Ἀρέσκονται νὰ ταλαιπωροῦν τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, -τοὺς μὴ πνευματικούς-, ἐκτυποῦντες ἐπὶ χάρτου ἢ ἄλλως πως (κυρίως) τὰς ἀνακατειργασμένας σκέψεις, εἰκόνας, μουσικὰς κλπ. παλαιοτέρων πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἑνίοτε χρησιμοποιοῦντες διαφορετικὰ καρυκεύματα.
Οἱ ἐξ αὐτῶν εὐφυέστεροι, ἔχουσι τὸ χάρισμα μάλιστα, εἴτε νὰ δίδωσι μιὰν ἐντελῶς «προσωπικὴν νόταν» εἰς τὰ κλοπιμαῖα των, εἴτε καὶ νὰ παρουσιάζουν ὄντως δικὰς των κοινοτυπίας ὡς ὑπέροχα μνημεῖα πνεύματος ἢ ἑρμηνείας, μέσῳ τοῦ τεραστίου θαυμασμοῦ καὶ τῶν διθυράμβων ἄλλων «πνευ(β)ματικῶν ἀνθρώπων» καὶ τῶν λογῆς διακόνων τῶν μέσων μαζικῆς ἀποκαρώσεως καὶ τῆς μάστιγος τοῦ πολιτισμοῦ, τῶν κριτικῶν.
Ἄλλοι ἐξ ἡμῶν -τῶν «ἄνευ πνεύματος»- ταλαιπωροῦνται συνήθως ἀσχολούμενοι μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰς ἡμέρας τῶν «πνευ(β)ματικῶν ἀνθρώπων», προκειμένου νὰ σχηματίσωσι κάποιαν ἄποψιν περὶ τοῦ πνευματικοῦ των μεγαλείου.
Ἄλλοι -ὡς ἐγώ- κάμνομεν ὑπομονήν, διότι γνωρίζομεν ὅτι οἱ «πνευ(β)ματικοὶ ἄνθρωποι» κατὰ καιροὺς καταλαμβάνονται ὑπὸ ἑνὸς μυστηριώδους πυρετοῦ, κάτι ὡς ὁ ἀρχέγονος ἐκεῖνος οἶστρος τῶν