Ο Αγγλικός αποικιοκρατικός ιμπεριαλισμός και η Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή μειονότητα. Οι μεταξύ τους σχέσεις και η ανάδειξη της Τουρκοκυπριακής μειονότητας σε ρυθμιστικό παράγοντα του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Tο να ανήκεις στο προνομιούχο θρησκευτικό έθνος αποτελούσε μια παρηγοριά ακόμα και για τον πιο φτωχό μουσουλμάνο. Τον έκανες να μην αισθάνεται πως βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι της κοινωνίας και μάλιστα ακόμα πιο κάτω. Αυτό προσπαθεί και τώρα να επιτύχει το καπιταλιστικό σύστημα, ιδιαίτερα με τους μετανάστες, όπως το έχουμε δει να εφαρμόζεται στις ΗΠΑ. Όταν μάλιστα τον μετέφερες από τα βάθη της Ανατολίας στην Κύπρο και τον καθιστούσες ενεργό μέλος του κυρίαρχου θρησκευτικού έθνους, είναι βέβαιο ότι τον «αναβάθμιζες» κοινωνικοοικονομικά. Τον καθιστούσες έτσι και ενεργό και δραστήριο μέλος του κυρίαρχου, καταπιεστικού και εκμεταλλευτικού συστήματος. Είναι όπως οι έγχρωμοι αμερικανοί στρατιώτες που απολάμβαναν ετεροδικία στις χώρες που υπηρετούσαν, ενώ στις ίδιες τις ΗΠΑ τους είχαν «του κλώτσου και του μπάτσου». Για τους ίδιους λόγους – να γλυτώσουν τη ζωή και την περιουσία τους – πολλοί Χριστιανοί και στην Κύπρο, αρχικά εξισλαμίστηκαν μέχρι που τελικά εκτουρκίστηκαν εντελώς. Αυτή τη διαδικασία διεύρυνσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας, δεν θέλει να την ξέρει ο προοδευτικός μας τούρκος καθηγητής των πολιτικών επιστημών.
Ενώ αυτό το τμήμα του πληθυσμού παρέμεινε μειοψηφικό στο σύνολο του πληθυσμού, στο διάβα των αιώνων της Οθωμανικής κυριαρχίας, ήτανε αυτό που κυριαρχούσε. Που ανήκε στο μπλοκ των δυνάμεων της
εξουσίας. Το ίδιο συνέβαινε παντού όπου οι χώρες και οι λαοί τους έπεφταν κάτω από την κυριαρχία ξένου δυνάστη. Ο ξένος κυρίαρχος και τα ιθαγενή στηρίγματα του πάντοτε παρέμειναν μειοψηφία μέσα στον συνολικό πληθυσμό. Αυτό δεν συνέβηκε μόνο στην Κύπρο, αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα. Αλλά και σε όλες τις αποικίες. Οι λευκοί, που ασκούσαν την εξουσία, ήτανε μειοψηφία στον πληθυσμό της Νότιας Αφρικής. Αυτή (αυτές) η μειοψηφία (φίες) όμως που ασκούσανε την εξουσία – και ακριβώς γι αυτό τον λόγο – αποτελούσανε την ΠΛΕΙΟΝΌΤΗΤΑ. Ενώ οι καταπιεζόμενες πλειοψηφίες που δεν ασκούσαν καμία εξουσία αποτελούσανε, γι αυτό το λόγο, τη ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ.
Οι όροι «μειονότητα – πλειονότητα» δεν ταυτίζονται λοιπόν με το «μειοψηφία – πλειοψηφία». Οι πρώτοι έχουν σχέση με την άσκηση της εξουσίας. Οι δεύτεροι με το πλήθος – είναι δηλαδή αριθμός. Μια πλειοψηφία στον πληθυσμό θαυμάσια μπορεί να αποτελεί τη μειονότητα στη χώρα – να στερείται δηλαδή προσβάσεων ή άσκησης της εξουσίας. Όπως και μια μειοψηφία του πληθυσμού μπορεί αυτή και μόνο να ασκεί την εξουσία, δηλαδή να αποτελεί γι αυτό το λόγο την πλειονότητα. Υπάρχουν πρόσφατα παραδείγματα σε χώρες της Μ. Ανατολής όπου θρησκευτικές πλειοψηφίες ζούνε σε καθεστώς μειονότητας και το αντίστροφο, τροφοδοτώντας αυτή η κατάσταση εμφύλιες θρησκευτικές και πολιτικοκοινωνικές συγκρούσεις.
Οι ελληνοκύπριοι, μέχρι το 1878 – δηλαδή επί τουρκικής κατοχής της Κύπρου – αποτελούσαν τη μειονότητα των τουρκοκυπρίων. Η αριθμητικά πάρα πολύ λιγότεροι τουρκοκύπριοι – άσχετα από την προέλευση τους – αποτελούσαν την πλειονότητα του νησιού, γιατί αυτοί και μόνον αυτοί ασκούσαν την εξουσία. Από το 1878 που η Κύπρος περνάει στην κυριαρχία της Μ. Βρεττανίας τόσο οι ελληνοκύπριοι όσο και οι τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μειονότητες στις σχέσεις τους με το αγγλικό αποικιοκρατικό καθεστώς. (51)
Μέχρι το 1960, «τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν μειονότητα στη σχέση τους με την αγγλική διοίκηση. Μόνο που οι πρώτοι αποτελούν την πλειοψηφική μειονότητα και οι δεύτεροι τη μειοψηφική. Παρά τη συμμετοχή και των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων στο επταμελές Εκτελεστικό και στο Νομοθετικό Συμβούλιο, οι δυο αυτές κοινωνικές ομάδες δεν συμμετείχαν στην παραγωγή των κυρίαρχων αποικιοκρατικών κανόνων. Άρα αποτελούσαν και οι δύο μειονότητες. Στην πραγματικότητα η εξουσία ασκείτο από τον Ύπατο Αρμοστή και την αγγλική κυβέρνηση μέχρι το 1925 ή τον Διοικητική και την αγγλική κυβέρνηση μετά το 1925. Μέχρι το 1931, που εξεγέρθηκαν οι ελληνοκύπριοι και έκαψαν το κυβερνείο, η εξουσία ασκείτο με ένα δημοκρατικό μανδύα που επέτρεπε την ανάπτυξη της «κοινωνίας των πολιτών», ενώ από το 1931 και μετά ασκήθηκε εντελώς δικτατορικά.
Η ένταξη της Κύπρου στη Βρεττανική κυριαρχία έκανε τους Τουρκοκύπριους να μετατραπούν από κυρίαρχη ομάδα σε μειονότητα. Ιδίως όταν ο Κεμάλ το 1923 εγκαταλείπει κάθε δικαίωμα του επί της Κύπρου, που προσαρτήθηκε στη Μ. Βρεττανία. Η εξέγερση των Ελληνοκυπρίων το 1931 και η πρόθεση τους να ενωθούν με την υπόλοιπη Ελλάδα, δηλαδή να ενταχθούν στο ελληνικό Έθνος-κράτος, θα μετέτρεπε τους πρώην κυρίαρχους – τους Τουρκοκύπριους σε μειονότητα στη σχέση τους με τους Έλληνες. Κάτι που γι αυτούς θα σήμαινε φοβερή «υποβάθμιση». Κι αυτό ήτανε κάτι που πολύ δύσκολα θα το δεχόντουσαν και γι αυτό άλλωστε αντιτάχθηκαν στο ενωτικό κίνημα των Ελλήνων. Αυτό το διέβλεψε η πονηρή γηραιά Αλβιών και φυσικά τα εκμεταλλεύτηκε τα μέγιστα. Προκειμένου να διατηρήσει την αποικία της, με τη στρατηγική της θέση, τις αγγλικές βάσεις και να μην παραμεριστεί από τις ΗΠΑ, έβαλε στο παιχνίδι την Τουρκία μέσω των Τουρκοκύπριων. Έφερε δηλαδή στο προσκήνιο τον παλιό αφέντη – παρόλο ότι είχε παραιτηθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η τουρκοκυπριακή μειοψηφία μεταμορφώθηκε σε Τουρκοκυπριακή μειονότητα-κοινότητα, που δεν είχε καμιά όρεξη να πειθαρχήσει στις αρχές της Δημοκρατίας: πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ελέγχει ή κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της αν είναι θρησκευτική, γλωσσική, κλπ. Οι Ελληνοκύπριοι ήτανε η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού, που ανήκαν σε ένα έθνος που είχε απελευθερωθεί ακριβώς από τους Τούρκους, χωρίς να προκύψει ζήτημα ιδιαίτερης οργάνωσης των Τουρκοελλήνων – δηλαδή όσων Τούρκων είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, αυτοί και οι γονείς τους τα χρόνια της σκλαβιάς. Τώρα αυτό που ίσχυσε για την Ελλάδα, δεν μπορούσε να ισχύσει για την Κύπρο, γιατί αυτό δεν συνέφερε τη Μ. Βρεττανία. Η οποία μάλιστα είχε τρομάξει στην ιδέα να δώσουν οι Γερμανοί την Κύπρο στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την έξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο.
Κατά την περίοδο 1960-1963 το μειονοτικό καθεστώς των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων δεν ακυρώθηκε, αλλά τροποποιήθηκε, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κυριάκος Μελέτη. Γιατί με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και το καθεστώς των τριών εγγυητριών δυνάμεων – το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας – «δέσμευσαν του Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους να μην διεκδικούν ούτε το αίτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ούτε εκείνο της διχοτόμησης της Κύπρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας» και από την άλλη έδιναν στον εαυτό τους το δικαίωμα να παρεμβαίνουν είτε από κοινού είτε μεμονωμένα στα της Κύπρου και να επιβάλλουν τη θέληση τους. Το μειονοτικό καθεστώς τροποποιήθηκε γιατί πια δεν ήτανε ένας ο κηδεμόνας – η Αγγλία – αλλά τρείς. Ουσιαστικά η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν τύποις ανεξάρτητο κράτος, αφού ο πρόεδρος της έπρεπε να παίρνει υπόψη του τη γνώμη και τη θέληση τριών κηδεμόνων. Ότι ο ένας από αυτούς – η Ελλάδα – στην πράξη αποποιήθηκε τα δικαιώματα της αυτό δείχνει μόνο το πόσο υποτελής και εξαρτημένη ήτανε η ίδια.
Σημασία έχει ότι από το 1963 – τότε που ο Μακάριος ζήτησε την αλλαγή 13 άρθρων του Συντάγματος προκειμένου η Κυπριακή Δημοκρατία να λειτουργήσει, μέχρι το 1974 οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν σταθερά και με όλα τα μέσα να συγκροτηθούν ως μειονότητα των Ελλήνων. Με την εισβολή και κατοχή – την ανακήρυξη του ψευδοκράτους του Ντενκτάς και φυσικά με την προσπάθεια ψήφισης του σχεδίου Αναν η Τουρκοκυπριακή μειονότητα – μειοψηφία του κυπριακού πληθυσμού – μετατράπηκε σε ισότιμη τουρκοκυπριακή κοινότητα. Δηλαδή ουσιαστικά καταργήθηκαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και άνοιξε ο δρόμος για τη de facto και de jure διχοτόμηση του νησιού. Κι αυτό κόντρα στις Συμφωνίες, τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ.
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην υπηρεσία των σχεδίων και συμφερόντων του ιμπεριαλισμού, ιδίως όταν τα δίκαια των λαών και η εφαρμογή των αρχών της Δημοκρατίας, της αρχής της πλειοψηφίας, της Αυτοδιάθεσης των λαών αντιβαίνουν τα συμφέροντα του.
Κάνοντας ένα μεγάλο άλμα φτάσαμε στο που κατέληξε το ζήτημα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Έχουμε, όμως, αφήσει κάπου στη μέση το πώς διαμορφώθηκε αυτή η Τουρκοκυπριακή κοινότητα, ποιες ήτανε οι σχέσεις της με την ελληνική, και ποια η στάση της στους αγώνες των ελληνοκυπρίων τόσο τους κοινωνικούς όσο και του εθνικού τους. Και φυσικά πολλά ακόμα κομμάτια από την Ιστορία της Κύπρου και γιατί και πώς όλα αυτά συνδέθηκαν με τους αγώνες του λαού στην Ελλάδα. Άλλωστε δεν τελειώσαμε και με τις απόψεις του φίλου μας Τουρκοκύπριου καθηγητή των πολιτικών επιστημών, μια και αναφέρεται και στην περίοδο των αγώνων ενάντια στον αγγλικό ιμπεριαλισμό, για την Αυτοδιάθεση-Ένωση, και τις συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Γι αυτό θα συνεχίσουμε, μετά τις «διακοπές».
<<< 13ΧΡΟΝΟΣ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΩΝ ΣΥΡΙΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ :ΜΕ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΕ Ο ΘΕΙΟΣ ΜΟΥ...ΣΚΟΤΩΣΑ ΔΕΚΑΔΕΣ.....
Η Κύπρος και πάλι στο επίκεντρο [μέρος 5ο - A!] >>>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου