικών περιουσιών. Για να διευκολύνουν την εγκατάσταση των Τούρκων στην Κύπρο οι νέοι κύριοι του νησιού μοίρασαν δωρεάν στους απόστρατους του πολέμου γαίες που ανήκαν στους Ενετούς και Φράγκους. Πούλησαν, όμως, και στους έλληνες ιθαγενείς, που ναι μεν δεν τους  μεταχειρίστηκαν σαν κατακτημένο λαό, αλλά δεν τους επέτρεψαν να φέρουν όπλα, να ανεβαίνουν σε άλογο κλπ. Προνόμια που είχαν μόνο οι Τούρκοι και στα άλλα  τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. [29]


 Αυτή η επιδρομή τόσων Τούρκων κατέστησε τη θέση των Χριστιανών πολύ δύσκολη. Προκάλεσε ένα δεύτερο κύμα φυγής   προ πάντων καθολικών. Οι εκκλησίες τους έγιναν τζαμιά, οι περιουσίες των εκκλησιών και ταγμάτων και μοναστηριών κατελήφθησαν και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος δεν αναγνωριζότανε  πλέον.

Ο A. Kammerer για την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου έγραψε στο βιβλίο του «AChypreliledAphrodite» (1925) πώς «Από του 1571 μέχρι το 1878 οι Τούρκοι τίποτε καλόν δεν επετέλεσαν εις την Κύπρον. Ο πληθυσμός εκ προθέσεως, συνειδητά εληστεύθη, ηχμαλωτίσθη και επωλήθη εις το εξωτερικόν, ούτω δ’ ολιγόστευσε, κατέπεσεν εις το δέκατον της προηγουμένης αριθμητικής δυνάμεως του…Εφυτοζωούσε εις βαθμόν απελπιστικόν, ωλιγόστευε και εξισλαμίζετο εν μέρει» (30). Η Κύπρος δηλαδή αντιμετώπισε μια οξύτατη «ανθρωπιστική κρίση», όπως λέμε σήμερα. Με τεράστια αρνητικά δημογραφικά αποτελέσματα.



       Για να δούμε λίγο πιο λεπτομερειακά τι άλλο συνέβη μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν από πλευράς εδραίωσης της κατοχής – δηλαδή τερματισμός εχθροπραξιών – η πολιτική διοίκηση αντικατάστησε τις στρατιωτικές αρχές. Ο Σουλτάνος διόρισε γενικό διοικητή με τον τίτλο του Πασά. Τον πλαισίωσαν άλλοι δύο πασάδες επιφορτισμένοι με τη διοίκηση των επαρχιών Πάφου και Φαμαγκούστας. Το φεουδαρχικό σύστημα καταργείται. Δεν υπάρχουν πια ούτε ευγενείς ούτε διάκριση κοινωνικών τάξεων ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό. Η νέα κατάσταση δεν παραδέχεται πια την τοπική αριστοκρατία ή τις προνομιούχες τάξεις. Στη θέση των νόμων των Ασσιζών οι κατακτητές βάζουν σε ισχύ το νομικό τους σύστημα, το ιερό δίκαιο που είναι θεμελιωμένο στο Κοράνι. Το νησί διαιρείται σε δεκαεπτά δικαστικές περιφέρειες  ή «Kaza» με πρωτοδικεία. Ένα εφετείο βρίσκεται στη Λευκωσία υπό την προεδρία ενός «μουλά». Οι χριστιανοί δεν έχουν δικαίωμα να διορίζονται δικαστές και δεν γίνονται δεκτοί σαν μάρτυρες σε διενέξεις  ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς. Επιβάλλεται το φορολογικό σύστημα που ίσχυε και στα άλλα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι πρέπει να πληρώνουν τα έξοδα της Τουρκικής Φρουράς, έγγειο φόρο και φόρο για το νερό, τελωνειακούς δασμούς και φόρο σε είδος πάνω στην αγροτική τους παραγωγή. Οι Χριστιανοί, οι «ραγιάδες» πρέπει να πληρώνουν κι έναν ειδικό φόρο για την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.


       Για να εξακριβώσουν τον αριθμό των φορολογουμένων οι Τούρκοι, προχώρησαν σε μια απογραφή του πληθυσμού, λίγους μήνες μετά την εγκατάσταση τους. Καταγράφουν λοιπόν 160.000 Έλληνες και 20.000 Τούρκους στρατιώτες. Δεν αναφέρονται Λατίνοι. Πολλοί έφυγαν. Άλλοι – όσοι ήρθαν στην Κύπρο μετά την κατάληψη της Άκρα -  το πιθανότερο έγιναν Μωαμεθανοί για να γλυτώσουν. Η μεταστροφή τους δεν  υπήρξε πραγματική. Αποτέλεσαν έτσι μια ιδιαίτερη κατηγορία «κρυπτοχριστιανών» ή «λινομπαμπάκων» που οι απόγονοι τους υπήρχαν μέχρι τη βρετανική κατοχή [31]. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν και όσοι έλληνες χριστιανοί προσχώρησαν με τη βία ή από φόβο στον ισλαμισμό. Ήταν όλοι τους μυστικά  βαπτισμένοι χριστιανικά και είχαν εκτός από το τουρκικό και το χριστιανικό τους όνομα.


       Ο πληθυσμός οδηγήθηκε σε μια απίστευτη ελεεινότητα της κατάστασης του. Η ελάττωση του πληθυσμού και οι συχνές παρακλήσεις του έπεισαν τον εκ Χριστιανών μέγα Βεζίρη Μεχμέτ Σόκολην να βοηθήσει την Κύπρο.


       Αξιοσημείωτος σταθμός για την ιστορία της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία υπήρξε η αναγνώριση του θεσμού του αρχιεπισκόπου – όπως είδαμε τον είχαν αμφισβητήσει οι Λατίνοι. Το 1572 εξελέγη από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, αρχιεπίσκοπος ο κύπριος κληρικός Τιμόθεος, πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού  Πατριαρχείου, αφού ενδημούσας Συνόδου αναγνωρίσθηκε η ένωση της Κυπριακής Εκκλησίας με την Ορθοδοξία. Αυτό υπήρξε επίτευγμα μιας αντιπροσωπείας προκρίτων της Κύπρου στην Κωνσταντινούπολη όπου ζήτησε από τον Σουλτάνο την αποκατάσταση – μετά από τρεις αιώνες σκότους – της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Την άδεια αυτή πέτυχαν αφού διαβεβαίωσαν το μεγάλο Βεζίρη για την αφοσίωση των κατοίκων του νησιού στη νέα κατάσταση. Η δήλωση της υποταγής έφερε ως αντάλλαγμα την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας, την αποκατάσταση της Εκκλησίας στα παλιά της δικαιώματα κι ακόμα το δικαίωμα εξαγοράς των υπό μεσεγγύηση από τους Τούρκους μοναστηριών καθώς και την ελευθερία νάχουν σπίτια και κτήματα και μέσα στην Φαμαγκούστα, πολιτεία μόνο για τους Μουσουλμάνους. Τα προνόμια αυτά παραχωρήθηκαν υπό έναν όρο: κανένα πρόσωπο του λατινικού θρησκεύματος δεν θα γινότανε δεκτό στις ελληνικές εκκλησίες.

Τις πρώτες αυτές παραχωρήσεις προς την ελληνική Εκκλησία ακολούθησαν και άλλες κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Το 1754 με σύμφωνη γνώμη του Σουλτάνου ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου και οι τρεις επίσκοποι του νησιού αναγνωρίστηκαν επίσημα σαν οι αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού στην Κύπρο, με δικαίωμα να απευθύνονται κατευθείαν στην Υψηλή Πύλη, χωρίς τη μεσολάβηση του γενικού διοικητή του νησιού.


       Έτσι ο αρχιεπίσκοπος γίνεται η δεύτερη διοικητική δύναμη του νησιού. Αναγνωρισμένος από τον Σουλτάνο σαν ο αρχηγός και αντιπρόσωπος της ελληνικής εθνικότητας υπήρξε ο εθνάρχης της Κύπρου. Τίτλος που κράτησε όχι μόνο κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας αλλά και κατά τη διάρκεια της βρετανικής διοίκησης.


       Γενικά η θέση της ελληνικής Εκκλησίας υπήρξε αρκετά στερεή, μέχρι την έναρξη της Επανάστασης του 1821, οπότε και οι Τούρκοι για να την προλάβουν στην Κύπρο, κατάσφαξαν όλη την ηγεσία της. 


       Πλάι στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα οι κύπριοι ιεράρχες έδειξαν πάντοτε ζωηρό ενδιαφέρον για τη μόρφωση της νεολαίας και τη διάδοση της  ελληνικής παιδείας. Ίδρυσαν δημοτικά σχολεία στις πόλεις και τα χωριά του νησιού με έξοδα της Εκκλησίας. Μια ανώτερη σχολή ιδρύθηκε στη Λευκωσία από τον αρχιεπίσκοπο Φιλόθεο κατά τα μέσα του 18ου αιώνα.


       Αυτές οι δραστηριότητες τους συνέβαλαν στη διατήρηση του ελληνικού φρονήματος – άρα και της αντίστασης του ελληνισμού ενάντια στους κατακτητές τους – και, φυσικά στη διατήρηση και ενίσχυση του ρόλου και των συμφερόντων της ίδιας της Εκκλησίας και της ιεραρχίας της. Δεν είναι αυτή η έγνοια της άσχετη και με την ενασχόληση της, την εμπλοκή της σε προσπάθειες και αγώνες για την απελευθέρωση της Κύπρου από τους εκάστοτε κυρίαρχους της. Μέχρι τον  εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα του 1955 (ΕΟΚΑ).


Πρώτες απόπειρες απελευθέρωσης


Παρά την «απελευθέρωση» της Εκκλησίας από την πίεση των καθολικών, παρά την κατάργηση από τους Τούρκους της δουλοπαροικίας – οι γεωργοί καλλιεργούν τα δικά τους κτήματα – εν τούτοις ή άγρια τουρκική κατάκτηση  ελάττωσε τον χριστιανικό πληθυσμό. Ανάγκασε πολλούς να γίνουν μουσουλμάνοι φανερά τουλάχιστον. Νωρίς οι Κύπριοι άρχισαν να αντιδρούν κατά των Τούρκων.


       Το 1578 οι κάτοικοι πήραν τα όπλα ενάντια στις αρχές του νησιού, πιστεύοντας στις διαβεβαιώσεις των ενετών πρακτόρων που τους είχαν υποσχεθεί βοήθεια. Αλλά απατήθηκαν. Ούτε η Ενετία ούτε ο πάπας ούτε η Ισπανία ήρθαν σε βοήθεια τους. Ο ξεσηκωμός κράτησε μερικές εβδομάδες. Την κατάπνιξη του ακολούθησαν γνωστές σκηνές.


       Μια δεύτερη απόπειρα που επιχειρήθηκε από τον κύπριο Βίκτωρα Ζεβέτο στις αρχές του 17ου αιώνα δεν είχε καλύτερη τύχη. Κατά το 1600 ο δούκας της Σαβοΐας Κάρολος-Εμμανουήλ Φιλιμπέρ, μνηστήρας του θρόνου της Κύπρου, εξαιτίας της συγγένειας του με την βασίλισσα Καρλόττα Λουζινιάν, σχεδίασε σοβαρά την κατάκτηση της Κύπρου και την αποκατάσταση του παλιού καθεστώτος. Για το σκοπό αυτό ήρθε σε επαφή με τον αρχιεπίσκοπο και τους ιεράρχες του νησιού, στους οποίους έστειλε έναν προσωπικό του αντιπρόσωπο.


       Ο δραστήριος – αν και όχι σοφός – Χριστόδουλος (1609-1638), αρχιεπίσκοπος «πάσης Κύπρου και Νέας  Ιουστινιανής», γράφει το 1609 στον δούκα της Σαβοΐας να στείλει όπλα στους κατοίκους που είναι 35.000 έτοιμοι να πολεμήσουν κατά των Τούρκων για «γημπορέσουμε να γιδούμε ρήγα της Κύπρου». Και άλλοτε έγραψε ο Χριστόδουλος, όπως και άλλοι Κύπριοι προς τον δούκα. Οι συνεννοήσεις συνέχισαν και μετά τον Χριστόδουλο και είχαν πάρει και μια ορισμένη μορφή. Έχουν διασωθεί έγγραφα με τα αιτήματα των Κυπρίων,  τις απαιτήσεις και δεσμεύσεις του δούκα.


       Φαίνεται από αυτά που ζήτησαν οι Κύπριοι και δεσμεύθηκε ο δούκας, ότι οι φιλοπάτριδες Έλληνες της μεγαλονήσου, θυμόντουσαν το στυγνό πνεύμα εκμετάλλευσης που είχαν δείξει οι Γενουάτες και θέλησαν να τους αποκλείσουν τελείως. Να εμποδίσουν νέα εκμετάλλευση της Κύπρου. Απέκλεισαν τους Ισπανούς και τους οπαδούς νέων θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να αποφύγουν φανατισμούς που είχαν βλάψει στο παρελθόν την Κύπρο. Απέκλεισαν επίσης την Ιερή Εξέταση στην Κύπρο.  Έδειξαν προθυμία να  ασκηθούν στρατιωτικά και να ιδρυθεί στη Λευκωσία «σεμινάριο» - Πανεπιστήμιο – για τη δημόσια εκπαίδευση των ευγενών και του λαού.  


       Η εσωτερική κατάσταση της Σαβοΐας δεν επέτρεψε στο δούκα να πραγματοποιήσει το σχέδιο του. Ωστόσο ο Ζεβέτος, ελπίζοντας πάντα στη βοήθεια που του υποσχέθηκαν πήρε τα όπλα ενάντια στους Τούρκους, αλλά έμεινε μόνος με μερικούς πιστούς και αναγκάστηκε ύστερα από μερικούς μήνες, για ν’  αποφύγει τη σύλληψη, να εγκαταλείψει το νησί και να καταφύγει στη Σαβοΐα.

      

       Είναι γνωστό ότι ο Σουλτάνος, παραχωρούσε συχνά, τη διοίκηση μιας επαρχίας σε κάποιον τούρκο αξιωματούχο του κράτους, ο οποίος αναλάμβανε την υποχρέωση να πληρώνει ένα ποσό, φόρο, στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Ο ανώτατος ιδιοκτήτης των γαιών της Αυτοκρατορίας, ήταν ο Σουλτάνος. Δεν υπήρχε κληρονομικό δικαίωμα των αξιωματούχων για τις γαίες ή επαρχίες που τους παραχωρούσε ο Σουλτάνος. Όποτε αυτός ήθελε παραχωρούσε τη διοίκηση-εκμετάλλευση τους σε άλλον αξιωματούχο. Αυτή η προσωρινότητα, η ανασφάλεια που αισθάνονταν τους έκανε άπληστους και αδίστακτους απέναντι στους υποτελείς τους. Προσπαθούσαν πολύ γρήγορα να αποκτήσουν πλούτο, να ξεχρεώσουν απέναντι στον Σουλτάνο. Αυτό οδηγούσε στην επιβολή βαρειών φόρων πάνω στους αγρότες και υπόλοιπους παραγωγούς, εμπόρους, τεχνίτες κλπ. Κυρίως δε πάνω στους «ραγιάδες». 

 Το 1670, ύστερα από έναν αιώνα άμεσης διοίκησης η Κύπρος τέθηκε υπό την επίβλεψη του μεγάλου ναυάρχου του αυτοκρατορικού ναυτικού, του Καπετάν Πασά. Με το καινούργιο σύστημα οι κάτοικοι του νησιού έπρεπε να πληρώνουν εκτός από τους κανονικούς φόρους – που έχουμε αναφέρει παραπάνω – έναν ειδικό ετήσιο φόρο για τον Καπετάν Πασά. Αυτή η επιβάρυνση δυσαρέστησε όχι μόνο του Έλληνες κατοίκους αλλά και τους Τούρκους, που αρνήθηκαν να την πληρώσουν. Η άρνηση αυτή κατέληξε σε ανταρσία, υπό την αρχηγία ενός από τους Τούρκους προκρίτους της Λευκωσίας, που βοηθούμενος και από τους άλλους, αντιστάθηκε επί επτά χρόνια, μέχρι την άφιξη ενισχύσεων από την Κωνσταντινούπολη. Στο τέλος, από έλλειψη τροφίμων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αντίσταση κι αφού πιάστηκαν από τους στρατιώτες του Πασά, κρεμάστηκαν όλοι στις δημόσιες πλατείες της Λευκωσίας. Το φορολογικό σύστημα δεν άλλαξε.


       Η έμμεση διοίκηση – η «ενοικιαζόμενη» - αποδείχτηκε γεμάτη μειονεκτήματα. Προκάλεσε απίστευτη αθλιότητα η αρπακτικότητα των δημόσιων λειτουργών. Ο Σουλτάνος αποφάσισε το 1702 να δώσει τη διοίκηση του νησιού στο μεγάλο βεζίρη της Αυτοκρατορίας. Αλλά αυτή η αλλαγή δεν βελτίωσε την κατάσταση. Η εξαθλίωση του νησιού ανάγκασε ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους του να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Ο πληθυσμός εξακολούθησε να ελαττώνεται μέχρι τη στιγμή που ο Σουλτάνος, το 1745, ύστερα από διαβήματα απελπισίας των επισκόπων και των τούρκων προκρίτων, πήρε την απόφαση να ανεβάσει το νησί στη σειρά των αυτοκρατορικών επαρχιών πρώτης τάξης, δηλαδή σε πασαλίκι. Διόρισε σαν διοικητή τον σταυλάρχη της Αυλής, που τον διαδέχτηκε το 1746 ο Αμπού Μπεκίρ Πασάς. Αυτός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του νησιού. Για πρώτη φορά που η Κύπρος γνώρισε, μετά την τουρκική κατάκτηση, τα ευεργετήματα μιας καλής διοίκησης. Ο Αμπού Μπεκίρ με δικά του έξοδα εκτέλεσε κοινωφελή έργα. Το πιο σπουδαίο η ύδρευση της Λάρνακας. Αλλά δεν κράτησε για πολύ αυτή η βελτίωση. Το 1748, ύστερα από ραδιουργίες της Αυλής, ο Αμπού Μπεκίρ απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του. Η διοίκηση του νησιού πέρασε ξανά στα χέρια του μεγάλου βεζίρη και το νησί έπεσε πάλι στη μιζέρια. Οι θερμές παρακλήσεις των επισκόπων δεν εισακούσθηκαν. Ακόμα και οι Τούρκοι του νησιού έπεσαν σε απελπισία. Άπειρες φορές από κοινού Τούρκοι και Έλληνες διαμαρτυρήθηκαν και παραπονέθηκαν στην Υψηλή Πύλη για την αρπακτικότητα των διοικητών και την εγκατάλειψη του νησιού. Οι προσπάθειες τους δεν καλυτέρεψαν την κατάσταση. Πρόσωπα αναρμόδια, πασάδες με τεράστια χρέη και με όπλο τη διαφθορά, κατάφερναν να διοριστούν διοικητές κι όταν το κατάφερναν προσπαθούσαν να επωφεληθούν από την εξουσία τους και να πλουτίσουν σε βάρος των κατοίκων του νησιού.


       Η ενδημική αυτή κρίση επιδεινώθηκε περισσότερο το 1764 με το διορισμό του Χηλ Οσμάν σαν διοικητή. Μόλις έφτασε στη Λευκωσία αποκάλυψε στον αρχιεπίσκοπο ότι επρόκειτο να επιβάλει παραπάνω φόρους για να πληρώσει τους πιστωτές του στην Κωνσταντινούπολη. Διορισμένος διοικητής χάρη σε αυτούς είχε υποσχεθεί να πληρώσει τα χρέη του από τα κέρδη της καινούργιας του θέσης. Ο αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεση του. Ο Χαλήλ Οσμάν τον απείλησε ότι θα βάλει υπό μεσεγγύηση τα αγαθά των μοναστηριών. Για να εμποδίσει αυτή την ολοκληρωτική καταστροφή ο αρχιεπίσκοπος έστειλε μυστικά μια αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη για να επικαλεστεί την επέμβαση της Υψηλής Πύλης. Ο μέγας βεζίρης έκανε δεκτό το αίτημα και διέταξε τον διοικητή – επί ποινή ανάκλησης του – να μην απαιτήσει ποσό μεγαλύτερο από αυτό που είχε οριστεί με το αυτοκρατορικό διάταγμα. Ο διοικητής συγκάλεσε τους επισκόπους και τους τούρκους προκρίτους να τους διαβάσει το φιρμάνι, αλλά το πάτωμα της αίθουσας της συγκέντρωσης   – είτε προσχεδιασμένα είτε τυχαία -  υποχώρησε. Όλοι οι προσκεκλημένοι έπεσαν στα υπόγεια του παλατιού. Στις κραυγές τους ο λαός [Έλληνες και Τούρκοι] που ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά στο παλάτι, νομίζοντας ότι ήταν συνωμοσία για να δολοφονήσουν τους αντιπροσώπους τους, ορμάει μέσα στο παλάτι για να σώσει ιεράρχες και προκρίτους. Σκοτώνει το διοικητή, ρίχνεται στη λεηλασία και τελικά βάζει φωτιά στο παλάτι. Μετά την αποκατάσταση της τάξης οι πρόκριτοι όρισαν ανάμεσα τους έναν προσωρινό διοικητή και τον έστειλαν στην Κων/πολη, να εξηγήσει στην Υψηλή Πύλη τα καθέκαστα και να εκφράσει τη λύπη του λαού για το έγκλημα που έγινε σε βάρος του αντιπροσώπου του Σουλτάνου.

       Ο μεγάλος βεζίρης διόρισε καινούργιο διοικητή και έστειλε στην Κύπρο τρεις αντιπροσώπους για επί τόπου ανακρίσεις, καθορισμό αποζημίωσης στην οικογένεια του δολοφονημένου και στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Τότε ενωμένοι Τούρκοι και Έλληνες εξήγησαν πως ο Χαλήλ Οσμαν δεν ήτανε τίποτα άλλο παρά ένας τύραννος που η καταπίεση του δεν γινότανε ανεκτή πια από κανέναν. Υποσχέθηκαν να ξαναχτίσουν το  καμένο παλάτι και να πληρώσουν την αποζημίωση που τους ζητούσαν. Καταμερίσθηκε η πληρωμή της αποζημίωσης ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους και οι αντιπρόσωποι αναχώρησαν για την πρωτεύουσα. Ύστερα από την αναχώρηση τους οι Τούρκοι αρνήθηκαν να πληρώσουν το μερίδιο τους ισχυριζόμενοι ότι δεν ήταν υπεύθυνοι για την ανταρσία. Επειδή ο διοικητής θέλησε να τους κάνει να πληρώσουν με το ζόρι, τριακόσιοι από αυτούς κατέλαβαν τους νερόμυλους στην Κυθραία, στερώντας έτσι τη Λευκωσία από αλεύρι και τρόφιμα. Λίγες ημέρες αργότερα ο Χαλήλ, διοικητής του φρουρίου της Κυρήνειας εκδήλωσε δημόσια την αντίθεση του για την πληρωμή της αποζημίωσης είτε από τους Τούρκους είτε από τους Έλληνες. Με απεσταλμένους του σε πόλεις και χωριά, κάλεσε το λαό να αρνηθεί την πληρωμή. Ο διοικητής της Κύπρου, έχοντας στη διάθεση του μικρό αριθμό στρατιωτών, δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τα καθήκοντα του – να εισπράξει δηλαδή φόρους και αποζημιώσεις. Έστειλε έτσι μυστικά τον αρχιεπίσκοπο στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει ενισχύσεις προκειμένου να επιβάλει την τάξη. Μετά την άφιξη τους ο Χαλήλ οχυρώθηκε στην Κυρήνεια όπου αντιστάθηκε μερικές εβδομάδες. Αλλά η πείνα τον ανάγκασε να παραδοθεί κι εκτελέστηκε μαζί με τους άνδρες του.
               

Φτάνουμε στο 1821. Γράψαμε στο πρώτο μέρος για την σφαγή του αρχιεπισκόπου, των επισκόπων και ιερέων καθώς και των προκρίτων, προκειμένου ο διοικητής της Κύπρου να προλάβει την εκδήλωση επαναστατικής δράσης στην Κύπρο, όπως είχε συμβεί ήδη στην υπόλοιπη Ελλάδα.



       Στη συνέχεια θα δούμε τι συνέβη στην Κύπρο μετά τη σφαγή του αρχιεπισκόπου και των άλλων, όπως επίσης και με το ζήτημα της καταγωγής των τουρκοκυπρίων που ήδη έχουμε θίξει.

      

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


*-  Λόγοι υγείας ανέτρεψαν «εκ βάθρων» τον προγραμματισμό δημοσίευσης της σειράς των άρθρων για το Κυπριακό. Έτσι μας πρόλαβαν οι τελευταίες εξελίξεις. Συγκεκριμένα  η δημοσιοποίηση της πρότασης του ΑΚΕΛ για την έξοδο την κρίση: «Πολιτική πρόταση για έξοδο από το Μνημόνιο». Πρόταση που έγινε δεκτή σε Κύπρο και Ελλάδα προκαλώντας διαφορετικές αντιδράσεις. Με την «πρόταση» και τις αντιδράσεις  θα ασχοληθούμε σε ιδιαίτερο άρθρο μας, εκτός αυτής της «σειράς».

28 – Αυτό αμφισβητείται από πολλούς μελετητές, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Αποδίδεται κυρίως στην τουρκική ιστοριογραφία, στην προσπάθεια της να εξηγήσει την ύπαρξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κώστα Κύρρη η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων που για διάφορους λόγους μεταφέρθηκαν στην Κύπρο, μέσα σε λίγα χρόνια επέστρεψαν στις πατρογονικές εστίες τους. Βλ. και παραπομπή 13, στο πρώτο μέρος.

29 – Θα παραθέσουμε εδώ ένα απόσπασμα από το «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα», των Μαρξ-Ένγκελς [εδκ. ΓΝΩΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1985, εισαγωγή, μετάφραση και υπομνηματισμός του Παναγιώτη Κονδύλη]. Πρόκειται για το κείμενο αρ. 8, σελ. 96. Είναι πολύ σημαντικό γιατί απαντά σε πολλά προβλήματα που αντιμετώπισε στη συνέχεια στη θεωρία και πράξη η αριστερά.

«Δύσκολα μπορούμε να θεωρήσουμε τους Τούρκους ως την κυρίαρχη τάξη της Τουρκίας, μια και οι σχέσεις των διαφόρων κοινωνικών τάξεων εκεί είναι εξίσου μπερδεμένες  όσο κι εκείνες ανάμεσα στις ποικίλες φυλές. Ανάλογα με τον τύπο και τις περιστάσεις, ο Τούρκος είναι εργάτης, καλλιεργητής, μικρομισθωτής γης, έμπορος, φεουδάρχης γαιοκτήμονας στο χαμηλότερο και βαρβαρικότερο στάδιο της φεουδαρχίας, υπάλληλος ή στρατιώτης∙ σε όλες όμως αυτές τις διαφορετικές κοινωνικές θέσεις, ανήκει στο προνομιούχο θρήσκευμα και έθνος – μόνος αυτός έχει δικαίωμα να οπλοφορεί, ενώ και ο πιο σπουδαίος Χριστιανός πρέπει να παραμερίζει όταν περνά μπροστά του ακόμα και ο τελευταίος Μουσουλμάνος» [μαύρα πλάγια δικά μου]. 


Εδώ ο Ένγκελς εισάγει μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση: πέρα από τις κοινωνικές, ταξικές διακρίσεις, αυτή του προνομιούχου θρησκεύματος και έθνους. Όταν μάλιστα το προνομιούχο θρήσκευμα ανήκει και στο προνομιούχο έθνος ή αντίστροφα το προνομιούχο έθνος στηρίζει ιδεολογικά τη θέση του και σε ένα θρήσκευμα, τότε τα πράγματα παίρνουν μια ιδιαίτερη διάσταση. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού – της κάθετης ιεραρχικής συγκρότησης των εθνών-κρατών και κοινωνικών σχηματισμών – αυτό το στοιχείο αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Οι υποτελείς τάξεις που ανήκουν σε ένα προνομιούχο, κυρίαρχο ιμπεριαλιστικό έθνος-κράτος, επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα πραγματικά ή ψεύτικα προνόμια που τους εξασφαλίζει η αστική τάξη του κυρίαρχου έθνους τους. Και η ταξική πάλη τόσο μέσα στο κυρίαρχο έθνος-κράτος όσο και διεθνώς τροποποιείται σημαντικά. Αυτό το κατάλαβε ο Λένιν και γι αυτό μελέτησε τον Ιμπεριαλισμό και σε αυτόν απέδωσε την εξάπλωση του οπορτουνισμού στις γραμμές της εργατικής τάξης. Είναι αυτό που δεν θέλουν (;) ή δεν μπορούν (;) να καταλάβουν ακόμα και σήμερα οι «οπαδοί» ενός φορμαλιστικού μαρξισμού.[ Βλ. σχετικά και το άρθρο του Δημήτρη Μπελαντή «Όψεις του δογματικού και φορμαλιστικού μαρξισμού» (rproject, 25/4/2013)]. Αργά το κατάλαβε και ο ίδιος, μια και για χρόνια είχε συμβάλλει στη διάδοση αυτού του μαρξισμού, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Θέσεις». Για αυτά τα ζητήματα, όμως, θα αφιερώσουμε ειδική αρθρογραφία.  

  

Επανερχόμενοι στο θέμα μας: πρέπει να πάρουμε υπόψη μας αυτή την παρατήρηση του Ένγκελς, προκειμένου να καταλάβουμε τις σχέσεις των Τούρκων κυρίαρχων – όλων των τάξεων τους – με τους Έλληνες κυριαρχούμενους / υποτελείς τους. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσω ότι το άρθρο αυτό που δημοσιεύτηκε στη NewYorkDailyTribune στις 7 Απριλίου 1853, είχε το γενικό τίτλο «Βρετανική Πολιτική. Disraeli. Οι πρόσφυγες. Ο Mazzini στο Λονδίνο. Η Τουρκία», και υπογραφόταν στο σύνολο του από τον Μαρξ. Το τμήμα του άρθρου για την Τουρκία – από όπου το απόσπασμα – γράφτηκε από τον Ένγκελς. Ο Μαρξ σε επιστολή του προς τον Ένγκελς (22.3.1853) του γράφει «το άρθρο σου για την Τουρκία περίφημο. Στάλθηκε». [βλ. κείμενο αρ. 7, σελ. 91 «Ανατολικό Ζήτημα», οπ. αν.]. Είναι η εποχή που ο Μαρξ γράφει για την αμερικανική εφημερίδα και όταν δεν προλαβαίνει ή όταν οι γνώσεις του δεν είναι ακόμα επαρκείς, ο Ένγκελς γράφει γι’ αυτόν. Τα σημειώνω όλα αυτά γιατί υπάρχουν μερικοί «μαρξιστές» που διαρκώς αμφισβητούν και υποτιμούν τον Ένγκελς, ψάχνοντας να βρουν ή και να επινοήσουν διαφοροποιήσεις του από τον Μαρξ, προκειμένου να στηρίξουν διάφορες θέσεις τους.  Στο συγκεκριμένο, για το άρθρο του Ένγκελς ήταν  ενήμερος ο Μαρξ και μάλιστα το χαρακτήρισε «περίφημο».  

30 – Αναφέρεται στο Κ. Άμαντου «Σύντομος ιστορία της Κύπρου», σελ. 101.

31- Θα επανέλθουμε στη συνέχεια στο ζήτημα αυτό.

32 – Η κατάληψη δημόσιων αξιωμάτων, στη βάση δανεισμού, με υπόσχεση αποπληρωμής από την αξιοποίηση της εξουσιαστικής θέσης είναι βλέπουμε μια πολύ παλιά πρακτική. Τα δάνεια μπορεί να προκύπτουν από την ανάγκη εξαγοράς των ψηφοφόρων προκειμένου να επιτύχουν την εκλογή τους οι υποψήφιοι, στον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό. Κάποια στιγμή βέβαια, οι δανειστές, ζητάνε πίσω τα λεφτά τους. Έχουν βέβαια και αυτοί συμβάλλει σε όλο αυτό το «παιγνίδι», στη γενική «διαφθορά» των μαζών [«μαζί τα φάγαμε»] προκειμένου να εκλεγούν οι δικοί τους άνθρωποι που και καλές δουλειές θα τους δώσουν [δημόσια έργα, πλούτο της χώρας κλπ] και φυσικά και τα δανεικά θα τους επιστρέψουν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΑΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ. ΜΗΝ ΜΕΝΕΙΣ ΘΕΑΤΗΣ, ΓΙΝΕ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ. 

Οι άνθρωποι βασικά χωρίζονται σε δύο κύριες κατηγορίες (οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Στα γουρούνια σε εμφανείς και αφανείς θέσεις ισχύος, και στους αποβλακωμένους σε παθολογικό βαθμό. Οι πρώτοι διαρκώς ψεύδονται και εξαπατούν ασυστόλως τους δεύτερους, σε  σημείο που είναι για γέλια και για κλάματα. Οι παθολογικά αποβλακωμένοι απλώς... "κοιτάνε την δουλειά τους". Αυτές οι δύο κατηγορίες καθορίζουν πλήρως τις εξελίξεις, ενεργητικά και παθητικά αντιστοίχως.


Η εναλλακτική ενημέρωση είναι σταγόνα στον ωκεανό της συστημικής ενημέρωσης, ενώ η πρώτη λογοκρίνεται και αποκλείεται και από τις μηχανές αναζήτησης-google, κοινωνικά δίκτυα κλπ, και είναι σαν να μην υπάρχει, πράγμα του γίνεται σταθερά πολύ χειρότερο.  Η ωμή αλήθεια είναι ότι όταν δεν προωθείς σε άλλους την εναλλακτική ενημέρωση που γνωρίζεις, πράξη που έχει μεγάλη προστιθέμενη αξία διότι δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι να προωθηθεί, τότε χωρίς να το καταλαβαίνεις, μέσω αυτής της παράλειψης γίνεσαι συνυπεύθυνος και συνένοχος της εγκληματικής συμμορίας και του ελληνικού παραρτήματος της με τις μαριονέτες που χάριν συνεννόησης τους λέμε πολιτικούς, που χωρίς εντολή δεν επιτρέπεται ούτε να φτερνιστούν.

Ο μέσος άνθρωπος κοιμάται όρθιος (λόγω άγνοιας και παραπληροφόρησης). Η τηλεόραση και το επιφανειακό σερφάρισμα στο συστημικό διαδίκτυο τον κοιμίζουν ακόμα βαθύτερα. Μόνο εσύ και άλλοι σαν εσένα, στον βαθμό που είστε αφυπνισμένοι, μπορείτε να ξυπνήσετε άλλους. Μην το ξεχνάς αυτό. Συνέχεια »