Τα Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο επέτρεψαν στους Συμμάχους να εκθέσουν τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τον Άξονα στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και να δικαιολογούν τόσο την τιμή της νίκης τους όσο και την κυριαρχία τους σε όλο το κόσμο. Σε αυτό το μοντέλο, η Ουάσιγκτον πίστεψε ότι μπορεί να δικάσει και καταδικάσει 120 Σύρους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, προκειμένου να δικαιολογήσει τον πόλεμο και την ανατροπή της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας. Έμενε να εφεύρουν τα εγκλήματά τους ...
Τον Απρίλιο του 2012 -δηλαδή μετά τη γαλλική απόσυρση από τον πόλεμο (που συνεχίστηκε τον Ιούλιο) και πριν από τη ρωσοαμερικανική συμφωνία μοιρασιάς (στις 30 Ιουνίου στη Γενεύη)- οι «Φίλοι της Συρίας» είχαν αποφασίσει να δικάσουν τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ ενώπιον ενός διεθνούς δικαστηρίου. Επρόκειτο να σκηνοθετηθεί εκ των υστέρων την Pax Americana, μετά τη δολοφονία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στη φυλακή του στη Χάγη, τον απαγχονισμό του Σαντάμ Χουσεΐν και το λιντσάρισμα του Μουαμάρ Καντάφι.
Για να γίνει αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δημιουργήσει ένα κέντρο στη Χάγη, το Syria Justice and Accountability Centre (SJAC). Για δύο χρόνια, νομικοί εμπειρογνώμονες συσσώρευαν στοιχεία για «βασανιστήρια από το καθεστώς».
Το γραφείο της Γραμματείας για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη, που διοικούταν τότε από τον πρέσβη Stephen Rapp, είχε ζητήσει από τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία, το Κατάρ και τη Τουρκία να χρηματοδοτήσουν ένα «Ειδικό Δικαστήριο του ΟΗΕ για τη Συρία» σύμφωνα με το μοντέλο του «Ειδικού Δικαστηρίου του ΟΗΕ για το Λίβανο». Υπενθυμίζεται ότι το τελευταίο, σε αντίθεση με το όνομά του, δεν είναι δικαστήριο με την πλήρη έννοια, επειδή δημιουργήθηκε από δύο στελέχη, τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και τον