Σελίδες

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Η ιδιότυπη κατάσταση πολιορκίας ως νομικό προκάλυμμα μιας ιδιότυπης δικτατορίας

 

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

«ΠΟΛΕΜΟΣ! Τέλος η παλιά ζωή, τέλος το χθες, άγνωστο το αύριο».

Ελένη Βλάχου, Πενήντα και κάτι…, 1991, σελ. 115.

 

Από το ξεκίνημα της πανδημίας μέχρι σήμερα οι μη εξοικειωμένοι με τα νομικά παρακολουθούν στην οθόνη τους ή διαβάζουν στον Τύπο τις θέσεις και αναλύσεις σχεδόν πάντοτε των ίδιων προσώπων που, λες και έχουν νοικιασμένο ή αγορασμένο τον χρόνο της δημόσιας ομιλίας τους, καλούνται από τα ΜΜΕ να διαφωτίζουν τους πολίτες ως προς τις νομικές (ιδίως συνταγματικές και ποινικές) πτυχές των δρακόντειων-απάνθρωπων μέτρων διαχείρισης της παρούσας υγειονομικής κρίσης.

Πρόκειται για ειδικούς περί την νομική επιστήμη, ιδίως του Συνταγματικού Δικαίου, οι οποίοι δίδουν την εντύπωση ότι συμμετέχουν σε όλο αυτό που συμβαίνει παίζοντας ο καθένας τους έναν συγκεκριμένο ρόλο, ανατεθειμένο από τον Έλληνα σκηνοθέτη της παράστασης που προβάλλεται ταυτοχρόνως στην παγκόσμια θεατρική σκηνή – φυσικά το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον ρόλο που έχει ανατεθεί στους ειδικούς της ιατρικής επιστήμης: Εναλλάσσονται τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, σουλατσάροντας από

κανάλι σε κανάλι και από εφημερίδα σε εφημερίδα, μέχρι να παρουσιάσουν κάποια στιγμή σημάδια κόπωσης και να αποσυρθούν στον “πάγκο”, δίδοντας την θέση τους σε αναπληρωματικούς παίκτες που καλούνται να παίξουν τον ίδιο ρόλο, όχι όμως πάντοτε με την ίδια επιτυχία: η φρεσκάδα του νέου παίκτη δεν αρκεί να ισοφαρίσει το έλλειμμα της πείρας του.

Ταυτοχρόνως, το φασιστικό σύστημα προώθησης των παικτών του ιδίου νομικού και ιατρικού ρόστερ δεν δίδει κανένα ή, στην καλύτερη περίπτωση, δίδει ελάχιστο χρόνο συμμετοχής σε ειδικούς που εκφράζουν διαφορετική άποψη. Κι όταν τους δίδει χρόνο συμμετοχής, τα λεγόμενά τους αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να σπείρει στα καθίσματα των θεατών που παρακολουθούν τρομοκρατημένοι την παγκόσμια θεατρική παράσταση “ληγμένες καραμέλες”, δηλ. τις παγιωμένες αηδιαστικές παρόλες με προπαγανδιστικά συνθήματα απαξιωτικά κάθε αντίθετης άποψης: Όποιος διανοείται να παίξει την δική του μελωδία κόντρα στον καλοκουρδισμένο και θαυμαστά συντονισμένο ήχο της ορχήστρας είναι: “αρνητής”, “συνωμοσιολόγος”, “αντιεμβολιαστής” και εν τέλει “εχθρός της κοινωνίας”, αφού δεν θέλει το καλό της.

Αντιθέτως, ω του θαύματος, το καλό της κοινωνίας το επιδιώκει και το υπηρετεί μόνο το κράτος! Αυτό δηλαδή που μέχρι πρότινος αδιαφορούσε πλήρως για την υγεία και την ζωή του πολίτη: Άφηνε τις λακκούβες στους δρόμους ακάλυπτες, τα σκουριασμένα κάγκελα αναντικατάστατα, τα δημόσια κτήρια ασυντήρητα και προπάντων τα νοσοκομεία υποστελεχωμένα και χωρίς πλήρη τεχνικό εξοπλισμό. Και φυσικά την εποχή των μνημονίων το κράτος έδειξε τα δόντια του, συμπεριφερόμενο σαν δράκουλας που θέλει να πιει το αίμα του αθώου πολίτη: να του αρπάξει μέχρι και το τελευταίο τεχνητά οφειλόμενο ευρώ από κραυγαλέα αντισυνταγματικές ρυθμίσεις που, αιφνιδιαστικά και ενάντια στην δικαιοκρατική αρχή της προβλεψιμότητας, τον υποχρέωνε να πληρώσει για την περιουσία που είχε φτιάξει, όταν κανείς δεν τον είχε ενημερώσει εγκαίρως ότι γι’ αυτήν την περιουσία του θα κληθεί κάποτε να πληρώνει “ενιαύσιο νταβατζιλίκι” στο διεφθαρμένο και αιμοβόρο κράτος. Ξαφνικά, λοιπόν, αυτό το κράτος από τέρας μεταμορφώθηκε σε στοργικό πατέρα, ο οποίος, μάλιστα, ενώ την εποχή των μνημονίων ήταν τσιγκούνης χειρότερος και από τον Εμπενίζερ Σκρουτζ, σήμερα έγινε ένας αξιοζήλευτος γαλαντόμος που επιβάλλει αφειδώς τα “lockdown”, κάθε μέρα εκ των οποίων υπολογίζεται ότι στοιχίζει στο κράτος ένα δυσθεώρητο οικονομικό βάρος πολλών εκατομμυρίων ευρώ· φυσικά, αυτό το βάρος θα το επωμισθούν οι άμοιροι πολίτες που τώρα δέχονται υπάκουα να κλειδώνονται στα σπίτια τους, περιμένοντας τον κ. Μητσοτάκη να τους ταΐσει με ολίγα ψιχουλάκια για σπουργίτια.

Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το κλίμα (επι)στρατεύθηκαν στο πλευρό της Νέας Αντίχριστης Δικτατορίας κάποιοι ειδικοί της νομικής επιστήμης που επί δέκα μήνες είχαν σιωπήσει. Ένας εξ αυτών, τακτικός καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, ο κ. Κωνσταντίνος Ρέμελης, τοποθετήθηκε στο Βήμα της Κυριακής της 6ης Δεκεμβρίου 2020 (βλ. το άρθρο του “H νομική και κοινωνική αντιμετώπιση της πανδημίας”), επιδοκιμάζοντας τα δρακόντεια-απάνθρωπα μέτρα διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης με έναν τρόπο που δυστυχώς δεν δύναται να χαρακτηρισθεί αμερόληπτος.

Ωσάν η καθημερινή υποχρέωση γνωστοποίησης προς τις δημόσιες αρχές του τόπου και λόγου μετακίνησης, και δη με χρήση μάσκας, καθώς και η βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας να είναι τόσο φυσιολογικά φαινόμενα, ώστε να μη χρήζουν σχολιασμού και πολύ περισσότερο απερίφραστης αποδοκιμασίας, ο κ. Ρέμελης απέφυγε παντελώς να τοποθετηθεί επ’ αυτών στο εν λόγω άρθρο του. Αντιθέτως, καταδέχθηκε να αφιερώσει σχεδόν το μισό κείμενό του στους λεγόμενους “αρνητές της πανδημίας” –αλήθεια, πόσους τέτοιους αρνητές γνωρίζει σήμερα ο κ. Ρέμελης, ώστε να αξίζει να αφιερώνει σε αυτούς τόση έκταση;–, αναμασώντας την προπαγανδιστική φρασιολογία της κυβέρνησης περί επικίνδυνου λαϊκισμού.

Ιδιαίτερο προβληματισμό γεννά η λεζάντα που συνοδεύει την φωτογραφία του υπό συζήτησιν άρθρου: Ενώ ο συγγραφέας του μέσα στο κείμενο δεν έχει τοποθετηθεί σε κανένα σημείο ως προς το φλέγον ζήτημα της αντισυνταγματικής γνωστοποίησης του τόπου και λόγου μετακίνησης των πολιτών με αποστολή SMS ή με χρήση αυτοβεβαίωσης, στην λεζάντα διαβάζουμε το ακόλουθο σχόλιο που, άνευ νομικής τεκμηρίωσης, ευλογεί την “άδεια μετακίνησης” που δικτατορικώ τω τρόπω εισήγαγε η παρούσα φασιστική κυβέρνηση: «Έλεγχοι της Δημοτικής Αστυνομίας για άδεια μετακίνησης. Σε περιπτώσεις λήψης αυστηρών περιοριστικών μέτρων, όπως συμβαίνει τους τελευταίους μήνες λόγω της πανδημίας, ανατρέπεται η κλασική ισορροπία που ισχύει σε περιόδους κανονικότητας μεταξύ υποχρεώσεων και ελευθεριών σε βάρος των τελευταίων»!

Περαιτέρω, ο κ. Ρέμελης, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, επανεισήγαγε στην συζήτηση τον πολύ επικίνδυνο όρο “ιδιότυπη κατάσταση πολιορκίας”, παρακάμπτοντας τον συντακτικό νομοθέτη, ο οποίος θέλησε την αναστολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη για πολύ συγκεκριμένους (περιοριστικά αναφερόμενους) λόγους. Αυτοί δεν σχετίζονται με την δημόσια υγεία, αλλά με πολεμικό κλίμα – γι’ αυτό άλλωστε στο άρθρο 48 Συντ. περιέχονται όροι ερμηνευόμενοι σε ένα τέτοιο και μόνο πλαίσιο: η περίπτωση πολέμου, η επιστράτευση εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων και η εκδήλωση ένοπλου κινήματος αφορούν ακριβώς πολεμικές συνθήκες· ακόμη δε και η μνεία της άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας ουδεμία σχέση έχει με την ψύχωση που χαρακτηρίζει την σημερινή κυβέρνηση για την επιβολή της απόλυτης ασφάλειας του πληθυσμού έναντι της απειλής που ενσαρκώνει ο κορωνοϊός.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει η εξής επισήμανση: Σε σχέση με το “lockdown I”, ο Ξενοφών Κοντιάδης, τοποθετούμενος στο SyntagmaWatch της 23η Μαρτίου, μιλούσε την ίδια γλώσσα με τον Κωνσταντίνο Ρέμελη, αφού υποστήριζε (ανακριβώς) ότι: «Η χώρα έχει κηρυχθεί σε μία ιδιότυπη κατάσταση πολιορκίας, χωρίς ωστόσο να ανασταλούν επιμέρους ατομικά δικαιώματα». Στην μονογραφία του, όμως, με τίτλο “Πανδημία, Βιοπολιτική και Δικαιώματα. Ο κόσμος μετά τον Covid-19”, εκδ. Καστανιώτη, Μάιος 2020, σελ. 99, ο ίδιος συγγραφέας διατυπώνει την ακόλουθη ορθή θέση:

«Κατά μία άποψη προτιμητέα θα ήταν η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση ανάγκης, εφαρμόζοντας το άρθρο 48 του Συντάγματος που προβλέπει την αναστολή της ισχύος επιμέρους δικαιωμάτων. Ωστόσο, υπό συνθήκες πανδημίας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Σύνταγμα, δηλαδή πόλεμος ή άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας ή εκδήλωση ένοπλου κινήματος εις βάρος του δημοκρατικού πολιτεύματος, ούτε προβλέπεται η αναστολή ορισμένων από τα δικαιώματα που έχουν σήμερα περιοριστεί. Άλλωστε η αναστολή των δικαιωμάτων, παρότι καθίσταται ευδιάκριτο το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα αποκτήσουν πάλι την πλήρη ισχύ τους, θίγει τα δικαιώματα με βαρύτερο τρόπο από ό,τι ο περιορισμός τους, με ενδεχόμενη ακόμα και την πλήρη απαγόρευση. Στην ελληνική περίπτωση, με την μακρά παράδοση πολιτειακών εκτροπών κατ’ επίκληση της κατάστασης ανάγκης, η προσφυγή στις συνταγματικές ρυθμίσεις για την κατάσταση πολιορκίας, θα προκαλούσε απεχθείς συνειρμούς και πολιτικούς συμβολισμούς».

Κάποια στιγμή, λοιπόν, η φαρσοκωμωδία πρέπει να τελειώσει: Παρά τις καταγέλαστες δηλώσεις που ακούγονται από κυβερνητικά και ιατρικά χείλη, ούτε ο κορωνοϊός είναι κάποιος ένστολος εχθρός-πολεμιστής-πολιορκητής ούτε διεξάγεται πόλεμος κατά κυριολεξίαν. Όταν η κ. Βάνα Παπαευαγγέλου στην συνέντευξη Τύπου της 20ής Νοεμβρίου 2020 διερρήγνυε τα ιμάτιά της ότι έχουμε πραγματικό πόλεμο, έσπευδε να συμπληρώσει την δήλωσή της με μια πρόταση που προκαλούσε την ηχηρή αυτοδιάψευσή της: «Αν έξω έπεφταν σφαίρες, δεν θα χαλαρώναμε και θα μέναμε όλοι στο σπίτι. Δεν θα κοιτάγαμε πώς θα αποφύγουμε τους περιορισμούς, ούτε θα μας δυσαρεστούσε να μένουμε στο σπίτι μας». Τώρα όμως, ακόμη κι ένα μικρό παιδί (όπως εκείνο που, κατά το παραμύθι του Άντερσεν, έβλεπε τον αυτοκράτορα να είναι γυμνός, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θαύμαζαν την καινούργια του στολή) γνωρίζει ότι καμία σφαίρα δεν πέφτει και άρα κανένας πόλεμος δεν διεξάγεται. Συνεπώς, ο όρος “ιδιότυπη κατάσταση πολιορκίας” δεν έχει κανένα έρεισμα στην ζώσα πραγματικότητα. Το παρατσούκλι “αόρατος εχθρός” που δόθηκε τόσο ύποπτα στον κορωνοϊό, ίσως από τους νονούς εκείνους που είχαν επιλέξει το ίδιο παρατσούκλι για την Αλ Κάιντα, δεν δίδει σε κανέναν το δικαίωμα να μετατραπεί σε ταχυδακτυλουργό και να βλέπει σε μια άψυχη οντότητα έναν οιονεί πολιορκητή, ο οποίος τάχα δικαιολογεί εν τοις πράγμασιν την εφαρμογή του άρθρου 48 Συντ. σε μια περίπτωση που ουδεμία ουσιαστική ομοιότητα έχει με τις πολεμικές συνθήκες και τους κινδύνους αναφορικά με την εθνική ασφάλεια.

Πάντως, η προσπάθεια να ταυτιστεί η υγειονομική κρίση με πόλεμο μπορεί να εξηγηθεί και με άλλους τρόπους:

Επί παραδείγματι, όπως επισημαίνει ο Ivan Krastev (“Ήρθε το αύριο ή ακόμα; Πώς η πανδημία αλλάζει την Ευρώπη”, εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2020, σελ. 15): «Η σχέση μεταξύ επιδημίας και πολέμου θυμίζει τη σχέση ανάμεσα σε κάποια μοντερνιστικά έργα και το κλασικό μυθιστόρημα: η επιδημία στερείται σαφή πλοκή». Περαιτέρω, «ο πόλεμος συνοδεύεται από την υπόσχεση μιας ηρωικής νίκης. Στο πατριωτικό αφήγημα, οι στρατιώτες δεν πεθαίνουν απλώς – θυσιάζουν τη ζωή τους για τους άλλους. […] Σε έναν λοιμό όμως, η αλληλεγγύη δεν έχει τίποτα το ηρωικό». Και καταλήγει ο Krastev: «Έτσι, ο μόνος τρόπος για να θυμόμαστε τους λοιμούς είναι να τους απαθανατίζουμε σαν τους πολέμους» (γι’ αυτό στο Γκράμπεν της Βιέννης υπάρχει η “στήλη της πανώλης” ως μνημείο για τον εορτασμό της νίκης κατά της πανώλης· γι’ αυτό επίσης σχεδόν όλοι οι ηγέτες των κρατών που τον Μάρτιο κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του “αόρατου εχθρού” έδωσαν υπόσχεση νίκης!).

Με την ίδια λογική, οι λοιμοί έφθασαν σήμερα να παρομοιάζονται ακόμη και με αθλητικές αναμετρήσεις, στο πλαίσιο των οποίων ο αντίπαλος, δηλ. εν προκειμένω ο “αόρατος εχθρός”, παίζει επίθεση, ενώ οι πολίτες παίζουν άμυνα. Αυτήν την επικοινωνιακή στρατηγική επέλεξαν οι φωστήρες της παρούσας κυβέρνησης, η οποία αξιοποίησε τον καλαθοσφαιριστή Γιάννη Αντετοκούμπο, ζητώντας του μέσα από διαφημιστικό σποτ να διασπείρει το “σύνθημα της άμυνας” με τα ακόλουθα λόγια: «Οι νίκες ξεκινούν από την άμυνα. Όλοι οι προπονητές στον κόσμο αυτό θα σου πουν». Την αθλητική ορολογία ακολούθησε και ο κ. Πέτσας, προκειμένου να δικαιολογήσει την απαράδεκτη αιφνιδιαστική σκλήρυνση του “lockdown II από τις 3 μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2020: «Παίζουμε άμυνα με όσα μέτρα απαιτούνται για την ανάσχεση της πανδημίας και περνάμε στην αντεπίθεση για την επιχείρηση ελευθερία (sic) για τον εμβολιασμό».   

Δυστυχώς, όμως, όταν μια κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την υγειονομική κρίση, χρησιμοποιεί αθλητικά συνθήματα, σαν να απευθύνεται σε οπαδούς και όχι σε πολίτες, τότε δεν παίζει άμυνα, αλλά παίζει με τον πόνο τους. Και γι’ αυτό, αργά ή γρήγορα, κινδυνεύει να χάσει το παιχνίδι. Γιατί, όπως συμπεριφέρονται όλοι οι δικτάτορες, έτσι και οι τωρινοί, οι μασκοφορεμένοι, υποτιμούν την νοημοσύνη του ελληνικού λαού: Νομίζουν ότι, αν μας μιλήσουν με αθλητική ορολογία, θα χωνέψουμε καλύτερα το σανό που μας ταΐζουν. Πανδημία, όμως, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαφήμισης, αντιμετωπιζόμενη ως εμπορικό προϊόν ή ως αθλητικό γεγονός που πρέπει να “πουλήσει” όσο γίνεται περισσότερο, εκπέμπει βρόμα και δυσωδία.

Μία άλλη εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στο πεδίο της προπαγάνδας. Αποκαλυπτική εν προκειμένω είναι η επισήμανση του Άλντους Χάξλεϋ, ο οποίος στο (ιδιαιτέρως σημαντικό για την ερμηνεία της εποχής που ζούμε) έργο του “Επιστροφή στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο” (μετφ.: Στ. Παϊπέτης, εκδ. Μέδουσα, Αθήνα 2014, σελ. 86) υπογραμμίζει την σημασία που έχει για έναν προπαγανδιστή το να μπορεί να προκαλεί ισχυρή συγκίνηση στα πρόσωπα που θέλει να επηρεάσει. Αν το ακροατήριο «μολυνθεί από την κακοποιό φρενίτιδα του ρήτορα», τότε «βογκάει, κλαίει με λυγμούς και ουρλιάζει σε ένα όργιο αχαλίνωτου πάθους». Και καταλήγει: «Όλοι μας σχεδόν ποθούμε ειρήνη και ελευθερία. Αντιθετα, αν και κανένας σχεδόν δεν επιθυμεί τον πόλεμο ή την τυραννία, όμως πάρα πολλοί βρίσκουν έντονη ευχαρίστηση σε σκέψεις, συναισθήματα και ενέργειες που ταιριάζουν με τον πόλεμο και την τυραννία».

Όταν, λοιπόν, τον Μάρτιο οι “πολιτικές μαριονέτες” του ψεύτικου κόσμου μας άρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να κηρύσσουν τον “πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού”, προσδίδοντας στον κορωνοϊό πολεμοχαρείς ανθρώπινες ιδιότητες, χωρίς μάλιστα ουδείς εξ αυτών να διευκρινίζει ότι μιλά για “πόλεμο” και “εχθρό” με μεταφορική σημασία, φαίνεται ότι έκαναν αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Χάξλεϋ: Απευθύνθηκαν στο θυμικό του λαού, ώστε υπό την δαμόκλειο σπάθη του “φονικού πολιορκητή” να είναι ευκολότερα χειραγωγήσιμος! Γι’ αυτό, άλλωστε, η κ. Μέρκελ (ακολουθούμενη αργότερα και από άλλους πολιτικούς) έσπευσε να συγκρίνει τον “πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού” με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο του οποίου η Γερμανία τέλεσε όλες τις πρωτοφανείς θηριωδίες κατά της ανθρωπότητας. Για να ανεχθούν, λοιπόν, οι λαοί τις νέες θηριωδίες που είχαν σχεδιασθεί εναντίον τους στο πλαίσιο ενός οιονεί Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέσω των δρακόντειων και απάνθρωπων μέτρων αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα πολεμικό κλίμα, το οποίο θα προετοίμαζε το νομικό έδαφος για την χρήση της δέουσας (αλλά σατανικά παραπλανητικής) ορολογίας – έτσι εξηγείται η επίκληση της “ιδιότυπης κατάστασης πολιορκίας” που έγινε, κατά τα προεκτεθέντα, από τους συναδέλφους κ.κ. Ρέμελη και Κοντιάδη.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλη εξήγηση που μπορεί να δοθεί για τον “πολεμικό μανδύα” της υγειονομικής κρίσης. Αν υιοθετήσουμε τον ορισμό του πολέμου από τον Clausewitz, σύμφωνα με τον οποίο πόλεμος είναι «πράξη βίας προκειμένου να εξαναγκάσουμε τον αντίπαλο να εκτελέσει τη βούλησή μας» (επ’ αυτού βλ. Κονδύλη, Θεωρία του Πολέμου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σελ. 22), τότε ο “πόλεμος κατά του αόρατου εχθρού” εργαλειοποιείται, προκειμένου η παγκόσμια ελίτ μέσω των εθνικών κυβερνήσεων (και ειδικότερα των πολιτικών προσωπικοτήτων που ανήκουν στον κλειστό κύκλο της) να επιβάλει ακόμη και διά της χρήσεως βίας την δική της βούληση, δηλ. την νέα κανονικότητα, στο μενού της οποίας ενδέχεται να περιλαμβάνεται όχι μόνο ο μαζικός (και συστηματικός) εμβολιασμός του πληθυσμού, αλλά και (συνδυαστικώς;) η εγκαθίδρυση μιας ρομποτοποιημένης κοινωνίας με ανθρώπους χωρίς πρόσωπα (σε αυτό οδηγεί η συνεχής χρήση της μάσκας) και χωρίς συναίσθημα (βλ. π.χ. την προσπάθεια κατάργησης της παραδοσιακής χειραψίας και των εναγκαλισμών – αρκεί να θυμηθούμε την κατάπτυστη δήλωση του κ. Σύψα, ο οποίος προέτρεπε τους γονείς να μην αγκαλιάζουν τα παιδιά τους όταν επιστρέφουν από το σχολείο). Ο όρος “ανέπαφες συναλλαγές”, ο οποίος μας είναι γνωστός από τις πληρωμές με χρήση κάρτας (προστάδιο της αχρήματης κοινωνίας) θα μπορούσε να γενικευθεί και στο πεδίο της επικοινωνίας: Οδεύουμε προς την εδραίωση μιας κοινωνίας “ανέπαφων επαφών”, άρα μιας μη-κοινωνίας.

Αξίζει να προσεχθεί και τούτο: Όπως προσφυώς επισημαίνεται (Κονδύλης, ό.π., σελ. 22), «οποτεδήποτε κι αν μιλά ο Clausewitz για τον πόλεμο δεν λησμονεί ποτέ τη στοιχειακή υπαρξιακή κατάσταση και αντιπαράθεση: το “στοιχείο της ωμότητας”, το “μίσος” και η “εχθρότητα”, που πρέπει να θεωρηθούν ένα τυφλό ορμέμφυτο, το “αχαλίνωτο στοιχείο της έχθρας”, η “αμιγής αρχή της έχθρας”, η “αυθεντική έχθρα”, η “αποφόρτιση της έχθρας, του μίσους” – αυτά συνιστούν την “αυθεντική αρχή του πολέμου”». Ίσως έτσι μπορεί να εξηγηθεί γιατί στο πλαίσιο του “νέου πολέμου κατά του αόρατου εχθρού” οι κυβερνήσεις δείχνουν τόσο απέραντο μίσος για τον άνθρωπο και, ταυτοχρόνως, γιατί επιχειρούν να διχάσουν τους λαούς χωρίζοντάς τους από την μια πλευρά σε υπάκουους πολίτες που υποτίθεται ότι νοιάζονται για τον συνάνθρωπό τους και επιδεικνύουν κοινωνική αλληλεγγύη, από την άλλη πλευρά σε “αρνητές”, “συνωμοσιολόγους” και “ψεκασμένους” που δήθεν εχθρεύονται τους συμπολίτες τους και αδιαφορούν για την κοινωνία τηρώντας μια τάχα εγωιστική στάση! Όποιος θέλει να ρίξει “λάδι στην φωτιά”, διογκώνοντας το χάσμα ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, δεν έχει παρά να επιστρέψει προς τους δήθεν νομοταγείς, υπάκουους και αλληλέγγυους πολίτες τον όρο “αρνητής”, αποκαλώντας τους εφεξής “αρνητές του Συντάγματος”!  

Μάλιστα το ότι από την 11η Μαρτίου η νέα κανονικότητα επεβλήθη με διαστημική ταχύτητα σαρώνοντας στο πέρασμά της σχεδόν τα πάντα, χωρίς οι πολίτες να προβάλουν καμία σοβαρή αντίσταση, παρακολουθώντας αιφνιδιασμένοι, τρομοκρατημένοι και εν τέλει άναυδοι την “χαραυγή της κολάσεως”, είναι κάτι που επιτεύχθηκε χάρη ακριβώς στην (παραπλανητική) εντύπωση ότι ο κορωνοϊός ήταν ο “φοβερός και τρομερός αόρατος εχθρός” που κήρυξε τον πόλεμο εναντίον όλων των κρατών και άρα τώρα ήταν η σειρά των τελευταίων να διεξαγάγουν έναν ανελέητο πόλεμο εναντίον του, στον οποίο υπόσχονταν ότι αυτοί θα ήταν οι νικητές (sic)! Κοντολογίς: Μόνο όταν αίφνης έχει κηρυχθεί πόλεμος, μπορείς να “χωνέψεις” την ιδέα ότι δεν ξύπνησες από, αλλά μέσα σε έναν εφιάλτη, τον οποίο τώρα πρέπει να διαχειριστείς!

Πόσο χαρακτηριστική η ακόλουθη περιγραφή της Ελένης Βλάχου (Δημοσιογραφικά χρόνια. Πενήντα και κάτι…, Α΄ Ο κόσμος της οδού Σωκράτους, εκδ. Ζήδρος, Αθήνα 1991, σελ. 115) για τον (δυστυχώς αληθινό) πόλεμο που ξημέρωσε στις 28 Οκτωβρίου 1940:

«Τη νύχτα της 27ης προς την 28η Οκτωβρίου 1940 κοιμηθήκαμε υπό δικτατορία – και ξυπνήσαμε ελεύθεροι!… ΠΟΛΕΜΟΣ! Τέλος η παλιά ζωή, τέλος το χθες, άγνωστο το αύριο».

Στον σημερινό ανάποδο κόσμο μας η πρώτη φράση της Ελένης Βλάχου αναποδογυρίζει: Το βράδυ της 10ης προς την 11 Μαρτίου 2020 κοιμηθήκαμε ελεύθεροι και ξυπνήσαμε υπό μιαν ιδιότυπη δικτατορία, μαθαίνοντας ότι μας κήρυξε τον πόλεμο ένας “αόρατος πολιορκητής” που έχει υβριδική μορφή ιού και συνάμα “ανθρώπου”.

Τέλος, εφόσον κατά τον Clausewitz ο πόλεμος είναι φαινόμενο κοινωνικό, αποτελεί δε «την συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» (επ’ αυτού βλ. Berteil, Από τον Κλαούζεβιτς μέχρι του Ψυχρού Πολέμου, μτφ.: Κ.Α. Αναγνωστοπούλου, Αθήναι 1962, σελ. 17), δεν μπορεί παρά να ισχύει ο ακόλουθος συλλογισμός: Όταν σε μια υγειονομική κρίση, οι διαχειριστές της επιμένουν να την αντιμετωπίζουν ως πόλεμο και όχι ως κρίση, τότε αυτό σημαίνει ότι δεν διαχειρίζονται κρίση αλλά ασκούν πολιτική. Άρα, υπό το προκάλυμμα του πολέμου εξυπηρετούνται πολιτικά συμφέροντα. Με τα λόγια του Berteil (ό.π., σελ. 17): «Ο πόλεμος αποτελεί το εις χείρας της πολιτικής βίαιον μέσον διά την επίτευξιν ωρισμένων αντικειμενικών σκοπών».   

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο κ. Ρέμελης αποσιωπά την εξαίρεση του άρθρου 13 Συντ., δηλ. της θρησκευτικής ελευθερίας, από τα υποκείμενα σε αναστολή άρθρα του Συντάγματος. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η παρούσα Αντίχριστη Κυβέρνηση ανέστειλε κατ’ ουσίαν το δικαίωμα της θρησκευτικής λατρείας (αποτελούσα έκφανση της θρησκευτικής ελευθερίας δίπλα στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης), αφού έβαλε επί μακρόν λουκέτο στις εκκλησίες (αφήνοντας ταυτοχρόνως και όλως αντιφατικώς απολύτως ελεύθερη την λειτουργία των σούπερ-μάρκετ για τον σωματικό ανεφοδιασμό των ανθρώπων – ο ψυχικός ανεφοδιασμός ουδεμία αξία έχει!), είναι προφανές ότι εφαρμόζεται ένα παντελώς αυθαίρετο μέτρο που καταλύει πρόρριζα το Σύνταγμα, χωρίς να υπάρχει κανένα περιθώριο νομιμοποίησής του, ακόμη κι αν οι ταχυδακτυλουργοί της νομικής επιστήμης βγάλουν από το μανίκι τους τον άσο της ιδιότυπης κατάστασης πολιορκίας.

Τούτο, διότι όταν η γνήσια κατάσταση πολιορκίας δεν προβλέπει δυνατότητα αναστολής της θρησκευτικής ελευθερίας, άρα και του δικαιώματος της θρησκευτικής λατρείας, δεν μπορεί να εμφανισθεί αίφνης ένας “μάγος” της θεωρίας του Συνταγματικού Δικαίου και να υπερκεράσει ελαφρά τη καρδία το άρ. 48 Συντ., αναγνωρίζοντας με περισσή γενναιοδωρία μεγαλύτερο εύρος εξαιρέσεων για την νόθα κατάσταση πολιορκίας απ’ ό,τι για την γνήσια μορφή της. Μιλώντας με παράδειγμα: Αν σε μια νέα εποχή κατακλυσμού διαστάσεων Νώε γίνονταν κατ’ εξαίρεσιν δεκτά στην κιβωτό του μόνο τρία ζώα, δηλ. κότες, πρόβατα και μουλάρια, τότε σε μια εποχή οιονεί κατακλυσμού είναι αδιανόητο, εκτός από κότες, πρόβατα και μουλάρια, να γίνουν κατ’ εξαίρεσιν δεκτά και λιοντάρια. Σε αυτό το ακλόνητο συμπέρασμα οδηγούν στοιχειώδεις γνώσεις μεθοδολογίας του Δικαίου αλλά και η εφαρμογή της κοινής λογικής.

Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, την απαγόρευση Αγιασμού των Υδάτων την ημέρα των Θεοφανείων είναι και για έναν επιπλέον λόγο αντισυνταγματική: Δεν αποτελεί αναγκαίο μέτρο για τον περιορισμό του κινδύνου περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού, αφού ο Αγιασμός των Υδάτων –που είναι μάλιστα ζωτικής σημασίας για την προστασία της χώρας και ειδικότερα της εθνικής ασφάλειας– μπορεί να διεξαχθεί ακωλύτως χωρίς την παρουσία πλήθους πιστών. Άρα, εν προκειμένω παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας!

Οι ανωτέρω επισημάνσεις καθιστούν ορατό έναν πελώριο κίνδυνο που υποκρύπτεται στην εξάσκηση της νομικής ταχυδακτυλουργικής τέχνης με επίκληση εξωσυνταγματικών όρων, όπως είναι η ιδιότυπη κατάσταση πολιορκίας: Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι άλλος από την ανεξέλεγκτη δράση όλων των “συνταγματικών μάγων” που είναι πρόθυμοι να εμφανίσουν έναν “ιδιότυπο λαγό” από το καπέλο τους, ώστε οι “θεατές του τσίρκου” να πιστέψουν ότι όλα είναι καλώς καμωμένα και άρα ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να επιβληθεί προσεχώς ένα ακόμη πιο απάνθρωπο “lockdown III, στο πλαίσιο του οποίου δεν αποκλείεται ο πολίτης να πρέπει να στέλνει SMS στις αρχές για να πάρει άδεια να μετακινηθεί από το σαλόνι του προς την τουαλέτα.

Η γνωστή ρήση του Carl Schmitt («κυρίαρχος είναι όποιος ορίζει την κατάσταση εξαίρεσης») επιστρέφει σε αναβαθμισμένη εκδοχή: Απόλυτος κυρίαρχος είναι εκείνος που ορίζει την ιδιότυπη κατάσταση πολιορκίας. Ένας τέτοιος κυρίαρχος μπορεί κατά το δοκούν να δικαιολογεί ακόμη και την κατάλυση της δημοκρατίας, εφόσον επιλέγει να σώσει πάση θυσία την δημόσια υγεία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο δημοσιογράφος κ. Π. Τσίμας, σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημ. ΤΑ ΝΕΑ (φ. της 24.7.2020, σελ. 27), υιοθέτησε την άποψη ότι «σε ένα πολιορκημένο κάστρο δεν χωρά δημοκρατία» (πρβλ. την ρήση του Ιγνατίου ντε Λογιόλα που ασπαζόταν ο Φιδέλ Κάστρο: «Σ’ ένα πολιορκημένο φρούριο κάθε διαφωνία είναι προδοσία»). Και τότε τίθεται αμείλικτο το πασίγνωστο ερώτημα: Quis custodiet ipsos custodies? (= ποιος ελέγχει τους ελέγχοντες;).

Μόλις δε που χρειάζεται να αναφερθεί ότι όπου εμφανίζονται αυτόκλητοι σωτήρες εκεί αναδίδεται δυσοσμία δικτατορίας: Εν έτει 2020, όλα τα ανθρωποκτόνα και εν ταυτώ κοινωνιοκτόνα μέτρα προβάλλονται ως μια απολύτως αναγκαία θυσία στον βωμό της υγείας. Ας θυμηθούμε, όμως, πώς αξιοποιήθηκε κάποια άλλη σωτηρία για την επιβολή γνήσιας δικτατορίας. Ο Μάνος Κ. Χατζηδάκης στο βιβλίο του “Η Ιδεολογία της 21ης Απριλίου” (εκδ. Πελασγός, Αθήνα 2008, σελ. 69) γράφει:

«Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι η επέμβασις του Στρατού στην Πολιτική δεν αποτελεί εκτροπή εκ της συνταγματικής τάξεως και της νομιμότητος του πολιτεύματος. Αυτή όμως καθίσταται όχι μόνον αναγκαία αλλά και επιβεβλημένη, όταν γίνεται κατ’ εφαρμογήν του δόγματος “Υπέρτατος Νόμος, η Σωτηρία της Πατρίδος”. Η αρχή αυτή που εθεσπίσθη κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα στην Δωδεκάδελτο, ανεδείχθη σε θεμελιώδες κοινωνικό αξίωμα, τόσο παγκοίνως αναγνωρισμένο, ώστε να μη έχει καν ανάγκη νομοθετικής μνείας. Και αποτελεί έκτοτε το “δίκαιο της ανάγκης” διά του οποίου αμύνονται οι πολιτείες και τα Έθνη από τις έκτακτες και απρόβλεπτες περιστάσεις. “Όσο μεγάλη κι αν φαίνεται η αρχή του απαραβιάστου του δικαίου, υπάρχει τι μεγαλύτερον αυτής: Η σωτηρία της Πατρίδος. Όλα δυνάμεθα να θυσιάσωμεν χάριν του δικαίου της πολιτείας, αλλά ποτέ αυτήν την πολιτείαν (…), τότε μία επανάστασις όχι μόνον είναι δυνατή αλλά και δεδικαιολογημένη” (Χρήστου Γ. Σγουρίτσα, “Επανάστασις, Πολιτεία και Δίκαιον”, σελ. 290, 291)».

Η αναλογία της σημερινής εποχής με την δικτατορία του ΄67 είναι κάτι παραπάνω από προφανής: Όπως επί χούντας των συνταγματαρχών επεβλήθη δικτατορία χάριν της πατρίδος, έτσι επεβλήθη και στις μέρες μας μια ιδιότυπη δικτατορία χάριν της υγείας. Μάλιστα, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένας λατινικός κοινός παρονομαστής: salus populi suprema lex esto. Και επειδή τα δρακόντεια και απάνθρωπα υγειονομικά μέτρα υιοθετήθηκαν με την τεχνική του καρμπόν σε όλα σχεδόν τα κράτη της γης, πρόκειται για μια ιδιότυπη παγκόσμια δικτατορία

Σημειωτέον ότι ο ελληνικός πολιτισμός, στο διάβα των αιώνων, ουδέποτε υιοθέτησε την άποψη ότι το ανθρώπινο σώμα και κατ’ επέκτασιν η δημόσια υγεία συνιστά υπέρτατη αξία και ύψιστο στόχο που κατισχύει της ελευθερίας,  της γνώσης και της σοφίας. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος γεραίρει ανά τους αιώνες την ελευθερία του Πνεύματος και την εκπολιτιστική του δύναμη, επιρροή και απήχηση. Η διεισδυτικότητά του σε άλλους πολιτισμούς οφείλεται στο γεγονός ότι παρέδωσε σε αυτούς τις ελληνικές αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της φιλοσοφίας. Η δημόσια υγεία αναγνωρίζεται ως υπέρτατο αγαθό μόνο από τον σύγχρονο φιλόσαρκο και αυτοθεωμένο άνθρωπο που έχει αποκοπεί από τις παραδόσεις του και κλίνει γόνυ στον Βάαλ της επιστήμης.

Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι, καίτοι η πανδημία έχει εξ ορισμού οικουμενικό χαρακτήρα, δεν επιτρέπεται να παραθεωρούνται οι ιδιαιτερότητες του συνταγματικού πλαισίου κάθε χώρας. Αν, για λόγους δημόσιας υγείας, άλλες χώρες γνωρίζουν την αναστολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Συντάγματος, της θρησκευτικής ελευθερίας συμπεριλαμβανομένης, τούτο δεν σημαίνει ότι, με την αυθαίρετη επίκληση μιας ανεπέρειστης ιδιοτυπίας, επιτρέπεται να επιβάλλεται τέτοια αναστολή και στην δική μας χώρα επί ισχύος του ελληνικού Συντάγματος και ειδικότερα του άρθρου 48. Για την πρακτική που ακολουθήθηκε στα άλλα κράτη βλ. Παπατόλια, Η «επόμενη μέρα» του εθνικού και ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Ερμηνευτικοί (ανα)στοχασμοί μετά την πανδημία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2020, σελ. 64-65, ο οποίος σημειώνει ότι «με εξαίρεση την Ουγγαρία και την Ισπανία, πουθενά αλλού δεν έγινε χρήση συνταγματικών διατάξεων αντίστοιχων με τη διάταξη του άρθρου 48 του Ελληνικού Συντάγματος για την κήρυξη “κατάστασης πολιορκίας”· ο ίδιος καταλήγει ότι «το γεγονός αυτό μαρτυρεί μια καθαρή προτίμηση στη λύση της de facto” κατάστασης εξαίρεσης, αντί της προσφυγής στο μοντέλο της θεσμοποιημένης αναστολής των δικαιωμάτων».

Είναι, μάλιστα, άκρως ανησυχητικό ότι η «αντισυνταγματικ[ή] μεν, αλλά χωρίς χρήση απόλυτης βίας, εφαρμογ[ή] του άρθρου 48 του Συντάγματος» χαρακτηρίζεται από τον Φίλιππο Σπυρόπουλο ως περίπτωση επιβολής “συνταγματικής δικτατορίας” (βλ. την μονογραφία του “Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος”, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987, σελ. 74), εναντίον της οποίας χωρεί άσκηση του δικαιώματος αντίστασης εκ μέρους των πατριωτών (και όχι βεβαίως νεοπατριωτών) Ελλήνων που, σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» (όχι μόνο με την ακαταμάχητη αλλά και την ψυχολογική: Σπυρόπουλος, ό.π., σελ. 75).

Τα πράγματα λαμβάνουν ακόμη πιο ανησυχητικές διαστάσεις, αν ανατρέξουμε στις ιστορικές καταβολές της κατάστασης πολιορκίας και εξετάσουμε τον τρόπο εφαρμογής της. Όπως σημειώνει ο Νικόλαος Αλιβιζάτος (Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση: 1922-1974, Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2η έκδ, 1986, σελ. 45 επ.), «η κατάσταση πολιορκίας», η οποία κηρύχθηκε για πρώτη φορά μετά την “Επανάσταση” του 1922, εξελίχθηκε «βαθμιαία σ’ ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο για την κατάκτηση και διατήρηση της εξουσίας, όσο και για την κατάπνιξη της διογκούμενης κοινωνικής αναταραχής».

Όποιος, λοιπόν, επικαλείται την κατάσταση πολιορκίας και δη μιαν “ιδιότυπη” μορφή της, παίζει με την φωτιά, αφού επαναφέρει στο παρόν αυταρχικά φαντάσματα του παρελθόντος, άρρηκτα συνδεδεμένα με ανώμαλες περιόδους, κατά τις οποίες η κατάσταση πολιορκίας καταστρατηγείτο, ερμηνευόμενη και εφαρμοζόμενη κατά τρόπο αντίθετο προς το Σύνταγμα (Αλιβιζάτος, ό.π., σελ. 83· για τις αυθαιρεσίες της χούντας των Συνταγματαρχών ως προς την κήρυξη της κατάστασης πολιορκίας και την αναστολή των κυριότερων συνταγματικών εγγυήσεων που αφορούσαν τις ατομικές ελευθερίες του πολίτη βλ. του ιδίου, ό.π., σελ. 324).

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μηναΐδης (Η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας. Οι πρωτόλειες εξωσυνταγματικές συνιστώσες του “δικαίου έκτακτης ανάγκης”, Τόμ. Α΄, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκης, Αθήνα-Θεσ/κη, 2015, σελ. 21-22): «Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι πολιτικές δυνάμεις σπάνια μεταμελούνται δημόσια για τις ατυχείς επιλογές τους και σπανιότερα διδάσκονται από τα οδυνηρά παθήματα, ιδίως του εμφυλιοπολεμικού παρελθόντος της και παράλληλα οι δυνάμεις καταστολής διακατέχονται ευρέως από πνεύμα μεσσιανιστικού χαρακτήρα, επεμβατικού των πολιτικών εξελίξεων, οι γενικευμένες πολιτικές κρίσεις και η προσφυγή στην αναβίωση των έκτακτων μέτρων, ήταν, μέχρι την ψήφιση του Συντάγματος 1975, συνήθης πρακτική. Έτσι μόνον η επίκληση του πολέμου και της επιστράτευσης λόγω εξωτερικών κινδύνων συνιστούσαν λόγους αποδεκτούς για τη λήψη εξαιρετικών μέτρων».

Δυστυχώς, η διαπίστωση αυτή πρέπει να σημάνει επειγόντως έναν εκκωφαντικό συνταγματικό συναγερμό: Διότι σήμερα κατ’ ουσίαν αναστέλλονται ατομικές ελευθερίες με μόνη την επίκληση ενός μεταφορικώς νοούμενου πολέμου που δικαιολογεί δήθεν την ενεργοποίηση μιας ιδιότυπης κατάστασης πολιορκίας. Οι ατομικές ελευθερίες, όμως, είναι αδιανόητο να αναστέλλονται στην πραγματικότητα, αφ’ ης στιγμής οι πολεμικές συνθήκες χαρακτηρίζονται από ρητορική υπερβολή και εικονικότητα! Η επιβολή στρατιωτικού νόμου ως περίπτωση οριακής νομιμότητας που άγει σε αναστολή θεσμών αδιαπραγμάτευτων υπό καθεστώς πολιτικής κανονικότητας προϋποθέτει απαραιτήτως γνήσιο πολεμικό κλίμα. Αλλιώς, το Σύνταγμα μεταπίπτει σε κουρελού και η χώρα εισέρχεται σε ζοφερούς καιρούς μείζονος πολιτικής ανωμαλίας.        

Ταυτοχρόνως, όποιος στο πλαίσιο της παρούσας υγειονομικής κρίσης κάνει λόγο για ιδιότυπη κατάσταση πολιορκίας συμβάλλει στην εγκαθίδρυση του λεγόμενου “συνταγματικού μιθριδατισμού”, αφού μέσω της επίμαχης ορολογίας ευλογεί την διαιώνιση δρακόντειων περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων που, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, θα έπρεπε ούτως ή άλλως να έχουν ληφθεί για απολύτως περιορισμένο χρονικό διάστημα (επ’ αυτού βλ. Βλαχόπουλο, Συνταγματικός μιθριδατισμός. Οι ατομικές ελευθερίες σε εποχές πανδημίας, εκδ. Ευρασία, Μάιος 2020, σελ. 40).    

Ενόψει των ανωτέρω, ο κ. Ρέμελης δεν έχει δίκιο όταν γράφει ότι: «Οι εκτενείς περιορισμοί στην άσκηση συνταγματικών δικαιωμάτων για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας δεν αποτελούν μόνο ελληνικό, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο που συνιστά μια αδιαμφισβήτητη πρόκληση για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Γίνεται γενικώς δεκτό ότι πρόκειται για συνταγματικά ανεκτές παρεκκλίσεις από την ομαλή λειτουργία του κράτους δικαίου, που συνιστούν κοινωνικό περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων». Όχι! Αυτό δεν γίνεται γενικώς δεκτό. Το ελληνικό Σύνταγμα περιέχει συγκεκριμένες “οδηγίες χρήσεως” σε περίπτωση υγειονομικής κρίσης μόνο στην ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 5 Συντ. Για την περίπτωση πραγματικού πολέμου ή συναφών αληθινών πολεμικών συνθηκών, και όχι φυσικά για οιονεί πόλεμο με πολιορκητή κάποιον… ιό, προβλέπει μόνο το άρθρο 48 Συντ.

Ως εκ τούτου, είναι σκανδαλωδώς ανομιμοποίητη η υποχρέωση γνωστοποίησης προς τις δημόσιες αρχές του τόπου και λόγου μετακίνησης του πολίτη. Η εξαίρεση από την ρητή απαγόρευση της επιβολής ατομικών διοικητικών μέτρων που περιορίζουν την ελεύθερη κίνηση του Έλληνα πολίτη δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνει ένα plus περιορισμού της ελεύθερης κίνησης, δηλ. πέραν της επιβολής ατομικού μέτρου να είναι επιτρεπτή η επιβολή γενικού μέτρου απαγόρευσης της ελεύθερης κίνησης, και δη όχι μόνο με την συνοδευτική υποχρέωση γνωστοποίησης του τόπου και λόγου μετακίνησης αλλά και με την υποχρέωση χρήσης μάσκας σε κάθε κλειστό και ανοικτό χώρο, ακόμη και μέσα στον ιδιωτικό χώρο του αυτοκινήτου, εφόσον υπάρχουν συνεπιβάτες.

Αυτή η τελευταία διαπίστωση είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική για το επόμενο βήμα οργουελικού εξευτελισμού του πολίτη: Αφού σήμερα το κράτος έχει λόγο για το τι φοράμε όταν βρισκόμαστε στον ιδιωτικό χώρο του αυτοκινήτου μας, στο “lockdown III” δεν αποκλείεται όχι μόνο να πρέπει ο πολίτης να λαμβάνει άδεια για την μετακίνησή του από το σαλόνι στην τουαλέτα του σπιτιού του, αλλά να πρέπει να την πραγματοποιεί και μασκοφορεμένος! Φυσικά, αν το σενάριο αυτό υλοποιηθεί, δεν θα ευθύνεται η παρούσα δικτατορική κυβέρνηση, αλλά οι πολίτες της, οι οποίοι σαν τα ζώα που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο παράδειγμα ως κατ’ εξαίρεσιν επιτρεπόμενα στην σύγχρονο κιβωτό του Νώε, δηλ. κότες, πρόβατα και μουλάρια, παρέλειψαν να προβάλουν οιαδήποτε αντίσταση στα δρακόντεια και απάνθρωπα μέτρα που εφαρμόσθηκαν μέχρι σήμερα. Και έτσι το λιοντάρι δείχνει πρόθυμο να μπήξει τα νύχια του ακόμη πιο βαθιά στο τρομοκρατημένο σαρκίο των άλλων τριών ζώων!

Συμπέρασμα: Το “lockdown II” είναι κατάδηλα και βάναυσα αντισυνταγματικό, αποτελώντας έναν εκθαμβωτικό φάρο μιας προ πολλού εγκαθιδρυμένης ιδιότυπης δικτατορίας. Δυστυχώς όμως, ενώ ο φάρος αυτός θα έπρεπε να έχει αφυπνίσει όλους τους πολίτες, κατά έναν παράδοξο τρόπο τούς έχει τυφλώσει. Ας αποχαιρετίσουμε λοιπόν το “lockdown II” κι ας ετοιμαστούμε να καλωσορίσουμε το ακόμη πιο κτηνώδες “lockdown III. Άλλωστε, η έλευση του “τρίτου κύματος” κορωνοϊού ήδη προφητεύθηκε. Μόνο που δεν πρόκειται για “τρίτο κύμα”, αλλά για τρίτη επίθεση εναντίον των αθώων πολιτών ενορχηστρωμένη από τις εθνικές κυβερνήσεις υπό την υψηλή εποπτεία του “αόρατου μαριονετίστα”! Κατά κύματα δεν είχε σχεδιασθεί και η επιδρομή από ιαπωνικά αεροσκάφη στο Περλ Χάρμπορ;         

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου