Τα νέα μέτρα ασφαλείας του COVID-19 θα κάνουν την υγεία ταξιδιωτική προϋπόθεση.
Καθώς η πολύπλευρη, παγκόσμια ανταπόκριση στον κορονοϊό σφίγγει τη θηλειά γύρω από τις πολιτικές ελευθερίες, το CommonPass ξεχωρίζει ως μία από τις πιο τρομακτικές και επικίνδυνες επιθέσεις στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα στο όνομα της δημόσιας υγείας.
Φανταστείτε ότι περιμένετε σε ένα σημείο ελέγχου ασφαλείας (TSA) καθώς γυρνάτε από τις διακοπές σας. Είστε έτοιμοι να περάσετε από τις άβολες ταξιδιωτικές διαδικασίες που συστάθηκαν σχεδόν αμέσως μετά την 9/11, όταν τα TSA δημιουργήθηκαν και τα αεροπορικά ταξίδια στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταμορφώθηκαν σε μια διαδικασία έρευνας και κατάσχεσης με τη σιωπηρή δυνατότητα κράτησης και ανάκρισης σας.
Η αρχική οργή για τέτοιες εκφράσεις σιωπηρής κρατικής βίας που προκλήθηκαν στην αρχή τελικά κατέληξε σε αποτροπιαστική αποδοχή. Αλλά τώρα, ένα νέο επίπεδο «ασφάλειας», που
μπορεί να περιορίσει την ελευθερία κινήσεων ακόμη περισσότερο, εφαρμόζεται σε πολλά σημεία εισόδου σε συνεργασία με ηγέτες του υγειονομικού τεχνολογικού κλάδου , ακαδημαϊκά ιδρύματα και κυβερνητικούς υγειονομικούς φορείς σε περισσότερες από 36 χώρες.Ένα νέο ψηφιακό πιστοποιητικό που ονομάζεται CommonPass, σχεδιασμένο να χρησιμεύει ως μηχανισμός έγκρισης επιβατών με βάση τη διάγνωση της υγείας τους, υποβλήθηκε στην πρώτη διατλαντική δοκιμή του στις 21 Οκτωβρίου υπό την εποπτεία του Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) και την Συνοριοφυλακή των ΗΠΑ (CBP), στο αεροδρόμιο Heathrow του Λονδίνου. Εκεί, μια ομάδα επιλεγμένων συμμετεχόντων επιβιβάστηκε στην πτήση 15 της United προς το Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϋ, αφού ελέγχθηκε και έκανε τεστ για τον COVID-19 στο σημείο αναχώρησης σε μια τελετουργική σε μεγάλο βαθμό άσκηση που περιελάμβανε τους συνιδρυτές της πρωτοβουλίας The Commons Project , Paul Meyer και Bradley Perkins.
Η πρώτη δοκιμαστική εφαρμογή της εφαρμογής πραγματοποιήθηκε με πολύ λιγότερες μιντιακές φανφάρες τον Σεπτέμβριο σε μια πτήση της Cathay Pacific Airways από το Χονγκ Κονγκ προς τη Σιγκαπούρη και σηματοδότησε την έναρξη του πιλοτικού προγράμματος CommonPass που ξεκίνησε από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό The Commons Project μαζί με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.
Στελέχη του ταξιδιωτικού κλάδου ισχυρίζονται ότι το CommonPass θα επιτρέψει την επανέναρξη των διεθνών ταξιδιών προτού διατεθεί ευρέως ένα εμβόλιο για τον COVID-19 εφαρμόζοντας τυποποιημένες μεθόδους για την πιστοποίηση των εργαστηριακών αποτελεσμάτων και των αρχείων εμβολιασμού των ταξιδιωτών μέσω του Κοινού Πλαισίου CommonPass, βάσει κριτηρίων που ορίζονται από τις κυβερνήσεις σε κάθε θύρα εισόδου.
Ο JD O'Hara, Διευθύνων Σύμβουλος μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ταξιδιωτικών υπηρεσιών στον κόσμο και ένας από τους συμμετέχοντες στο δοκιμαστικό λειτουργίας του CommonPass, επαίνεσε την ικανότητα της εφαρμογής να «επαληθεύει τις υγειονομικές πληροφορίες με ασφαλή, αξιόπιστο τρόπο», ενώ ο Roger Dow του Αμερικανικού Ταξιδιωτικού Συνδέσμου δημοσίευσε μια δήλωση που την επαινεί επειδή ανοίγει ένα «δρόμο προς τα εμπρός» για την παγκόσμια οικονομία μετά την πανδημία.
Καθώς η πολυδιάστατη, παγκόσμια ανταπόκριση στον κορονοϊό σφίγγει τον κλοιό γύρω από τις πολιτικές ελευθερίες, το CommonPass ξεχωρίζει ως μια από τις πιο τρομακτικές και επικίνδυνες επιθέσεις στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα στο όνομα της δημόσιας υγείας και η πιθανότητα κατάχρησης του είναι τόσο μεγάλη , που μας υποχρεώνει να ψάξουμε περισσότερο τους ανθρώπους και τα συμφέροντα πίσω του.
Οι συνιδρυτές Paul Meyer και Bradley Perkins είναι ο διευθύνων σύμβουλος και ο αρχιατρικός σύμβουλος, αντίστοιχα. Ο Perkins ξεκίνησε την καριέρα του πριν από τριάντα χρόνια στο Κέντρο Ελέγχου Νόσημάτων και για σχεδόν μια δεκαετία, εργάστηκε στο τμήμα υγειονομικής πολιτικής της εταιρείας RAND, το Συμβουλευτικό Συμβούλιο Υγείας. Ο Meyer που είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Γέιλ, έγραφε τις ομιλίες του Προέδρου Κλίντον χρόνια προτού πάρει το πτυχίο του από το ιστορικό πανεπιστήμιο. Και οι δύο έχουν εκτεταμένες σταδιοδρομίες στους τομείς υγείας και τεχνολογίας, όμως σε πολύ διαφορετικά πεδία και με περίεργες συνεργασίες στην πορεία.
Το 2009, ο Perkins έγινε Διευθύνων Σύμβουλος Τεχνολογίας σε έναν πανεθνικό νοσοκομειακό όμιλο ονόματι Vanguard Health Systems. Η Vanguard ιδρύθηκε με χρηματοδότηση από την Morgan Stanley και ελεγχόταν από τον Όμιλο Blackstone από το 2004, διατηρώντας τον έλεγχο καθόλη την αρχική δημόσια προσφορά της εταιρείας το 2011. Δύο χρόνια αργότερα, η Vanguard εξαγοράστηκε από την Tenet Healthcare, δημιουργώντας την τρίτη μεγαλύτερη νοσοκομειακή εταιρεία κατεχόμενη από επενδυτές στις Ηνωμένες Πολιτείες, με συνολικά 65 νοσοκομεία σε εθνικό επίπεδο και πάνω από 500 εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης.
Εκτός του ότι είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες υγειονομικής περίθαλψης στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Tenet είναι επίσης μια από τις πιο διαβόητα διεφθαρμένες. Την ίδια χρονιά που αγόρασε τη Vanguard, χτυπήθηκε από μια μεγάλη καταγγελία που αποκάλυπτε τις δόλιες πρακτικές της. Αυτή η αγωγή οδήγησε σε διακανονισμό ύψους 514 εκατομμυρίων δολαρίων. Μια πιο πρόσφατη υπόθεση που αφορούσε μια συνωμοσία μεταξύ των ορθοπεδικών χειρουργών σε μια από τις εγκαταστάσεις της στην Οκλαχόμα διακανονίστηκε με 66 εκατομμύρια δολάρια το 2019. Όμως, τα προβλήματα της Tenet πηγαίνουν ακόμη πιο πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν απάτες και περιττές χειρουργικές επεμβάσεις οδήγησαν σε πολλές αγωγές και ακόμη και σε μια έρευνα από την Γερουσία.
Η συμφωνία της Vanguard με την Tenet σηματοδότησε το τέλος της θητείας του Perkins εκεί, ο οποίος επέλεξε να πάρει 1,9 εκατομμύρια δολλάρια αντί να ενταχθεί στον συγχωνευμένο όμιλο όπως οι περισσότεροι. Προχώρησε δημιουργώντας μια δική του εταιρεία ονόματι Sapiens Data Science · μια υγειονομική τεχνολογική πλατφόρμα που παρέχει πρόσβαση σε «αξιόπιστους επιστημονικά επικυρωμένους αλγόριθμους δεδομένων» και φαίνεται να δημιουργεί ένα «νέο επαναστατικό υγειονομικό οικοσύστημα ».
Το υπόβαθρο του Meyer είναι πιο περίπλοκο και η άφιξή του στη σκηνή της υγειονομικής περίθαλψης περνά από διάφορα κανάλια που συνδέονται με βιτρίνες των αμερικάνικων υπηρεσιών πληροφοριών που χρονολογούνται από τον πόλεμο του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο και την πρώην Γιουγκοσλαβία κατά τα πρώτα χρόνια του Κλίντον. Ειδικά η εμπλοκή του με μια διαβόητη οργάνωση δουλεμπορίου, γνωστή ως Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης ή IRC, πρέπει να προκαλεί ανησυχία, δεδομένου του ρόλου του στο The Commons Project και την κορυφαία εφαρμογή CommonPass.
Πριν ανακηρυχθεί Young Global Leader από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και υπότροφος Henry Fellow του Ινστιτούτου Aspen, και πριν ακόμη και από την θητεία του στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και πρίν από το βραβείο του MIT 2003 Ανθρωπιστής Της Χρονιάς, ο Paul Meyer εγκατέστησε στο Κόσσοβο ένα νέο σύστημα διαδικτυακής υποδομής για να αντικαταστήσει αυτό που καταστράφηκε στον πόλεμο, λίγες μόνο ημέρες μετά τη διακοπή των νατοϊκών βομβαρδισμών εναντίον του σερβικού λαού.
Μόλις που είχε αποφοιτήσει από την νομική σχολή και έχοντας περάσει δύο χρόνια γράφοντας τις ομιλίες του Προέδρου Κλίντον και ενώ η σύγκρουση στην πρώην Γιουγκοσλαβία εξαφανιζόταν, ο Meyer δέχτηκε από την IRC να ηγηθεί μιας προσπάθειας βοηθείας από τον ΟΗΕ και ιδιώτες, που ονομαζόταν Internet Projekti Kosova (IPKO) ή Διαδίκτυακό Πρότζεκτ του Κοσσόβου, μαζί με τον τοπικό εμπειρογνόμωνα Akan Ismaili για να χειριστεί τα περίπλοκα τεχνικά ζητήματα, και την Teresa Crawford από το Advocacy Project, για να «ανεβάσουν» δορυφόρους στην περιοχή με δηλωμένο στόχο την επανένωση εκτοπισμένων αλβανικών οικογενειών. Το σύστημα στήθηκε πάνω σε ένα κτίριο που χρησιμοποιήθηκε από τη Βρετανική KFOR Πολιτική-Στρατιωτική Συνεργασία CIMIC και Βρετανοί Βασιλικοί Μηχανικοί επίσης συμμετείχαν στο Πρότζεκτ, μεταξύ άλλων.
Τελικά, η IRC έδωσε το πρότζεκτ σε έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό «αφιερωμένο στην παροχή ευρείας πρόσβασης στο Διαδίκτυο στο Κοσσυφοπέδιο». Η IPKO είναι σήμερα η μεγαλύτερη εταιρεία τηλεπικοινωνιών, διαδικτύου και καλωδιακής τηλεόρασης στο Κοσσυφοπέδιο. Ο Meyer παραμένει συνδεδεμένος μέσω του Ιδρύματος IPKO, το οποίο συν-ίδρυσε για την παροχή «δωρεάν τεχνολογικής εκπαίδευσης» σε Κοσσοβάρους φοιτητές.
Μέχρι τη δεκαετία του 1950, η IRC ήταν γνωστό ότι ήταν «αναπόσπαστος σύνδεσμος» του μυστικού δικτύου της CIA , με επικεφαλής από το 2013 τον προστατευόμενο του Tony Blair και πρώην βρετανό υπουργό Εξωτερικών, David Miliband. Το 2018, η IRC εμπλέχτηκε σε ένα σκάνδαλο παιδεραστίας γνωστό ως σκάνδαλο «σεξ-για-φαγητό» που καλύφθηκε εκτενώς από τη Whitney Webb σε πρόσφατο άρθρο της. Η κάλυψη των δεκάδων καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση, δωροδοκία και απάτη είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποσύρει τη χρηματοδότησή της από τις οργανώσεις. Ωστόσο, κανένας υπάλληλος της IRC δεν διώχθηκε για τα 37 περιστατικά που αναφέρονται λεπτομερώς στην αναφορά.
Επί του παρόντος, η IRC συμμετέχει πολύ στην εφαρμογή ενός βιομετρικού συστήματος ταυτότητας για τους πρόσφυγες από την Μιανμάρ, ένα πρότζεκτ που χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Ροκφέλερ με την υποστήριξη της Συμμαχίας ID2020 , και το οποίο χρηματοδοτεί επίσης το Commons Project. Ωστόσο, η πρωτοβουλία της IRC ονόματι Mae La, λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησής της μέσω του διαβόητου ομοιώματος της CIA τον USAID, και σκοπεύει να δημιουργήσει ένα σύστημα ψηφιακής αναγνώρισης βασισμένο σε blockchain χρησιμοποιώντας τεχνολογία ιριδοσκόπησης για να δώσει στους πρόσφυγες πρόσβαση στις υπηρεσίες του IRC στην Ταϊλάνδη. Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι περιλαμβάνουν την κυκλοφορία υγειονομικών δεδομένων, εργασιακών και οικονομικών δεδομένων σε ένα ενιαίο σύστημα ταυτότητας, το οποίο θα καθορίζει την πρόσβαση σε τρόφιμα, υγειονομική περίθαλψη και μετακινήσεις.
Η διαφορά μεταξύ του Πρότζεκτ Mae La της IRC και του The Commons Project είναι θέμα κατηγοριοποίησης. Διαφορετικού κύρους, για να είμαστε συγκεκριμένοι. Όμως, είναι ουσιαστικά η ίδια ιδέα και καλύπτει τα ίδια συμφέροντα των ομάδων και των ατόμων που αποτελούν μέρος του διοικητικού συμβουλίου του Commons Project. Πολλοί από αυτούς είναι μέρος του χώρου της ψηφιακής παρακολούθησης και των τεχνολογιών υγειονομικής περίθαλψης εδώ και χρόνια.
Άτομα όπως η Linda Dillman, η οποία διευθύνει την εφαρμογή παρακολούθησης των υπαλλήλων του Wal-Mart μέσω RFID ή τον πρώην Διευθυντή Τεχνολογίας του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ, Bryan Sivak, ο οποίος είναι τώρα Διευθύνων Σύμβουλος στην Kaiser Permanente, μια από τις μεγαλύτερες παρόχους ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας στη χώρα. Ξεχωρίζουν επίσης και άλλες συμετοχές στο διοικητικό συμβούλιο, όπως του Will Fitzpatrick, Γενικού Συμβούλου του Δικτύου Omidyar και του υφυπουργού Άμυνας για υγειονομικά θέματα επί προεδρίας George W. Bush, Δρ William Winkenwerder, Jr.
Στο επίκεντρο αυτών των προσπαθειών βρίσκεται η επιθυμία να δημιουργηθεί μια ατζέντα εξέτασης του πληθυσμού με βάση το DNA, την οποία άνθρωποι όπως ο Perkins και ο Meyer προωθούν δυναμικά. Ο Perkins εργάστηκε ως υπεύθυνος μάρκετινγκ σε μια εταιρεία που ονομάζεται Human Longevity, Inc., η οποία «συνδυάζει την εξελιγμένη ανάλυση αλληλουχιών DNA και την εξειδικευμένη ανάλυση με μηχανική μάθηση, για να βοηθήσει στην μετατροπή της ιατρικής επιστήμης σε μια επιστήμη που βασίζεται πιο πολύ σε δεδομένα».
Ο Meyer ανέπτυξε έναν πρόδρομο του CommonPass το 2016, όταν συγχώνευσε την εταιρεία κινητών υπηρεσιών υγείας Voxiva, η οποία εφάρμοσε τα «πρώτα εθνικά ψηφιακά συστήματα παρακολούθησης ασθενειών στο Περού και τη Ρουάντα» σε συνεργασία με το CDC, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) και τη Sense Health ώστε να δημιουργήσει μια υπηρεσία ανταλλαγής μηνυμάτων υγείας που ονομάζεται Wellpass και την οποία ο Meyer περιέγραψε ως «μια ολοκληρωμένη πλατφόρμα… [που] βοηθά να ξεπεραστούν οι προκλήσεις της ανάπτυξης κατακερματισμένων δεσμεύσεων και λύσεων για την υγεία του πληθυσμού».
Πρέπει επίσης να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία των διαγνωστικών υγείας που κάνουν αλγοριθμικές διαγνώσεις βασισμένες σε DNA, που χρησιμοποιήθηκαν για τη δοκιμαστική λειτουργία του CommonPass, δεδομένου του ιστορικού της εταιρείας που παρέχει την τεχνολογία. Η Prenetics, Ltd είναι μια εταιρεία που χρηματοδοτείται από την Alibaba με έδρα το Χονγκ Κονγκ και πραγματοποίησε επίσης τα τεστ του COVID-19 για το Project Restart της Premier League του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία χρησιμοποίησε μια παρόμοια εφαρμογή κατάστασης υγείας που ονομάζεται Covi-Pass, για την οποία κάναμε ρεπορτάζ τον Ιούνιο.
Τα τεστς COVID της Prenetics βασίζονται σε μια τεχνολογία που βασίζεται στο DNA την οποία απέκτησε το 2018, όταν αγόρασε την DNAFit, μια εταιρεία που ιδρύθηκε από τον Νοτιοαφρικανό επιχειρηματία Avrom "Avi" Lasarow, ο οποίος έγινε μετά τη συγχώνευση Διευθύνων Σύμβουλος της Prenetics για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Ο Lasarow, ο οποίος είναι επίσης επικεφαλής του προγράμματος τεστ κορονοϊού της Πρέμιερ Λιγκ, μόλις διευθέτησε μια αστική υπόθεση εναντίον του στις ΗΠΑ τον περασμένο Μάιο με σχεδόν 60.000 δολάρια σχετικά με «παραπλανητικούς υγειονομικούς ισχυρισμούς ».
Ο «πρωτοπόρος της lifestyle γενετικής» Lasarow έχει μακρόχρονο ιστορικό εξωδικαστικών διακανονισμών σε τέτοια ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης μιας αγωγής που άσκησε η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου των ΗΠΑ το 2015, η οποία κατηγόρησε την Lasarow Healthcare Technologies Ltd., γνωστή και ως L Health Ltd., και δύο ακόμη κατηγορούμενους ότι έκαναν ψευδείς ή αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με μια εφαρμογή «ανίχνευσης μελανωμάτων» Ως μέρος αυτού του διακανονισμού, στην εταιρεία Lasarow «απαγορεύτηκε να προβαίνει σε παραπλανητικούς ή αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με τα οφέλη για την υγεία ή την αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Prenetics εργάζεται πάνω στη δημιουργία συνεργασίας με την VSTE Enterprises, την εταιρεία που ανέπτυξε την τεχνολογία V-Code που υποστηρίζει το Covi-Pass, από τον Μάιο. Παρόλα αυτά, αυτές οι ανησυχητικές λεπτομέρειες δεν είναι τίποτε σε σύγκριση με τα άτομα και τους οργανισμούς που βρίσκονται πίσω από το ίδιο το CommonPass, που έχουν σχέδια για ένα πολύ πιο μεγάλο ψηφιακό συρματόπλεγμα βασισμένο σε τεχνολογίες ελέγχου του DNA του πληθυσμού μέσω πρωτοβουλιών όπως το The Commons Project, το οποίο στοχεύει να μεταμορφώσει ουσιαστικά την ιατρική και να επιβάλει νέα όρια στην ελευθερία των κινήσεών μας καθώς η κυκλοφορία του CommonPass πρόκειται να επεκταθεί γρήγορα σε άλλες διαδρομές σε όλη την Ασία, την Αφρική, την Αμερική, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Ακριβώς όπως ο νόμος για την ασφάλεια των αερομεταφορών και των μεταφορών του Μπους άνοιξε τις πόρτες για την ανάπτυξη ορισμένων τομέων τεχνολογίας και ασφάλειας μετά την 9/11, αυτή η νέα επέκταση της εθνικής ασφάλειας που επικεντρώνεται στην υγεία, έχει παρακάμψει όλους τους μοχλούς της δημοκρατικής εξουσίας ώστε να επιτρέψει την εδραίωση μιας πολύ μεγαλύτερης και πιο επικίνδυνης ομάδας οργανισμών εντός των κλάδων της υγείας, της τεχνολογίας και των βιοεπιστημών, μαζί με μια ολοένα και πιο ισχυρή κλίκα υγειονομικών ομοσπονδιακών υπηρεσιών και αξιωματούχων, όπως ο Robert Kadlec, που πιέζουν για μια κοινωνία παρακολούθησης πλήρους φάσματος.
Το να βγάζετε τα παπούτσια σας στο αεροδρόμιο και να εκθέτετε το σώμα σας σε ακτινοβολία έχει γίνει ρουτίνα τώρα σε κάθε εθνικό αεροδρόμιο και οι περισσότεροι «προσωρινοί» νόμοι που εκδόθηκαν μέσω νομοθετικών πράξεων έκτακτης ανάγκης παραμένουν σε ισχύ σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα. Η προηγούμενη εμπειρία απαιτεί να υποθέσουμε ότι το ίδιο θα συμβεί με την πλειονότητα των νέων περιορισμών στις ελεύθερες μετακινήσεις μας και την ποιότητα ζωής μας που εφαρμόζονται επί του παρόντος σε ολόκληρη τη χώρα και ολόκληρο τον κόσμο.
Η απόσυρση αυτών των δρακόντειων μέτρων δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από τα σχέδιά τους, όπως υποσχέθηκε ο πρόεδρος της Αμερικανικής Ταξιδιωτικής Ένωσης, Ρότζερ Ντάου, ο οποίος με βεβαιότητα ισχυρίστηκε μετά την επιτυχημένη εφαρμογή του CommonPass , ότι θα μας επιτρέψει να «ξεφύγουμε από την άθλια οικονομική πτώση που προκάλεσαν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί που σχετίζονται με τον COVID και τις καραντίνες », προσθέτοντας ότι θα «αποδώσει περαιτέρω για πιο απρόσκοπτα και βολικά ταξίδια, ακόμη και όταν η πανδημία θα έχει υποχωρήσει ».
Εάν όλα πάνε καλά, σύντομα θα μπορείτε να χρησιμοποιείτε την εφαρμογή Common Pass δωρεάν από τις αρχές του 2021.
Εκτός από τις αερομεταφορές, υπάρχουν σχέδια για την εφαρμογή της εφαρμογής Common Pass σε άλλους τομείς;
Ναί.Το Common Pass μπορεί να επαναφέρει τα ταξίδια και το εμπόριο σε προ-πανδημικά επίπεδα για τις χερσαίες διασυνοριακές διελεύσεις. Η εφαρμογή μπορεί επίσης να παίξει σημαντικό ρόλο στην επίδειξη των αρχείων εμβολιασμού, μόλις το εμβόλιο είναι διαθέσιμο.
Το The Common Project βρίσκεται επίσης σε ανεπιβεβαίωτες συνομιλίες με αξιωματούχους της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο για τον έλεγχο όσων αγόρασαν εισιτήριο και θα παρευρίσκονται στην εκδήλωση τον Ιούλιο του 2021. Επίσης, βρίσκονται σε συνομιλίες με αξιωματούχους υγείας της Σαουδικής Αραβίας για τη χρησιμοποίηση του Common Pass για έλεγχο των προσκυνητών που ταξιδεύουν στη Μέκκα για το Hajj .
Η εφαρμογή Common Pass θα μπορούσε επίσης να επιτρέψει σε εστιατόρια, κινηματογράφους, ξενοδοχεία, αθλητικούς χώρους, συναυλιακούς χώρους ,συνεδριακούς χώρους και εκθεσιακούς χώρους να ανοίξουν ξανά με ασφάλεια.
*****
********
Η πλειονότητα των νέων κρουσμάτων COVID-19 στην Ευρώπη προέρχεται από ένα μεταλλαγμένο στέλεχος του κορονοϊού που η προέλευση του οποίου εντοπίστηκε στην Ισπανία και εξαπλώθηκε σε όλη την ήπειρο το καλοκαίρι από τουρίστες, ανέφεραν επιστήμονες σε έκθεση τους την Πέμπτη.
Η μετάλλαξη πιθανότατα προήλθε από αγρότες στη βορειοανατολική Ισπανία, όπου και εντοπίστηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο, ανέφεραν (σ.ι. το great reset στο πιάτο σου) .
Δεν υπάρχουν ακόμη δεδομένα που να υποδηλώνουν ότι αυτή η μετάλλαξη είναι πιο θανατηφόρα, είπαν.
Η μετάλλαξη του SARS-CoV-2, γνωστή ως 20A.EU1, είχε εξαπλωθεί σε τουλάχιστον έξι ευρωπαϊκές χώρες μέχρι τα τέλη Ιουλίου.
Μέχρι τον Οκτώβριο, η μετάλλαξη είχε εντοπιστεί σε 12 χώρες σε ολόκληρη την ήπειρο, καθώς και στο Χονγκ Κονγκ και τη Νέα Ζηλανδία, ανέφεραν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου