Σελίδες

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Ο κυβερνοπόλεμος έχει ξεκινήσει

Οι αμερικανικές και οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών κήρυξαν τον κυβερνοπόλεμο εναντίον των ανεξάρτητων ενημερωτικών μέσων. 

Βρετανικές και αμερικανικές κρατικές μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών χρησιμοποιούν την αλήθεια «ως όπλο» για να εξαλείψουν τους δισταγμούς για το εμβόλιο καθώς οι δύο χώρες προετοιμάζονται για μαζικούς εμβολιασμούς, σε έναν πρόσφατα κηρυγμένο κυβερνοπόλεμο , ο οποίος θα διενεργείται από κριτές της αλήθειας υποστηριζόμενους από την τεχνητή νοημοσύνη εναντίον των πηγών πληροφόρησης που αμφισβητούν τα επίσημα αφηγήματα.

Της Whitney Webb

Μόλις την περασμένη εβδομάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσαν διακριτικά ότι τα εργαλεία του κυβερνοχώρου και οι διαδικτυακές τακτικές που είχαν αρχικά σχεδιαστεί για χρήση στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» μετά την 9/11 , επαναχρησιμοποιούνται τώρα εναντίον πηγών πληροφόρησης που προωθούν την «αντίσταση στα εμβόλια» και πληροφορίες σχετικά τον Covid-19 που έρχονται σε αντίθεση με τις κρατικά αφηγήματα τους.

Μια νέα επίθεση στον κυβερνοχώρο ξεκίνησε τη Δευτέρα από μια υπηρεσία πληροφοριών του Ηνωμένου Βασιλείου, ονόματι Government Communications Headquarters (GCHQ), η οποία στοχεύει ιστότοπους που δημοσιεύουν περιεχόμενο το οποίο θεωρείται «προπαγάνδα» και που εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ανάπτυξη των εμβολίων του Covid-19 τα οποία χρηματοδοτούνται από το κράτος και τις εμπλεκόμενες πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες.

Παρόμοιες προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον αμερικανικό στρατό να χρηματοδοτεί πρόσφατα μια εταιρεία που υποστηρίζεται από τη CIA - γεμάτη με

πρώην αξιωματούχους αντιτρομοκρατίας που βρίσκονταν πίσω από την κατοχή του Ιράκ και την άνοδο του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους - για την ανάπτυξη ενός αλγορίθμου τεχνητής νοημοσύνης που στοχεύει ειδικά νέους ιστότοπους που προωθούν «ύποπτη» παραπληροφόρηση σχετικά με τον Covid-19 και την επιχείρηση εμβολιασμού για τον Covid-19 με επικεφαλής τον στρατό των ΗΠΑ, γνωστή ως Επιχείρηση Warp Speed.

Και οι δύο χώρες ετοιμάζονται να φιμώσουν τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους που εγείρουν βάσιμες ανησυχίες σχετικά με τη διαφθορά της φαρμακευτικής βιομηχανίας ή την ακραία μυστικότητα γύρω από τις κρατικές χρηματοδοτήσεις για το εμβόλιο του Covid-19, τώρα που το υποψήφιο εμβόλιο της Pfizer πρόκειται να εγκριθεί από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) μέχρι το τέλος του μήνα.

Το ιστορικό της Pfizer με τα πρόστιμα δισεκατομμυρίων για παράνομο μάρκετινγκ και για δωροδοκία κυβερνητικών αξιωματούχων ώστε να καλύψουν μια παράνομη δοκιμή ενός φαρμάκου που σκότωσε έντεκα παιδιά (μεταξύ άλλων εγκλημάτων) δεν έχουν αναφερθεί από τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αντ 'αυτού γιορτάζουν την οσονούπω επικείμενη έγκριση του εμβολίου της Pfizer για τον Covid-19 , χωρίς να αμφισβητούν το ιστορικό της εταιρείας ή ότι τα κανονικά πρωτόκολλα των δοκιμών ασφαλείας παρακάμφθηκαν για την τεχνολογία mRNA που χρησιμοποιείται στο εμβόλιο, και η οποία δεν έχει εγκριθεί ποτέ για ανθρώπινη χρήση. Επίσης δεν αναφέρεται πουθενά ότι η επικεφαλής του Κέντρου Αξιολόγησης και Έρευνας Φαρμάκων του FDA, Patrizia Cavazzoni, είναι η πρώην αντιπρόεδρος ασφαλείας προϊόντων της Pfizer η οποία κουκούλωσε τη σύνδεση ενός προϊόντος της εταιρείας με εκ γενετής ελαττώματα.

Βασικά, η εξουσία του κράτους ασκείται όπως ποτέ πριν, στην αστυνόμευση του διαδικτυακού λόγου και στην διαγραφή ειδησεογραφικών ιστότοπων, ώστε να προστατευθούν τα συμφερόντα ισχυρών εταιρειών όπως η Pfizer και άλλων φαρμακευτικών γιγάντων, καθώς και τα συμφέροντα της κρατικής μηχανής των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες εμπλέκονται στενά στην ανάπτυξη των εμβολίων του Covid-19.

Το νέος κυβερνοπόλεμος των μυστικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου στοχεύει την «αντιεμβολιαστική προπαγάνδα»

Τη Δευτέρα, η βρετανική εφημερίδα The Times ανέφερε ότι η GCHQ του Ηνωμένου Βασιλείου «ξεκίνησε μια επιθετική κυβερνοεπιχείρηση για να διαταράξει την προπαγάνδα κατά των εμβολίων που διαδίδεται από εχθρικά κράτη» και «χρησιμοποιεί μια εργαλειοθήκη που αναπτύχθηκε για την αντιμετώπιση του υλικού παραπληροφόρησης και στρατολόγησης του Ισλαμικού Κράτους» ώστε να το πράξει. Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση διέταξε την 77η Ταξιαρχία του βρετανικού στρατού, η οποία ειδικεύεται στον «πόλεμο πληροφοριών», να ξεκινήσει μια διαδικτυακή εκστρατεία για την αντιμετώπιση των «παραπλανητικών αφηγήμάτων» σχετικά με τα υποψήφια εμβόλια του Covid-19.

Ο προσφάτως ανακοινωμένος «κυβερνοπόλεμος» της GCHQ όχι μόνο θα καταργήσει την «προπαγάνδα κατά των εμβολίων» αλλά θα επιδιώξει επίσης να «διαταράξει τη λειτουργία των υπευθύνων αυτής της προπαγάνδας, με τρόπους όπως η κρυπτογράφηση των δεδομένων τους, ώστε να μην μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά και η εμπόδιση της επικοινωνίας τους με άλλους.» Επιπλέον η GCHQ θα προσεγγίζει άλλες χώρες της συμμαχίας "Five Eyes" (ΗΠΑ, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Καναδάς) για να ειδοποιεί τις συνεργαζόμενες υπηρεσίες αυτών των χωρών να στοχεύουν τους ιστότοπους τέτοιας «προπαγάνδας» που φιλοξενούνται εντός των συνόρων τους.

Οι Times δήλωσαν ότι «η κυβέρνηση θεωρεί την αντιμετώπιση ψευδών πληροφοριών σχετικά με τα εμβόλια ως αυξανόμενη προτεραιότητα καθώς η προοπτική ενός αξιόπιστου εμβολίου κατά του κορονοϊού είναι κοντινή», υποδηλώνοντας ότι οι προσπάθειες θα συνεχίσουν να αυξάνονται καθώς το υποψήφιο εμβόλιο πλησιάζει προς την έγκριση.

Φαίνεται ότι σύμφωνα με τις υπηρεσίες ασφαλείας του Ηνωμένου Βασιλείου, όσοι αμφισβητούν τη διαφθορά της φαρμακευτικής βιομηχανίας και τον πιθανό αντίκτυπό της στα κορυφαία πειραματικα υποψήφια εμβόλια του Covid-19 (όλες χρησιμοποιούν πειραματικές τεχνολογίες που δεν έχουν εγκριθεί ποτέ πριν για ανθρώπινη χρήση) πρέπει να στοχεύονται με εργαλεία που είχαν αρχικά σχεδιαστεί για την καταπολέμηση της τρομοκρατικής προπαγάνδας.

Παρόλο που οι Times ισχυρίστηκαν ότι η προσπάθεια θα στοχεύει το περιεχόμενο «που προέρχεται μόνο από αντίπαλα κράτη» και όχι τους ιστότοπους «απλών πολιτών», η εφημερίδα υπαινίχθηκε ότι θα βασιστεί στην κυβέρνηση των ΗΠΑ για να καθορίσει εάν ένας ιστότοπος είναι μέρος μιας επιχείρησης «ξένης παραπληροφόρησης».

Αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ κατέσχεσαν πρόσφατα τα domains πολλών ιστότοπων, συμπεριλαμβανομένου του American Herald Tribune, το οποίο χαρακτηρίστηκε εσφαλμένα ως «ιρανική προπαγάνδα», παρόλο που ο αρχισυντάκτης του, ο Anthony Hall διαμένει στον Καναδά. Η αμερικανική κυβέρνηση υπέβαλε αυτόν τον ισχυρισμό σχετικά με το American Herald Tribune, μετά που η εταιρεία κυβερνοασφάλειας FireEye οι οποία αναλαμβάνει εργολαβίες για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, δήλωσε ότι είχε «μέτρια πεποίθηση» ότι ο ιστότοπος «ιδρύθηκε στο Ιράν».

Επιπλέον, το γεγονός ότι η GCHQ ισχυρίστηκε ότι οι περισσότεροι ιστότοποι που σκοπεύει να στοχεύσει "συνδέονται με τη Μόσχα" δημιουργεί περαιτέρω ανησυχίες, δεδομένου ότι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου χρηματοδοτούσε την πρωτοβουλία Institute for Statecraft’s Integrity , η οποία χαρακτήρισε ψευδώς τους επικριτές των ενεργειών και τον δηλώσεων της βρετανικής κυβέρνησης σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία, ως εμπλεκόμενους με «ρωσικές εκστρατείες παραπληροφόρησης».

Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το προηγούμενο, είναι σίγουρα πιθανό η GCHQ να βασιστεί στα λόγια μιας συμμαχικής κυβέρνησης, ενός κυβερνητικού εργολάβου, ή ίσως ακόμη και ενός συμμαχικού ΜΜΕ όπως το Bellingcat ή το DFRLab του Ατλαντικού Συμβουλίου, ότι κάποιος ιστότοπος είναι «ξένη προπαγάνδα» προκειμένου να ξεκινήσει μια κυβερνοεπίθεση εναντίον του. Τέτοιες ανησυχίες ενισχύονται αφού μία από τις κύριες κυβερνητικές πηγές στο άρθρο των Times δήλωσε ευθέως ότι : «στη GCHQ έχει δοθεί εντολή να βγάλει τους antivaxers [sic] εκτός διαδικτύου και εκτός των κοινωνικών μέσων δικτύωσης. Υπάρχουν τρόποι που έχουν χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση και την διατάραξη της τρομοκρατικής προπαγάνδας», πράγμα που υποδηλώνει ότι οι στόχοι του νέου κυβερνοπολέμου της GCHQ θα καθορίζονται στην πραγματικότητα από το περιεχόμενο και όχι από την υποψία «ξένης»προέλευσης. Ο χαρακτηρισμός «ξένη» φαίνεται να αποτελεί μέσο παράκαμψης της επιχειρησιακής εντολής που εξαιρεί τα λόγια ή τους ιστότοπους απλών πολιτών.

Η μεταχείριση των φερόμενων «αρνητών των εβολίων -antivaxers» ως «απειλών για την εθνική ασφάλεια» συνεχίζεται για το μεγαλύτερο μέρος του τρέχοντος έτους, με επικεφαλής εν μέρει τον Imran Ahmed, διευθύνοντα σύμβουλο του Κέντρου Αντιμετώπισης Ψηφιακού Μίσους (Center for Countering Digital Hate) με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο συμμετέχει στην πιλοτική ομάδα δράσης της Επιτροπής Αντιμετώπισης τουΕξτρεμισμού.

Ο Αχμέντ δήλωσε στην εφημερίδα The Independent τον Ιούλιο ότι «δεν θα χαρακτηρίσω τους αρνητές των εμβολίων θεωρητικούς συνωμοσίας αλλά θα πάω παραπέρα λέγοντας ότι είναι μια εξτρεμιστική ομάδα η οποία αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια». Στη συνέχεια δήλωσε ότι «όταν κάποιος έχει εκτεθεί σε ένα είδος συνωμοσίας, είναι εύκολο να οδηγηθεί σε πιο ριζοσπαστικές απόψεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε βίαιο εξτρεμισμό», υπονοώντας έτσι ότι οι «antivaxers» ενδέχεται να εμπλακούν σε πράξεις βίαιου εξτρεμισμού. Μεταξύ των ιστότοπων που ανέφερε η οργάνωση του Ahmed ότι προωθούν τέτοιο «εξτρεμισμό» ο οποίος ενέχει «κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια» είναι η Υπεράσπιση της Υγείας των Παιδιών, το Εθνικό Κέντρο Πληροφοριών για τα Εμβόλια, το Δίκτυο Δράσης Ενημερωμένης Συγκατάθεσης και το Mercola.com, μεταξύ άλλων.

Παρομοίως, μια δεξαμενή σκέψης (think tank) που συνδέεται με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών - του οποίου η αντίστοιχη GCHQ, είναι η NSA (Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας) και θα συμμετέχει στον πρόσφατα κηρυχθέντα «κυβερνοπόλεμο» - υποστήριξε σε μια ερευνητική εργασία που δημοσιεύθηκε λίγους μήνες πριν από την έναρξη της κρίσης του Covid-19 ότι « το αμερικανικό κίνημα κατά των εμβολίων θα αποτελέσει απειλή για την εθνική ασφάλεια σε περίπτωση «πανδημίας από έναν νέο μικροοργανισμό»».

Η InfraGard, «μια συνεργασία μεταξύ του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (FBI) και μελών του ιδιωτικού τομέα», προειδοποίησε σε δημοσίευμα του περασμένου Ιουνίου ότι «το κίνημα κατά των εμβολίων στις ΗΠΑ θα συνδέεται επίσης με «παραπληροφόρηση και εκστρατείες προπαγάνδας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» ενορχηστρωμένες από τη ρωσική κυβέρνηση»,όπως ανέφερε ο Guardian. Το έγγραφο της InfraGard ισχυρίστηκε επίσης ότι γνωστοί «αντι-vaxxers» συντάσσονται με άλλα συνωμοσιολογικά κινήματα , συμπεριλαμβανομένης της ακροδεξιάς... και εκστρατείες παραπληροφόρησης και προπαγάνδας στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης από πολλούς ξένους και εγχώριους παράγοντες. Μεταξύ αυτών των παραγόντων περιλαμβάνεται και ο Οργανισμός Έρευνας του Διαδικτύου (Internet Research Agency), ένας οργανισμός που συντάσσεται με τη Ρωσία.»

Ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε μόλις τον περασμένο μήνα στην Washington Post ισχυρίστηκε ότι «η επιφυλακτικότητα για το εμβόλιο αναμιγνύεται με την άρνηση του κορονοϊού και συγχωνεύεται με ακροδεξιές αμερικανικές θεωρίες συνωμοσίας, συμπεριλαμβανομένου του Qanon», τον οποίο το FBI πέρυσι χαρακτήρισε ως πιθανή εγχώρια τρομοκρατική απειλή. Το άρθρο ανέφερε ότι ο Peter Hotez, πρύτανης της Σχολής Τροπικής Ιατρικής στο Baylor College of Medicine στο Χιούστον, είπε: «Το αμερικανικό αντιεμβολιαστικό κίνημα παγκοσμιοποιείται και κατευθύνεται προς περισσότερο εξτρεμιστικές τάσεις».

Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί που χαρακτηρίζονται ως «anti-vaxxers» είναι στην πραγματικότητα επικριτές τον φαρμακοβιομηχανιών και δεν αντιτίθενται απαραιτήτως στα εμβόλια αυτά καθαυτά, πράγμα που καθιστά τις ταμπέλες «αντι-vaxxer» και «αρνητής των εμβολίων» παραπλανητικές. Δεδομένου ότι πολλοί φαρμακευτικοί γίγαντες που εμπλέκονται στην παραγωγή των εμβολίων του Covid-19 κάνουν μεγάλες δωρεές σε πολιτικούς και των δύο χωρών και έχουν εμπλακεί σε πολλά σκάνδαλα σχετικά με την ασφάλεια των φαρμάκων τους, η χρησιμοποίηση των κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών για να διεξάγουν κυβερνοπόλεμο εναντίον ιστότοπων που διερευνούν τέτοια σκάνδαλα, δεν είναι ανησυχητική μόνο για το μέλλον της δημοσιογραφίας, αλλά δείχνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κάνει ένα επικίνδυνο άλμα προς την μετατροπή του σε μια χώρα που χρησιμοποιεί τις κρατικές εξουσίες για να αντιμετωπίζει τους εχθρούς των εταιρειών ως εχθρούς του κράτους.

Η εταιρεία που υποστηρίζεται από τη CIA και χρησιμοποιεί την αλήθεια «ως όπλο» με την χρήση τεχνητής νοημοσύνης

Στις αρχές Οκτωβρίου, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ και η Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι έχουν συνάψει σύμβαση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων με την εταιρεία Primer με έδρα τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου, «Η Primer θα αναπτύξει την πρώτη πλατφόρμα μηχανικής μάθησης που θα εντοπίζει και θα αξιολογεί αυτόματα πιθανή παραπληροφόρηση. Η Primer θα ενισχύσει επίσης την πλατφόρμα επεξεργασίας φυσικής ομιλίας για να αναλύει αυτόματα τακτικά γεγονότα ώστε να παρέχει στους διοικητές μια άνευ προηγουμένου εικόνα, καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονται σε σχεδόν πραγματικό χρόνο. »

Σύμφωνα με την Primer, η εταιρεία «κατασκευάζει μηχανές λογισμικού που διαβάζουν και γράφουν στα αγγλικά, τα ρωσικά και τα κινέζικα για να ανακαλύψουν αυτόματα τάσεις και μοτίβα σε μεγάλους όγκους δεδομένων» και η εργασία τους «υποστηρίζει την αποστολή των υπηρεσιών πληροφοριών και γενικότερα του Υπουργείου Άμυνας, αυτοματοποιώντας την ανάγνωση και την έρευνα για να βελτιώσει την ταχύτητα και την ποιότητα της λήψης αποφάσεων. » Με άλλα λόγια, η Primer αναπτύσσει έναν αλγόριθμο που θα επιτρέπει στις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας να αντικαταστήσουν τους στρατιωτικούς αναλυτές και τους αναλυτές πληροφοριών, με την τεχνητή νοημοσύνη. Στην πραγματικότητα, η εταιρεία το παραδέχεται αυτό ανοιχτά, δηλώνοντας ότι η τρέχουσα προσπάθειά της «θα αυτοματοποιήσει τη δουλειά που κάνουν συνήθως δεκάδες αναλυτές σε ένα κέντρο επιχειρήσεων για να προσλάβει όλα τα δεδομένα που σχετίζονται με ένα συμβάν ενώ αυτό συμβαίνει και να τα διοχετεύσει σε μια ενοποιημένη διεπαφή χρήστη.»

Ο απώτερος στόχος της Primer είναι να χρησιμοποιήσει την τεχνητή νοημοσύνη της για να αυτοματοποιήσει πλήρως τη διαμόρφωση των δημόσιων αντιλήψεων και να γίνει ο κριτής της «αλήθειας», όπως ορίζεται από το κράτος. Ο ιδρυτής της Primer, Sean Gourley, ο οποίος στο παρελθόν δημιούργησε προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης για τον στρατό για να παρακολουθεί τις «εξεγέρσεις» στο Ιράκ μετά την εισβολή, δήλωσε σε μια ανάρτηση στο μπλογκ τον Απρίλιο,ότι «οι υπολογιστικές πολεμικές εκστρατείες και οι επιχειρήσεις παραπληροφόρησης το 2020, θα γίνουν μια πιο σοβαρή απειλή από τον κλασικό πόλεμο και θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τα όπλα που χρησιμοποιούμε για να τα πολεμήσουμε. »

Στην ίδια ανάρτηση, ο Γκούρλεϊ υποστήριξε τη δημιουργία ενός «Manhattan Project για την αλήθεια» που θα δημιουργούσε μια δημοσίως προβάσιμη βάση δεδομένων τύπου Βικιπαίδεια που θα αποτελείται από «βάσεις γνώσεων που υπάρχουν ήδη στις υπηρεσίες πληροφοριών πολλών χωρών για λόγους εθνικής ασφάλειας. » Ο Γκούρλεϊ έγραψε τότε ότι «αυτή η προσπάθεια θα ήταν τελικά η οικοδόμηση και η ενίσχυση των συλλογικών πληροφοριών μας και η καθιέρωση μιας βάσης για το τι είναι αλήθεια ή δεν είναι», όπως ορίζεται από τις υπηρεσίες πληροφοριών. Ολοκληρώνει την ανάρτηση του ιστολογίου του δηλώνοντας ότι «το 2020, θα αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε την αλήθεια ως όπλο».

Είναι αξιοσημείωτο ότι στις 9 Νοεμβρίου, την ίδια ημέρα που η βρετανική GCHQ ανακοίνωσε τα σχέδιά της να στοχεύσει την «προπαγάνδα κατά των εμβολίων», η αμερικανική ιστοσελίδα NextGov ανέφερε ότι η χρηματοδοτούμενη από το Πεντάγωνο προσπάθεια της Primer, έχει στραφεί συγκεκριμένα προς την «παραπληροφόρηση σχετικά με τον Covid-19». Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή της Primer, John Bohannon, «η Primer θα ενσωματώσει δυνατότητες ανίχνευσης bot, ανίχνευσης συνθετικών κειμένων και ανάλυσης αδόμητων γραπτών ισχυρισμών στην υπάρχουσα πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιείται αυτήν τη στιγμή από το Υπουργείο Άμυνας... Αυτό θα δημιουργήσει την πρώτη ενοποιημένη, έτοιμη για αποστολές πλατφόρμα, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης σχετικά με τον Covid-19 σε σχεδόν πραγματικό χρόνο.»

Ο Bohannon, ο οποίος στο παρελθόν εργαζόταν ως δημοσιογράφος με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, δήλωσε επίσης στο NextGov ότι η νέα προσπάθεια της Primer με επίκεντρο τον Covid-19 «ταξινομεί αυτόματα έγγραφα σε μία από τις 10 κατηγορίες για να επιτρέψει τον εντοπισμό του αντίκτυπου του COVID» σε τομείς όπως «ο επιχειρηματικός, ο επιστημονικός και ο τεχνολογικός, ο τομέας της απασχόλησης, της παγκόσμιας οικονομίας και στις εκλογές».Το τελικό προϊόν αναμένεται να παραδοθεί στο Πεντάγωνο το δεύτερο τρίμηνο του επόμενου έτους.

Αν και αποκαλείται ιδιωτική εταιρεία, η Primer είναι βαθιά συνδεδεμένη με τις υπηρεσίες ασφαλείας του κράτους το οποίο έχει σχεδιαστεί να προστατεύει με τον «οπλισμό της αλήθειας». Η Primer προβάλλει με υπερηφάνεια ότι περισσότεροι από το 15% του προσωπικού της προέρχονται από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ή τον στρατό. Διευθυντής της Ομάδας Εθνικής Ασφάλειας της εταιρείας είναι ο Brian Raymond, πρώην αξιωματούχος της CIA, ο οποίος υπηρέτησε ως Διευθυντής για το Ιράκ στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία.

Η εταιρεία πρόσθεσε επίσης προσφάτως αρκετούς διακεκριμένους αξιωματούχους της εθνικής ασφάλειας στο διοικητικό της συμβούλιο όπως:

  • Ο απόστρατος στρατηγός Raymond Thomas, ο οποίος ήταν διοικητής όλων των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν και είναι πρώην διοικητής τόσο της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ όσο και της Κοινής Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων (JSOC).

  • Η απόστρατη υπολοχαγός VeraLinn Jamieson, πρώην υποπροϊσταμένη προσωπικού για τις υπηρεσίες πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης της Πολεμικής Αεροπορίας, και η οποία ηγήθηκε των υπηρεσιών πληροφοριών και κυβερνοχώρου της Πολεμικής Αεροπορίας. Επίσης, επέβλεψε προσωπικά τις «στρατηγικές συνεργασίες» μεταξύ της Πολεμικής Αεροπορίας και της Microsoft, της Amazon, της Google και της IBM, προκειμένου «να επιταχύνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Πολεμικής Αεροπορίας».

  • Ο Brett McGurk, ένας από τους "αρχιτέκτονες" του πολέμου του Ιράκ, μαζί με την περιβόητη οικογένεια Kagan, διευθυντής της NSC για το Ιράκ και μετέπειτα ειδικός σύβουλος του προέδρου, και ανώτερος διευθυντής για το Ιράκ και το Αφγανιστάν κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπους. Υπό τον Ομπάμα και για ένα διάστημα της προεδρίας Τραμπ, ο McGurk, ήταν ειδικός προεδρικός απεσταλμένος του Παγκόσμιου Συνασπισμού Αντιμετώπισης του ISIS στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, βοηθώντας στη χειρισμό του «βρώμικου πολέμου» που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι άλλοι σύμμαχοι κατά της Συρίας.

Εκτός από αυτές τις πρόσφατες προσλήψεις στο διοικητικό συμβούλιο, η Primer προσέλαβε την Sue Gordon, πρώην βασική αναπληρώτρια διευθύντρια της National Intelligence, ως στρατηγική σύμβουλο. Η Γκόρντον προηγουμένως «καθοδήγησε συνεργασίες εντός της Κοινότητας Πληροφοριών των ΗΠΑ και παρείχε συμβουλές στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας στα πλαίσια του ρόλου της ως αναπληρώτρια διευθύντρια της National Intelligence» και είχε και μια καριέρα είκοσι επτά ετών στη CIA. Οι βαθιές διασυνδέσεις δεν προκαλούν έκπληξη, δεδομένου ότι η Primer υποστηρίζεται οικονομικά από τον βραχίονα επιχειρηματικών επενδύσεων της CIA την In-Q-Tel και τον βραχίονα επιχειρηματικών επενδύσεων Bloomberg Beta του δισεκατομμυριούχου Mike Bloomberg.

Ο κεραυνοβόλος πόλεμος (Blitzkrieg) κατά της παραπληροφόρησης, της Επιχείρησης Warp Speed.

Η ραγδαία αύξηση του ενδιαφέροντος των κρατών εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου για την «παραπληροφόρηση» σχετικά με τον Covid-19, σχετίζεται ιδιαιτέρως με τις επερχόμενες εκστρατείες εμβολιασμού για τον Covid-19 και έχει στενή σχέση με τη στρατηγική της Επιχείρησης Warp Speed της αμερικανικής κυβέρνησης, για την αντιμετώπιση των μέσων ενημέρωσης .

Επισήμως η Επιχείρηση Warp Speed είναι μια «συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα», η οποία έχει ως στόχο τον εμβολιασμό 300 εκατομμυρίων Αμερικανών μέχρι τον επόμενο Ιανουάριο, κυριαρχείται από τον αμερικανικό στρατό και περιλαμβάνει επίσης αρκετές υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) και το Τμήμα Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS), καθώς και τεχνολογικούς γίγαντες που συνδέονται με τις υπηρεσίες πληροφοριών όπως η Google,η Oracle και η Palantir. Αρκετά ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκαν στο The Last American Vagabond από την συγγραφέα του παρόντος και τον δημοσιογράφο Derrick Broze αποκάλυψαν την ακραία μυστικότητα της επιχείρησης, τις πολυάριθμες συγκρούσεις συμφερόντων και τους βαθείς δεσμούς της με την Silicon Valley και τις οργουελιανές τεχνοκρατικές πρωτοβουλίες.

Η επίσημες οδηγίες της Warp Speed αναλύουν εκτενώς το σταδιακό της σχέδιο για την εμπλοκή του κοινού και την αντιμετώπιση θεμάτων «επιφύλαξης για τα εμβόλια». Σύμφωνα με το έγγραφο της Warp Speed με τίτλο «From the Factory to the Frontlines», «οι στρατηγικές επικοινωνίες και τα δημόσια μηνύματα είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της μέγιστης αποδοχής των εμβολίων, απαιτώντας κορεσμό των μηνυμάτων στα εθνικά μέσα ενημέρωσης». Αναφέρει επίσης ότι «η συνεργασία με καθιερωμένους συνεργάτες –ιδίως με αυτούς που αποτελούν αξιόπιστες πηγές για τα στοχευμένα κοινά– είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση της κατανόησης του κοινού, της πρόσβασης και της αποδοχής των ενδεχόμενων εμβολίων» και ότι «ο εντοπισμός των σωστών μηνυμάτων για την προώθηση της εμπιστοσύνης στα εμβόλια, η αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης και η στοχευμένη προσέγγιση ευάλωτων και ευπαθών πληθυσμών θα είναι απαραίτητες για την επίτευξη υψηλής (εμβολιαστικής) κάλυψης.»

Το έγγραφο σημειώνει επίσης ότι η Warp Speed θα χρησιμοποιήσει το πλαίσιο τριπλής στρατηγικής του Κέντρου Ελέγχου Ασθενειών (CDC) για την επικοινωνιακή της προσπάθεια. Ο τρίτος πυλώνας αυτής της στρατηγικής ονομάζεται «Σταματήστε τους Μύθους» και έχει ως βασικό επίκεντρο «τη δημιουργία συνεργασιών για τον περιορισμό της εξάπλωσης παραπληροφόρησης», καθώς και την «συνεργασία με τοπικούς εταίρους και αξιόπιστους αγγελιοφόρους για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης προς τα εμβόλια».

Αν και το συγκεκριμένο έγγραφο της Warp Speed δεν δίνει πολλές λεπτομέρειες, το Covid-19 Vaccination Program Interim Playbook περιέχει πρόσθετες πληροφορίες. Αναφέρει ότι η Επιχείρηση Warp Speed θα «εμπλέξει και θα χρησιμοποιήσει ένα ευρύ φάσμα συνεργατών, συνεργασιών και επικοινωνιακών και ειδησεογραφικών καναλιών για την επίτευξη των επικοινωνιακών στόχων, κατανοώντας ότι οι προτιμήσεις των καναλιών και οι αξιόπιστες πηγές ποικίλλουν μεταξύ των διάφορων κοινών και των ατόμων με υψηλότερο κίνδυνο για σοβαρή ασθένεια και τους κρίσιμους πληθυσμούς· και τα κανάλια ποικίλλουν ως προς την ικανότητά τους να επιτύχουν διαφορετικούς επικοινωνιακούς στόχους. Δηλώνει ότι θα επικεντρώσει τις προσπάθειές της επί του θέματος στα «παραδοσιακά κανάλια» (έντυπα, ραδιόφωνα και τηλεόραση) καθώς και στα «ψηφιακά μέσα» (Διαδίκτυο, κοινωνικά μέσα δικτύωσης και γραπτά μηνύματα).

Το έγγραφο του CDC αποκαλύπτει περαιτέρω ότι η εκστρατεία «δημόσιας ανταλλαγής μηνυμάτων» για την «προώθηση της ληψης των εμβολίων» και την αντιμετώπιση της «επιφύλαξης για τα εμβόλια» χωρίζεται σε τέσσερις φάσεις και προσθέτει ότι η συνολική επικοινωνιακή στρατηγική της Warp Speed «πρέπει να είναι έγκαιρη και εφαρμόσιμη για την τρέχουσα φάση του προγράμματος εμβολιασμού του Covid-19. »

Αυτές οι φάσεις είναι:

  • Πριν διατεθεί ένα εμβόλιο

  • Όταν το εμβόλιο διατεθεί σε περιορισμένο αριθμό για ορισμένους πληθυσμούς

  • Όταν το εμβόλιο είναι όλο και πιο διαθέσιμο για άλλους κρίσιμους πληθυσμούς και το ευρύ κοινό

  • Όταν το εμβόλιο είναι ευρέως διαθέσιμο

Δεδομένου ότι το υποψήφιο εμβόλιο του Covid-19 που παράγεται από την Pfizer αναμένεται να εγκριθεί έως τα τέλη Νοεμβρίου, φαίνεται ότι το κράτος ασφαλείας των ΗΠΑ το οποίο εκτελεί ουσιαστικά την Επιχείρηση Warp Speed, μαζί με «αξιόπιστους αγγελιοφόρους» στα ΜΜΕ, ετοιμάζεται να εισέλθει στη δεύτερη φάση της επικοινωνιακής στρατηγικής, κατά την οποία οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί και οι δημοσιογράφοι που εγείρουν βάσιμες ανησυχίες σχετικά με την Επιχείρηση Warp Speed θα φιμωθούν για να ανοίξουν το δρόμο για τον «απαιτούμενο» κορεσμό των μηνυμάτων υπέρ των εμβολίων σε όλο τον αγγλόφωνο χώρο των media.



Υποτιτλισμένο στην Ελληνική απόσπασμα από το Event 201 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου