συναλλαγής με την ένωση των δύο μερών. Ο Ερρίκος υιοθέτησε αυτή τη μέθοδο για την τήρηση των φορολογικών αρχείων στην Αγγλία.
Με τον καιρό, ο ρόλος των συμπληρωματικών ράβδων αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε. Τον καιρό του Ερρίκου του Β΄ οι φόροι πληρώνονταν δύο φορές το χρόνο. Η πρώτη πληρωμή γινόταν το Πάσχα.
Ως απόδειξη της πληρωμής, δινόταν στον φορολογούμενο μια συμπληρωματική ράβδος με εγκοπή, γεγονός που αποδείκνυε την καταβολή της τμηματικής πληρωμής. Η διαδικασία ολοκληρωνόταν με το υπόλοιπο της ράβδου, η οποία κρατείτο σαν αρχείο.
Τα δύο μέρη της ράβδου παρουσιάζονταν τηνημέρα της εορτής “των Ταξιαρχών”, όταν το υπόλοιπο των φόρων εθεωρείτο ληξιπρόθεσμο.
Χρειάζεται μόνο λίγη φαντασία για να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα: τη κατασκευή ράβδων από την κυβέρνηση ως προκαταβολή φόρων προς πληρωμή με σκοπό τη συγκέντρωση χρηματικών πόρων για επείγουσες ανάγκες ή οικονομικές δυσκολίες. Οι αποδέκτες των ράβδων τις αποδέχονταν έναντι αγαθών που θα πωλούνταν με κέρδος ή για νομίσματα με έκπτωση. Ή μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν αργότερα, το Πάσχα ή των Ταξιαρχών, για πληρωμή των φόρων. Μ’ αυτό τον τρόπο,οι ράβδοι απέκτησαν παρόμοιες λειτουργίες μ’ αυτές του νομίσματος: Χρησιμοποιούνταν αντί χρημάτων για την πληρωμή των φόρων.
Μετά το 1694, η κυβέρνηση εξέδιδε “χάρτινα συμπληρώματα” ως γραπτή επιβεβαίωση του χρέους της, του κυβερνητικού δανεισμού, με την προοπτική της συγκέντρωσης μελλοντικών φόρων. Το χαρτίήταν εύκολα μεταβιβάσιμο κάτι που έκανε τα “χάρτινα συμπληρώματα” ακριβές ισοδύναμο του χάρτινου τραπεζογραμματίου-νομίσματος που εξέδωσε για πρώτη φορά η Τράπεζα της Αγγλίας το 1694 (Bank of England, BoE). Γύρω στο 1697, τα “συμπληρώματα” και τα τραπεζογραμμάτια
κυκλοφορούσαν ελεύθερα ως ανταλλάξιμες και εναλλακτικές μορφές χρήματος. Οι ξύλινοι συμπληρωματικοί ράβδοι συνέχισαν να βρίσκονται σε χρήση μέχρι το 1826. Κατά πάσα πιθανότητα είχαν βρεθεί τρόποι χρησιμοποίησης τους με έκπτωση όπως τα “χάρτινα συμπληρώματα”.
Μια συγκεκριμένη συμπληρωματική ράβδος είχε ανεκτίμητη αξία. Αντιπροσώπευε το ποσό των 25.000 λιρών. Ένας από τους ιδρυτικούς μετόχους της ΒοΕ αγόρασε τις μετοχές του με μια τέτοια ράβδο. Δηλαδή αγόρασε το μερίδιο του σε μια από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες επιχειρήσεις τουκόσμου με ένα κομμάτι ξύλο.
Το ειρωνικό σημείο της ιστορίας είναι ότι η ΒοΕ μετά την ίδρυσή της το 1694 πολέμησε το σύστημα των συμπληρωματικών ράβδων επειδή αντιπροσώπευαν χρήματα που κυκλοφορούσαν πέρα από τον έλεγχο των αργυραμοιβών.
Γιατί όμως οι άνθρωποι αποδέχονταν κομμάτια ξύλου έναντι χρημάτων; Να μια έξυπνη ερώτηση. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας οι άνθρωποι εμπορεύτηκαν ο,τιδήποτε και θεωρούσαν ότι είχε αξία και το χρησιμοποιούσαν αντί χρημάτων. Βλέπετε το μυστικό είναι ότι νόμισμα-χρήμα είναι αυτό που οι άνθρωποι συμφωνούν να χρησιμοποιούν ως τέτοιο. Τι είναι λοιπόν τα σημερινά χαρτονομίσματα; Στην πραγματικότητα απλό χαρτί!
Αυτό ήταν το τέχνασμα. Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Ζ’ διέταξε οι συμπληρωματικοί ράβδοι να χρησιμοποιούνται ως απόδειξη της πληρωμής των φόρων που συγκέντρωνε η κυβέρνηση. Αυτή η πράξη δημιούργησε ζήτηση γύρω από τις ράβδους και τελικά τις έθεσε στην κυκλοφορία και τις έκανε αποδεκτές αντί χρημάτων. Το σύστημα δούλεψε πολύ καλά και ιστορικά καμία άλλη μορφή χρήματος δεν κυκλοφόρησε για τόσο διάστημα κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Στις αρχές του 16ου αιώνα ο βασιλιάς Ερρίκος ο Η’ χαλάρωσε τους νόμους που αφορούσαν στην τοκογλυφία και οι σαράφηδες δεν έχασαν χρόνο για να επαναβεβαιώσουν και να ισχυροποιήσουν την θέση τους. Κατασκεύασαν δικά τους χρυσά και αργυρά νομίσματα που κυκλοφόρησαν άφθονα για δεκαετίες. Αλλά όταν η βασίλισσα Μαίρη ανέβηκε στο θρόνο και έκανε πάλι αυστηρούς τους νόμους για την τοκογλυφία οι σαράφηδες καταχώνιασαν και αποθησαύρισαν τα χρυσά και αργυρά νομίσματά τους οδηγώντας την οικονομία σε κάθετη πτώση.
Όταν η βασίλισσα Ελισάβετ ανέβηκε στο θρόνο το 1558 ήταν αποφασισμένη να επανακτήσει τον έλεγχο πάνω στο Αγγλικό νόμισμα. Η λύση που έδωσε ήταν η έκδοση χρυσών και αργυρών νομισμάτων από τον Δημόσιο Θησαυρό και με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να αφαιρέσει τον έλεγχο του χρηματικού αποθέματος από τους αργυραμοιβούς.
Αν και ο έλεγχος του χρήματος δεν ήταν η μοναδική αιτία της Αγγλικής Επανάστασης του 1642 (οι θρησκευτικές διενέξεις επίσης πυροδότησαν τη σύγκρουση) η νομισματική πολιτική έπαιξε τον κύριο ρόλο. Χρηματοδοτούμενος από τους σαράφηδες, ο Όλιβερ Κρόμγουελ (Oliver Cromwell), τελικά εκθρόνισε τον βασιλιά Κάρολο τον Α’ (Στιούαρτ), επιβλήθηκε στο Κοινοβούλιο κάνοντας τις “απαραίτητες” εκκαθαρίσεις, και θανάτωσε το βασιλιά. Τότε, οι Σαράφηδες κατόρθωσαν να
εδραιώσουν άμεσα την οικονομική τους δύναμη.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια οι σαράφηδες βύθισαν τη Μεγάλη Βρετανία σε μια σειρά δαπανηρών πολέμων. Εξαγόρασαν στο κέντρο του Λονδίνου μια έκταση πάνω από ένα τετραγωνικό μίλι γνωστή σαν το “Σίτυ – City”. Σήμερα αυτή η ημιαυτόνομη περιοχή είναι ακόμα ένα από τα δύο δεσπόζοντα οικονομικά κέντρα του κόσμου (μαζί με τη Wall Street στη Νέα Υόρκη). Δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία της Αστυνομίας του Λονδίνου και διατηρεί της δική της ιδιωτική αστυνομική δύναμη που αποτελείται από 2.000 άνδρες.
Οι συγκρούσεις με τη δυναστεία των Στιούαρτ οδήγησε τους Αργυραμοιβούς σε συνεργασία με τους ομότιμους τους της Ολλανδίας (οι οποίοι είχαν ήδη ιδρύσει κεντρική τράπεζα στο Άμστερνταμ το 1609) και τη χρηματοδότηση της εισβολής του Γουλιέλμου της Οράγγης που εκθρόνισε τους νομίμους κατόχους του θρόνου των Στιούαρτ το 1688. Η Αγγλία ανήκε πια στους μεγαλέμπορους: Αντί για τον αντιλαϊκό βασιλιά Τζέημς τον Β’ υπήρχε μια μυστική συνωμοτική ομάδα αποτελούμενη από Αργυραμοιβούς και κινούσε από το παρασκήνιο τα νήματα που έδεναν το σφετεριστή βασιλιά Γουλιέλμο τον Γ’.
Αυτή η συνάφεια υπάρχει μέχρι σήμερα ανάμεσα στους Σαράφηδες και την υψηλή Βρετανική αριστοκρατία. Ο μονάρχης δεν έχει καμία πραγματική δύναμη αλλά υπηρετεί σαν προστατευτική ασπίδα για τους Αργυραμοιβούς που εξουσιάζουν το Σίτι και έχουν σαν ηγεμόνα τους τον τραπεζικό οίκο των Ρότσιλντ (Rothchild).
Στο τεύχος της 20ης Ιουνίου του 1934 το περιοδικό New Britain μνημόνευσε μια αποστομωτική δήλωση του Βρετανού Πρωθυπουργού Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ (David Lloyd George): “η Βρετανία είναι σκλάβος ενός διεθνούς οικονομικού συνασπισμού”. Επίσης παρέθετε τα ακόλουθα λόγια του Λόρδου Μπράις (Bryce): “η Δημοκρατία δεν έχει πιο επίμονο και ύπουλο εχθρό από τους αργυραμοιβούς” επισημαίνοντας “στον Πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων δεν επιτρέπεται να κάνει ερωτήσεις που αφορούν στην Τράπεζα της Αγγλίας (ΒοΕ), στην διοίκηση και τους σκοπούς της”.
Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
Στο τέλος του 17ου αιώνα η Αγγλία βρισκόταν στα πρόθυρα οικονομικής καταστροφής. Πενήντα χρόνια συνεχών πολέμων με τη Γαλλία και την Ολλανδία την είχαν εξουθενώσει. Παράφρονες κυβερνήτες συνάντησαν τους Αργυραμοιβούς και ικέτευσαν για δάνεια που τους ήταν απαραίτητα για την επιδίωξη των πολιτικών τους σκοπών. Τους κόστισε ακριβά: πλήρωσαν με τη δημιουργία μιας κρατικής φαινομενικά, ιδιωτικής όμως στην ουσία, Τράπεζας, η οποία μπορούσε να εκδώσει χρήματα,χωρίς αποθεματικά, που θα χρησιμοποιούνταν σαν δάνειο λειτουργίας του κράτους.
Η Τράπεζα της Αγγλίας επρόκειτο να γίνει η πρώτη ιδιωτική εθνική κεντρική Τράπεζα, σε μια παντοδύναμη χώρα, στον σύγχρονο κόσμο. Ωστόσο αποταμιευτικές Τράπεζες προϋπήρξαν, στην Βενετία από το 1361, στο Άμστερνταμ από το 1609 και στη Σουηδία από το 1661, όπου την ίδια χρονιά εκδόθηκαν τα πρώτα χαρτονομίσματα στην Ευρώπη.
Αν και παραπλανητικά αποκαλούνταν Τράπεζα της Αγγλίας ώστε ο λαός να σκέφτεται ότι επρόκειτο για τμήμα της κυβέρνησης, δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Όπως κάθε άλλη ιδιωτική επιχείρηση η Τράπεζα της Αγγλίας πούλησε μετοχές για να συγκεντρώσει το αρχικό κεφάλαιό της. Οι επενδυτές, των οποίων τα ονόματα δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ, υποτίθεται ότι έπρεπε να καταβάλουν το ποσό του ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων λιρών, σε χρυσά νομίσματα, για να αγοράσουν το μερίδιο τους στην τράπεζα, αλλά συγκεντρώθηκαν μόνο 750.000 λίρες.
Παρόλα αυτά η καταστατική πράξη της Τράπεζας της Αγγλίας συντάχθηκε το 1694 και ξεκίνησε αμέσως εργασίες δανείζοντας αρκετές φορές πολλαπλάσιο των χρημάτων που υποτίθεται ότι είχε για αποθεματικό – πάντα με τόκο. Σε αντάλλαγμα η νέα τράπεζα θα δάνειζε στους Βρετανούς πολιτικούς όσα χρήματα χρειάζονταν. Το χρέος ήταν ασφαλισμένο με τους άμεσους φόρους που πλήρωνε ο Βρετανικός Λαός.
Με αυτό τον τρόπο οι κανόνες λειτουργίας της Τράπεζας της Αγγλίας αποσκοπούσαν μόνο στη νομιμοποίηση της παραχάραξης του εθνικού νομίσματος για προσωπικό όφελος. Δυστυχώς σήμερα σχεδόν κάθε κράτος έχει μια ιδιωτικά ελεγχόμενη κεντρική τράπεζα καθώς οι τοπικοί Αργυραμοιβοί χρησιμοποίησαν την Τράπεζα της Αγγλίας σαν υπόδειγμα.
Είναι τέτοια η δύναμη αυτών των κεντρικών τραπεζών που σύντομα θα αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο κάθε εθνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει την κυριαρχία της πλουτοκρατίας και οι τραπεζίτες θα είναι οι κυρίαρχοι της υπερπλούσιας άρχουσας τάξης. Μοιάζει κάπως με το να δίνεις τον έλεγχο του Στρατού στη Μαφία. Ο έσχατος κίνδυνος της τυραννίας γίνεται πραγματικότητα. Χρειαζόμαστε μια κεντρική νομισματική επιτροπή, όμως αυτή πρέπει να ανήκει και να ελέγχεται από την εκλεγμένη κυβέρνηση και όχι από τραπεζίτες για προσωπικό τους κέρδος.
Το 1770 ο Σερ Γουίλιαμ Πιτ (William Pitt) μιλώντας στη Βουλή των Λόρδων είπε:
Η απάτη της κεντρικής τράπεζας βρίσκεται σε έναν απόκρυφο νόμο που ευνοεί της ιδιωτικές τράπεζες περισσότερο από την ίδια την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση πουλάει ομόλογα για να χρηματοδοτήσει ενέργειες για τις οποίες δεν έχει την πολιτική φρόνηση ή θέληση να επιβάλλει φόρους.
Ο Ουίλλιαμ επέστρεψε στο Wilhelmshοhe λίγο πριν την μάχη του Βατερλό στα 1815. Κάλεσε τους Ρότσιλντ να παρουσιαστούν και απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του. Οι Ρότσιλντ επέστρεψαν τα χρήματα του Ουίλλιαμ με επιπλέον τόκο 8%, που θα του είχαν αποδώσει τα Βρετανικά ομόλογα αν πραγματικά είχε γίνει η επένδυση σ΄ αυτά. Έτσι οι Ρότσιλντ καρπώθηκαν τα κολοσσιαία κέρδη πουαπέκτησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου χρησιμοποιώντας τα χρήματα του Ουίλλιαμ, μια επαίσχυντη πρακτική σε κάθε εποχή.
Εφαρμόζοντας κυρίως τέτοιες πρακτικές ο Νάθαν Ρότσιλντ, ήταν δυνατό να περιαυτολογεί, αργότερα, ότι στα δέκα επτά χρόνια που βρισκόταν στην Αγγλία είχε αυξήσει το αρχικό κεφάλαιο των 20.000 λιρών, που του είχε δώσει ο πατέρας του, κατά δυόμισι χιλιάδες φορές φτάνοντάς το στο ύψος των 50.000.000 βρετανικών λιρών. Ένα πραγματικά τεράστιο ποσό χρημάτων που συγκρίνεται σήμερα με αγοραστική δύναμη που έχουν μόνο δισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια.
Συνεπεία της παρουσίας τους σε πέντε κράτη, σαν τραπεζίτες, οι Ρότσιλντ ήταν αληθινά αυτόνομοι και αποτελούσαν μια οντότητα ανεξάρτητη από τις χώρες στις οποίες λειτουργούσαν οι επιχειρήσεις τους. Αν η πολιτική κάποιας χώρας τους δυσαρεστούσε ή δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους αυτοί απλώς δεν την πιστοδοτούσαν πια ή χρηματοδοτούσαν εκείνες τις χώρες ή τις ομάδες που ήταν αντίθετες σ΄ αυτή την πολιτική. Μόνο αυτοί γνώριζαν που βρισκόταν ο χρυσός, που τους ανήκε, και τα άλλα αποθεματικά τους. Τοιουτοτρόπως ήταν εξασφαλισμένοι από κυβερνητική δήμευση και τιμωρία,
πίεση ή φορολογία, με αποτέλεσμα κάθε κρατική έρευνα και έλεγχος να είναι άνευ σημασίας. Μόνο αυτοί γνώριζαν την έκταση (ή την ανυπαρξία) των κλασματικών τους αποθεματικών, που βρίσκονταν διασπαρμένα σε πέντε χώρες. Ένα τρομακτικό πλεονέκτημα απέναντι στις καθαρά εθνικές τράπεζες που χρησιμοποιούσαν την τραπεζιτική των κλασματικών αποθεματικών.
Αυτός ακριβώς ο διεθνής τους χαρακτήρας ήταν που έδινε στις τράπεζες των Ρότσιλντ μοναδικές δυνατότητες και προβάδισμα έναντι των εθνικών τραπεζών και κυβερνήσεων και αυτό ακριβώς ήταν που οι κυβερνήτες και τα εθνικά κοινοβούλια θα έπρεπε να έχουν εμποδίσει, αλλά δεν το έκαναν. Αυτή είναι η υπέρτατη κατευθυντήρια οδηγία για τις διεθνείς και πολυεθνικές τράπεζες ακόμα και σήμερα και αποτελεί την κινητήρια δύναμη της παγκοσμιοποίησης, την πίεση για μια παγκόσμια κυβέρνηση.
Οι Ρότσιλντ χορηγούσαν τεράστια δάνεια για να εγκαθιδρύσουν μονοπώλια σε κάθε είδους βιομηχανίες. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν την ικανότητα του οφειλέτη να επιστρέψει το δάνειο μέσω του ελέγχου της αύξησης των τιμών και χωρίς να έχει τον φόβο του τιμολογιακού ανταγωνισμού.
Ταυτόχρονα αύξαναν την οικονομική και πολιτική τους δύναμη. Αυτοί χρηματοδότησαν τον Σέσιλ Ρόουντς (Cecil Rhodes), παρέχοντας του τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα μονοπώλιο που ελέγχει τα κοιτάσματα χρυσού της Νοτίου Αφρικής και τα διαμάντια των ΝτεΜπέερς (DeBeers). Στην Αμερική χρηματοδότησαν την εγκαθίδρυση του μονοπωλίου των σιδηροδρόμων.
# 14
Η Εθνική Τράπεζα του Κλήβελαντ (National City Bank of Cleveland), η οποία θεωρήθηκε κατά τη διάρκεια ακροαματικής διαδικασίας στο Κογκρέσο σαν μια από τις τρεις τράπεζες των Ρότσιλντ στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρείχε στον Τζον Ροκφέλλερ (John D. Rockefeller) τις πιστώσεις που χρειαζόταν για την ίδρυση του μονοπωλίου στη διύλιση πετρελαίου, που είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της Στάνταρτ ΄Οιλ (Standard Oil).
Ο Ιακώβ Σιφφ, που είχε γεννηθεί στο οίκημα της Πράσινης Ασπίδας των Ρότσιλντ στη Φρανκφούρτη και ήταν εκείνη την εποχή ο κύριος πράκτορας των Ρότσιλντ στις ΗΠΑ, συμβούλευσε τον Ροκφέλλερ να συνάψει την αχρεία συμφωνία εκπτώσεων, την οποία ο Ροκφέλλερ μυστικά απαιτούσε από τους σιδηροδρόμους όταν μετέφεραν το πετρέλαιο των ανταγωνιστών του. Αυτοί οι ίδιοι σιδηρόδρομοι που μονοπωλούνταν από τον έλεγχο των Ρότσιλντ μέσω πρακτόρων και συμμάχων όπως οι J. P. Morgan and Kuhn και Loeb & Company (στης οποίας το Διοικητικό συμβούλιο βρισκόταν ο Σιφφ) και οι οποίες, μαζί, ήλεγχαν το 95% του δικτύου των γραμμών των ΗΠΑ.
Το 1850 κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Ιακώβ Ρότσιλντ, διάδοχος του Γαλλικού Οίκου του οικογενειακού δένδρου των Ρότσιλντ, είχε περιουσία αξίας 600.000.000 γαλλικών φράγκων. Εκατόν πενήντα εκατομμύρια περισσότερα από όσα είχαν όλοι οι άλλοι τραπεζίτες της Γαλλίας μαζί. Ο Ιακώβ είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, κατόπιν εντολής του Μάγιερ ΄Αμσελ, με αρχικό κεφάλαιο $200.000. Την εποχή του θανάτου του το 1868, πενήντα έξι χρόνια αργότερα, το ετήσιο καθαρό εισόδημα του ανερχόταν σε $40.000.000. Καμμιά περιουσία στην Αμερική εκείνη την εποχή δεν έφθανε το ύψος του ετησίου εισοδήματος του Ιακώβ.
Αναφερόμενος στον Ιακώβ Ρότσιλντ ο ποιητής Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine) έγραψε:
Ο Ιακώβ κατασκεύασε τη φημισμένη του έπαυλη, που ονομαζόταν Ferrieres, τριάντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Παρισιού. Ο Γουλιέλμος Α΄ (Wilhelm I ) όταν την αντίκρισε αναφώνησε:
Κάποιος άλλος Γάλλος σχολίασε την οικογένεια με αυτό τον τρόπο:
Φυσικά το χαρτονόμισμα δεν αποτελούσε το ίδιο το κύριο πρόβλημα. Η δανειοδότηση με ελάχιστα αποθεματικά ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί πολλαπλασίαζε αρκετές φορές κάθε ποσοστό πληθωρισμού που προκαλούνταν από υπερβολική έκδοση χαρτονομίσματος. Έτσι οι αντιπρόσωποι έμειναν με τη σκέψη ότι η απαγόρευση του χαρτονομίσματος ήταν μια καλή ιδέα. Απαγορεύοντας κάθε είδους χαρτονόμισμα πιθανώς θα περιόριζαν και την τραπεζιτική των ελάχιστων αποθεματικών, που εφαρμοζόταν, καθώς η χρησιμοποίηση επιταγών ήταν αμελητέα και αν είχε τεθεί προς συζήτηση θα είχε απαγορευθεί κι αυτή. Τα τραπεζικά δάνεια που δημιουργούνται με λογιστικές καταχωρήσεις στα βιβλία δεν αναφέρθηκαν και έτσι δεν απαγορεύθηκαν. Θεωρήθηκε έτσι ότι είχε απαγορευθεί η έκδοση χαρτονομίσματος από την ομοσπονδιακή και τις πολιτειακές κυβερνήσεις ενώ δεν εννοείτο το ίδιο για τις τράπεζες. Υφίσταται η διαφωνία ότι αυτή η
εξουσία του ποιος έχει το δικαίωμα της έκδοσης με το να μη απαγορευθεί ρητά στην κυβέρνηση είχε κρατηθεί σαν μελλοντικό δικαίωμα των πολιτών και του λαού (περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων όπως οι τράπεζες).
Αντίθετη άποψη έλεγε ότι οι τραπεζικές εταιρίες ήταν όργανα και παράγοντες των πολιτειών, αφού αυτές αναγνώριζαν τη νομιμότητά τους, και έτσι δεν ενέπιπταν στην απαγόρευση της έκδοσης τραπεζογραμματίων, όπως συνέβαινε για τις ίδιες τις πολιτείες. Αυτή η διαφωνία αγνοήθηκε από τους τραπεζίτες που προχώρησαν στην έκδοση τραπεζογραμματίων έναντι ελάχιστων αποθεματικών και έχασε κάθε υπόσταση όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να ιδρύσει μια τράπεζα η οποία θα μπορεί να εκδίδει χρήματα. Τελικά μόνο
στις Πολιτείες απαγορεύθηκε η έκδοση χαρτονομίσματος και δεν επιβλήθηκε αυτή η απαγόρευση όχι μόνο στις τράπεζες αλλά ούτε καν στους δήμους και τις κοινότητες (όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης του 1929 σε τετρακόσιες πόλεις σε ολόκληρες τις ΗΠΑ).
Ένα άλλο λάθος που δεν γίνεται συχνά αντιληπτό έχει σχέση με τη εξουσία που δόθηκε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση “να κόβει νόμισμα” και “να καθορίζει την αξία του από εκεί και ύστερα”. Ο καθορισμός της αξίας του νομίσματος (δηλαδή η αγοραστική του δύναμη ή η αξία του σε σχέση με άλλα πράγματα) δεν σχετίζεται με την ποιότητα ή το περιεχόμενο του (π.χ. τόσα γραμμάρια χρυσός και τόσα χαλκός κλπ) αλλά με την ποσότητα, το απόθεμα του χρήματος. Είναι η ποσότητα αυτή που προσδιορίζει την αξία και ποτέ το Κογκρέσο δεν έχει νομοθετήσει για τον καθορισμό συγκεκριμένης
ποσότητας χρήματος στις ΗΠΑ.
Ο νομοθετικός καθορισμός μιας συγκεκριμένης ποσότητας χρήματος (συμπεριλαμβανομένων νομισμάτων, επιταγών και τραπεζικών αποθεματικών) σημαίνει στην πράξη τον προσδιορισμό της αξίας κάθε δολαρίου (αγοραστική δύναμη). Νομοθετική πράξη που ορίζει το ποσοστό της αύξησης του χρηματικού αποθέματος συνεπάγεται τον καθορισμό της μελλοντικής αξίας του. Το Κογκρέσο δεν έχει αποφασίσει για τίποτα από τα δύο αν και έχει ξεκάθαρα το συνταγματικό δικαίωμα να το κάνει. Έχει εγκαταλείψει αυτή την εξουσία στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα και τις 10.000 και πλέον τράπεζες που δημιουργούν το χρηματικό μας αποθεματικό.
ο στις τράπεζες αλλά ούτε καν στους δήμους και τις κοινότητες (όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης του 1929 σε τετρακόσιες πόλεις.
Το Μάρτιο του 1815 ο Ναπολέων εξόπλισε ένα στράτευμα το οποίο ο Δούκας του Ουέλινγκτον νίκησε τρεις μήνες αργότερα στο Βατερλό. Ο Ναπολέων δανείσθηκε πέντε εκατομμύρια λίρες από την τράπεζα ΄Οβαρντ (Ouvard banking house) του Παρισιού για μπορέσει να επανεξοπλισθεί. Δεν ήταν λοιπόν ασυνήθιστο, από τούδε και στο εξής, για μια ιδιωτική κεντρική τράπεζα να υποστηρίζει οικονομικά και τις δύο πλευρές στον πόλεμο.
Γιατί όμως μια κεντρική τράπεζα να χρηματοδοτεί και τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές σε ένα πόλεμο;
Επειδή ο πόλεμος είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός οικονομικών χρεών. Ένα κράτος θα δανεισθεί οποιοδήποτε ποσό για να νικήσει. Ο τελικός ηττημένος θα δανεισθεί αρκετά για να διατηρήσει την κούφια ελπίδα της νίκης και ο τελικός νικητής όσα χρειάζεται για να νικήσει. Άλλωστε τέτοια δάνεια συνήθως στηρίζονται σε φοβερούς όρους, στην εγγύηση του νικητή ότι ο ηττημένος θα αναλάβει την πληρωμή των χρεών του. Μόνο οι τραπεζίτες δεν πρόκειται να χάσουν.
Το πεδίο της μάχης του Βατερλό βρίσκεται τριακόσια είκοσι χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Παρισιού, στο σημερινό κράτος του Βελγίου. Εκεί ο Ναπολέων δέχθηκε την τελική του ήττα αφού χιλιάδες Γάλλοι και Άγγλοι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη μέρα του υγρού καλοκαιριού, τον Ιούνιο του 1815.
Τότε, στις 18 Ιουνίου, 74.000 Γάλλοι στρατιώτες συγκρούσθηκαν με 67.000 από τη Βρετανία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η έκβαση της μάχης ήταν αμφίβολη. Και αν ο Ναπολέων είχε επιτεθεί λίγες ώρες νωρίτερα πιθανώς θα είχε κατακτήσει τη νίκη.
Άνευ σημασίας όμως. Στο Λονδίνο ο Νάθαν Ρότσιλντ σχεδίαζε πως θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο της Βρετανικής χρηματιστηριακής αγοράς. Ο Ρότσιλντ τοποθέτησε ένα έμπιστο πράκτορα, που ονομαζόταν Ρόθγουορθ (Rothworth), στη βόρεια πλευρά του πεδίου της μάχης, κοντά στη θάλασσα της Μάγχης. Αφού οριστικοποιήθηκε το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ο Ρόθγουρθ αναχώρησε για την Αγγλία. Μετέφερε τα νέα στον Νάθαν Ρότσιλντ 24 ώρες πριν από τον αγγελιοφόρο του Ουέλινγκτον.
Ο Ρότσιλντ κατευθύνθηκε βιαστικά στο χρηματιστήριο και πήρε τη συνηθισμένη θέση του μπροστά από την αρχαία κολώνα. Όλα τα μάτια βρίσκονταν επάνω του. Όλοι γνώριζαν το θρυλικό δίκτυο επικοινωνιών των Ρότσιλντ. Αν ο Ουέλινγκτον είχε ηττηθεί και ο Ναπολέων ήταν ξανά ο απόλυτος κυρίαρχος της Ευρώπης η οικονομική κατάσταση της Βρετανίας θα είχε “μαύρα χάλια”. Ο Ρότσιλντ φαινόταν μελαγχολικός. Στεκόταν ακίνητος και κατσούφης. Τότε αναπάντεχα άρχισε να πουλάει.
Κάποιοι νευρικοί επενδυτές είδαν ότι ο Ρότσιλντ πουλούσε και πίστεψαν ότι αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: Ο Ναπολέων έπρεπε να ήταν ο νικητής και ο Ουέλινγκτον να είχε ηττηθεί.
Η χρηματαγορά κατρακύλησε. Σύντομα όλοι πουλούσαν τα ομόλογα της Βρετανικής κυβέρνησης και όποιες άλλες μετοχές είχαν. Φυσικά οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα. Και τότε ο Ρότσιλντ και οι οικονομικοί του σύμμαχοι άρχισαν να αγοράζουν μυστικά μέσω αντιπροσώπων.
Παραμύθια και τούμπανα θα μου πείτε; Εκατό χρόνια αργότερα οι Τάιμς της Νέας Υόρκης δημοσίευσαν μια ιστορία που αναφερόταν στον εγγονό του Νάθαν Ρότσιλντ ο οποίος είχε προσπαθήσει να εξασφαλίσει μιας δικαστική απόφαση απαγόρευσης ενός βιβλίου γι’ αυτή την ιστορία.
Η οικογένεια Ρότσιλντ αμφισβητούσε την πραγματικότητα της ιστορίας και θεωρούσε το βιβλίο λιβελογράφημα. Αλλά το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των Ρότσιλντ και τους καταδίκασε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο της ιστορίας είναι μερικοί συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι μια μέρα μετά τη μάχη του Βατερλό και μέσα σε λίγες ώρες ο Νάθαν Ρότσιλντ και τα φίλα προσκείμενά του οικονομικά συμφέροντα εξουσίαζαν όχι μόνο το χρηματιστήριο αλλά και την ίδια την τράπεζα της Αγγλίας. Μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα που είχε μια κατηγορία ομολόγων της βρετανικής κυβέρνησης ήταν ότι ήταν μετατρέψιμα σε μετοχές της Τράπεζας της Αγγλίας.
Οι επιγαμίες με τους Μοντεφιόρε, τους Κοέν και τους Γκόλντσμιθ (Montefiores, Cohens, Goldsmiths), τραπεζικές οικογένειες που ιδρύθηκαν στην Αγγλία έναν αιώνα πριν τους Ρότσιλντ, εμπλούτισαν τον οικονομικό έλεγχο που ασκούσε ο Ρότσιλντ. Αυτός ο έλεγχος εδραιώθηκε ολοκληρωτικά ύστερα από το Νόμο του Πήλ για τις Τράπεζες το 1844 (Peel’s Bank Charter Act of 1844).
Αν όντως ή όχι η οικογένεια Ρότσιλντ απέκτησε μαζί με τους οικονομικούς της συμμάχους τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο της Τράπεζας της Αγγλίας (της πρώτης και πλουσιότερης ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας σε ένα μεγάλο Ευρωπαϊκό κράτος) με αυτό τον τρόπο ένα πράγμα είναι σίγουρο: στα μέσα του 19ου αιώνα οι Ρότσιλντ ήταν η πλουσιότερη οικογένεια στον κόσμο. Επίσης εξουσίαζαν μια πλειάδα μικρότερων σε δύναμη οικογενειών όπως οι Βάρμπουργκ και οι Σιφφ (Warburgs, Schiffs) που συνέδεσαν τον υπερμεγέθη πλούτο τους σ΄ αυτόν των Ρότσιλντ.
Πραγματικά το υπόλοιπο του 19ου αιώνα είναι γνωστό σαν “η εποχή των Ρότσιλντ”. Ένας συγγραφέας, ο Ιγνάτιος Μπάλλα (Ignatius Balla), υπολόγισε το 1913 την ατομική τους περιουσία σε πάνω από δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Καταλάβετέ το!η αγοραστική δύναμη του δολαρίου της εποχής ήταν πάνω από 1000% της σημερινής. Παρά τον υπερβολικό πλούτο η οικογένεια γενικά καλλιέργησε μια διακριτική ατμόσφαιρα αφάνειας και ανωνυμίας. Αν και η οικογένεια ελέγχει χιλιάδες τράπεζες, βιομηχανικές, εμπορικές, μεταλλευτικές και τουριστικές επιχειρήσεις, μόνο μια χούφτα μέλη της φέρουν το όνομα Ρότσιλντ. Με το τέλος του 19ου αιώνα ένας ειδικός υπολόγισε ότι η οικογένεια Ρότσιλντ είχε υπό τον έλεγχο της τον μισό πλούτο του πλανήτη.
Ανεξάρτητα με την έκταση της τεράστιας περιουσίας τους είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το ποσοστό συμμετοχής τους στον παγκόσμιο πλούτο έχει αυξηθεί δραματικά από τότε καθώς η δύναμη γεννά την όρεξη για περισσότερη δύναμη. Αλλά από τις αρχές του 20ου αιώνα οι Ρότσιλντ έχουν προσεκτικά καλλιεργήσει την αντίληψη ότι η δύναμη τους κατά κάποιο τρόπο φθίνει έστω και αν ο πλούτος τους, όπως και αυτός των οικονομικών συμμάχων τους, αυξάνει όπως και ο έλεγχος που ασκούν στις τράπεζες, στις καταχρεωμένες επιχειρήσεις, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τους πολιτικούς και τα κράτη. Παντού, έχοντας διαμέσους πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και διαπλεκομένα διευθυντήρια που συγκαλύπτουν τον πραγματικό τους ρόλο.
ΠΗΓΗ
Συμμετείχε στην έκδοση του βίντεο “The Money Masters: How International Bankers Gained Control of America”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου