Ο Βρετανός συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ αποφάσισε το 1948 να περιγράψει μια μελλοντική απολυταρχική δυστοπία, την οποία την τοποθέτησε στα 1984, εξού και το όνομα του βιβλίου του. Ο πρωταγωνιστής, Ουίνστον Σμιθ, ζει στην Βρετανία 30 χρόνια μετά από το ξέσπασμα ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου. Στη χώρα έχει εγκαθιδρυθεί ένα ολοκληρωτικό καθεστώς με δήθεν απελευθερωτικό μανδύα και ηγέτη τον Μεγάλο Αδελφό ο οποίος παρακολουθεί κάθε πολίτη της χώρας. Η παρακολούθηση επιτυγχάνεται μέσω οθονών που χρησιμεύουν ως ένας συνδυασμός τηλεόρασης και κάμερας. Κάθε πολίτης έχει ένα τέτοιο μηχάνημα στο σπίτι του. Το μηχάνημα αυτό χρησιμεύει τόσο για προώθηση προπαγάνδας, όσο και για κατασκοπία των ανθρώπων για ενδεχόμενες ύποπτες κινήσεις τους ανά πάσα στιγμή.
Η δυστοπική αυτή αντίληψη του μέλλοντος θεωρήθηκε πολλές φορές υπερβολική ως προς τον φιλοσοφικό της συμβολισμό. Ήταν ευρύτατα αποδεκτό βέβαια πως ο Όργουελ ήταν ένα πνεύμα μπροστά από την εποχή του, ωστόσο κανείς δε θεωρούσε ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν φτάσει σε επίπεδο τόσο ευθείας παραβίασης της ιδιωτικότητας. Παρά ταύτα, το 2013, το σκάνδαλο του πρώην κατασκόπου της NSA (National Security Agency) Έντουαρντ Σνόουντεν έμελλε να αλλάξει άρδην την οπτική των πραγμάτων, όσον αφορά στο ιδιωτικό απόρρητο του καθενός από εμάς στον κυβερνοχώρο, καθώς και τις δυνατότητες παρακολούθησης από συσκευές που αγοράζουμε εμείς οι ίδιοι.
Στις 20 Δεκεμβρίου του 2012, ο δημοσιογράφος του Guardian, Γκλεν Γκρίνγουολντ, λαμβάνει ένα