“…Το Παρίσι όμως δεν μπορούσε να κάνει άμυνα χωρίς να οπλιστεί η εργατική τάξη του, χωρίς να μετατραπεί σε αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη και χωρίς να εκπαιδεύσει τις γραμμές της στρατιωτικά με τον ίδιο τον πόλεμο. Μα όταν το Παρίσι είναι οπλισμένο, αυτό σημαίνει να είναι οπλισμένη η ίδια η επανάσταση. Μια νίκη του Παρισιού ενάντια στον Πρώσο επιδρομέα θα ήταν μια νίκη του Γάλλου εργάτη ενάντια στο Γάλλο κεφαλαιοκράτη και στα κρατικά του παράσιτα. Μπρος στο δίλημμα να διαλέξει ανάμεσα στο εθνικό καθήκον και στο ταξικό συμφέρον, η κυβέρνηση της εθνικής άμυνας δε δίστασε ούτε στιγμή – μετατράπηκε σε κυβέρνηση εθνικής προδοσίας“.
Το παραπάνω γνωστό απόσπασμα από το έργο του Μαρξ “Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία” (σελ. 43, Σύγχρονη Εποχή, τα έντονα στοιχεία δικά μου) αναφέρεται σε συνθήκες εμπόλεμης κατάστασης και, ως εκ τούτου, η έννοια της εθνικής προδοσίας (με τα γεγονότα που περιγράφονται στη συνέχεια του βιβλίου) προβάλλει χτυπητά χωρίς να “ξενίζει”.
Θα έλεγε κανείς μάλιστα ότι γι’ αυτό το λόγο το να χρησιμοποιείται το παραπάνω απόσπασμα σε αυτή τη δημοσίευση, σαν “τεκμηρίωση” των όσων θα υποστηριχτούν στη συνέχεια, αποτελεί θεωρητική λαθροχειρία. Έτσι θα ήταν, αν σκοπός της χρησιμοποίησής του ήταν να “τεκμηριώσει”, μέσω της εθνικής προδοσίας που περιγράφεται σε αυτό, μια άλλη εθνική προδοσία σε έναν άλλο τόπο και σε έναν άλλο χρόνο, τον σημερινό.
Όμως δεν αποσκοπεί σε αυτό η χρησιμοποίησή του. Αποσκοπεί μόνο στο να καταδειχθεί εισαγωγικά, ότι η εθνική προδοσία της άρχουσας τάξης, της τάξης των καπιταλιστών, ο δωσιλογισμός της, δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με την ταξική της “συνέπεια”, ότι ίσα-ίσα αποτελεί τον καρπό της επιλογής της ανάμεσα στο εθνικό καθήκον και στο ταξικό της συμφέρον, αποτελεί τον καρπό και τη συνέπεια της υπηρέτησης του ταξικού της συμφέροντος: κανείς λοιπόν δεν πρόκειται να κατηγορήσει μια εθνικά προδοτική αστική τάξη σαν ταξικά “ασυνεπή”.
Προσεγγίζοντας το θέμα μας μ’ ένα παράδειγμα ιστορικά πιο “οικείο” (που ταυτόχρονα μας φέρνει πλησιέστερα προς την δική μας επικαιρότητα), κάνουμε μια στάση στα χρόνια της φασιστικής – ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα.
Όλοι φυσικά συμφωνούμε, ότι μια από τις κυρίαρχες
μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης ταυτίστηκε ανοιχτά με το δωσιλογισμό και την εθνική προδοσία συνεργαζόμενη με τον φασίστα κατακτητή. Το παράξενο θα ήταν να το αρνιόταν κανείς αυτό στο όνομα της “ταξικής συνέπειας” των επιλογών αυτής της κυρίαρχης μερίδας, που τα συμφέροντά της ήταν προσδεμένα, επενδυμένα θα ήταν ίσως η σωστότερη λέξη, στον γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Όσο για την άλλη κυρίαρχη μερίδα της ελληνικής άρχουσας τάξης, αυτή που επένδυε τα συμφέροντά της στον αγγλικό ιμπεριαλισμό, αυτή αν και η πολεμική συμμαχία ενάντια στον άξονα συσκότιζε την ουσία της στάσης της, ούτε κι αυτή υστέρησε σε δωσιλογισμό όποτε αυτό χρειάστηκε για τη διασφάλιση του ταξικού της συμφέροντος, και στο τέλος έστρεψε κι αυτή ανοιχτά τα όπλα της ενάντια στο λαό που πάλευε για την εθνική του απελευθέρωση:
Όποτε δεν συνεργάστηκε άμεσα, ανέχτηκε την ίδρυση και τη δράση των προδοτικών “ταγμάτων ασφαλείας” και των άλλων δωσιλογικών οργανώσεων που οργάνωσαν από κοινού οι σύμμαχοι και των δυο μερίδων, άγγλοι και γερμανοί ιμπεριαλιστές, για το χτύπημα του λαϊκού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στη διάρκεια της φασιστικής κατοχής και μετά από αυτήν.
Σε συνεργασία με τους άγγλους συμμάχους της οργάνωσε το χτύπημα του ομόθυμου αντιφασιστικού κινήματος του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής προτιμώντας να τον διαλύσει σε καιρό πολέμου, παρά να θέσει σε κίνδυνο την ταξική της κυριαρχία. Και αμέσως μετά τον πόλεμο χτύπησε ένοπλα τον άοπλο λαό όπως ακριβώς τον χτυπούσε και ο κατακτητής ενάντια στον οποίο είχε παλέψει με κάθε μέσο, και στο τέλος με τα βρετανικά τανκς και τις αμερικανικές βόμβες ναπάλμ τον “νίκησε” – σύσσωμη πια η άρχουσα τάξη με ενωμένες τις δυο κυρίαρχες μερίδες της : Ο δωσιλογισμός της αστικής τάξης το ανώτατο στάδιο της ταξικής της συνέπειας.
Από τότε μέχρι σήμερα ο μονοπωλιακός χαρακτήρας του καπιταλισμού στην Ελλάδα οριστικοποιήθηκε. Τα κυρίαρχα, μονοπωλιακά στρώματα της αστικής τάξης δεν αποτελούν πιά λιγότερο ή περισσότερο μια “εξαίρεση” εντός μιας σχετικά καθυστερημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Για την μονοπωλιακή αστική τάξη και για το μεγάλο κεφάλαιο που συμμαχεί μαζί της, είτε λόγω του άμεσου και μακροπρόθεσμου οικονομικού ταξικού τους συμφέροντος είτε λόγω της επίγνωσης πως η ρήξη των δεσμών τους με τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ κλπ) θέτει σε κίνδυνο την ταξική τους κυριαρχία, για τους ίδιους δηλαδή πάντα λόγους, αποτελεί μονόδρομο η πολιτική της πείνας για το λαό, η πολιτική της οικονομικής του καθήλωσης στα κάτωτερα επίπεδα επιβίωσης, σε επίπεδα όπου η οικονομική καθήλωση αποκτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, σε επίπεδα όπου υπονομεύονται καίρια οι εθνικές αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας συνολικά, σε επίπεδα με γενοκτονικά χαρακτηριστικά ενάντια στη λαϊκή πλειοψηφία.
Υπάρχει αβεβαιότητα, στις συνθήκες αυτές, ως προς το τι σημαίνει εθνικό καθήκον για μια τάξη που κυβερνά, και τι σημαίνει αθέτησή του, τι σημαίνει εθνική προδοσία;
Ή μήπως συσκοτίζεται η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, από το γεγονός πως ό,τι σημαίνει εθνικό καθήκον έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα και τους στόχους, τις “ανάγκες”, της τάξης που κυβερνά, της τάξης των καπιταλιστών, και με τη “συνέπεια” των πολιτικών της υπηρετών; Από το γεγονός ότι πρόκειται για ερώτημα που τίθεται σε καιρό ειρήνης κι όχι σε καιρό πολέμου;
Το ερώτημα, κι όλα τα παραπάνω, δεν έχουν καθόλου νόημα κολακείας των κραυγών για τους “προδότες πολιτικούς”, κραυγών που πρώτοι απ’ όλους υψώνουν εκείνοι που θέλουν να τους ανατεθεί άμεσα η πολιτική διαχείριση και διασφάλιση της ίδιας ακριβώς προδοσίας.
Έχει νόημα υπογράμμισης μιας παλιάς, πάντοτε αληθινής και σήμερα πιο επίκαιρης από ποτέ φράσης: Σε κάθε έθνος υπάρχουν δυο έθνη…
…Το έθνος των εκμεταλλευτών, των καταπιεστών του λαού, αυτό που σφετερίζεται κάθε πατρίδα. Και το έθνος όσων ζουν κάτω από το ζυγό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, πρώτα απ’ όλα όσων επειδή δεν έχουν τίποτα δεν έχουν ούτε πατρίδα, αυτών που για να κερδίσουν την πατρίδα που τους ανήκει -και τον κόσμο όλο- πρέπει να ενωθούν, να κατακτήσουν την πολιτική κυριαρχία, να ανυψωθούν σε εθνική τάξη, να γίνουν οι ίδιοι το έθνος.
(Δεν είναι παράξενο που η άρχουσα τάξη του “έθνους”, η τάξη των καπιταλιστών, στρέφεται ενάντια στους όρους ύπαρξης του “έθνους”:
Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν είναι σε τελική ανάλυση παρά ανάπτυξη της αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων και στην ατομική ιδιοποίησή τους. Το ότι στο μονοπωλιακό στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης η αντίθεση αυτή αναπτύσσεται σε τόσο βαθμό ώστε η καπιταλιστική ανάπτυξη να αντιστρατεύεται οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελεί ανάπτυξη της κοινωνίας, θα ήταν παράδοξο να εκδηλωνόταν με τρόπο που να μην έρχεται σε σύγκρουση με οποιαδήποτε πλευρά ύπαρξης της κοινωνίας μπορεί να χαρακτηριστεί εθνική, να μην έρχεται σε σύγκρουση με τις βάσεις ύπαρξης του έθνους γενικά. Αν συνέβαινε αυτό, ο ιμπεριαλισμός δεν θα σήμαινε αντίδραση σε όλη τη γραμμή.
Απλά, αν λ.χ. στις ΗΠΑ το ίδιο αυτό γεγονός μπορεί να συγκαλύπτεται από την “εθνική ανεξαρτησια” τους ως ισχυρού ιμπεριαλιστικού κράτους, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που ο μονοπωλιακός της καπιταλισμός είναι σύμφυτος με ένα πλέγμα οικονομικο-πολιτικών εξαρτήσεων, η στρατηγική της άρχουσας τάξης εμφανίζεται σαν αυτό που, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, είναι: δωσιλογική και προδοτική, εμφανίζεται δηλαδή απροκάλυπτα με τον ολοκληρωμένο χαρακτήρα της σαν πολιτική αντικοινωνική και γι’ αυτό και αντεθνική: αν και κατά κανένα τρόπο με την έννοια που θα έδινε στη λέξη η αστική “εθνικοφροσύνη”).
Σημείωση δική μας : Οι υπογραμμίσεις δικές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου