Ο Χαϊρουλλάχ στα μπουντρούμια του Κανλή Κουλέ («Λευκός» Πύργος).
Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
[Βλέπε και προηγούμενη ομότιτλη ανάρτηση (1)
http://booksonthesites.blogspot.com/2017/10/1821-1.html]Στις 27 Φεβρουαρίου του 1821, ο αιμοσταγής Γιουσούφ Μπέης ρίχνει τον διορισμένο μολλά (δικαστή πρώτου βαθμού) της Θεσσαλονίκης Χαϊρουλλάχ ίμπν Σινασή Μεχμέτ αγά στα υγρά υπόγεια του Κανλή Κουλέ (Αιματοβαμμένου Πύργου). Ο Χαϊρουλλάχ γλυτώνει από το φρικτό μαρτύριο του εγκλεισμού του στα μπουντρούμια του Κανλή Κουλέ, και την ίδια τη ζωή του, χάρις σε μία σουλτανική εντολή διορισμού του ως καδή της Κωνσταντινούπολης! Στο εξαιρετικό «Οδοιπορικό» του Χαϊρουλλάχ προς τον σουλτάνο Μαχμούτ τον Β΄, που βρήκε ο Αβρ. Ν. Παπάζογλου στα χειρόγραφα των ανακτόρων του Τοπ-Καπού στην Πόλη, ο τούρκος δικαστής διασώζει σημαντικές πληροφορίες για τις απάνθρωπες συνθήκες που βίωναν οι «άπιστοι» Ρωμιοί στο κολαστήριο, για το οποίο οι αφελείς νεοέλληνες υιοθέτησαν την ονομασία Torre Blanca των Ισπανοεβραίων και το Beyaz-Kule των μουσουλμάνων, δηλαδή Λευκός Πύργος! Στον διαβολικό αυτόν πύργο με τον οχυρωματικό περίβολο (οκταγωνικό προτείχισμα), και τα
ανήλιαγα και υγρά υπόγεια, κατά μαρτυρία του Χαϊρουλλάχ, ήταν έγκλειστοι μόνον «άπιστοι» Ρωμιοί και μερικοί μουσουλμάνοι.
«Την επίσκεψή μου αυτήν στον Μακάρ εφέντη πληροφορήθηκε από τους “χαφιέδες” του ο Γιουσούφ Βέης κι’ από τότε έγινεν εχθρός μου περιμένοντας ευκαιρία να μ’ εκδικηθεί. Κι’ αυτή δεν άργησε. Στα τέλη του Σουμπάτ1 του 1236 εγ. (Φεβρουάριος 1821), ενώ καθόμουν μπρός στο μεγάλο καφενείο, που είναι δίπλα στο Καζαντζιλάρ-τζαμισή (Παναγία Χαλκέων), είδα να φέρνουν έναν νεκρό άπιστο. Τον κρατούσαν τέσσερις άπιστοι κι’ από πίσω ακολουθούσαν άλλοι δέκα ή είκοσι, δεν θυμάμαι καλά, ρωμιοί. Ρώτησα κι’ έμαθα πώς ήταν κάποιος από τους προκρίτους ρωμιούς και λέγονταν Σπαντόν εφέντης (Σπανδούνης;). Σηκώθηκα τότε και είπα: “Ο Θεός ας τον συγχωρέσει!”. (Αλλάχ ραχμέτ εϊλεσίν!). Τόμαθεν αυτό από τους χαφιέδες του ο Γιουσούφ Βέης και με κάλεσε στο Κονάκι. Εκεί μου είπε – Ήμαρτον Θεέ μου! – ότι ήμουν “γκιαούρης” (άπιστος) κι’ ότι έπρεπε να μ’ αποκεφαλίσει. Σ’ ερώτησή μου, ποιο ήταν το σφάλμα μου, αποκρίθηκε πώς μονάχα οι άπιστοι λυπούνται τους άπιστους, κι’ ότι το Ιερό Κοράνιο απαγορεύει στους πιστούς του Ισλάμ να λέγουν “Αλλάχ ραχμέτ εϊλεσίν!” για τους άπιστους. Ζήτησα να μου δείξει σε ποιο σημείο του ιερού Βιβλίου μας είναι γραμμένο αυτό και γι’ απάντηση, διέταξε τον αρχιαστυνόμο και τον φίλτατο, αλλά δυστυχισμένο, αρχικλητήρα να με ρίξουν στα “μπουντρούμια” του Κανλή Κουλέ (Λευκού Πύργου). Έτσι κι’ έγινε. Στις 27 Σουμπάτ του 1236 εγ. (27 Φεβρουαρίου 1821) με σύρανε οι δυό προαναφερόμενοι και με κλείσαν στα υγρά υπόγεια του Λευκού Πύργου. Κι’ από τότε αρχίζει το μαρτύριό μου, μαρτύριο τέτοιο, που αν δεν πρόκαμνε ναρθεί η τίμια διαταγή Σου (μπουγιουρουλντί) του διορισμού μου ως καδή της Πόλης, ασφαλώς θα κατέληγε στον ατιμωτικό για έναν μουσουλμάνο θάνατο μέσα στη φυλακή 2.
Ο Πύργος αυτός, που είναι ένα από τα αριστουργήματα του μακαρίτη “μιμάρ μπασή”3 Σινάν4, ήταν γιομάτος από ειδών – ειδών ανθρώπους και μάλιστα άπιστους. Η ζωή εκεί μέσα είναι φρικτή, κι’ αν δεν έχει κανείς συντροφιά του τη σκέψη του παντοδύναμου Αλλάχ, δύσκολα μπορεί να ζήσει. Είδα, κραταιότατε αυθέντη μου, φτωχά ανθρώπινα πλάσματα, που μέναν εκεί μέσα, τρεις και τέσσερις μήνες, ρωμιοί ως επί το πλείστον, γιατί συνάντησαν στον δρόμο τον Γιουσούφ Βέη και δεν τον χαιρέτησαν, όπως θάπρεπε, ή ακόμα, γιατί μαζεύονταν στην εκκλησία του Μηνά εφέντη (Αγίου Μηνά) και συζητούσαν για το πατριαρχείο και τον “πατρίκ εφέντη” (πατριάρχη). Πολλοί απ’ αυτούς ήσαν πιασμένοι από την υγρασία και την πείνα, γιατί, πρέπει να ξέρεις, γαληνότατε πατισάχ μου, ότι μόνο νερό δίδουν εδώ στους φυλακισμένους. Γνώρισα τον πρόκριτο των απίστων της Θεσσαλονίκης, τον Μαλάκη εφέντη, άνθρωπο θεοσεβούμενο και τίμιο, που τον φυλάκισαν, γιατί, λέγει, ήταν “μουτεβελής” (επίτροπος) της Μητρόπολης. Όμως το πιο τραγικό ήταν, που δυό μέρες ύστερα από μένα φέραν μισοπεθαμένο κάποιον μεγάλο άπιστο από το σώμα του Φαναριού, τον Παπάζ εφέντη5, γιατί ετοιμάζονταν να φύγει για τη χώρα των Βλάχων (Ρουμανία), να δώσει το μήνυμα του ξεσηκωμού ραγιάδων ενάντια στην εξουσία Σου. Ο αμαρτωλός αυτός είχεν έλθει στη Θεσσαλονίκη μερικές μέρες πριν, κι’ είχε μαζί του κι’ ένα γράμμα του πατριάρχη για τον Μακάρ εφέντη. Κι’ ίσα – ίσα τη στιγμή που πήγαινε στο μητροπολιτικό μέγαρο τον πιάσαν δυό “μπασή μποζούκ” (άτακτος στρατός ή πολίτες) και τον κουβάλησαν, χτυπώντας τον και δέρνοντάς τον στο Κονάκι. Εκεί, χωρίς κάν να τον αφήσουν να μιλήσει, του δώσαν εκατό “καμτσικιές” (μαστιγώσεις) και τον στείλαν στον “Κανλή Κουλέ”. Βέβαια, αν ήταν φταίχτης, δίκαια τιμωρήθηκε. Όμως, αν δεν ήταν; Δε θα δώσουμε όλοι, πιστοί κι’ άπιστοι λόγο των πράξεών μας στη μέλλουσα ζωή; Και ο Γιουσούφ Βέης δεν θα τιμωρηθεί άραγε στον άλλον κόσμο, για όσα φρικτά έκαμεν εδώ;… Ο Παπάζ εφέντης αυτός έμεινε μαζί μας τρεις μέρες και κατόπιν τον πήραν για να τον παραδώσουν στον γενιτσάρ-αγά να τον θανατώσει. Πριν φύγει, συγχώρα με γι’ αυτό αυθέντα μου, τον αγκάλιασα και τον φίλησα, γιατί στ’ αλήθεια ήταν τίμιος άνθρωπος, κι’ αν έφταιξε, ήταν απ’ την καλή του την καρδιά 6.
Οι μέρες μου περνούσαν εκεί μέσα θλιβερές και πικραμένες με τη συντροφιά των άπιστων και μερικών άλλων άτυχων όπως εγώ, μουσουλμάνων. Οι άπιστοι μαζεύονταν γύρω μου και καταριόνταν τον Γιουσούφ Βέη, λέγοντας πώς το αίμα των ρωμιών της Θεσσαλονίκης θα τον έπνιγε σαν βρυκόλακας.
Ένα βράδυ φέραν και τον Νικολή εφέντη, τον επωνομαζόμενο Μπιγικλού. Αυτός μας είπε φριχτά πράγματα. Οι έλληνες του Μωριά, εδώ κι’ ένα μήνα, είχαν επαναστατήσει. Κι’ ο Γιουσούφ Βέης είχε πληροφορίες, ότι θα επαναστατούσαν και οι άπιστοι της Θεσσαλονίκης και των γύρω χωριών. Για να προλάβει κάθε ενδεχόμενο κακό, ζήτησε από τους ρωμιούς κι’ από τους καλογέρους του Άγιου Όρους (Αϊναρόζ) να του στείλουν ομήρους. Κι’ έτσι μέσα στο Κονάκι βρίσκονταν φυλακισμένοι πάνω από τετρακόσιοι χριστιανοί, που οι εκατό τους ήταν καλόγεροι. Όλοι αυτοί, όπως είναι δά φυσικό, κακοπερνούν στα χέρια του Γιουσούφ, τους μαστιγώνει, τους βρίζει, τους εξευτελίζει και τους θανατώνει ακόμα. Ο Θεός άς λυπηθεί και τους χριστιανούς, κι’ αυτόν!...».
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
[1] Παπάζογλου: Ενώ προηγουμένως ο συγγραφέας μεταχειρίζεται τους σεληνιακούς μήνες, από δω κι’ έπειτα χρησιμοποιεί τις τουρκικές ονομασίες των μηνών.
[2] Ακολουθούν δύο τετράστιχα, τα οποία ο Παπάζογλου δεν παραθέτει.
[3] Παπάζογλου: Πρώτος αρχιτέκτονας της αυτοκρατορίας.
istorikimnimi: Ο Μιμάρ Σινάν γεννήθηκε στις 29 Μαΐου(!) 1489 και πέθανε το 1588 σε ηλικία 99 ετών! Υπήρξε ο επικεφαλής αρχιτέκτων 4 σουλτάνων με συνολικά 334 έργα, μεταξύ των οποίων μεγαλοπρεπή τεμένη, ανάκτορα, δημόσια λουτρά, μαυσωλεία, γέφυρες, νοσοκομεία, δημόσια κτίρια κλπ. Ο Σινάν επιχείρησε δύο φορές να ξεπεράσει σε μεγαλοπρέπεια την Αγιά Σοφία, με την κατασκευή του τεμένους του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στην Κωνσταντινούπολη και του τεμένους Σελιμιγιέ στην Ανδριανούπολη. Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι ήταν ελληνικής καταγωγής από τους Αγίους Αναργύρους της Καππαδοκίας ή από την Καισάρεια, κάτι που υιοθετεί και η Encyclopaedia Britannica. Δυστυχώς, αυτό το γένος των Μογγόλων, με τη μέθοδο του γενιτσαρισμού, του εξισλαμισμού και των χαρεμιών, κατάφερε, στο διάβα των αιώνων, να υφαρπάξει όλη την ικμάδα του γένους των Ρωμιών.
[4] Παπάζογλου: Δεν έχει δίκαιο ο Χαϊρουλλάχ εφέντης, γράφοντας, πώς ο Λευκός Πύργος είναι έργο του Σινάν. Στο ίδιο σφάλμα πέφτει κι’ ο σοφός Μπάμπιγκερ, ίσως γιατί γελάσθηκεν από την επιγραφή της εισόδου, που αναφέρει, ότι επί Σινάν Πασά, επιδιορθώθηκεν ο Πύργος. Εκτός του ότι ξέρουμε, ότι ο πύργος μας χτίσθηκε πολύ προγενέστερα, κι’ αυτός ο ίδιος ο Σινάν στο έργο του «Τεζκερέτ-ούλ-εμπνιέ», που είναι κατάλογος των όσων έχτισε, δεν τον αναφέρει.
istorikimnimi: Η επιχειρηματολογία για την περίοδο κατασκευής του Αιματοβαμμένου Πύργου έχει περάσει από σαράντα κύματα. Κατ’ αρχάς είχε θεωρηθεί ως κατασκευή επί ενετοκρατίας, αργότερα οι μελετητές κατάληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για οχυρωματική προσθήκη των Οθωμανών μετά την κατάληψη της πόλης και τη σφαγή των κατοίκων της, στα 1430. Δεδομένου ότι το «Οδοιπορικό» του Χαϊρουλλάχ συντάχθηκε το 1821, καταρρίπτεται η εκδοχή ότι ονομάστηκε Κανλή Κουλέ μετά τη διάλυση του τάγματος των Γενιτσάρων το 1826 «λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθανάτων βαρυποινιτών και τόπο βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους». Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, παραμένει: Γιατί υιοθετήσαμε ως επίσημο κράτος μία προβοκατόρικη ονομασία για ένα κάτεργο όπου μαρτύρησε το γένος των Ρωμιών, αν και οι χριστιανοί της πόλης συνέχιζαν να το αποκαλούν Κανλή Κουλέ έως και το 1912;
[5] Παπάζογλου: Θα πρόκειται ασφαλώς για τον Αριστείδη Παπά, απεσταλμένο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
istorikimnimi: Ο άτυχος Αριστείδης Παπάς δεν ήταν ο πρώτος απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Απόστολο Βακαλόπουλο: «Πραγματικά η Εταιρεία είχε προχωρήσει αρκετά στην Μακεδονία. Υπάρχει γραπτή μαρτυρία ότι ο Φιλικός Δημ. Ίπατρος, που στα 1820 είχε κατεβή σ’ αυτήν, μύησε τον πρόκριτο της Θεσσαλονίκης Χριστόδουλο Μπαλάνο. Πολύ πιθανόν είναι ότι πριν ακόμη από την κάθοδο του Ιπάτρου υπήρχαν στην Θεσσαλονίκη Φιλικοί… Αναμφίβολο είναι ότι ο Ίπατρος ή και άλλοι Φιλικοί μύησαν και άλλους κατοίκους της Μακεδονίας στην Εταιρεία. Πραγματικά η προφορική παράδοση διαφύλαξε ως μυημένους τις οικογένειες Παπαγιαννάκη και Κωτσάρα του Πολυγύρου, καθώς και τους προκρίτους της Θεσσαλονίκης Χρίστο Μενεξέ, Γεώργιο Πάικο, Μιλτ. Χατζή Νάνου, τον επονομαζόμενο Αγαθόνικο, τον Χατζή Αντώνιο Παπαχρίστου, τον Κωνστ. Τάττη, τον Κυδωνιάτη κ.ά. Οι περισσότεροι είναι έμποροι και αναπτύσσουν αξιόλογη επαναστατική δράση». Βλ. Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1883, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 544-545.
[6] Ακολουθούν τρία τετράστιχα, τα οποία ο Παπάζογλου δεν παραθέτει.
istorikimnimi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου