Ο Αλέκος ο Λαδάς, παντοπώλης στα ¨Ανω Πετράλωνα, γύρισε σκεφτικός στο σπίτι του σήμερα. Το θέμα που τον απασχολούσε μήνες, αποφάσισε να το προχωρήσει επιτέλους. Καθώς η κυρά Λάδαινα έστρωνε το τραπέζι, γύρισε και της είπε:
- Περιστέρα μου, σκέφτομαι πως αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν εδώ για να τιμήσουν τη χώρα μας. Μπορεί να ήρθαν με τα όπλα τους και να μας πυροβολούν αλλά δε φταίνε αυτοί, φταίει αυτός ο άτιμος ο Μεταξάς που δεν τους έκαμε τα χατήρια τους εξαρχής να γλιτώναμε. Ηθελε να κάνει τον καμπόσο!
Σκέφτομαι ότι πλέον με αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να ζήσουμε από κοινού Πέπη μου και να δεχτούμε τον πολιτισμό τους. Και τι πολιτισμό! Είδες κάτι αυτοκίνητα, κάτι τάνκς, είδες τα όπλα τους, τις στολές τους; Είναι θαύμα το πόσον όμορφα τα δημιούργησαν όλ' αυτά, το πως πειθαρχούν όλοι μαζί, ένα βήμα, μια ψυχή καθώς παρελαύνουν, καθώς όλοι μαζί στρώνουν χάμου τα χαλάκια και προσεύχονται στο θεό τους!
Δεν είναι κακοί αυτοί οι ξένοι Περιστέρα μου, τους έχομε παρεξηγήσει. ¨Εχουν ανάγκη από τη βοήθειά μας, να, προχθές πέρασε ο διοικητής τους παρέα με τον Φώντα και τον τράταρα σαρδελίτσες και ελιές. Οι ελιές δεν του άρεζαν, τις έπτυσε κατάχαμα, δεν έχουν ελιές οι καυμένοι στην πατρίδα τους. Μα εκτίμησε την χειρονομία.
Και ο Φώντας με έπιασε παράμερα και μου'πε πως