Αν η «Νέα Τάξη», όπως στην εποχή μας κάθε μορφή απολυταρχίας, αντλεί την νομιμότητά της από την χρήση της έννοιας της δημοκρατίας, το ερώτημα γεννάται τινί τρόπω κατορθώνει να γίνεται πιστευτή ή τουλάχιστον ανεκτή από τους πολίτες των δυτικών δημοκρατιών. Η απάντηση είναι διττή:
Αφενός, με την επίδειξη ισχύος, εφόσον ελέγχει πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες με την σειρά τους απενεργοποιούν σταδιακά τα υπάρχοντα συντάγματα, τα δικαιώματα των εργαζομένων, ελέγχουν τα ΜΜΕ και την εκπαίδευση και επιβάλλουν την διάσπαση της συνοχής των κοινωνιών με το όπλο του ευφημιστικά λεγόμενου «πολυπολιτισμού» (για το τελευταίο δες τις έρευνες του καθηγητή του Harvard Robert Putnam). Ως γνωστόν τα άτομα διαθέτουν ευαίσθητη πυξίδα για τον προσδιορισμό του κέντρου της πραγματικής δύναμης στην κοινωνία τους, ώστε να συμμορφώνονται εγκαίρως κατά τις επιταγές της αυτοσυντήρησης και της ευζωίας.
Αφ’ έτερου, με την συστηματική εφαρμογή της Σοφιστικής στην προπαγάνδα, ιδιαίτερα με την μέθοδο της κατά το δυνατόν ανεπαίσθητης μετατόπισης των εννοιών. Έναν τρόπο για να γίνει αυτό εφικτό μας δείχνει η ανάγνωση της περί αρετής διδασκαλίας του
Αριστοτέλη. Η αρετή λέγει ο μέγας διδάσκαλος, είναι μεσότης ανάμεσα σε δύο υπερβολές, π.χ. η ανδρεία ανάμεσα στο θράσος και την δειλία, η γενναιοδωρία ανάμεσα στην ασωτία και την τσιγγουνιά, κ.λ.π. Όμως η αρετή έχει με το ένα άκρο μεγαλύτερη ομοιότητα απ’ ό,τι με το άλλο, προσθέτει ο Αριστοτέλης, επομένως η ανδρεία μοιάζει περισσότερο με το θράσος του παράτολμου παρά με τη δειλία, όπως η γενναιοδωρία προσομοιάζει με την ασωτία μάλλον παρά με την τσιγγουνιά.
Από αυτό προκύπτει ότι είναι ευκολότερο να δυσφημίσεις τον ανδρείο, ονομάζοντάς τον θρασύ παρά δειλό, διότι η διαφορά στην πρώτη περίπτωση γίνεται δυσκολότερα αντιληπτή από έναν άνθρωπο χωρίς ανεπτυγμένη κρίση. Αντιστρόφως, προκειμένου να επαινέσεις (αναβαθμίσεις) έναν παράτολμο άνθρωπο είναι εφικτό να τον χαρακτηρίσεις ανδρείο για τον ίδιο λόγο.
Ας δούμε μετά από αυτά μερικά παραδείγματα από την εφαρμογή της ανωτέρω απλής μεθόδου μετατόπισης εννοιών στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων.
Αν αρετή είναι ο πατριωτισμός (Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἀπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ Πατρὶς) υπερβολή στο ένα άκρο μπορεί να θεωρηθεί ο εθνικισμός ή ο υπερπατριωτισμός και στο άλλο άκρο η αρνησιπατρία και ως προϊόν αυτής ο άπατρις.
Είναι εύκολο, επομένως, να δυσφημίσεις τον πατριώτη ως υπερπατριώτη ή εθνικιστή. Αν αυτό το κάνεις αδιαλείπτως, με σύστημα, θα επιτύχεις τελικά την υποκατάσταση, στη συνείδηση, της έννοιας πατριώτης από την έννοια εθνικιστής, δηλαδή την έκλειψη της έννοιας πατριώτης.
Όμως για τον άνθρωπο που απαραιτήτως έχει ανάγκη, στο ζήτημα αυτό, μιας κατεύθυνσης που θα ακολουθήσει, ενός μπούσουλα για την πράξη, τι απομένει ως ορθή κατεύθυνση μετά την εξαφάνιση της προοπτικής του πατριωτισμού και της συνειδητής απόρριψης του εθνικισμού; Μα τι άλλο; Ο άπατρις, τουτέστιν ο κάτοχος της νέας ανερχόμενης αρετής, που εξεθρόνισε την παλαιά.
Έχει, όμως, η λέξη ά-πατρις ένα σοβαρό μειονέκτημα: κυριαρχείται από το στερητικό α και ταυτόχρονα υπενθυμίζει κατά τρόπον ενοχλητικό το αντικείμενο της στέρησης, την πατρίδα. Πώς να ενθουσιάσεις τον κόσμο με τέτοια συνθήματα; Χρειάζεται ένα θετικό ιδανικό στη σωστή κατεύθυνση. Ίσως ο παλαιότερος «διεθνισμός»; Αρκετά καλός, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη εθνών, που όμως πρέπει να καταργηθούν. Περισσότερο προσφέρεται για το ζητούμενο ο «κοσμοπολιτισμός». Αυτός παλαιότερα ήταν κτήμα των αριστοκρατικών συνειδήσεων, ή τελευταίο καταφύγιο των εκπατρισθέντων (δες μεταξύ άλλων σχετικές δηλώσεις του Thomas Mann στην εξορία). Καιρός να γίνει τώρα ιδανικό μαζανθρώπων με ικανή παρακαταθήκη ναρκισσισμού.
Το 2006 λειτούργησε σε όλους τους νομούς της Ελλάδος, επιδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρόγραμμα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών για την εξυπηρέτηση του διδακτικού στόχου «πολίτες της Ευρώπης - πολίτες του κόσμου». Παράλληλα διέπεται η ελληνική εκπαίδευση των τελευταίων χρόνων από πλήθος προγραμμάτων και εγχειριδίων με διδακτικό στόχο την «διαπολιτισμική» αγωγή. Αναμφίβολα αποτελεί και αυτή ένα βήμα προς την «ορθή κατεύθυνση», ήτοι την απομάκρυνση από τον πατριωτισμό, ο οποίος, όπως είδαμε, δεν είναι άλλο από εθνικισμός.
Επίσης έχει η τελευταία το πλεονέκτημα να λειτουργεί στην Ελλάδα ως ξέπλυμα ιθαγένειας, παρέχοντας σε αλλοδαπούς, χωρίς χαρτιά, την ευκαιρία να πολιτογραφηθούν ως Έλληνες, μέσω της θαυμαστής επιδράσεως της «ελληνικής παιδείας» (στην ουσία της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης όπου μια απλουστευμένη ελληνική γλώσσα λειτουργεί ως μέσον συνεννόησης των εθνοτήτων που κατοικούν τον γεωγραφικό χώρο Ελλάς, όπως περίπου τα αγγλικά στην Ινδία).
Συναφή λειτουργία με το κοσμοπολίτικο ιδεώδες (θετική ανάγνωση της φυγής από τον πατριωτισμό προς τα εμπρός) έχει και το σύνθημα, ευρύτατα διαδεδομένο στους πολυάριθμους «ελευθεριακούς–αντιεξουσιαστικούς» κύκλους της Ελλάδος, «είμαστε πολίτες της Γης!» Εδώ υπεισέρχεται και η οικολογική - μυστικιστική παράμετρος της λατρείας της Γαίας. – Να ελπίζουμε ότι οι πρώην Έλληνες εν καιρώ, με την πρόοδο της αστροναυτικής, θα εξυψωθούν ως γαλαξιακή, ίσως ακόμα και συμπαντική, πολιτική συνείδηση;
Άλλη μετατόπιση ιδεών στην σχολική εκπαίδευση, τα ΜΜΕ και την γενικότερη δημοκρατική αγωγή του Έλληνα της πεφωτισμένης μας εποχής, είναι η αντικατάσταση της έννοιας του φόβου από την συγγενή, αλλά στην πραγματικότητα τελείως διαφορετική, έννοια της φοβίας.
«Κάτω η ξενοφοβία!» είναι το σύνθημα με το οποίο αντιμετωπίζονται συλλήβδην οι κριτικές του λαθρεποικισμού και ενδυναμώνεται η πολιτικά ορθή σκέψη και η «δημοκρατική συνείδηση» του πολίτη. Εντούτοις, η στοιχειώδης ανάλυση δείχνει ότι, ενώ ο φόβος είναι φυσικό ανακλαστικό που προειδοποιεί για υπαρκτό κίνδυνο και ενεργοποιεί την αναγκαία άμυνα του ζωντανού οργανισμού, δηλαδή ο φόβος υπηρετεί την φυσική αρχή της αυτοσυντήρησης, αντιθέτως η φοβία είναι παθολογική κατάσταση, κατά την οποία δημιουργείται φόβος από ανύπαρκτους κινδύνους.
Η έννοια της ξενοφοβίας προϋποθέτει, επί του προκειμένου, ότι η παράνομη είσοδος εκατομμυρίων ξένων στην χώρα δεν αποτελεί κίνδυνο υπαρκτό, αλλά ανύπαρκτο. Αυτό δεν χρήζει αποδείξεως, εφόσον έχει ήδη γίνει αποδεκτό – διά της επαναλήψεως του όρου – ότι πάσχομε από φοβία και, επομένως, ο κίνδυνος που διακρίνουμε είναι φανταστικός και τα μέτρα που προτείνουμε για την αντιμετώπισή του περιττά.
Μαζί με το σύνθημα ξενοφοβία, ως δίδυμο χρησιμοποιείται κατά κόρον στην Ελλάδα το σύνθημα του ρατσισμού και μάλιστα με αυθαίρετα διευρυμένες έννοιες της λέξης, που περιλαμβάνουν την κάθε, από αίσθημα δήθεν ανωτερότητας, τροφοδοτούμενη περιφρόνηση και απέχθεια των Ελλήνων προς ό,τι διαφορετικό, όχι μόνο φυλετικά, αλλά και πολιτισμικά, θρησκευτικά, σεξολογικά (όλα τα προηγούμενα περιέχονται άλλωστε στον από το καλοκαιρινό τμήμα της Βουλής – 2014 – ψηφισθέντα αντιρατσιστικό νόμο).
Η θεωρία των «αντιρατσιστών», ευθυγραμμισμένη σε όλο το δυτικό κόσμο, θέτει το ζήτημα ως πρόβλημα σύγκρουσης ταυτοτήτων, όπου η κυρίαρχη ταυτότητα των αυτοχθόνων θεωρεί – κακώς – εαυτήν απειλούμενη από τις νέες ταυτότητες των μεταναστών – ή ακόμα και των ντόπιων ομοφυλοφίλων – και προσπαθεί από θέση ισχύος να τις εκτοπίσει.
Η καταγγελία του ρατσισμού φαίνεται, μετά την πτώση της Σοβιετίας, να αντικατέστησε στην Δύση την παλαιότερη καταγγελία του κομμουνισμού, έτσι ώστε σήμερα η «αντιρατσιστική» τοποθέτηση να αποτελεί λυδία λίθο της δημοκρατικής συνειδήσεως και κεντρικό περιεχόμενο της δημοκρατικής αγωγής στα σχολεία. (Ως γνωστόν, σε πολλές περιπτώσεις οι εκπαιδευόμενοι δάσκαλοι υποχρεούνται από πανεπιστημιακούς εκπαιδευτές τους να διαχειρίζονται ερωτηματολόγια σχετικά με την ύπαρξη ρατσισμού στις σχολικές τάξεις και τα συναφή).
Όπως οι προηγούμενες έννοιες, στις οποίες ενδεικτικά επικεντρωθήκαμε, έτσι και ο «ρατσισμός» είναι προπαγανδιστικό εφεύρημα που προϋποθέτει μετατόπιση εννοιών, π.χ. δεν διώκω τον κλέφτη επειδή είναι κλέφτης αλλά επειδή είναι μαύρος.
Όμως η πρόταση «ο κλέφτης είναι μαύρος» δεν αντιστρέφεται σε «όλοι οι μαύροι είναι κλέφτες» όπως στην εισαγωγή της Λογικής εμάθαμε ότι δεν αντιστρέφεται η πρόταση «ο Σωκράτης είναι άνθρωπος». Ο «αντιρατσιστής» υποπίπτει ακριβώς σ’ αυτό το στοιχειώδες λάθος, όταν θεωρεί την αντίδραση στον μαύρο κλέφτη πράξη ρατσισμού εναντίον των «κλεφτών μαύρων», δηλαδή των μαύρων θεωρημένων στο σύνολό τους ως κλέφτες.
Για να φανεί λίγο καλύτερα η ασυναρτησία του «αντιρατσιστή» ας αναλογισθούμε και τούτο: αν ο κλέφτης ήταν ξανθός βόρειο-Ευρωπαίος, θα τον αφήναμε να φύγει με τα υπάρχοντά μας επειδή είναι ξανθός; Οι απλοί αυτοί συλλογισμοί μας επιτρέπουν να ανατρέψουμε την παραδοχή ότι τα λεγόμενα ρατσιστικά φαινόμενα προέρχονται από «σύγκρουση ταυτοτήτων».
Αν μερικά εκατομμύρια λευκών ανθρώπων έρχονται να εποικίσουν την Ελλάδα, θα τους παραχωρούσαν τις εστίες των οι Έλληνες επειδή είναι λευκοί; Όχι βέβαια, το έχει δείξει η Ιστορία. Δεν ισχύει το αυτό, αν οι επίδοξοι έποικοι ανήκουν σε φυλή εγχρώμων; Βεβαίως και ισχύει. Γιατί; Μα διότι το ζητούμενο δεν είναι κάποια σύγκρουση «ταυτοτήτων», αλλά η σύγκρουση συμφερόντων.
Το σημείο αυτό, σημαντικότερο όλων, παραβλέπεται εντούτοις από την κυρίαρχη θεωρία περί πολυπολιτισμού. Συμφέρον των εποίκων είναι να κατακτήσουν την γη μου, προκειμένου να ζήσουν και να αναπαραχθούν σε αυτήν. Συμφέρον δικό μου, αντιθέτως, είναι να διατηρήσω για τον εαυτό μου την γη μου για τον ίδιο σκοπό.
*Ο Κωνσταντίνος Ρωμανός είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
[Δημοσιεύθηκε στο περ. Τρίτο Μάτι τ.226, Δεκέμβριος 2014]
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου