Την ίδια στιγμή η πολιτική των κεντρικών τραπεζών βαίνει στο τέλος της – με τη Fed να έχει ήδη προβεί σε διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων και με την ΕΚΤ να δηλώνει το σταμάτημα των πακέτων ρευστότητας (QE), καθώς επίσης αυξήσεις επιτοκίων από τα μέσα του 2019 που φυσικά θα προκαλέσουν τεράστιες δυσκολίες ειδικά στον ευρωπαϊκό Νότο, στον οποίο συμπεριλαμβάνουμε και τη Γαλλία.
Οι συνέπειες
Συνεχίζοντας, όπως αναφέραμε η αβεβαιότητα καθιστά τους ανθρώπους ανασφαλείς, οπότε τους εμποδίζει να σκέφτονται και να αποφασίζουν – κάτι που αποσταθεροποιεί την Οικονομία και αυξάνει ακόμη πιο πολύ την ανασφάλεια. Βέβαια, κανένας δεν γνώριζε ποτέ τι θα συμβεί στο μέλλον – ενώ τα ρίσκα είναι φυσιολογικά στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Εν τούτοις, τα ρίσκα αυτά συνήθως προϋπολογίζονται, η πιθανότητα εμφάνισης τους λαμβάνεται υπ’ όψιν και τα σφάλματα που πάντοτε συνοδεύουν τις προβλέψεις προκαθορίζονται – ενώ φυσικά ασφαλίζονται κάποια από αυτά, με τα παράγωγα στις αγορές, με τα προγράμματα που προσφέρουν οι ασφαλιστικές εταιρείες κοκ.
Η ανασφάλεια όμως είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την απλή αβεβαιότητα, αφού ο όρος συμπεριλαμβάνει την πιθανότητα να είναι το μέλλον εντελώς διαφορετικό από το παρόν – χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει εάν η «αντιστροφή» αυτή θα είναι προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. Για παράδειγμα, οι προηγούμενες δεκαετίες ήταν σε μεγάλο βαθμό υπολογίσιμες, τουλάχιστον για τις δυτικές κοινωνίες – αφού επικρατούσε μία εκτεταμένη σταθερότητα, χωρίς τρομακτικά μεγάλες διακυμάνσεις. Ακόμη δε και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 δεν άλλαξε πολλά πράγματα – έχοντας ουσιαστικά διαρκέσει ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα
Επομένως, μπορεί ο καπιταλισμός-καζίνο να «παρήγαγε» συνεχείς ανόδους και καθόδους, φούσκες και κραχ, αλλά οι εθνικοί, οι ευρωπαϊκοί και οι διεθνείς Θεσμοί, όπως οι κεντρικές τράπεζες, οι οργανισμοί και οι κυβερνήσεις, λειτουργούσαν σχετικά καλά – κατορθώνοντας να επεμβαίνουν έστω την τελευταία στιγμή αποτελεσματικά, οπότε να εμποδίζουν τη γενικότερη κατάρρευση του συστήματος. Σήμερα όμως ακόμη και η Πολιτική έχει μετατραπεί σε έναν συντελεστή αβεβαιότητας και ανασφάλειας – με κριτήριο τις αποφάσεις που λαμβάνονται προκαλώντας έκπληξη, όπως η αποχώρηση των Η.Π.Α. από τη Συρία, η συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία ή η στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στο Σκοπιανό.
Από την άλλη πλευρά νέα κινήματα που δημιουργούνται από τα κάτω, όπως τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, χρησιμοποιούν τις δυνατότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να οδηγήσουν τους ανθρώπους στους δρόμους – ενώ ακόμη και η πολιτικά σταθερή Μ. Βρετανία, αποφάσισε με μία μικρή πλειοψηφία σε ένα δημοψήφισμα που δεν είχε μεγάλη συμμετοχή για την έξοδο της από την ΕΕ, χωρίς όμως να εξασφαλίζει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και χωρίς να υπάρχει συμφωνία με την Κομισιόν!
Στη Βραζιλία κατάφερε να εκλεγεί στην προεδρία ένας ακροδεξιός ηγέτης, στηριζόμενος σε μία προεκλογική καμπάνια που βασιζόταν στην εφαρμογή για κινητά WhatsApp – ενώ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ηγούνται ήδη κυβερνήσεις μειοψηφίας που στηρίζονται σε εναλλασσόμενες λαϊκές πλειοψηφίες, οπότε είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι αποφάσεις τους. Στο Βέλγιο ανατράπηκε η κυβέρνηση λόγω του μεταναστευτικού, στη Γερμανία οι σχέσεις των δύο κομμάτων που συγκυβερνούν είναι πολύ άσχημες και χάνουν συνεχώς μερίδια στις δημοσκοπήσεις, ενώ ακόμη και στη Σουηδία που θεωρείται η μητέρα του ψύχραιμου συμβιβασμού, τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν από πολλούς μήνες τώρα να συμφωνήσουν στη δημιουργία ενός βιώσιμου συνασπισμού.
Τα θεμέλια της σύγχρονης εποχής
Περαιτέρω, ολόκληρη η σύγχρονη εποχή που ξεκίνησε πολλούς αιώνες πριν αποτελεί ένα εγχείρημα εναντίον της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας – μεταξύ άλλων με την εξέλιξη των επιστημών που προσπαθούν να βρουν απαντήσεις για κάθε ερώτημα, αίτια και αιτιατά, έτσι ώστε οι άνθρωποι να γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει και να μπορούν να προγραμματίσουν το μέλλον τους.
Οι κρατικοί Θεσμοί, οι σωστά οργανωμένες επιχειρήσεις και οι ρυθμισμένες αγορές (που όμως απορυθμίσθηκαν σταδιακά μετά το 1980) είχαν ως στόχο να περιορίσουν το απρόβλεπτο και να αντισταθμίσουν τους κινδύνους – έτσι ώστε όλοι οι «συντελεστές», κράτη, επιχειρήσεις, νοικοκυριά και άτομα να είναι σε θέση να χειριστούν καλύτερα ή/και ευκολότερα τη «ζωή» τους.
Ειδικά όσον αφορά την Οικονομία και τις κοινωνίες, περί τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν οι στατιστικοί να μετρούν συστηματικά τα επί μέρους «μεγέθη» τους, για να μπορούν να υπάρχουν συγκρίσεις που διευκολύνουν τις αποφάσεις – ιστορικές εμπειρίες δηλαδή. Εκτός αυτού όλοι όσοι ασχολούνται επιστημονικά με τις προβλέψεις σημείωσαν μεγάλη πρόοδο – ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε το κοινωνικό κράτος, με στόχο την εξασφάλιση των ανθρώπων από απρόβλεπτες καταστάσεις και ατομικά ρίσκα. Ακόμη και ο καιρός ή οι σεισμοί δεν μας ξαφνιάζουν πλέον σε μεγάλο βαθμό – ειδικά ο καιρός, για τον οποίο οι προβλέψεις είναι σχετικά σίγουρες.
Εν τούτοις, σήμερα το κοινωνικό κράτος περιορίζεται συνεχώς, οι ανισορροπίες αυξάνονται, οι αγορές έχουν ήδη απορρυθμιστεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ η εμπιστοσύνη των Πολιτών στους κρατικούς Θεσμούς, στις κυβερνήσεις, στα πολιτικά κόμματα, στις τράπεζες και στις μεγάλες επιχειρήσεις έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό – ακόμη δε και στην επιστήμη, ειδικά στην Οικονομία. Πόσο μάλλον στα ΜΜΕ και στη Δημοσιογραφία, όπου πολλοί θεωρούν ότι, δεν μπορούν πλέον να διαχωρίσουν τις πραγματικές ειδήσεις από τα πλαστά νέα (fake news) ή τις αντικειμενικές απόψεις από τη χειραγώγηση.
Η ίδια η Δημοκρατία λοιπόν κινδυνεύει να καταρρεύσει, χάνοντας την εμπιστοσύνη των πολλών, λόγω ακριβώς της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας που έχουν προκληθεί – με αποτέλεσμα να προωθούνται αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία υπόσχονται κυρίως ασφάλεια, παρά το ότι όλοι οι άνθρωποι κατανοούν πως το τίμημα είναι πολύ βαρύ: η απώλεια της ελευθερίας και των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.
Σε κάθε περίπτωση, η ανασφάλεια στον πλανήτη κλιμακώνεται οπότε ανατροφοδοτείται – ενώ ενοχοποιείται κυρίως η παγκοσμιοποίηση, μαζί με τις μεταναστευτικές ροές και την τρομοκρατία που συχνά τις συνοδεύει. Έτσι αυξάνεται η αστάθεια του συστήματος, η οποία εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη – οπότε μειώνεται ακόμη περισσότερο η δυνατότητα ελέγχου των κοινωνιών και γίνεται πολύ πιο δύσκολη η διακυβέρνηση τους.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η χώρα που βιώνει περισσότερο από όλα σχεδόν τα άλλα κράτη στη Δύση τη μεγαλύτερη ανασφάλεια και αβεβαιότητα, είναι η Ελλάδα – ειδικά μετά το 2010, όπου ξεκίνησε η τραγωδία της που ακόμη δεν έχει φτάσει στο ζενίθ. Εν τούτοις, η χώρα μας ήταν ανέκαθεν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους καταστάσεις, όπου κανένας δεν ξέρει τι θα του συμβεί την άλλη ημέρα το πρωί – ούτε καν εάν θα έχουν γάζες τα νοσοκομεία, βενζίνη τα πρατήρια, τι φόρους θα κληθεί να πληρώσει ή τι διώξεις θα του ασκηθούν, από έναν ανάλγητο συχνά δημόσιο μηχανισμό που δεν αντισταθμίζεται από κανένα λειτουργικό Κράτος Δικαίου.
Από την άλλη πλευρά η χώρα που βρίσκεται στο αντίθετο ακριβώς άκρο, αυτή που δεν έχει καθόλου αλλά και δεν μπορεί να αντέξει ούτε κατ’ ελάχιστο την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, είναι η Γερμανία – η οποία την ίδια στιγμή έθεσε την Ελλάδα υπό την κατοχή της, με οικονομικά όπλα και με το διορισμό τυπικών κυβερνήσεων που ελέγχει απόλυτα από το παρασκήνιο, μεταξύ άλλων εκβιάζοντας τες με διάφορους τρόπους.
Εάν λοιπόν πράγματι το μέλλον εξελιχθεί όπως προβλέπεται, τότε οι συνθήκες θα είναι ασφαλώς καλύτερες για την Ελλάδα και χειρότερες για τη Γερμανία – στην οποία εάν είχε επιβληθεί το 5% των μέτρων που επέβαλλε στην Ελλάδα ή εάν βίωνε το 5% της ασάφειας, της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας που βιώνουμε τόσα χρόνια μετά το 2008 εμείς, θα είχε στην κυριολεξία καεί από τους Πολίτες της.
Κλείνοντας, εύχομαι Καλή Πρωτοχρονιά σε όλους, ένα ευτυχισμένο 2019, με υγεία και αισιοδοξία για το μέλλον – το οποίο μπορεί μεν να διαγράφεται εξαιρετικά δύσκολο, αλλά το Έθνος μας είναι σε θέση να πετυχαίνει θαύματα όταν παραμένει ενωμένο, όπως έχει τεκμηριωθεί δεκάδες φορές στη μακραίωνη ιστορία μας.
analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου