Ως πολιτισμένοι άνθρωποι λοιπόν, δηλαδή στον βαθμό που είμαστε όντως άνθρωποι και όντως πολιτισμένοι, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε καμιά ιστορική συνθήκη ως αδήριτη αναγκαιότητα, δεν
πρέπει να υποβιβαζόμαστε σε αντικειμενικώς προσδιορίσιμες είτε προσδιοριστέες οντότητες, ούτε πρέπει να λησμονούμε είτε να αποκρύπτουμε ότι οποιοσδήποτε θεσμός είναι δημιούργημα ανθρωπίνων κοινοτήτων και αντανακλά τις αξίες και τις σκοπιμότητες των δημιουργών του. Συνεπώς, κάθε θεσμός πρέπει να υπόκειται σε ελεύθερη και μεθοδική διερεύνηση, αξιολόγηση και επαναξιολόγηση.
Στην παρούσα ανάλυσή μας, θα βοηθήσουμε τον αναγνώστη να γνωρίσει την ταυτότητα, τη γενεαλογία και τον γεωπολιτικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να κατανοήσει τι είναι πραγματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), πέρα από τα στερεότυπα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, η οποία είναι τραγικά υποπληροφορημένη σχετικά με την ΕΕ.
Το αυτοκρατορικό όραμα του κόμη φον Κουντενχόβε‐Καλέργκιγια την ενωμένη Ευρώπη
Το πρώτο πρόσωπο που τιμήθηκε με το βραβείο Καρλομάγνου, δηλαδή με μια από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές τιμητικές διακρίσεις, ήταν ο ο Αυστριακός θεωρητικός της γεωπολιτικής και φιλόσοφος κώμης φον Κουντενχόβε-Καλέργκι (Coudenhove-Kalergi, 1894-1972), το έτος 1950. Ο φον Κουντενχόβε-Καλέργκι έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Συγκεκριμένα, υπήρξε ο ιδρυτής και ο επί 49 έτη πρόεδρος της οργάνωσης Πανευρωπαϊκή Ένωση, γνωστή και ως Κίνημα Pan-Europa. Η ιστορία του Κινήματος Pan-Europa ξεκίνησε το 1923, όταν ο φον Κουντενχόβε-Καλέργκι εξέδωσε ένα πολιτικό μανιφέστο με τίτλο Paneuropa, στο οποίο παρουσίαζε την ιδέα του για τη δημιουργία ενός ενοποιημένου Ευρωπαϊκού Κράτους. Επίσης, η έκδοση του μανιφέστου Paneuropa συνοδευόταν από αίτηση εγγραφής μέλους στο ομώνυμο κίνημα. Το 1927, ο Γάλλος πολιτικός και νομπελίστας Αριστίντ Μπριάντ (Aristide Briand) εξελέγη επίτιμος πρόεδρος του Κινήματος Pan-Europa, σε δραστηριότητες του οποίου συμμετείχαν επίσης ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein), ο Τόμας Μαν (Thomas Mann), και ο Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud).
Οι θεμελιώδεις αρχές του σχεδίου του Κουντενχόβε-Καλέργκι είναι οι εξής:
1) Ο Κουντενχόβε-Καλέργκι είδε την ιδέα της δημιουργίας των «Ηνωμένων Πολιτειών Ευρώπης» ως την έκτη κατά σειρά ιστορική προσπάθεια υλοποίησης ενός σχεδίου ενοποίησης εθνών –με δημοκρατικά στοιχεία αυτήν τη φορά– βασισμένη στην ιστορική κληρονομιά των αυτοκρατοριών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ιούλιου Καίσαρα, του Καρλομάγνου, του Πάπα Ινοκέντιου Β’ και του Ναπολέοντα Α’. Ο Κουντενχόβε-Καλέργκι υποστήριζε ότι η Ρωσία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης και ότι, μετά την αποχώρησή της από τη σφαίρα της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας (λόγω Σοβιετικής Επανάστασης), έπρεπε να γίνουν προσπάθειες ώστε η Ρωσία να επανέλθει σε ευρωπαϊκή πολιτική τροχιά. Σύμφωνα με τους λόγους του ίδιου του Κουντενχόβε-Καλέργκι, «είναι άκρως πιθανό ότι, κάποια ημέρα, η Ρωσία θα επανενωθεί με την Ευρώπη και τότε δεν θα είναι τα Ουράλια –αλλά τα όρη Αλτάι– που θα ορίζουν τα σύνορα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Έτσι τα σύνορα της Ευρώπης θα επεκταθούν ως τις Αυτοκρατορίες της Κίνας και της Ιαπωνίας και πιο πέρα, ως τον Ειρηνικό Ωκεανό».
2) Σύμφωνα με τον Κουντενχόβε-Καλέργκι, η πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο επί τη βάσει μιας κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας, η οποία, διά της υπάρξεώς της καθ’ εαυτής, θα έδινε περιεχόμενο στην έννοια του «ευρωπαϊκού έθνους». Θεωρώντας τα επιμέρους ευρωπαϊκά έθνη ως τεχνητά, ο Κουντενχόβε-Καλέργκι δεν πρότεινε την εξάλειψη των γλωσσικών και γενικά πολιτιστικών διαφορών, αλλά πρότεινε η εθνική ταυτότητα να γίνει ένα ιδιωτικό ζήτημα του κάθε ατόμου, σαφώς διαχωρισμένο από το κράτος, ώστε το κράτος καθ’ εαυτό να μην έχει εθνική αναφορά και πολύ περισσότερο να μην έχει παράδοση.
3) Ο Κουντενχόβε-Καλέργκι υποστήριξε ότι το πρόβλημα των συνόρων μεταξύ των χωρών θα μπορούσε να επιλυθεί με μια νέα εννοιολόγηση του όρου πολίτης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Κουντενχόβε-Καλέργκι, οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν πρέπει να είναι αφοσιωμένοι σε εθνικά σύνορα, αλλά, τουναντίον, πρέπει να υποστηρίξουν τη μετατροπή των κρατών σε «περιφέρειες» και τη μετατροπή των κρατικών συνόρων σε σύνορα περιφερειών.
Στα δύο βασικά του συγγράμματα –Paneuropa (1923) και Πρακτικός Ιδεαλισμός (1925)– ο Κουντενχόβε-Καλέργκι δεν προσδιόρισε επακριβώς το τι εννοούσε με την όρο κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ωστόσο, στο φιλοσοφικό του σύγγραμμα Πρακτικός Ιδεαλισμός, επισημαίνει ότι η εβραϊκή πνευματική παράδοση έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και, κατ’ επέκταση, οδηγεί στην ενίσχυση των Εβραίων ως μελών της ευρωπαϊκής ελίτ. Επίσης, στην προσπάθειά του να αρθρώσει μια νέα μεθοδολογία κοινωνικής ιεραρχίας, ο Κουντενχόβε-Καλέργκι διαίρεσε τους Ευρωπαίους σε δύο κατηγορίες: στους «ανθρώπους της ποσότητας» και στους «ανθρώπους της ποιότητας» και υποστήριξε ότι οι «άνθρωποι της ποιότητας» είναι φορείς «μιας ανώτερης αποστολής» και προέρχονται από τις τάξεις «του αίματος της φεουδαρχικής αριστοκρατίας» και «της εβραϊκής πνευματικής αριστοκρατίας». Αυτό το μείγμα αποτελεί για τον Κουντενχόβε-Καλέργκι τον προπλασμό της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας της νέας εποχής. Ο Κουντενχόβε-Καλέργκι υποστηρίζει ότι η νέα πανευρωπαϊκή αριστοκρατία πηγάζει από τη φεουδαρχική ελίτ και από τον Εβραϊσμό και ειδικότερα εκφράζει τον θαυμασμό του προς τον Εβραϊσμό, γράφοντας ότι «οι δραπέτες της φυλακής-γκέτο (Εβραίοι) εξελίχθηκαν σε μια πνευματική αριστοκρατία της Ευρώπης», και ακόμη επισημαίνει ως μέλη της εβραϊκής πνευματικής αριστοκρατίας της εποχής του τον Αϊνστάιν, τον Λασάλ (LaSalle), τον Μπερξόν (Bergson), και «τον πρόδρομο της σύγχρονης πολιτικής», όπως τον αποκαλεί, Λέοντα Τρότσκι.
Το πολιτικό όραμα του Κουντενχόβε-Καλέργκι έχει βαθιά συνάφεια με τις ιδέες του Ασέρ Ζβι Χιρς Γκίνσμπεργκ (Asher Zvi Hirsch Ginsberg), ο οποίος είναι ένας από τους ιδεολογικούς προπάτορες του Σιωνισμού και είναι περισσότερο γνωστός με το όνομα Αχάντ Χαάμ (Ahad Haam). Επίσης, το Κίνημα «Pan-Europa» του Κουντενχόβε-Καλέργκι έλαβε γενναία στήριξη από Εβραίους κεφαλαιοκράτες, τον τραπεζίτη Λούις Ρόθτσαϊλντ (Louis Rothschild), τους τραπεζίτες Πολ και ο Μαξ Γουάρμπουργκ (Warburg), και τον χρηματιστή Μπέρναρντ Μπαρούχ (Bernard Baruch).
Οι εκλεκτοί «άνθρωποι της ποιότητας», κατά τον Κουντενχόβε-Καλέργκι, πρέπει να εποπτεύουν τους πολλούς «ανθρώπους της ποσότητας». Σχετικά με τους «ανθρώπους της ποσότητας», ο Κουντενχόβε-Καλέργκι αποφαίνεται ότι μια «ευρασιατική-νεγροειδής φυλή του μέλλοντος»,η οποία, ως προς την εξωτερική της εμφάνιση, θα είναι παρόμοια με τους αρχαίους Αιγυπτίους, θα αντικαταστήσει την ποικιλία των λαών με την ποικιλία των ατόμων. Με λίγα λόγια, το σχέδιο Κουντενχόβε-Καλέργκι προβλέπει μια διπλή κίνηση: από τη μια πλευρά, το διαιρεμένο σε ποικίλες εθνοτικές ομάδες «ευρωπαϊκό έθνος» θα υποστεί μια ευρεία εθνοφυλετική μείξη (εντός Ευρώπης και με άλλες φυλές), ώστε να μην υπάρχουν συλλογικές (αλλά μόνο ατομικές) ιδιοπροσωπίες, και, από την άλλη πλευρά, η ευρωπαϊκή ελίτ θα προσδιορίζεται από την «εβραϊκή αριστοκρατία» και τη γερμανική δύναμη (βλ. R. N. Coudenhove-Kalergi, Praktischer Idealismus, Wien-Leipzig: Paneuropa-Verlag, 1925).
Ο Κουντενχόβε‐Καλέργκι, το κίνημα των ευρωπαϊστών στις ΗΠΑ και η γεωπολιτική της ΕΕ
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ήδη το 1939, το αμερικανικό think‐tank Council on Foreign Relations (CFR) οργάνωσε ένα πρόγραμμα με τίτλο «Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση» στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ανέθεσε στον Κουντενχόβε‐Καλέργκι να διδάξει αυτό το πρόγραμμα στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Χρηματοδοτημένο γενναία από το Ίδρυμα Ροκφέλερ (Rockefeller Foundation) και από άλλους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, το CFR επεξεργάστηκε συγκεκριμένα σχέδια για την οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης, ώστε να οικοδομηθεί ένας ευρωατλαντικός γεωπολιτικός και γεωοικονομικός χώρος υπό την ηγεσία μιας ευρωατλαντικής ελίτ. Αυτά τα σχέδια διατυπώθηκαν δημοσίως όταν, το 1946, μια από τις ομάδες μελέτης του CFR, με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Ροκφέλερ και τον δικηγόρο Τσαρλς Σπόφορντ (Charles M. Spofford), συνέταξε μια μελέτη με τίτλο Η Ανοικοδόμηση της Ευρώπης (The Reconstruction of Europe), η οποία άσκησε σημαντική επιρροή σε κυβερνητικούς κύκλους των ΗΠΑ.
Τον Μάρτιο του 1947, μετά από συστηματική πολιτική πίεση που άσκησε ο Κουντενχόβε-Καλέργκι, δύο Αμερικανοί γερουσιαστές, ο Ουίλιαμ Φουλμπράιτ (William Fullbright) και ο Έλμπερτ Τόμας (Elbert D. Thomas), ηγήθηκαν της ψήφισης και από τα δύο Νομοθετικά Σώματα των ΗΠΑ μιας απόφασης που διακηρύσσει ότι «το Κονγκρέσο είναι υπέρ της δημιουργίας των Ηνωμένων Πολιτειών Ευρώπης». Για να προσελκύσουν δημόσια υποστήριξη προς αυτό το ψήφισμα, μέλη του CFR ενορχήστρωσαν μια έντονη επικοινωνιακή εκστρατεία. Στις 17 Μαρτίου, το περιοδικό Life, του οποίου ο εκδότης, ο Χένρι Λους (Henry Luce), ήταν ηγετικό στέλεχος του CFR, έγραψε τα εξής: «η πολιτική μας θα έπρεπε να βοηθήσει τα έθνη της Ευρώπης να ομοσπονδοποιηθούν». Στο ίδιο πνεύμα, ο Σάμερ Ουέλες (Sumner Welles) έγραψε στην εφημερίδα Washington Post, ιδιοκτησίας ενός ακόμη μέλους του CFR, του Εουτζέν Μέγερ (Eugen Meyer), τα εξής: «η Ευρώπη χρειάζεται απελπισμένα μια αποτελεσματική μορφή πολιτικής και οικονομικής ομοσπονδοποίησης». Επίσης, στις 18 Απριλίου, η εφημερίδα The New York Times, που αποτελεί κύριο δίαυλο έκφρασης του δημοσίου λόγου του CFR, δημοσίευσε ένα κύριο άρθρο που διακήρυσσε τα εξής: «Η Ευρώπη πρέπει να ομοσπονδοποιηθεί ή να χαθεί» («Europe must federate or perish»).
Τα προαναφερθέντα σχέδια για την ομοσπονδοποίηση της Δυτικής Ευρώπης και τη γεωπολιτική περικύκλωση της Ρωσίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και με την πολιτική του συστήματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήδη από το 1944. Μετά από την επιτυχημένη απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944, κορυφαίοι Βρετανοί αξιωματούχοι, υπό την εντολή του Τσόρτσιλ, εντατικοποίησαν τις ενέργειές τους εναντίον της Ρωσίας. Στις 27 Ιουλίου 1944, ο αρχηγός του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου της Μεγάλης Βρετανίας, υποκόμης Άλανμπρουκ (Viscount Alanbrooke) συναντήθηκε με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν (Anthony Eden) και αργότερα, έγραψε στο ημερολόγιό του για εκείνη τη συνάντηση τα εξής: «Θα έπρεπε άραγε η Γερμανία να διαμελισθεί ή να μεταστραφεί σταδιακά σε έναν σύμμαχο για να αντιμετωπιστεί η ρωσική απειλή σε είκοσι χρόνια από σήμερα; Προτείνω το δεύτερο... Η Γερμανία δεν είναι πλέον η κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη –η Ρωσία είναι. Αυτή έχει τεράστια κοιτάσματα πρώτων υλών και δεν μπορεί να μη γίνει η κύρια απειλή σε δέκα πέντε χρόνια από σήμερα. Συνεπώς, ενδυναμώστε τη Γερμανία, ανοικοδομώντας τη σταδιακά και οδηγώντας τη μέσα σε μια ομοσπονδία της Δυτικής Ευρώπης».
Το καλοκαίρι του 1944, ο αρχηγός της βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ουάσινγκτον, στρατηγός Ντέιβιντσον (Gen. F. H. N. Davidson), πρώην διοικητής της βρετανικής Στρατιωτικής Κατασκοπείας, συναντήθηκε με ανώτερο σύμβουλο του Αμερικανού προέδρου Φράνκλιν Ντέλανο Ρούσβελτ και τον ρώτησε αν η Μεγάλη Βρετανία θα μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξη και συνεργασία των ΗΠΑ στον «επόμενο πόλεμο» εναντίον της Ρωσίας. Ο Λευκός Οίκος απέρριψε την προαναφερθείσα βρετανική πρόταση και αντιμετώπιζε τη Ρωσία ως σύμμαχο.
Οι ΗΠΑ επί προεδρίας Ρούσβελτ αντιμετώπιζαν τη Ρωσία ως έναν διαχειρίσιμο σύμμαχο, εφόσον άλλωστε, όπως προανέφερα, το σοβιετικό καθεστώς, εξ αρχής, είχε υπόγεια συνεργασία με παράγοντες του δυτικού κεφαλαίου και βεβαίως, στη «Διάσκεψη της Γιάλτας» (4 έως 11 Φεβρουαρίου του 1945), ο Στάλιν συμφώνησε με τον Ρούσβελτ και τον Τσόρτσιλ σε μια κοινώς αποδεκτή μεταπολεμική πολιτική που θα ακολουθούσαν σχετικά με τις χώρες που είχε καταλάβει η ναζιστική Γερμανία αλλά και με την τύχη των χωρών που είχαν συμμαχήσει με αυτήν. Από την άλλη πλευρά, η Μεγάλη Βρετανία επί πρωθυπουργίας Τσόρτσιλ προσπαθούσε να υπερασπιστεί και να διασώσει το γεωπολιτικό σύστημα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ανησυχούσε ότι η Ρωσία θα μπορούσε, σταδιακά, να βγει εκτός ελέγχου και να εκδηλώσει ηγεμονικές φιλοδοξίες στην Ευρώπη και επίσης επεδίωκε να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε σατράπη του συστήματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Εξ ου και, το 1944, ο σερ Στιούαρτ Μένζις (Sir Steward Menzies), αρχηγός της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας MI6 κατά το χρονικό διάστημα 1939-1952, δημιούργησε τον Τομέα 9 (Section 9) της MI6, δηλαδή μια μονάδα αντικατασκοπείας με στόχο τη Σοβιετική Ένωση (βλ. A. C. Brown, “C”: The Secret Life of Stewart Graham Menzies, Spymaster to Winston Churchill, Εκδ. Collier Books, 1989). Επίσης, ο Μένζις και ο Τσόρτσιλ ανέπτυξαν ένα μεγάλο δίκτυο βρετανικής κατασκοπείας στις ΗΠΑ, ενώ, την ίδια περίοδο, η MI6 άρχισε να στρατολογεί πρόσφυγες από το Ανατολικό Μέτωπο εναντίον των Ρώσων.
Περί τα τέλη του 1944, η MI6 είχε ήδη έρθει σε επαφή και συνεργασία με εξόριστες αντικομμουνιστικές, φιλοναζιστικές ομάδες από ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Αυτές οι ομάδες περιελάμβαναν την οργάνωση Intermarium και την οργάνωση Promethean League, οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη στρατολόγηση σημαντικών Ουκρανών φιλοναζιστών εξτρεμιστών και δολοφόνων. Ορισμένοι από αυτούς τους Ουκρανούς φιλοναζιστές εξτρεμιστές και δολοφόνους επαναπροωθήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να διενεργήσουν δολιοφθορές σε βάρος της σοβιετικής κυβέρνησης, ενώ άλλοι εντάχθηκαν στις τάξεις της βρετανικής MI6 και της αμερικανικής CIA, υπό τον διοικητή της CIA Άλεν Ντάλες (Allen Dulles), για να ασκήσουν κατασκοπεία και να πραγματοποιήσουν μυστικές επιχειρήσεις. Ο Λυκός Οίκος υιοθέτησε επίσημα τη βρετανική στρατηγική εναντίον της Ρωσίας όταν πρόεδρος των ΗΠΑ εξελέγη ο Χάρι Τρούμαν (Harry S. Truman).
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το ευρωατλαντικό κατεστημένο υποστήριξε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με σκοπό να δημιουργήσει έναν ευρωατλαντικό γεωπολιτικό πόλο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και έναν μεγάλο και υποταγμένο ευρωατλαντικό γεωοικονομικό χώρο στην υπηρεσία του πολυεθνικού κεφαλαίου και του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Επίσης, μέσω του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η πάλαι ποτέ Δυτική Γερμανία λειτούργησε ως τοποτηρητής της Ουάσινγκτον τόσο στην Κοινή Αγορά, όσο και στην Ευρώπη γενικότερα. Τον ίδιο ρόλο ανέθεσε, ή ακριβέστερα επέβαλε, η Ουάσινγκτον στην ενωμένη πλέον Γερμανία μετά από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) φέρει εντόνως τη σφραγίδα του Κουντενχόβε-Καλέργκι, τον οποίο τιμά ιδιαιτέρως ως έναν σημαντικό πνευματικό πατέρα της. Ο Κουντενχόβε-Καλέργκι πρότεινε το ποίημα του Γερμανού ποιητή Φρίντριχ Σίλερ «Ωδή στη Χαρά», όπως έχει μελοποιηθεί από τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, να γίνει ο επίσημος Ευρωπαϊκός Ύμνος. Πράγματι, το 1972, η από τον Μπετόβεν σύνθεση της «Ωδής στη Χαρά» του Σίλερ υιοθετήθηκε ως ύμνος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και, το 1985, οι Ευρωπαίοι ηγέτες την υιοθέτησαν ως επίσημο ύμνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (χωρίς τους στίχους). Το ακαδημαϊκό έτος 1972-1973 στο Κολέγιο της Ευρώπης (Collège d’ Europe) ονομάστηκε έτος Κουντενχόβε-Καλέργκι.
Τον Νοέμβριο του 2012, το βραβείο Κουντενχόβε-Καλέργκι απονεμήθηκε στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν φαν Ρομπάι (Herman Van Rompuy), στο πλαίσιο ενός συνεδρίου στη Βιέννη αφιερωμένου στον εορτασμό των 90 ετών από την ίδρυση του Κινήματος «Pan-Europa». Τον Μάιο του 2014, το βραβείο Κουντενχόβε-Καλέργκι απονεμήθηκε στον πρόεδρο του Eurogroup (δηλαδή της επίσημης σύσκεψης των υπουργών οικονομικών της Ευρωζώνης), Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ (Jean-Claude Juncker). Μεταξύ των πολιτικών προσωπικοτήτων της Ευρώπης που έχουν τιμηθεί με το βραβείο Κουντενχόβε-Καλέργκι, περιλαμβάνονται η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ (Angela Merkel), το 2010 και η Λετονή πρόεδρος Βάιρα Βίκε-Φραϊμπέργκα (Vaira Vike-Freiberga), το 2006.
Μετά από τον θάνατο του Κουντενχόβε-Καλέργκι, νέος διεθνής πρόεδρος του Κινήματος «Pan-Europa» (Pan-Europa Union) ανέλαβε ο Ότο φον Χάμπσμπουργκ (Otto von Habsburg, 1912-2011), ο μεγαλύτερος υιός του τελευταίου αυτοκράτορα της Αυστρο-Ουγγαρίας, επικεφαλής του Οίκου των Αψβούργων και επίσημος διεκδικητής του Θρόνου της Αυστρίας, Ουγγαρίας, Κροατίας, Σλοβενίας, Σλοβακίας, Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Επίσης, ο Ότο φον Χάμπσμπουργκ διετέλεσε ευρωβουλευτής (με το κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας, CSU) κατά το χρονικό διάστημα 1979-1999.
Την ιδιόμορφη αυταρχική, αυτοκρατορικής υφής υπερδομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραδέχθηκε και κατήγγειλε δημοσίως, σε συνέντευξη Τύπου στις Κάννες, στις 27 Ιουνίου 1995, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, αμέσως μετά από τη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είχε πραγματοποιηθεί εκεί. Συγκεκριμένα, αμέσως μετά από τη σύνοδο κορυφής των Καννών του 1995, ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε τα εξής: «Βρίσκω ότι πάμε σ’ ένα είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης αλλά όχι στο βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας. Στο βωμό των κρίσεων και των συμφερόντων. Συμφερόντων, το λέγω, ρητά...δεν θέλω ν’ αποκαλύψω ονόματα. Σας λέγω όμως ότι εδώ... υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το διευθυντήριο».
Επιπλέον των ανωτέρω επισημάνσεων, η γεωπολιτική βοηθεί να κατανοήσουμε ότι το ιδρυμένο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια οικονομική ένωση. Πέρα από την οικονομική της διάσταση, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να ενώσει:
την Καρολίγγεια Ευρώπη (η οποία έχει ως πολιτιστικό και ιστορικό της λίκνο τον γερμανοφραγκισμό με ιστορικό θεμελιωτή τον Φράγκο βασιλέα Καρλομάγνο),
την Πρωσική Ευρώπη (με επίκεντρο την Πολωνία),
καθώς και τη Βαλκανική Ευρώπη, η οποία ανέκαθεν είχε τελείως διαφορετική ιστορία και τελείως διαφορετικό πολιτισμό, τόσο από την Καρολίγγεια Ευρώπη όσο και από την Πρωσική Ευρώπη, εφόσον η Βαλκανική Ευρώπη ήταν μέρος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γνωστής και ως Βυζάντιο.
Η ραχοκοκαλιά της ιδρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η περιοχή που αποτελούσε την Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου, δηλαδή μια περιοχή που ξεκινάει από τις ολλανδικές ακτές, επεκτείνεται στη δυτική Γερμανία και σε περιοχές δυτικά αυτής και καταλήγει στις Άλπεις. Παράλληλα, υφίσταται η Πρωσική Ευρώπη, ανατολικά της Καρολίγγειας Ευρώπης και μακριά στα νοτιανατολικά, υπάρχει η Βαλκανική Ευρώπη, η οποία έχει βυζαντινές ρίζες. Συνεπώς, εγγενής στο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και ένας πολιτιστικός ανταγωνισμός, ένας λανθάνων πλην σημαντικός και κρίσιμος πόλεμος των πολιτισμών, τη σημασία του οποίου ως άρρηκτο κομμάτι της γεωπολιτικής ανάλυσης έχει θέσει με δραματικούς τόνους ο Σάμιουελ Χάντινγκτον (Samuel Huntington), καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Harvard, στο βιβλίο του με τίτλο Η Σύγκρουση των Πολιτισμών (The Clash of Civilizations, Εκδ. Simon and Schuster, 1996). Εξ ου και τόσο η Καρολίγγεια Ευρώπη όσο και οι άλλοι σημαντικοί παράγοντες του ατλαντικού γεωπολιτικού συνασπισμού έχουν τους εξής στρατηγικούς γεωπολιτιστικούς στόχους: (α) την αποδόμηση της βυζαντινής ταυτότητας των Βαλκανίων και της Ουκρανίας, (β) την αποτροπή δημιουργίας ενός νεοβυζαντινού άξονα μεταξύ της Ελλάδας, άλλων βαλκανικών κρατών, της Ουκρανίας και της Ρωσίας και βεβαίως (γ) την πολιτιστική αφομοίωση της Ρωσίας σε έναν παγκόσμιο πολιτιστικό μονόλογο υπαγορευόμενο από τους ατλαντιστές. Ο Χάντινγκτον, στο άρθρο του με τίτλο «The Chash of Civilizations?», το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign Affairs, τεύχος Σεπτεμβρίου 1993, υπήρξε σαφής γράφοντας: «Εάν οι Ρώσοι, εφόσον δεν συμπεριφέρονται πλέον σαν κομμουνιστές, απορρίψουν το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και αρχίσουν να συμπεριφέρονται ως Ρώσοι και όχι ως μέλη της Δύσης, η σχέση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης θα μπορούσε και πάλι να γίνει απόμακρη και έντονα συγκρουσιακή... Το βελούδινο παραπέτασμα της κουλτούρας έχει αντικαταστήσει το σιδηρούν παραπέτασμα της ιδεολογίας ως η κρίσιμη διαχωριστική γραμμή στην Ευρώπη».
Ο Καρλομάγνος (742-814 μ.Χ.) ιστορικά σηματοδοτεί την κυριαρχία των Φράγκων στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την υποβάθμιση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ο Φράγκος Βασιλέας Καρλομάγνος, παρ’ ότι ήταν υιός και εγγονός Φράγκων βασιλέων, ήταν αναλφάβητος και σε μεγάλη ηλικία προσπάθησε να μάθει γραφή και ανάγνωση. Ωστόσο, είχε κοσμοκρατορικά ιδεώδη και γι’ αυτό συγκέντρωσε λόγιους στην αυλή του –οι οποίοι δεν γνώριζαν βεβαίως παρά ελάχιστα από τα στοιχεία της κλασσικής ελληνικής σκέψης (κι αυτά μέσω κακών μεταφράσεων)– και επεδίωκε να δημιουργήσει σχολές (εξ ου και η γέννηση του ‘Σχολαστικισμού’ στη Δύση), ώστε να κυριαρχήσει πολιτιστικά στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού του, ο Καρλομάγνος όριζε επισκόπους με δικές του κυρίως, παρά παπικές, αποφάσεις, απαιτούσε αυτοί να αναλαμβάνουν καθήκοντα που θα άρμοζαν σε κοσμικούς άρχοντες και επίσης καθιέρωσε την παράδοση της ανάμιξης των αυτοκρατόρων –μέσω πολύπλοκων ραδιουργιών– στην εκλογή παπών. Έτσι, δημιούργησε ένα ισχυρό, συγκεντρωτικό και γερμανοκρατούμενο υπερκράτος.
Αισθανόμενος άβολα απέναντι στη λάμψη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) και προωθώντας τα κοσμοκρατορικά και απολυταρχικά ιδεώδη του, ο αγράμματος ‘διαφωτιστής’, σχολάρχης και Βασιλέας των Φράγκων Καρλομάγνος διέταξε τους θεολόγους της Αυλής του (Αλκουίνο και Θεοδούλφο), στο πλαίσιο της φραγκικής πολιτιστικής και θρησκευτικής διπλωματίας, να αναιρέσουν τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι, εγράφησαν τα γνωστά βιβλία Libri Carolini, με τα οποία αναιρούνταν η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Το 794, ο Καρλομάγνος συγκάλεσε στη Φρανκφούρτη Σύνοδο στην οποία συμμετείχαν οι επίσκοποι της επικράτειάς του, αναγνώσθηκαν τα Libri Carolini και καταδικάσθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Επίσης, η δοξασία του «Filioque» (που σημαίνει ‘και εκ του Υιού’, σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος) αναπτύχθηκε στους θεολογικούς κύκλους του Καρλομάγνου –παρά την αντίδραση των Ρωμαίων παπών Αδριανού Α’ και Λέοντος Γ’– διότι, μέσω της καινοτόμου (ήγουν αιρετικής) διδασκαλίας του «Filioque», ο Καρλομάγνος φιλοδοξούσε να καταδείξει την υποτιθέμενη θεολογική υπεροχή των Φράγκων έναντι των Βυζαντινών. Το «Filioque» είναι μείζον ζήτημα, αφενός διότι αποτελεί μια θεολογική καινοτομία, ήγουν μια αίρεση υπό τη στενή έννοια του όρου, αφετέρου, παρεισάγοντας την έννοια της εξουσιαστικής ιεραρχίας στην Αγία Τριάδα, καλλιεργεί ευρύτερα και επιχειρεί να δικαιολογήσει θεολογικώς τις πολύπλοκες εξουσιαστικές ιεραρχικές δομές του δυτικού φεουδαρχικού συστήματος (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. το βιβλίο μου Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο, Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2014).
Τα συμπλέγματα και το μένος του Καρλομάγνου απέναντι στο Βυζάντιο εκφράζονται στα πρακτικά της φραγκικής Συνόδου της Φρανκφούρτης, όπου οι κάτοικοι του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους αποκαλούνται υποτιμητικά «Γραικοί» και χαρακτηρίζονται ως Έλληνες-ειδωλολάτρες, επειδή δήθεν λατρεύουν τις θρησκευτικές εικόνες. Μάλιστα, ο πολιτιστικός πόλεμος του Καρλομάγνου εναντίον του Ελληνισμού και του Βυζαντίου συνεχίστηκε με τα γνωστά συγγράμματα Contra errores Grecorum (Εναντίον των Λαθών των Γραικών), όπου οι αυλικοί του Καρλομάγνου, υπηρετώντας την πολιτική του, ισχυρίζονται ότι τις ορθές ερμηνείες της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής φιλοσοφίας τις κατέχουν αυτοί και όχι η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει, ως ανώτατη τιμητική διάκριση, το «Βραβείο Καρλομάγνος», έχει οικοδομήσει την «Αίθουσα Καρλομάγνος» στις εγκαταστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και γενικώς έχει ορίσει τον Καρλομάγνο ως τον παραδειγματικό της πολιτιστικό ήρωα, δείχνοντας απροκαλύπτως ότι η κουλτούρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εχθρική προς το Βυζάντιο/Βυζαντινή Ευρώπη.
Τα επεκτατικά σχέδια των Φράγκων στον Μεσαίωνα αποκρούστηκαν επιτυχώς από τη ρωσοβυζαντινή συμμαχία. Ένας σημαντικός στρατηγικός δεσμός μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας ήταν το Τάγμα των Βαραγγίων, γνωστό και ως Βαραγγική Φρουρά. Ήδη το 839, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Θεόφιλος είχε στρατολογήσει Βαράγγους. Το 949, Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρετούσαν στο στρατό του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της αραβοκρατούμενης Κρήτης, ενώ Βάραγγοι μισθοφόροι συμπεριλαμβάνονταν επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρία το 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο, οι Βάραγγοι αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς του Βυζαντίου.
Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ δημιούργησε ειδικό τάγμα σωματοφυλάκων το οποίο αποκλήθηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά. Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Βαραγγική Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Η Βαραγγική Φρουρά συμμετείχε στη μάχη της Βέροιας υπό τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, ενώ, κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), ήταν το μόνο τμήμα του Βυζαντινού Στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του.
Η γεωπολιτική του ευρώ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι οικονομολόγοι Ρόμπερτ Μαντέλ (Robert Mundell), Ρόναλντ Μακίνον (Ronald McKinnon) και Πίτερ Κένεν (Peter Kenen) ανέπτυξαν τη θεωρία των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών», αγγλιστί optimum currency areas (βλ. R. A. Mundell, International Economics, Εκδ. Macmillan, 1968, σελ. 177-186· ο Ρόμπερτ Μαντέλ έλαβε το βραβείο Νομπέλ Οικονομικών το 1999). Αυτή η θεωρία προσδιορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες διάφορες χώρες θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος (και άρα κοινής νομισματικής πολιτικής), αντί η κάθε μια τους να έχει το δικό της εθνικό νόμισμα (και άρα να ακολουθεί τη δική της εθνική νομισματική πολιτική). Το σκεπτικό της θεωρίας των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών» είναι σαφές και ευκολονόητο. Κατ’ αρχάς, εκκινεί από την απλή διαπίστωση ότι το χρήμα είναι η βάση της νομισματικής πολιτικής, και η νομισματική πολιτική παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική σταθεροποίηση. Η νομισματική πολιτική μπορεί να αυξήσει τον μέσο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης διότι, όταν εφαρμόζεται σωστά, εξομαλύνει τις δυσμενείς συνέπειες των υφεσιακών φαινομένων. Συνεπώς, η θεσμοθέτηση ενιαίου νομίσματος θα είναι επωφελής όταν οι διάφορες εθνικές οικονομίες είναι συγχρονισμένες μεταξύ τους, δηλαδή όταν έχουν την ίδια δυναμική, τόσο από πλευράς πραγματικής δραστηριότητας όσο και από πλευράς πληθωρισμού. Η υιοθέτηση κοινής νομισματικής πολιτικής, σε αυτήν την περίπτωση, συνάδει με τις οικονομικές συνθήκες όλων των κρατών που μετέχουν στη νομισματική ένωση, εφόσον όλα αυτά τα κράτη βρίσκονται στην ίδια φάση του οικονομικού κύκλου σε κάθε χρονική στιγμή.
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό οι χώρες που υιοθετούν κοινό νόμισμα να έχουν προηγουμένως συγκλίνει σε κοινό επίπεδο πληθωρισμού, διότι διαφορετικοί ρυθμοί πληθωρισμού συνεπάγονται ότι η χώρα στην οποία τα κόστη αυξάνονται περισσότερο από ό,τι στις άλλες θα υποστεί απώλεια στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της. Το πιο πρόσφορο μέσο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι η υποτίμηση του νομίσματος, αλλά η θέσπιση κοινού νομίσματος αφαιρεί αυτή τη δυνατότητα από τη χώρα που την έχει ανάγκη. Συνεπώς, για να μην υποστούν ζημίες από τη θέσπιση κοινού νομίσματος, οι οικονομίες που μετέχουν σε αυτό πρέπει να έχουν προηγουμένως επιτύχει τον μακροοικονομικό συγχρονισμό μεταξύ τους. Μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση είναι συμφέρουσα η θέσπιση ενός ενιαίου νομισματικού καθεστώτος. Επίσης, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού νομισματικού καθεστώτος είναι η εξασφάλιση αποτελεσματικής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη τη νομισματική περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, μια απλή εξέταση των χαρακτηριστικών των ευρωπαϊκών κρατών που εντάχθηκαν στην Ευρωζώνη δείχνει ότι δεν ανήκουν σε μια «βέλτιστη νομισματική περιοχή». Οι οικονομίες τους δεν είναι συγχρονισμένες μεταξύ τους, τα επίπεδα πληθωρισμού όχι μόνο δεν είναι κοινά μεταξύ τους, αλλά αποκλίνουν, και η διεθνής κινητικότητα του εργατικού δυναμικού στην Ευρωζώνη είναι πολύ περιορισμένη (π.χ. οι άνεργοι στην Ήπειρο δεν αναζητούν εργασία στη Βαυαρία με τον τρόπο και την ευκολία που οι άνεργοι της Πολιτείας Κεντάκι θα αναζητούσαν εργασία στην Πολιτεία Βερμόντ στις ΗΠΑ). Μικρές χώρες, όπως το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Αυστρία, οι οποίες έχουν ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με τη Γερμανία και παρόμοια επίπεδα πληθωρισμού μεταξύ τους, θα μπορούσαν να αποτελούν μέλη μιας βέλτιστης νομισματικής περιοχής του γερμανικού μάρκου. Όμως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, όπως επίσης η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα, δεν είναι μέλη μιας βέλτιστης νομισματικής περιοχής, είτε αυτή είναι του γερμανικού μάρκου είτε του ευρώ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η απώλεια της επιλογής άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της πολιτικής οικονομικής σταθεροποίησης και γι’ αυτό, κατ’ επέκταση, μειώνει μακροπρόθεσμα την οικονομική μεγέθυνση, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλα επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ύφεσης σε εθνικό επίπεδο. Μια και μόνη συνταγή νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να ταιριάξει στις ανάγκες διαφορετικών εθνικών οικονομιών συγχρόνως. Γι’ αυτό, η υιοθέτηση κοινού νομίσματος μειώνει το εισόδημα (σε σύγκριση με το εισόδημα που θα μπορούσε να επιτευχθεί αν εφαρμοζόταν η κατάλληλη εθνική νομισματική πολιτική) στις χώρες που το υιοθετούν χωρίς να πληρούνται οι όροι που θέτει η θεωρία των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών». Για παράδειγμα, εξ αιτίας της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα, μετά από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, αντί να υποτιμήσει το νόμισμά της (όπως θα έκανε αν είχε δυνατότητα άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής), υποχρεώθηκε να υποβαθμίσει ραγδαία το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της και να λάβει μέτρα που εκτόξευσαν την ανεργία στο 30 τοις εκατό.
Παρ’ ότι η αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων από το ευρώ ήταν μια παράλογη απόφαση από πλευράς οικονομικής επιστήμης, αυτή η απόφαση ελήφθη, όπως προανέφερα, με κριτήρια γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, κυρίως για να δημιουργήσει έναν ευρωατλαντικό οικονομικό πόλο, για να δημιουργήσει τον οικονομικό βραχίονα του ΝΑΤΟ, ειδικά με στόχο την προσέλκυση και ενσωμάτωση κρατών του πρώην σοβιετικού συνασπισμού στον ευρωατλαντικό πόλο και για να επιβάλλει ένα παγκόσμιο καθεστώς χρηματοοικονομικού φασισμού, στο πλαίσιο του οποίου το τραπεζικό σύστημα και το νόμισμα αυτονομούνται από την πολιτική διακυβέρνηση και από την πραγματική οικονομία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ήδη το 1976, όταν η Βουλή των Ελλήνων συζητούσε τα υπέρ και τα κατά της ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως αρχηγός τότε του ΠΑΣΟΚ, έχοντας βαθιά γνώση της πολιτικής οικονομίας (εφόσον είχε διατελέσει καθηγητής Οικονομικών στα πανεπιστήμια Harvard και Berkeley), είχε επισημάνει τα εξής: (α) η απόκλιση μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης θα μεγαλώνει· (β) η Ελλάδα, ως αναπτυσσόμενη οικονομία, έχει ανάγκη να μπορεί να επιλέγει τη δική της, εθνική νομισματική και δασμολογική πολιτική· (γ) η άκαιρη και απροϋπόθετη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ θα διευρύνει, αντί να μειώσει, το άνοιγμα ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και στην Ελλάδα, εφόσον τα κεφάλαια που θα έρθουν στην Ελλάδα θα αγοράσουν τις πιο δυναμικές ελληνικές βιομηχανίες, η Ελλάδα θα υποταχθεί, σταδιακά, πολιτικά και οικονομικά, στο πολυεθνικό κεφάλαιο, η ελληνική γεωργία θα υποταχθεί στις επιταγές των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών αγροτικών οικονομιών και σημαντικό κομμάτι του ελληνικού εργατικού δυναμικού θα υποχρεωθεί, σταδιακά, να μεταναστεύσει, προκαλώντας δημογραφικό πρόβλημα. Πράγματι, αυτές ήταν οι εξελίξεις που συνέβησαν στην Ελλάδα στις επόμενες τέσσερεις δεκαετίες. Επίσης, ήδη το 1976, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επισημάνει ότι η Γερμανία λειτουργούσε ως «τοποτηρητής» των συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ευρώπη και ότι η ΕΟΚ ήταν η άλλη όψη του ΝΑΤΟ.
Ως προς τη δομή και την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν τρεις κυρίως τάσεις: Η παραδοσιακή βρετανική τάση θέλει μια χαλαρή ευρωπαϊκή ένωση, στο πλαίσιο της οποίας κυρίαρχα κράτη θα συγκροτούν μια ζώνη ελεύθερων οικονομικών συναλλαγών και θα συζητούν σε τακτική βάση σημαντικά πολιτικά και οικονομικά ζητήματα για την Ευρώπη και τον κόσμο, δημιουργώντας ad hoc πολιτικές συμφωνίες. Η γαλλογερμανική τάση θέλει μια βαθύτερη οικονομική συγχώνευση των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποκορύφωμα τη νομισματική ένωση, αλλά με μια σημαντική ‘λεπτομέρεια’: η Γερμανία, της οποίας το 40% του ΑΕΠ προέρχεται από εξαγωγές και άρα έχει ζωτική ανάγκη τη συναλλαγματική σταθερότητα και την ύπαρξη μεγάλων αγορών για τη γερμανική βιομηχανία, θέλει τη συγχώνευση της κυριαρχίας των κρατών στην Ευρωζώνη υπό τη συγκαλυμμένη προϋπόθεση ότι η Ευρωζώνη θα λειτουργεί ως ο οικονομικός ζωτικός χώρος της γερμανικής βιομηχανίας. Η δε Γαλλία προσυπογράφει το σκεπτικό για τη συγχώνευση της κυριαρχίας των κρατών στην Ευρωζώνη με τη φιλοδοξία ότι θα έχει μείζονα πολιτικό λόγο σε αυτήν και θα κρύβει μέσα σε αυτήν την ένωση τις δομικές αδυναμίες του γαλλικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, Γάλλοι και Γερμανοί υποστηρίζουν την Ευρωζώνη στο όνομα και χάριν ιδίων, γαλλικών και γερμανικών, συμφερόντων και υπολογισμών. Όμως αυτές οι νοοτροπίες, αντιφάσκουσες προς την πραγματική φύση μιας οικονομικής ένωσης, συντηρούν τις δομικές αντιφάσεις και δυσλειτουργίες της Ευρωζώνης και γενικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τρίτη, τέλος, τάση είναι η ατλαντική, η οποία εκπορεύεται από την Ουάσινγκτον και θέλει μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία θα διατηρεί τον γαλλογερμανικό άξονα ευσταθή και ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ και θα εξασφαλίζει τη γεωπολιτική πρόσδεση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του γεωπολιτικού χώρου της Ρίμλαντ στο άρμα των ΗΠΑ, δημιουργώντας έναν ενιαίο ευρωατλαντικό χώρο (Σημείωση: Ο Αμερικανός θεωρητικός της γεωπολιτικής Νίκολας Σπάικμαν (Nicholas Spykman) ονόμαστε «Ρίμλαντ» (Rimland) τη γεωπολιτική περιοχή που αντιστοιχεί στο άκρο της ξηράς, ή αντίστοιχα στο άκρο της θάλασσας, δηλαδή την ενδιάμεση περιοχή μεταξύ του γεωπολιτικού πόλου της ξηράς και του γεωπολιτικού πόλου της θάλασσας· στη Ρίμλαντ ανήκουν η Δυτική και η Κεντρική Ευρώπη, η Βαλκανική Χερσόνησος και η Μέση Ανατολή).
Σημείωση: Η παρούσα ανάλυση είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Λάου με τίτλο Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο, το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα, το 2014, από τις Εκδόσεις Λεξίτυπον.
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου