Γράφει: Ελένη Μαυρούλη
Ήταν λίγο πριν τις 5 το πρωί, ώρα Ελλάδας, όταν στις 20 Μαρτίου 2003 ήχησαν οι σειρήνες στη Βαγδάτη. Η επίθεση των «προθύμων» είχε αρχίσει. Τρεις ημέρες νωρίτερα, οι επιθεωρητές του ΟΗΕ εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Ήδη, από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η επίθεση «δουλευόταν» μεθοδικά από την Ουάσινγκτον.
Η χερσαία εισβολή πραγματοποιήθηκε, κυρίως, από το Κουβέιτ, δεδομένης της άρνησης της Τουρκίας, να συνεργαστεί ενεργά και από τις κουρδικές περιοχές του βόρειου Ιράκ. Οι επιχειρήσεις διήρκεσαν περίπου 20 ημέρες όσο και οι καταιγιστικοί βομβαρδισμοί μαζί με τις «παράπλευρες απώλειες» τους. Η πολυδιαφημισμένη «μάχη της Βαγδάτης» δεν έγινε ποτέ. Στις 9 Απριλίου, αμερικανικά στρατεύματα έμπαιναν στην πρωτεύουσα από το νότο.
Μέρες αργότερα, αμερικανικά στρατεύματα με εμπροσθοφυλακή Κούρδους μαχητές προσέγγιζαν τη Βαγδάτη από το βορρά. Οι εικόνες των πανηγυρισμών για τους «απελευθερωτές» κατέκλυσαν τα διεθνή ΜΜΕ για να αποδειχτούν αργότερα «στημένες». Οι εικόνες των λεηλασιών και του χάους έγινε προσπάθεια να αποκρυφτούν. Λιγότερο από ένα μήνα μετά την «πτώση της Βαγδάτης» ο Τζωρτζ Μπους κήρυσσε το «τέλος του πολέμου».
Το Ιράκ όπως το ξέραμε μέχρι τότε έπαψε να υπάρχει. Όπως και
η πανέμορφη, όπως λένε όσοι την γνώρισαν, Βαγδάτη. Ο πραγματικός πόλεμος μόλις άρχιζε…
Η διάλυση μιας χώρας
Οι αριθμοί, αν και ψυχροί, παραμένουν αποκαλυπτικοί. Η ιατρική επιθεώρηση Lancet, στη βάση επιτόπιας μελέτης, υποστηρίζει ότι μέχρι πριν την εμφάνιση του «Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στο Λεβάντε» (ISIS), δηλαδή περίπου το 2012, είχαν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 1.455.590 Ιρακινοί από μάχες, εκρήξεις και ό,τι άλλο συνεπάγεται ένας πόλεμος. Εκατομμύρια ήταν οι τραυματίες, οι πρόσφυγες, οι εκτοπισμένοι.
Το «διαίρει και βασίλευε» που αξιοποίησε η αμερικανική κατοχική διοίκηση για να επιβληθεί ενέτεινε τα, -ήδη υπάρχοντα- εθνοτικά και δογματικά (σιίτες- σουνίτες) πάθη, που είχε εκθρέψει, με το ίδιο σκεπτικό, ο (μέχρι πρότινος αγαπημένος σύμμαχος, βλ. ιρακινο-ιρανικό πόλεμο) Σαντάμ Χουσεϊν. Η δε απόφαση της Ουάσινγκτον να διαλύσει πλήρως τον κρατικό και στρατιωτικό μηχανισμό, συνέβαλε τα μέγιστα στην επικράτηση ολικού χάους και στην αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού της χώρας.
Ό,τι είχε απομείνει όρθιο από τα χρόνια των κυρώσεων σε βάρος του καθεστώτος Σαντάμ Χουσεϊν, (από το 1991) ισοπεδώθηκε πλήρως από τους «απελευθερωτές». Χρόνια μετά την εισβολή τους, η χώρα του Ευφράτη και του Τίγρη, που σε επίπεδο υποδομών, οργάνωσης και διοίκησης θεωρούνταν από πολλούς ως πρότυπο για τις υπόλοιπες χώρες του Κόλπου, δεν είναι παρά ένα φάντασμα του παρελθόντος της.
Η «απελευθέρωση» άφησε μόλις το 20% του πληθυσμού με πρόσβαση σε πραγματικές συνθήκες υγιεινής, το 45% με πρόσβαση σε καθαρό νερό, το 50% έχει ηλεκτρικό μόνο την μισή μέρα. Συνολικά, ποσοστό μεγαλύτερο του 23% ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, το 25% των παιδιών είναι υποσιτισμένα και μόνο το ένα στα τρία έχει πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Αυτά στις ήρεμες περιοχές της χώρας.
Η «απελευθέρωση» του Ιράκ καταγράφεται, επίσης, σε μερικές από τις πιο απάνθρωπες εικόνες που κατέγραψε ποτέ φακός: υπαίθριες αγορές να μετατρέπονται σε ποτάμια αίματος και σωρούς διαμελισμένων ανθρωπίνων σωμάτων, ολόκληρες πόλεις να σβήνονται από τον χάρτη, όπως έγινε με την Φαλούτζα, τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2004, κρατούμενοι να εξευτελίζονται με ανείπωτο τρόπο όπως έγινε στο Αμπού Γράιμπ.
Με δύο λόγια, η εισβολή και κατοχή των «προθύμων» υπό τις ΗΠΑ στο Ιράκ περιλαμβάνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, όλες εκείνες τις σκηνές που έγιναν λίπασμα για την προπαγάνδα του ISIS. Και για την βύθιση της χώρας σε μια ακόμη βαθύτερη δίνη χάους και αίματος.
Από το Abu Ghraib…
… στο «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε»!
Το κόστος για τους Αμερικανούς …
Το κόστος του πολέμου είναι βαρύ, αν και σαφώς μη συγκρίσιμο, και για την πλευρά των ΗΠΑ. Επισήμως, 4.800 Αμερικανοί στρατιώτες γύρισαν σε φέρετρα, ενώ σε εκατοντάδες χιλιάδες καταμετρούνται οι τραυματίες και οι ανάπηροι με μόνιμες σωματικές ή ψυχικές αναπηρίες.
Το κόστος αποδείχτηκε βαρύ και από οικονομικής άποψης για τον αμερικανικό λαό αφού εκτιμάται ότι τείνει ν’ αγγίξει το 1,7 τρις δολάρια. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αρνητική πορεία της αμερικανικής οικονομίας. Ο προφανής στόχος της Ουάσινγκτον, δηλαδή ο έλεγχος του ενεργειακού (φτηνού και καλής ποιότητας) πλούτου του Ιράκ δεν επιτεύχθηκε με εντυπωσιακό τρόπο χωρίς να σημαίνει ότι αμερικανικών συμφερόντων εταιρείες (πχ Exxon Mobil, Halliburton) δεν εξασφάλισαν συμβόλαια.
..και το κέρδος για τους ιδιώτες εργολάβους
Η εισβολή και κατοχή του Ιράκ αποτελεί, από άποψη εμβέλειας και μεγέθους, τον πρώτο πόλεμο των «ιδιωτών εργολάβων». Από το 1,7 τρις που πλήρωσαν οι Αμερικανοί πολίτες, τουλάχιστον (με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις), τα 138 δισεκατομμύρια δολάρια πήγαν σε ιδιωτικές εταιρείες «υποστήριξης» των στρατευμάτων: για παροχή ασφάλειας (ποιος δεν θυμάται την περίφημη Blackwater νυν Academi και τις εκπληκτικές τις επιδόσεις στις δολοφονίες αμάχων), για παροχή σίτισης, για δημιουργία υποδομών απαραίτητων για το στρατό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, φυσικά, δεν προκηρύχθηκε σχετικός διαγωνισμός.
Ένας πολύ πρόχειρος υπολογισμός των Financial Times υποστηρίζει ότι το 52% των χρημάτων αυτών κατέληξαν στις τσέπες μόλις 10 εργολάβων. Πρώτη στην λίστα των ευνοημένων η κατασκευαστική μηχανολογική εταιρεία KBR, πρώην θυγατρική της Halliburton, της εταιρείας, δηλαδή, όπου επικεφαλής ήταν ο Ντικ Τσένεϊ, Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Μπους του νεότερου.
Η KBR έλαβε τουλάχιστον 39,5 δισεκατομμύρια για συμβόλαια, μέσα σε μια δεκαετία κατ’ ανάθεση. Χαρακτηριστικό ίσως είναι το συμβόλαιο 568 εκατομμυρίων δολαρίων το 2010 για παροχή στέγης, σίτισης, νερού και υποδομών υγιεινής για τα στρατεύματα, το οποίο, πλέον, ερευνάται από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ποιες εταιρείες ακολουθούν στην δεύτερη και τρίτη πιο προνομιακή θέση μεταχείρισης: η κουβεϊτιανή Agility Logistics και η κρατική Πετρελαϊκή Εταιρεία του Κουβέιτ (που ενδιαφερόταν ειλικρινά για την «απελευθέρωση» των γειτόνων του). Και οι δύο μαζί επισήμως, έχουν εξασφαλίσει συμβόλαια 13,5 δισεκατομμυρίων. Επίσης, το Στέητ Ντιπάρτμεντ έχει πληρώσει μέχρι τώρα τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια σε μισθοφορικές ιδιωτικές εταιρείες για την φύλαξη της πολυπληθούς διπλωματικής του αποστολής (15.000) στην Βαγδάτη.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία (επίσημα πάντα) της διακομματικής Επιτροπής του Κογκρέσου για τα συμβόλαια με ιδιωτικές εταιρείες κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, το επίπεδο των δωροδοκιών ( της μίζας κοινώς) ξεπέρασε τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια. Και επιπλέον, πολλές από τις εταιρείες τελικά χρησιμοποιούσαν …Αμερικανούς στρατιώτες.
Το τελευταίο φύλλο συκής ή η πρώτη πράξη;
Μετά το Αφγανιστάν, η εισβολή και κατοχή στο Ιράκ αποτελεί την πιο απροκάλυπτη εφαρμογή του δόγματος Μπους περί προληπτικών πολέμων, όπου και όποτε κρίνεται απαραίτητο από τους σύγχρονους ιμπεριαλιστές. Για πρώτη φορά, τόσο απροκάλυπτα ψεύδη διατυπώθηκαν ως αιτίες εξαπόλυσης ενός στρατιωτικού πλήγματος, πρωτοφανούς σκληρότητας, σε βάρος μιας κυρίαρχης χώρας χωρίς καν τα γνωστά προσχήματα περί «υπεράσπισης κάποιου πληθυσμιακού τμήματος», (πχ ΝΑΤΟϊκή επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας και αλλού).
Τα επιχειρήματα των «όπλων μαζικής καταστροφής» ή της διασύνδεσης του καθεστώτος Χουσεϊν με τον μπιν Λάντεν αποτελούσαν ανέκδοτο εξαρχής. Σήμερα, 12 χρόνια μετά, τα προσχήματα δεν έχουν πια σημασία. Το επιχείρημα της «αναγκαιότητας αλλαγής καθεστώτων και απελευθέρωσης λαών» (Λιβύη, Συρία), διατυπώνεται ανενδοίαστα.
Η επίθεση στο Ιράκ ήταν το πρώτο δείγμα της νέας ιμπεριαλιστικής προπαγανδιστικής ρητορικής και η ταφόπλακα της όποιας ισχύος του ΟΗΕ ή του Συμβουλίου Ασφαλείας. Έγινε χωρίς απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και ενάντια στα άρθρα του ΟΗΕ, αποδεικνύοντας ότι η ίδια η έννοια του διεθνούς δικαίου δεν είναι παρά το καταστάλαγμα του εκάστοτε παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.
Ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003 υπήρξε, επίσης, το «επίσημο εναρκτήριο λάκτισμα», μετά το «πρελούδιο» της επίθεσης στο Αφγανιστάν, της σύγκρουσης μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τον έλεγχο της πολύτιμης, γεωστρατηγικά και ενεργειακά, περιοχής (πηγές και δρόμοι ενέργειας και εμπορίου) του Περσικού Κόλπου και γενικότερα της Ευρασίας. Υπενθυμίζεται ότι Ρωσία, Γαλλία και Γερμανία είχαν κατηγορηματικά διαφωνήσει.
Αποτέλεσε την αφορμή για τεράστια ενίσχυση των αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή που ο Μπρεζίνσκι χαρακτήριζε, ήδη, από την δεκαετία του ’90 «καρδιά» της διατήρησης της ηγεμονίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Πυροδότησε αιματηρό μπρα ντε φερ ανάμεσα στις περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής. Διαμόρφωσε τις συνθήκες του «πλαισίου» έναρξης ενός ανήκουστου, μέχρι πρότινος, διαλόγου Δύσης – Ιράν που ανατρέπει τα παραδοσιακά συμμαχικά σχήματα. Εισήγαγε την ενεργότερη ανάμιξη παρασκηνιακά ή μη στην περιοχή και άλλων δυνάμεων, όπως η Ρωσία, η Γαλλία, κλπ.
Ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003 υπήρξε ο πρώτος «σταθμός» της εκ βάθρων αποσταθεροποίησης όλης της περιοχής. Το «θερμοκήπιο» για το ISIS και κάθε είδους ISIS άρχισε να γιγαντώνεται. Αν και ουδείς μπορεί με βεβαιότητα να πει αν η Ουάσινγκτον σκόπευε να μετατρέψει το Ιράκ και μια σειρά από χώρες που ακολούθησαν (Συρία, Λιβύη κ.ο.κ.) σε «αποτυχημένα κράτη», τελικά, αρχής γενομένης από το 2003, μετέτρεψε μια ολόκληρη περιοχή σε «αποτυχημένο κράτος» με ανείπωτο φόρο αίματος και ανυπολόγιστες συνέπειες και στην Δύση.
Ίσως, η άποψη του πρώην διευθυντή της CIA Τζέιμς Γούσλεϊ, ότι το Ιράκ ήταν η πρώτη πράξη ενός νέου Παγκοσμίου Πολέμου, που θα διεξαχθεί με πρωτόγνωρους όρους και πιθανότατα δια αντιπροσώπων, να μην απέχει τόσο από την αλήθεια.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου