«Στίς
τέσσερις τό πρωΐ, ημέρα Παρασκευή 20 τού Ιούνη 1824, άρχισε νά
ξεμπουκάρει από τό Σίγρι, η αρμάδα. Φύσαγε μαϊστράλι. Σέ λίγο, όταν
σκόρπισε τό αυγινό πούσι, οι βιγλάτορες από τόν Τηλέγραφο τήν
ξεδιακρίνουν νά έρχεται ολόϊσια γιά τό νησί τους. Δίνουν αμέσως τό
σινιάλο καί σέ λίγο οι Ψαριανοί βρίσκονται στό πόδι κι ο καθένας τρέχει
στό πόστο πού είχε ταχθεί.
Γέμισε
η θάλασσα καράβια, ίσαμε 235 μεγάλα καί μικρά πλεούμενα. Πολλά από τά
φορτηγά, τά γεμάτα στρατό, ήταν ευρωπαϊκά καί γιά τούτο αρμένιζαν δίχως
παντιέρα. Έτσι στέκονταν εν τάξει μέ τήν ουδετερότητα πού είχαν
προκηρύξει οι κυβερνήσεις τους. Σ’ αυτά βρίσκονταν στοιβαγμένοι πάνω από
15.000 πολεμιστές. Μά κι από τούς πιλότους οι περισσότεροι Ευρωπαίοι.
Τούς προμήθεψαν στούς Τούρκους οι Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι τής Σμύρνης),
πού μέ κάθε τρόπο γύρευαν νά λείψει τούτη η σφηκοφωλιά πού έβλαφτε τό
εμπόριό τους.
Προστάζει
ο Χοσρέφ ν’ αρχίσει η απόβαση. Φελούκες, σαλούπες, σκαμπαβίες,
λαντσόνια γεμάτα ασκέρι, αθώρητα μέσα στή θολούρα τής μάχης φτάνουν στήν
ξηρά. Μπήγοντας οι Τούρκοι τίς