Δέχθηκα μέ βαρειά καρδιά. Τό συνεργεῖο (δύο εὐγενέστατοι κύριοι) ἦλθαν στό σπίτι μου δύο ὧρες ἐνωρίτερα καί μοῦ εἶπαν ὅτι ἡ δήλωσή μου θά γίνει μόλις ἀρχίσει ἡ ἐκπομπή. Μέ ἔζωσαν φίδια ἀνησυχίας καί τούς εἶπα νά τηλεφωνήσουν ὅτι σέ διάλογο δέν μετέχω λόγω βαρηκοΐας. Φαίνεται, ὅμως, ὅτι οἱ δύο πολυθέλγητρες «συντονίστριες» ἦσαν πιό βαρήκοες ἀπό ἐμένα καί μέ ἐνέπλεξαν σ’ ἕνα διάλογο μέ πρόσωπα πού μοῦ ἦσαν ἄγνωστα καί πού σέ καμμιά περίπτωση δέν εἶχα διάθεση ν’ ἀρχίσω διάλογο μαζί τους. Καί, ὅμως, ὁ διάλογος ἄρχισε, ὁπότε ἀναγκάστηκα νά ἐγκαλέσω στήν τάξη ἕναν ἀπό τούς συζητητές καί νά τοῦ συστήσω εὐπρέπεια· καί ἀκολούθως, στρεφόμενος προς τίς χαριτόβρυτες «συντονίστριες», τούς δήλωσα κοφτά ὅτι παραβιάζουν κατάφωρα τή δημοσιογραφική δεοντολογία, διότι –παρά τή ρητή δέσμευσή τους- μέ ὑποχρέωσαν νά δημοσιοποιήσω κάτι πού ἀποτελεῖ προσωπικό μου «δεδομένο».
Ἀκολούθως, παρακάλεσα τά δύο μέλη τοῦ συνεργείου νά ἀπέλθουν. Ἔτσι ἄφησα τό πεδίο ἐλεύθερο στους