Γίνεται πολύ συζήτηση
για τις πληρωμές με μετρητά: από πολλούς φίλους της ‘προόδου’, η πληρωμή με
μετρητά αντιμετωπίζεται ως μία οπισθοδρομική συνήθεια, ένα απομεινάρι του
παρελθόντος, ένα είδος φολκλορικής
προκατάληψης. Σε αυτό προστίθεται, πάντα σύμφωνα με τους προοδευτικούς,
ότι η πληρωμή με μετρητά βοηθά τη φοροδιαφυγή ή τουλάχιστον πως εξαλείφοντας τα
μετρητά θα μπορεί να μειωθεί σημαντικά η φοροδιαφυγή.
Δηλαδή, επειδή οι
κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν να πατάξουν τη φοροδιαφυγή και δεν βρίσκουν τον τρόπο για να εκπαιδεύσουν
τον πολίτη να σέβεται την συνεισφορά στους δημόσιους λογαριασμούς, τι κάνουν
λοιπόν; Τα βάζουν με όποιον πληρώνει με νομίσματα.
Αλλά ας προσπαθήσουμε να
δούμε καθαρά.
Πρώτα απ’ όλα, ασφαλώς,
δεν τιμά τους κυβερνώντες το γεγονός ότι αποδέχονται την ήττα τους εμπρός από
τη φοροδιαφυγή. Πράγματι, για να μπορέσουν να την καταπολεμήσουν, αναγκάζονται
να εισαγάγουν ένα μετρό που κτυπά την αυτονομία και την ελευθερία, καθώς και
την εμπιστευτικότητα και το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, ιδίως
εκείνων που είναι τίμιοι. Οι οποίοι, πληρώνοντας όλα όσα πρέπει, βιώνουν ως ένα
περιορισμό της αυτονομίας την υποχρέωση να πληρώνουν με μία ηλεκτρονική κάρτα.
Αλλά και η ίδια η δικαιολογία της φοροδιαφυγής αποτελεί μία υπερβολή και μία
ύποπτη εμμονή: Τόσους αιώνες που οι κάρτες δεν υπήρχαν, τα κράτη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κατάφερναν να συλλέγουν τα δημόσια έσοδά
τους και ούτε έπαθαν κάτι επειδή κάποιοι
φοροδιέφευγαν.
Το δεύτερο και πιο
σημαντικό ζήτημα είναι ότι τα μετρητά είναι εκπαιδευτικά. Πράγματι, ανέκαθεν,
εκείνο που