Eίχα κάτι δουλειές, κι είχα μέρες να γράψω. Είπαμε, υπάρχει ζωή κι
εκτός πληκτρολογίου. (Μόνο τα τρόλλς καί κάτι άχρηστοι
ξημεροβραδυάζονται στον υπολογιστή· να μήν αφήσουν καμιά κουβέντα να
πέσει κάτω.)
Στο μεταξύ, η ζωή συνεχιζόταν όπως την ξέρουμε: κάθε μέρα ένας καταιγισμός ειδήσεων, αν καί σχεδόν ποτέ γιά το καλό των ανθρώπων (καί δή, των Ελλήνων)… καί, ταυτόχρονα, ένας λαός, ο
δικός μας λαός, τελείως παραιτημένος… τελείως βυθισμένος στη νιρβάνα
του… τελείως μαστουρωμένος κι αποχαυνωμένος από ένα τρομερό όπιο, που του σερβίρουν καθημερινά αυτοί που κυβερνάνε σήμερα τον πλανήτη μας. (Μαζί με τα τσιράκια τους, εννοείται.)
Οπότε, είτε απουσίασα απ’ την αρθρογραφία, είτε δεν απουσίασα, ένα
καί το αυτό – παρά το ότι με τίποτε δεν προλαβαίνω τον σχολιασμό της
επικαιρότητας, ακόμη κι όταν είμαι παρών εδώ, στο ιστολόγιο.
Παντού τριγύρω βλέπεις μιά κατάθλιψη, μιά παραίτηση, μιά απουσία ψυχής… όπως ένας ανίατος άρρωστος στα τελευταία του… που τον σκοτώνει όχι μόνον η αρρώστεια του, αλλά καί τα δηλητήρια των γιατρών.
Παντού βλέπεις ένα κοπάδι από ναρκωμένα ζόμπυ, που περπατάνε χωρίς
νόημα καί χωρίς σκοπό. Κι όταν (καί αν) δείξουν σημάδια νοήμονος ζωής,
τότε ασχολούνται με μαλακίες:
- Αν μπήκαν στη φυλακή οι «φασίστες». (ΔΕΝ μπήκαν, μή χαίρεστε. Δεν έχουμε τις απαραίτητες φυλακές γιά πεντεξεφτά εκατομμύρια άτομα.)
- Αν κόβει βόλτες καί