Συνέχεια από το Μέρος Α΄
Το θέμα «ΚΡΙΣΕΙΣ & ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ» είναι τόσο παλιό, όσο και η προσπάθεια να εμφανιστεί ένα ευρύτατο ψεύδος ως αδιάσειστη αντικειμενικότητα. Στην αρχή, ο γενάρχης του ψεύδους απευθύνεται σε στενό κύκλο. Όταν η γενική Επανάσταση στη Δύση ετοιμαζόταν πάνω στην ενωτική βάση «πίστη στο Μεγάλο Δημιουργό», ο Βολταίρος έσπευσε (1765) να γράψει «επιστημονική πραγματεία» που «αποδείκνυε» ότι όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες ψεύδονται. Όταν το θέμα άγγιξε τα «καθ’ ημάς» (1782), ο πιστός μαθητής του, ο Κοραής, έσπευσε να καθησυχάσει την ομάδα στην οποία τυπικά ανήκε, δηλώνοντας: Η θρησκεία των χριστιανών έχει λόγον, και επομένως έρευναν και απόδειξιν· δεν είναι τεθεμελιωμένη εις μύθους σεσοφισμένους εναντίους εις τον ορθόν λόγον, καθώς αι ψευδοθρησκείαι. Φυσικά, ήθελε μόνο να κερδίσει το χρόνο που χρειαζόταν η ομάδα στην οποία κατ’ ουσίαν ανήκε, ώστε να αποτραπεί η κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία μιας χριστιανικής Ευρώπης. Όταν το ελληνικό αποτέλεσμα περιορίστηκε στα επιθυμητά γραικικά όρια (1824-26), μιμήθηκε άφοβα τον Βολταίρο. Όσα δήλωσε ο Κοραής το 1782 ως «ταπεινότατος δούλος» του μητροπολίτη Μόσχας είναι προφανές ότι δεν τα εννοούσε, αν και ακόμα ισχυρίζονται κάποιοι ότι η πίστη του ήταν αδιαμφισβήτητη επειδή έτσι δήλωνε ανοιχτά.
Δεδομένη ήταν η πίστη του Κοραή στην «δημοκρατία», η οποία είχε προ πολλού επιλεγεί ως μέθοδος αποσύνδεσης της πολιτειακής οργάνωσης από τη χριστιανική πίστη. Έτσι θα κατόρθωνε αργότερα η κοινωνία να απαλλαγεί «αυτοβούλως» από τον Χριστό. Απαραίτητο στοιχείο γι’ αυτό ήταν η διάδοση του ψέματος και η εμφάνισή του ως αλήθεια. Ψυχολογικό μέσο επιβολής του ψεύδους ήταν η πλειοψηφική του εμφάνιση. Σήμερα τα απομεινάρια της «δημοκρατίας» καταλύονται από έναν πρωτόγνωρο παγκόσμιο φασισμό καθόσον το πολίτευμα εκπλήρωσε την αποτροπή συνένωσης της Δύσης μέσω του χριστιανισμού. Τρόπο επιβολής του φασισμού αποτελούν και πάλι τα εξαρτημένα-εξαγορασμένα ηλεκτρονικά μίντια που φτάνουν σε όλους σχεδόν τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τις
εφημερίδες προ δυο αιώνων που είχαν περιορισμένη επιρροή. Όμως και τότε ο Κοραής προέτρεπε: «συστήσατε εφημερίδας εις διάδοσιν ειδήσεων». Πότε και πώς λειτούργησαν τα εξαγορασμένα έντυπα του 21;Ευτυχώς που ελάχιστοι ήξεραν να διαβάζουν στην Επανάσταση. Αν κάποιος το 1824-25 διάβαζε μόνο τις ελληνόφωνες εφημερίδες, θα μάθαινε σχεδόν αποκλειστικά τα νεωτερικά fake news, αφού το Μεσολόγγι, η Αθήνα, η Ύδρα, το Ναύπλιο είχαν χρηματοδότηση και καθοδήγηση εκ Λονδίνου, δηλαδή εκπροσωπούσαν ταυτόχρονα την ελευθερία του Κοραή και τα δάνεια του Μπένθαμ. Αυτοί που ίδρυσαν τις εφημερίδες δεν ήταν χαζοί. Ήξεραν πόσοι γνώριζαν ανάγνωση. Οι «ειδήσεις» απευθύνονταν στο εσωτερικό μέσω του εξωτερικού. Ο τύπος είχε ρόλο «αμερόληπτου ανταποκριτή» που θα μετέφερε τις ειδήσεις του υπό ίδρυση κράτους στους χρηματοδότες του με στόχο η προσδοκώμενη κερδοφορία από τη χρηματοδότηση (στην οποία οι ίδιοι μετείχαν) να γίνει μοχλός πιέσεων και εξελίξεων. Ο κακόβουλος fake τύπος ξεκίνησε ταυτόχρονα με τα δάνεια (1824). Πιο πριν τι γινόταν;
Η έκρηξη της Επανάστασης έγινε με τεράστιους ελιγμούς και ενάντια στη βούληση της νεωτερικότητας που προσπαθούσε με κάθε τρόπο είτε να την ορίσει διαφορετικά (βλ. καρμποναρική Ιταλία) είτε να την «αναβάλλει», επιτιθέμενη κατά του Αλ. Υψηλάντη (θεσμός βασιλείας με στόχο την υπερεθνική αυτοκρατορία) και υποκρινόμενη τον υποστηρικτή του Καποδίστρια (θεσμός δημοκρατίας με στόχο το εθνικό κράτος). Στην αρχή, η έκβαση της Επανάστασης θεωρήθηκε αβέβαιη. Η μόνη τυπωμένη εφημερίδα και μια-δυο χειρόγραφες ελέγχονταν από την πλευρά της παράδοσης. Οι μεν ρουμελιώτικες διέδιδαν το προγραμματισμένο καποδιστριακό ψεύδος ότι χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες κατευθύνονται στην Κων/πολη, η δε εφημερίδα του Δ. Υψηλάντη στην Πελοπόννησο έσβησε γρήγορα μαζί του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ρασοφόρος αρχισυντάκτης της Φαρμακίδης, που το 1821 αποχώρησε επειδή έβρισκε «εξαρτημένη» την εφημερίδα του Δ. Υψηλάντη, προτάθηκε το 1824 ως συντάκτης της εκ Λονδίνου χορηγούμενης εφημερίδας του Μεσολογγίου. Προτάθηκε από την κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη, η οποία δια χρηματισμού βουλευτών είχε υποκαταστήσει νομιμοφανώς τη νόμιμη κυβέρνηση Μαυρομιχάλη, δημιουργώντας τον «εμφύλιο». Το έντυπο ανέλαβε ο Ελβετός Meyer και ο Φαρμακίδης κατέληξε αργότερα σε άλλη εφημερίδα.
Η αλήθεια του τύπου είναι σχετική, όμως η δυσφήμηση & η συκοφαντία προσώπων είναι απόλυτη. Δε συμβαίνει από δημοσιογραφική πλάνη. Σ’ αυτό στόχευε επίσης ο πολιτικώς εξαγορασμένος τύπος. Ο Μαυροκορδάτος διασώζει την δυσφημιστική αρχή. Τον Ιούλιο του 1824 έγραφε στους «οικείους» του σχετικά με τους «αντιπατριώτες»:
τον εχθρόν σου κοίταξε πάντοτε να τον έχης μισούμενον από τον λαόν και περιφρονούμενον και τότε δεν τον φοβείσαι
Ίσως κάποιος αναρωτηθεί γιατί ο Μαυροκορδάτος χρησιμοποιεί τον όρο «εχθρός» και όχι «αντίπαλος». Δεν υπερβάλλει. Σωστά το αναφέρει. Ο εχθρός της Επανάστασης (τόσο πριν, όσο και μετά) δεν ήταν οι Οθωμανοί, αλλά μέρος των «χριστιανικών» φίλιων δυνάμεων σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο. Η χριστιανική Επανάσταση αδυνατούσε να ξεκινήσει ή να εξελιχθεί χάρη στους «συμμάχους» εκείνους που ψευδώς δήλωναν πίστη στο Θεό. Σ’ αυτό οφείλεται η πλήρης ρήξη στο πολιτειακό-πολιτικό επίπεδο (που είχε εμφανιστεί το 1800, δηλ. στην περίοδο του α΄ κράτους της Επανάστασης, του κράτους των Επτανήσων). Στόχος της νεωτερικής πολιτικής του Μαυροκορδάτου δεν ήταν η αντιπαράθεση προς αντιπάλους αλλά η ηθική / φυσική εκμηδένιση των «εχθρών». Λεκτικά, οι «αντιπατριώτες» όπως ο Πάνος Κολοκοτρώνης (που αρνιόταν να παραδώσει το φρούριο του Ναυπλίου, δηλαδή να αναγνωρίσει τον Γ. Κουντουριώτη) δεν ήταν άλλοι από τους σημερινούς «αρνητές» των μασκών, των εγκλεισμών, των mRNA «εμβολίων» και ο «τρόπος περιφρόνησης» ήταν η σπίλωση με τα αντίστοιχα των σημερινών τηλεοράσεων μέσα και οι κωμικές αποφάσεις των στρατοδικείων του (όπως στην περίπτωση του Καραϊσκάκη).
Την ίδια χρονιά (1824), ένας άλλος εκλεκτός του Λονδίνου, ο Ιταλός εκδότης Κιάπε, φίλος του Ναπολέοντα και των καρμποναρικών Ιταλικών εξεγέρσεων του 1820, αναμετέδιδε μέσα από την εφημερίδα «Ο Φίλος του Νόμου» που εξέδιδε στην Ύδρα μια σημαντική ανακάλυψη: τη «φρικτή προδοσία» του Καραϊσκάκη. Η «προδοσία του Καραϊσκάκη» δεν ήταν μόνο συκοφαντία κατά πολιτικών αντιπάλων. Ήταν ο αντιπερισπασμός του Μαυροκορδάτου ώστε να εγκλωβιστεί ο Μπάυρον στο Μεσολόγγι για να μην καταλήξει το α’ βρετανικό δάνειο σε μια νέα προσωρινή κυβέρνηση των Δ. Υψηλάντη, Πλαπούτα και Ανδρούτσου. Οι δυο αγγλόφωνοι διαχειριστές του δανείου πειθάρχησαν στη συνείδησή τους και όχι στον Μπένθαμ, γι’ αυτό και ανακλήθηκαν· βιαίως ή ηπίως. Λίγους μήνες μετά, όταν ο Κουντουριώτης είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο της σύγκρουσης, ο Κιάπε παρουσίαζε την καταστροφή των Ψαρών ως μια αμφίρροπη μάχη, ώστε να προφυλάξει τη φήμη του Κουντουριώτη. Η ίδια εφημερίδα παρουσίαζε τις αυξομειώσεις των ομολόγων του ελληνικού δανείου στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου σύμφωνα με τις επιθυμίες του Μπένθαμ: όταν έπεφταν, έφταιγαν οι «αντιπατριώτες», όταν ανέβαιναν, αυτό οφειλόταν στις νίκες της «πατριωτικής» κυβέρνησης Κουντουριώτη. Ο διεθνής εκβιασμός έφτανε μέχρι του σημείου να απαιτούνται επί πίνακι, χωρίς δίκη οι κεφαλές των φυλακισμένων, ώστε ν’ ανέβουν οι τιμές του δανείου στο Χρηματιστήριο. Αυτή ήταν η πρώτη εφαρμοσμένη «ανεξαρτησία των εξουσιών» στον ελλαδικό χώρο. Αυτή ήταν η «νεοφανής» απροσωποληψία των νόμων ενός κοραϊκού κοσμικού κράτους. Αυτός ήταν «ο Φίλος του Νόμου», μια ονομασία που παρέπεμπε στον «Φίλο του Λαού» (L’Ami du peuple) και στον «λαϊκό νόμο» του 1792 και του Jean-Paul Marat, αντιστρέφοντας τελείως το νόημα της Φιλίας του Ψαλίδα και του Καποδίστρια.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε άλλες περιπτώσεις ανεξάρτητης «δημοσιογραφίας» (Ψύλλας, Αντωνιάδης, Πολυζωίδης). Η δυτική «ελευθεροτυπία» βασιζόταν στην Ελευθερία διακίνησης του κακόβουλου ψεύδους. Ήταν η ψευδοκρατία που στήριζε την ημετεροκρατία. Όσο για την «Δημοκρατία» του δυτικού διαφωτισμού, αυτή ήταν κυρίως Δειμοκρατία. Ερχόταν «πακέτο» με το χρήμα που εκμαυλίζει και οδηγεί στην προσκύνηση του υλισμού. Σε κεντρικό επίπεδο, σχετιζόταν ανέκαθεν με τη διαφθορά, την εξαγορά συνείδησης και τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, που, φτάνοντας στ’ αυτιά πολλών, δημιουργούσε την αίσθηση της αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Με τις πρακτικές αυτές η καθηλωμένη Επανάσταση έφτασε στην κρίση του Ιμπραήμ (1824-27).
Η «κρίση του Ιμπραήμ« ήταν στην πραγματικότητα ο εκβιασμός του Λονδίνου «ή εμείς ή κανείς». Λειτούργησε με βάση τα δάνεια που απελευθέρωσαν τον επαναστατικό διχασμό. Η κρίση επιβίωσης της επανάστασης θα έκανε τους παραδοσιακούς να υποκύψουν στις «λύσεις» του Λονδίνου. Το Λονδίνο, ενώ εμφανιζόταν ότι άλλαξε την «ουδέτερη» στάση του 1821 και βοηθούσε τους Έλληνες με χρήμα να αγοράσουν στόλο ατμόπλοιων και φρεγατών, στην πραγματικότητα υποδαύλιζε τον ελληνικό διχασμό, ενθάρρυνε την κατασπατάληση του χρήματος και καθυστερούσε το στόλο, ενώ ταυτόχρονα ναυπηγούσε και δρούσε υπέρ του Ιμπραήμ ο οποίος έκανε εγκλήματα πολέμου και άλλαζε τον πληθυσμό της Πελοποννήσου. Ο στόλος δεν ήρθε ποτέ. Μια απίστευτη ιστορία απάτης εξελίχθηκε και στις δυο όχθες του Ατλαντικού όπου θα γινόταν η ναυπήγηση. Αυτό που ήρθε, ήταν ένας «ειδικός»: ο ναύαρχος Κόχραν, ο εκλεκτός των δανειστών του Λονδίνου που «θα εξασφάλιζε την καλύτερη δυνατή χρήση του σύγχρονου στόλου». Διαφημιζόταν από το 1825 ως εκείνος που σε ελάχιστο χρόνο θα έκανε θαλάσσιο περίπατο στο Βόσπορο. Ο Κόχραν ήρθε το 1827 και «βοήθησε πολύ»: προσπάθησε να ματαιώσει την κλήση του Καποδίστρια, να διαλύσει το στρατό του Καραϊσκάκη και προκάλεσε συνειδητά τη σφαγή του Φαλήρου, ώστε μετά το προδομένο (ανεφοδίαστο) Μεσολόγγι και την παράδοση της Αθήνας να ακυρωθεί κάθε προοπτική ένταξης της Στερεάς σ’ ένα πιθανό κράτος. Το Ναβαρίνο συνειδητά δεν ολοκληρώθηκε, γι’ αυτό και δεν έλυσε το νομικό ζήτημα της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Τη Συνθήκη του Λονδίνου επέβαλε η Ρωσία το 1829 ο και όχι οι τρεις συνυπογράψαντες το 1827. Συνεπώς, η κρίση του 1824 ξεκίνησε από την πρόθεση του Λονδίνου που πρώτο αναγνώρισε έμμεσα την Επανάσταση το 1823. Γιατί;
Επειδή ως τότε αναμενόταν η κατάπνιξη της Επανάστασης. Η προσχεδιασμένη κρίση του 1824 ήρθε να διαλύσει την απρόσμενη επιτυχία και την «κανονικότητα» του ισορροπιστικού επαναστατικού αποτελέσματος. Από την πρώτη Εθνική Συνέλευση η εξουσία είχε μοιραστεί εξίσου μεταξύ κοραϊστών και καποδιστριακών. Και το 23 είχαμε μια πρώτη «κανονικότητα», εφόσον στα μέσα του 22 ο Δράμαλης είχε ηττηθεί και η υπονόμευση των Ανδρούτσου, Βαρνακιώτη, Καραϊσκάκη σε συνδυασμό με την αποτυχία στο Πέτα έχει ακυρώσει την προσχώρηση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Στα τέλη του 22 η επαναστατική φάση είχε λήξει. Αν η Μ. Βρετανία δεν αναγνώριζε, θα άνοιγε την πόρτα διάπλατα στη Ρωσία. Το συμπέρασμα είναι ότι ο σύμμαχος, δεν είναι πάντα φίλος.
Συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στο Μέρος Γ΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου