Η
λύση Καραμανλή, είχε προταθεί από τους Αμερικανούς από το 1969, για να
ηγηθεί μιας μεταβατικής κυβέρνησης ΕΡΕ και Ένωσης Κέντρου, την οποία
είχε αποδεχτεί και ο Ανδρέας. Αυτή ακριβώς η κυβέρνηση δημιουργήθηκε το
1974.
Ο
Καραμανλής δήλωσε στους Αμερικανούς «εκσυγχρονιστής» όπως ο Σημίτης
και συμφωνούσε στην επιστροφή του μοντέλου του Λιβάνου, και στην
συγκυβέρνηση με την αριστερά.
Επιστροφή Καραμανλή σήμαινε «γενναίος εκσυγχρονισμός του δημοκρατικού πολιτεύματος και του δημοσίου βίου».
Δηλαδή , τη Νέα Εαμοκρατία.
Οι κινήσεις αυτές όμως δεν είχαν βάση στην Ελλάδα αλλά εξαρτώντο μόνον από τους Αμερικανούς.
Όταν
δόθηκε το πράσινο φως. ο Καραμανλής έγραψε τις δηλώσεις που
δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη» στις 23
Απριλίου 1973 με τις οποίες καλούσε τον Στρατό να παραδώσει την εξουσία
σε μια έμπειρη κυβέρνηση, η οποία θα οδηγούσε τη χώρα σε ελεύθερες
εκλογές.
Αυτή ήταν η «μεταπολίτευση» μέσω του πραξικοπήματος που έγινε στις 25 Νοεμβρίου 1973.
Το
Κίνημα του Ναυτικού που ετοιμαζόταν από το 1969 αποκαλύφθηκε από τους
Αμερικανούς για να αποδυναμώσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις. Οι συλλήψεις και
οι βασανισμοί αξιωματικών που αμολούσαν επανέφεραν στον στρατό σε
συνθήκες 1944.
Το
καλοκαίρι του 1973 ,συναντήθηκαν στο Παρίσι στο σπίτι του ιουδαίου
δημοσιογράφου Σάϋρους Σουλτσμπέργκερ και της συζύγου του, Μαρίνας
Τατιάνας Λαδά ο Καραμανλής, με τον απεσταλμένο των ΑΘΕΑΤΩΝ Κίσινγκερ.
Σε αυτή τη συνάντηση, έκλεισε η συμφωνία αμοιβαίου
οφέλους. Ο Κουφός πληροφορήθηκε ότι ο όρος για την επιστροφή του ήταν η
αποδοχή του αναθεωρημένου σχεδίου Άτσενσον, που θα εφαρμόζονταν δια της
βίας.
Η
συμφωνία του Καραμανλή με τους όορυς των ΑΘΕΑΤΩΝ που του μετέφερε ο
Κίσινγκε δρομολόγησε τη Μεταπολίτευση με αντίτιμο την Προδοσία της
Κύπρου, και τη «λύση Καραμανλή».
Όλα
όσα μεσολάβησαν, από το Πολυτεχνείο , το Κίνημα Ιωαννίδη, και την ρήξη
του Μακάριου με την Αθήνα είναι σταθμοί της μεταπολίτευσης και του
εκσυχρονισμού.
Το
πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, στην αίθουσα συσκέψεων του τρίτου ορόφου
του Πενταγώνου περίμεναν τον Σίσκο να φέρει τα νέα από την Άγκυρα.
Περίμεναν ο Φαίδων Γκιζίκης, ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο υπουργός
Εξωτερικών Κωνσταντίνος Κυπραίος που καθόταν στην καρέκλα του
παραιτηθέντος απο τις 8 Ιουλίου Σπυρίδωνα Τετενέ, ο υπουργός Άμυνας
αντιστράτηγος εν αποστρατεία Ευστάθιος Λατσούδης, ο αρχηγός Ενόπλων
Δυνάμεων Μπονάνος, οι αρχηγοί Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, και ο
ταξίαρχος Ιωαννίδης. Έφθασαν από το αεροδρόμιο ο Χένρι Τάσκα και ο
Τζότζεφ Σίσκο, και ζήτησε «αυτοσυγκράτηση» , τους κάλεσε «να αποφύγουν
κάθε πολεμική ενέργεια», και τους διαβεβαίωσε ότι , «οι Αμερικανοί θα
έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα,
αφήνοντας μια δύναμη 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΤΟΥΡΔΥΚ και τόνωσης
του ηθικού των Τουρκοκυπρίων».
Τότε
ο Ιωαννίδης του είπε, ότι λέει ψέματα, φωνάζοντας στα ελληνικά. «Αυτά
λέγατε και προ ημερών όταν μας εξαπατήσατε, και μας υποσχεθήκατε ότι ο
έκτος στόλος θα περιπολούσε στα στενά της Μερσίνας, ώστε να αποτρέψει
τουρκική αποβατική ενέργεια».
Ακολούθως
ο Γκιζίκης αλλά και ο Κυπραίος ως υπουργός εξωτερικών, είπαν ότι αν οι
Τούρκοι δεν αποχωρούσαν άμεσα, η Ελλάδα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ και θα
«κήρυττε τον πόλεμο στην Άγκυρα».
Η σύσκεψη κατέληξε στο 48 τελεσίγραφο, στην εκπνοή του οποίου, η Αθήνα θα κήρυττε το Πόλεμο στην Τουρκία.
Μετά
την αποχώρηση του Σίσκο, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης διέταξε τον αντιστράτηγο
Μπονάνο να κηρυχθεί η Γενική Επιστράτευση, και προσπάθησε να αναλάβει
τον ρόλο του πολιτικού αρχηγού αλλά διαπίστωσε , την άρνηση των άλλων
να; πολεμήσουν.
«Διέταξε» τον Αραπάκη να στείλει τα υποβρύχια που βρισκόντουσαν στα
Δωδεκάνησα στην Κύπρο και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία, και τον αρχηγό
της Αεροπορίας Παπανικολάου, να αποσταλούν τα Φάντομ για να προσβάλουν
τους εισβολείς. Ούτε ο Αραπάκης ούτε ο Παπανικολάου ανέλαβαν να
εκτελέσουν τις εντολές.
Ο Μπονάνος και ο Γκιζίκης ήθελαν να περιμένουν τα αποτελέσματα της αμερικανικής μεσολάβησης.
Ο
Ιωαννίδης πρότεινε ακόμα την καταγγελία των συμφωνιών του Λονδίνου και
κηρύξει της Ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα, αλλά τελικά κατέληξαν
«να κληθούν όλα τα μέρη να σεβαστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική
ακεραιότητα της Κύπρου».
Αποφασίστηκε μόνο η αποστολή μιας ενίσχυσης με καταδρομείς, (επιχείρηση
Νίκη), η οποία έγινε την επομένη αφού όμως ο Μπόλαρης απείλησε με το
πιστόλι τον αρμόδιο στρατηγό στο Πεντάγωνο.
Με το τέλος της σύσκεψης ήταν φανερό ότι ο Ιωαννίδης δεν αποφάσιζε.
Η γενική επιστράτευση εξελίχθητε σε μια καταστροφική οπερέτα.
Στις
22:35 της 21ης Ιουλίου ξεκίνησε η απογείωση των «Νοράτλας».
Απογειώθηκαν μόνο 15. Αμέσως μετά την απογείωση, τα μεσάνυχτα, το Κέντρο
επιχειρήσεων εστειλε πρός το Γ.Ε.Ε.Φ. στη Λευκωσίας το μήνυμα «Έρχονται
τα 15 πορτοκάλια». Εκείνη την ώρα η αμερικανική πρεσβεία έψαχνε τον
Ανδρουτσόπουλο και τον Κυπραίο για να τους ενημερώσουν, αλλά τα
πραξικόπημα των στρατηγών είχε ήδη συντελεστεί.
Οι άνθρωποι του Ιωαννίδη είχαν εκδιωχτεί και ανέλαβαν οι στρατηγοί.
Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο πράκτωρ Αραπάκης που συμφώνησε με τους Αμερικανούς για έναρξη της εκεχειρίας στις 16.00.
Το
πρωί της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι από το προγεφύρωμα στο Πέντε Μίλι,
κινήθηκαν προς την Κερύνεια. , η οποία βομβαρδιζόταν συνεχώς από θάλασσα
και από ξηρά. Αφού κατέλαβαν τα γύρω χωριά λίγο μετά το μεσημέρι μπήκαν
στην Κερύνεια .
Η ανακωχή στις 1600, βρήκε τους Τούρκους να ελέγχουν το προγεφύρωμα
Πέντε Μίλι - Γλυκιώτισσας, μέσω Τέμπλους προς τον Άγ. Ιλαρίωνα ,το
θύλακά τους στη Λευκωσία, και την Κερύνεια με μια έκταση 7 χλμ. στα
δυτικά της και 3-4 χλμ. στα ανατολικά της.
Το
πρωί της 23ης Ιουλίου, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός
Γρηγόριος Μπονάνος και οι αρχηγοί του Στρατού, αντιστράτηγος Ανδρέας
Γαλατσάνος, Ναυτικού, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και Αεροπορίας,
αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, σε σύσκεψη με τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη αποφάσισαν την «μεταπολίτευση», που
ειχε αποφασιστεί από τους αμερικανούς από το 1969.
Στη
συνέχεια, ο Γκιζίκης, κάλεσε τον ταξίαρχο Ιωαννίδη και του ανακοίνωσε
την απόφαση της ηγεσίας του στρατεύματος.
Περίπου στις 12.00 ένας συνταγματάρχης, ο οποίος ήταν διευθυντής του
γραφείου του κ. Γκιζίκη , κάλεσε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον
Γεώργιο Μαύρο.
Μετα
πήρε τηλέφωνο και τους άλλους. Στις 12.30 ήταν στην Βουλή και ο
Κανελλόπουλος και ο Μαύρος. Στις 2 μετά το μεσημέρι, κλήθηκαν σε σύσκεψη
από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οι αρχηγοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων
Παναγιώτης Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως
Κέντρου», καθώς και οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος
Αθανασιάδης-Νόβας, Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Γαρουφαλλιάς και
Ξενοφών Ζολώτας. Η δικτατορία είχε παραδώσει τα ηνία.
Ο
Γκιζίκης, ως επικεφαλής του κράτους, είπε ότι «η κυβέρνησις πρέπει να
παραδώσει την εξουσία σε πολιτικούς», ζήτησε από τους πολιτικούς να
σχηματίσουν κυβέρνηση και εξέφρασε την ευχή να αναλάβουν στρατιωτικοί τα
υπουργεία Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Ο
Μαύρος του απάντησε «ασφαλώς αστειεύεσθε, κύριε πρόεδρε», ο Γκιζίκης
είπε «το ανακαλώ» και η συζήτηση κατέληξε ότι θα σχημάτιζαν κυβέρνηση
Εθνικής Ενότητας η ΕΡΕ και η Ένωση Κέντρου, με τον Κανελλόπουλο
πρωθυπουργό και τον Μαύρο αντιπρόεδρο και υπουργό εξωτερικών.
Ο
Μαύρος ζήτησε από τον Γκιζίκη να καλέσει στό πολιτικό γραφείο τον
πρέσβη της Αμερικής Τάσκα και τον πρέσβη της Γερμανίας διά να
διευκολύνουν τις επαφές με τους αρχηγούς των κρατών. Ενώ συζητούσαν τον
κατάλογο των υπουργών , ο Αβέρωφ, τους ενημέρωσε ότι ο Γκιζίκης
συμφώνησε στη λύση Καραμανλή.
Εκείνο
το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 1974, πριν 44 χρόνια, το θυμάμαι σαν τώρα.
Ήμουν στο φυλάκιο της Βουλής από τους πρώτους 50 που περιμέναμε την
επιστροφή του Μαύρου και του Κανελλόπουλου. Όταν πέρασαν τα αυτοκίνητα
τους, θα είμαστε περί τους 200, με βασικό σύνθημα: «Απόψε μη μας
πουλήσετε». Άμα βράδιασε, ήρθαν και οι Καραμανλικοί κρατώντας την
«Βραδινή», της οποίας ο Αθανασιάδης έβγαλε έκτακτο φύλλο. Περιμέναμε
μέχρι που ήρθε ο Καραμανλής. Χιλιάδες πλέον.
Στις
8 το βράδυ , επαναλήφθηκε η σύσκεψη με τους πολιτικούς αρχηγούς και
επικυρώθηκε η απόφαση για την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από
τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ο Μαύρος ως υπουργός εξωτερικών αλλά και ο Κανελλόπουλος μιλήσαν με τον
Κίσινγκερ.
Ο Μαύρος ακολουθώντας την
γραμμή Γκιζίκη είπε στον Κίσινγκερ ότι, εφόσον οι Τούρκοι δεν τηρούν
την ανακωχή «είναι ενδεχομένο να υποχρεωθούμε να κάνουμε επίθεση εις τον
Έβρον».
Ο
Κίσινγκερ απάντησε: «Για όνομα του Θεού, μην το κάμετε αυτό. Θα πάρω
τώρα τον Ετζεβίτ και θα σας τηλεφωνήσω σε πέντε λεπτά». Μετά πέντε λεπτά
πήρε τηλέφωνο και είπε ότι «οι Τούρκοι δεν θα κάνουν τίποτε».
Και πράγματι δεν έκαναν στις 23 Ιουλίου, αλλά στις 15 Αυγούστου.
Ο Καραμανλή, αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου με το αεροπλάνο του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν .
Στις 4 το πρωί, ορκίστηκε πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σεραφείμ, παρουσία , του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη.
Σπύρος Χατζάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου