Ο Αγγλικός αποικιοκρατικός ιμπεριαλισμός και η Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή μειονότητα. Οι μεταξύ τους σχέσεις και η ανάδειξη της Τουρκοκυπριακής μειονότητας σε ρυθμιστικό παράγοντα του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου ενταφιάστηκε ο πόθος και οι αγώνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της Κύπρου – που ήταν ελληνική – για την Αυτοδιάθεση και Ένωση τους με τους υπόλοιπους αδελφούς τους, με την Ελλάδα. Η «Ανεξαρτησία» που τους επιβλήθηκε και που την παρουσίασαν ως μεγάλη νίκη πρώτον απαγόρευε να επαναφέρουν το αίτημα για Αυτοδιάθεση-Ένωση, δεύτερον έθετε την Κυπριακή Δημοκρατία υπό την εγγύηση τριών δυνάμεων: δύο από αυτές ήταν οι προηγούμενοι κατακτητές της: η Τουρκία και η Αγγλία [δηλαδή οι χώρες που οι κύπριοι είχαν αγωνιστεί εναντίον τους για να αποκτήσουν τη λευτεριά τους] (37) και η τρίτη ήταν η «Μητέρα Ελλάδα», που είχε συμπεριφερθεί ως μητριά. Να μην ξεχνάμε βέβαια πως και αυτής η «ανεξάρτητη» ύπαρξη ξεκίνησε με το περιβόητο ψήφισμα της υποτέλειας (38), την ανάμειξη των Μεγάλων Προστάτιδων Δυνάμεων στην επιλογή ηγέτη της κυβέρνησης και κατόπιν βασιλιά. Πάντοτε δε εξαρτήθηκε από τα συμφέροντα των «Μεγάλων Δυνάμεων».
Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εφαρμογή τους, Κύπρος έπαψε να κατοικείται από μια συντριπτική ελληνική πλειοψηφία και μια τουρκική μειοψηφία, αλλά από δύο κοινότητες: την ελληνική και τουρκική. Δηλαδή ταχυδακτυλουργικά το 82% των ελλήνων εξισώθηκε με το περίπου 18% των τούρκων ή ορθότερα των τουρκοκυπρίων.
Στο μεταξύ, συνεχίζει ο ίδιος, ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού βρισκόταν ακόμα μακριά από τις ιδέες του εθνικισμού. Ο απόηχος του τουρκικού εθνικισμού έφτασε στις συνειδήσεις της τουρκοκυπριακής ελίτ μόνο κατά τη δεκαετία του 1930. Η ανάπτυξη των κεμαλικών αντιλήψεων ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και η διαδικασία εκκοσμίκευσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας επιτεύχθηκαν με σχετικά γοργούς ρυθμούς, αφού ήδη κατά τη δεκαετία του 1940 ο κυρίαρχος τουρκοκυπριακός λόγος εμφανίζεται ως κοσμικός και εθνικιστικός.
Ανιχνεύοντας τις απαρχές της σύγκρουσης, υποστηρίζει ότι «Η Κύπρος έχει περάσει, το 1878, υπό την κυριαρχία των Βρετανών. Το γεγονός ότι το αγγλικό αποικιακό καθεστώς επέλεξε μια μορφή διοίκησης βασισμένης σε μεγάλο βαθμό στον δικοινοτισμό, σε συνδυασμό με την προσκόλληση της κάθε κοινότητας σε μια πολιτική αλυτρωτισμού», θα οδηγήσει σταδιακά στη διαμόρφωση μιας συγκρουσιακής σχέσης ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους: «Στην Κύπρο ο μοντερνισμός δεν δημιούργησε ένα κοινό αίσθημα του “εμείς”. Αντίθετα, οι δύο παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες εξελίχθηκαν ως δύο ξεχωριστές εθνοτικές κοινότητες και δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα κοινό πολιτικό όραμα για το μέλλον της Κύπρου» (σ. 47).
Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ελπίδες των Ελληνοκυπρίων για την ένωση αυξάνονται, οι δύο κοινότητες αναδιοργανώνουν τα εθνικιστικά τους μέτωπα και το χάσμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μαζικοποιείται, κινητοποιώντας και τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Το πάθος των μεν για την ένωση συγκρούεται με το πάθος των δε κατά της ένωσης. Χαρακτηριστικά του κλίματος της εποχής είναι τα λόγια του Τουρκοκύπριου πρώην ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς: «Αυτοί έλεγαν: Πεθαίνουμε για την ένωση κι εμείς λέγαμε ότι πεθαίνουμε για να μη γίνει η ένωση, γιατί αν έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε». Η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες κορυφώνεται με την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα το 1955. Από τη μια, η ΕΟΚΑ (Ελληνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) διεκδικεί την ένωση με την Ελλάδα και μονοπωλεί τον αντιαποικιακό ένοπλο αγώνα (στον οποίο αντιτασσόταν η Αριστερά, προτάσσοντας αντ΄ αυτού τον «μαζικό πολιτικό αγώνα»), αποξενώνοντας έτσι μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δηλαδή τους αριστερούς και τους Τουρκοκύπριους. Από την άλλη, το 1957 δημιουργείται και η τουρκοκυπριακή ένοπλη οργάνωση ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), που θέτει στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Πάντοτε ο ίδιος υποστηρίζει ότι «Για τους Ελληνοκύπριους [και για τους Έλληνες], οι Τουρκοκύπριοι ήταν και αντιμετωπίζονταν ως μια μειωμένης αξίας πολιτισμική κοινότητα παρά ως πολιτική οντότητα», σημειώνει ο συγγραφέας. Αυτή η αντίληψη, που επικρατούσε καθ΄ όλη τη διάρκεια του α΄ μισού του 20ού αι., κλονίστηκε το 1960. Οι Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου που οδήγησαν στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μετέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους από «αμελητέο στοιχείο» σε εθνικό εταίρο, σε μια «κοινότητα» που σύμφωνα με τις επικρατούσες ελληνοκυπριακές αντιλήψεις της εποχής, «είχε συμπράξει με τη βρετανική αποικιακή δύναμη και την Τουρκία με μοναδικό στόχο την αποτροπή της ένωσης με την Ελλάδα».
Οι Συμφωνίες κρίθηκαν ως «άδικες» για την ελληνοκυπριακή πλευρά και οι δικοινοτικές σχέσεις, ιδιαίτερα από το 1963 και εξής, περνούν στη χειρότερη φάση της ιστορίας τους. Την πρωτοβουλία του Μακαρίου για αλλαγή των περίφημων «13 σημείων» του κυπριακού Συντάγματος ακολούθησαν ένοπλες και αιματηρές συγκρούσεις, που σταδιακά γενικεύτηκαν σε ολόκληρη την Κύπρο. Πρωταγωνιστές σε αυτά τα γεγονότα ήταν, από τη μια, η τουρκοκυπριακή οργάνωση ΤΜΤ, που καλλιεργούσε συστηματικά τον εθνοτικό ανταγωνισμό και ασκούσε τρομοκρατία σε όσους Τουρκοκύπριους υποστήριζαν την Κυπριακή Δημοκρατία και τη συνύπαρξη.
«Η διαχωριστική γραμμή που επιβλήθηκε με τη βία και διατηρείται με τη βία, δεν διαιρεί μονάχα τους ανθρώπους μεταξύ τους, αλλά διχάζει και τους ίδιους τους ανθρώπους», γράφει στο βιβλίο του ο Νiyazi Κizilyurek. (42)
Έδωσα μια κάπως μεγάλη παρουσίαση του βιβλίου του τούρκου «προοδευτικού» συγγραφέα, γιατί θα μας διευκολύνει στη συνέχεια να την αντιπαραβάλουμε με την πραγματική πραγματικότητα και όχι με την αρκετά ωραιοποιημένη δική του. Που, όμως, γίνεται ασμένως αποδεκτή από τη σύγχρονη μεταμοντέρνα αριστερά και δεξιά. Γι αυτό άλλωστε έβαλα και το προοδευτικός μέσα σε εισαγωγικά.
Γενικά οι προοδευτικοί τούρκοι συγγραφείς – ιστορικοί, πολιτικοί επιστήμονες αλλά και αδιάλλακτοι αγωνιστές ενάντια στο καθεστώς που επικρατεί στην Τουρκία και την προέκταση του στην Κύπρο [πριν και μετά την εισβολή] – δυσκολεύονται να μιλήσουν, να αποκαλύψουν και να καταδικάσουν τον τουρκικό εθνικισμό, ρατσισμό και επιθετικότητα. Δηλαδή δεν έχει συμβεί στην τουρκική αριστερά αυτό που κατέκτησε η ελληνική: που απογαλακτίστηκε πάρα πολύ νωρίς από την ιδεολογία, πολιτική και μύθο του Ελευθέριου Βενιζέλου. Για την τουρκική αριστερά ο κεμαλισμός – με τα ιδεολογικοπολιτικά παρακολουθήματα του - εξακολουθεί να παραμένει ακόμα ένα μεγάλο ιδεολογικό εμπόδιο. (43)
Για τις σχέσεις ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων θα αναφερθούμε διεξοδικότερα σε άλλο κομμάτι της «σειράς» μας για το Κυπριακό. Εδώ μόνο θα σταθούμε στη βασική διαστρέβλωση της ιστορίας από τον Νiyazi Κizilyurek.
Όταν μιλάμε για κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς – είδαμε πως έγινε και τι σήμαινε για τους κατοίκους του νησιού στα προηγούμενα, 3ο και 4ο μέρος – πρέπει να καταλαβαίνουμε τι λέμε. Επρόκειτο για κατακτητές. Και οι κατακτητές δεν έρχονται ποτέ ρίχνοντας ροδοπέταλα στους κατακτημένους. Εκτός από τις σφαγές, τις διώξεις, το σκλάβωμα του πληθυσμού – στην κυριολεξία, δηλαδή πουλήθηκαν για σκλάβες στα χαρέμια πολλές ελληνίδες και άντρες σκλάβοι – ακολούθησαν και βίαιοι εξισλαμισμοί και εκτουρκισμοί. (44) Να μια «πηγή» δημιουργίας και επέκτασης της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην Κύπρο, που ενώ την γνωρίζει ο «προοδευτικός» μας πολιτικός επιστήμονας την αποσιωπά. Δεν ήταν αποτέλεσμα της μεταφοράς μουσουλμανικού πληθυσμού για «λόγους κυρίως κοινωνικο-οικονομικής αναβάθμισης.» που συνεχίστηκε και τους επόμενους αιώνες. Αλλά τι σήμαινε για τους μεταφερόμενους μουσουλμάνους «κοινωνικο-οικονομική αναβάθμιση»; Σήμαινε – και αυτό σημαίνει σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις – ότι κοινωνικά κατώτερα στρώματα με τη μεταφορά τους, ανέρχονται κοινωνικά ως ανήκοντα στο κυρίαρχο έθνος και πάντοτε σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού.
Έχουμε αναφερθεί ήδη στο 3ο μέρος σε αυτό που είχε γράψει ο Ένγκελς για το «προνομιούχο θρησκευτικό έθνος» (45)
το είδα
<<< Η Κύπρος και πάλι στο επίκεντρο [μέρος 5ο-Β!]
ΣΜΡΟ ΤΣΑΚΑΛΗΣ: κι αν "φουντάρω" από μπαλκόνι, ή κάτω από τις ρόδες φορτηγού... δεν θα είναι από δική μου επιλογή....!!!!! Θα με "αυτοκτονήσουν". >>>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου